Η Τώνια Μοροπούλου για την είσπραξη της σύνταξης του πατέρα της
Τι απαντά μέσω Facebook.
«Δεν έχω κάνει καμία παράνομη ενέργεια» απαντά η υποψήφια βουλευτής Δωδεκανήσων με τη Νέα Δημοκρατία, Τώνια Μοροπούλου, για το δημοσίευμα που την φέρει να εισπράττει παράνομα τη σύνταξη του πατέρα της.
Σε ανάρτηση στη σελίδα της στο Facebook, η κυρία Μοροπούλου εξηγεί ότι εισέπραττε νόμιμα τη σύνταξη του πατέρα της, από το έτος του θανάτου του το 1977. Ωστόσο, αν και η νομοθεσία άλλαξε ξαφνικά το 2010, «ουδέποτε μέχρι το 2017 ο ασφαλιστικός μου φορέας δεν με είχε ενημερώσει για αυτό».
«Με την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικούμενου, ουδέποτε αμφισβήτησα το ποσό της συντάξεως που μου πιστωνόταν , θεωρώντας ότι αφού το καταβάλει ο ασφαλιστικός φορέας, αυτονοήτως είναι και νόμιμη η καταβολή», διευκρινίζει και προσθέτει ότι όταν ενημερώθηκε για την οφειλή της «ουδέποτε αμφισβήτησα την υποχρέωση μου να επιστραφούν τα ποσά τα οποία όμως πραγματικά οφείλω. Ωστόσο το πραγματικό ποσό μονό μια δικαστική απόφαση μπορεί να διαγνώσει και στην όποια δικαστική απόφαση οφείλουν να συμμορφωθούν τόσο εγώ όσο και ο ασφαλιστικός μου φορέας».
Γι’ αυτόν τον λόγο προσέφυγε στη Διοικητική Δικαιοσύνη, ώστε να διαγνωστεί το ακριβές ποσό της οφειλής, για να το καταβάλλει άμεσα.
Ακολουθεί ολόκληρη η ανάρτηση της Τώνιας Μοροπούλου
Για το θέμα της συντάξεως του αποβιώσαντος το έτος 1977 πατρός μου Ιωάννη Μορόπουλου, δηλώνω ότι δεν έχω κάνει καμία παράνομη ενέργεια.
Προς ενημέρωση όλων για την υπόθεση αυτή έχουν συμβεί τα κάτωθι: Εισέπραττα δυνάμει συγκεκριμένης νομοθεσίας την σύνταξη του πάτερα μου. Η νομοθεσία αίφνης άλλαξε το 2010. Ωστόσο ουδέποτε μέχρι το 2017 ο ασφαλιστικός μου φορέας δεν με είχε ενημερώσει για αυτό. Με την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικούμενου, ουδέποτε αμφισβήτησα το ποσό της συντάξεως που μου πιστωνόταν , θεωρώντας ότι αφού το καταβάλει ο ασφαλιστικός φορέας, αυτονοήτως είναι και νόμιμη η καταβολή. Το έτος 2017 οπότε και το διερεύνησα διαπίστωσα ότι έκτοτε τις συγκεκριμένες συντάξεις δικαιούνται όσες πληρούν συγκεκριμένα εισοδηματικά κριτήρια τα οποία εγώ δεν πληρώ. Παρ’ όλα αυτά αφής ενημερώθηκα για την οφειλή μου ουδέποτε αμφισβήτησα την υποχρέωση μου να επιστραφούν τα ποσά τα οποία όμως πραγματικά οφείλω. Ωστόσο το πραγματικό ποσό μονό μια δικαστική απόφαση μπορεί να διαγνώσει και στην όποια δικαστική απόφαση οφείλουν να συμμορφωθούν τόσο εγώ όσο και ο ασφαλιστικός μου φορέας. Για το λόγο αυτό όταν μου γνωστοποιήθηκε η οφειλή από των ασφαλιστικό μου φορέα προσέφυγα αμέσως στην Διοικητική Δικαιοσύνη η οποία επιλαμβάνεται στην δικάσιμο της 2-12-2019 οπότε και θα διαγνωστεί το ακριβές ποσό της οφειλής μου ώστε να το καταβάλλω άμεσα.
Οι 3 λόγοι τους οποίους επικαλούμαι και θα πρέπει η Διοικητική Δικαιοσύνη να διαγνώσει είναι οι ακόλουθοι:
Α. η βεβαίωση του οφειλομένου ποσού εξεδόθη την 23-01-2017 από το ΕΤΑΑ – Τομέα Μηχανικών και ΕΔΕ ήτοι από νπδδ το οποίο είχε ήδη καταργηθεί από 01-01-2017 και τις αρμοδιότητες του ασκεί έκτοτε ο Ε.Φ.Κ.Α. Άρα ακόμα και αν δεν αμφισβητούσα το ύψος του οφειλομένου ποσού και το κατέβαλλα, θα το κατέβαλλα σε ανύπαρκτο νπδδ. Με την προσφυγή μου επιδιώκω την διόρθωση της βεβαίωσης προκειμένου να καταβάλλω το οφειλόμενο ποσό στο νπδδ που είναι ο πραγματικός δικαιούχος δηλαδή ο Ε.Φ.Κ.Α.
Β. Από το φερόμενο ως οφειλόμενο ποσό των 71.051,43 έχω ήδη καταβάλλει το ποσό των 20.604,91 υπό την μορφή φόρου εισοδήματος που επεβλήθη επί των υπό συζήτηση συντάξεων επομένως το ποσό το οποίο πραγματικά οφείλω είναι σημαντικά χαμηλότερο από αυτό το οποίο μη νόμιμα βεβαιώθηκε από τον ασφαλιστικό μου φορέα.
Γ. Επί του ποσού που βεβαιώθηκε έχουν επιβληθεί τόκοι και προσαυξήσεις οι οποίο όμως θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν σε χαμηλότερο ποσό δεδομένου ότι ήδη έχουν καταβληθεί 20.604,91 και επομένως για το αυτό ποσό δεν οφείλονται ούτε τόκοι ούτε προσαυξήσεις που ήδη έχουν ενσωματωθεί στο ποσό των 71.051,43. Με την συνδρομή της Διοικητικής Δικαιοσύνης, θα προσδιοριστεί αυτό το οποίο αποτελεί την νόμιμη οφειλή μου ώστε να προχωρήσω στην καταβολή του.
ΥΓ. Κοινοποιώ το παρόν στην εφημερίδα Documento προκειμένου να δημοσιευθεί η απάντησή μου. Α. Μοροπούλου