5 εργαζόμενοι στην εστίαση μιλούν για το πόσο άλλαξε η ζωή τους στην καραντίνα
Η Parallaxi μίλησε με πέντε νέους που εργάζονται στην εστίαση για την αλλαγή που βιώνουν, το αβέβαιο μέλλον και πώς πιστεύουν θα γίνει η επαναλειτουργία του κλάδου.
Βρίσκονται πάντα σε κάθε γεύμα σου, σε κάθε εορτασμό, σε κάθε έξοδο με την παρέα σου, εκεί στο παρασκήνιο να φροντίζουν να κυλήσουν όλα ομαλά. Ο λόγος για τους εργαζόμενους στην εστίαση, αυτούς που πλήγηκαν περισσότερο από την έλευση της πανδημίας. Μέσα σε λίγους μήνες είδαν τον τρόπο ζωής τους να αλλάζει ριζικά, από τις νυχτερινές βάρδιες μέσα στα κλαμπ, τις ατελείωτες υπερωρίες στην στασιμότητα της καραντίνας.
Η Parallaxi μίλησε με πέντε νέους που εργάζονται στην εστίαση για την αλλαγή που βιώνουν, το αβέβαιο μέλλον και πώς πιστεύουν θα γίνει η επαναλειτουργία του κλάδου.
Ο Αλέξανδρος Βλάχος, αποφάσισε να εργαστεί στον κλάδο της εστίασης από τα 17, με την σχολή μαγειρικής να γίνεται πρώτη του επιλογή. Από τα 18 εργάζεται σε διάφορα μαγαζιά. «Η ζωή μου έχει αλλάξει πολύ από την πρώτη μέρα έως τώρα κυρίως ψυχολογικά όταν έγινε το lockdown ήταν κάτι δύσκολο να καταλάβω και να συνηθίσω όλη αυτή την κατάσταση. Ήταν τρομακτικό αρκετά να βλέπεις κόσμο τρομοκρατημένο, βλέμματα φοβισμένα μια νεκρή πόλη. Ταξίδια να ακυρώνονται εργοδότες να φωνάζουν επειδή κλείνουν, άνθρωποι να συζητάνε παντού για το τι μας περιμένει. Τα Μέσα μαζικής ενημέρωσης να σε γεμίζουν με φόβο και τρόμο, με τόσες πληροφορίες.»
Για το ίδιο δεν άλλαξε μόνο ο τρόπος ζωής του αλλά υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στον εργασιακό του χώρο. «Στην δουλειά είναι ένα πολύ δύσκολο κομμάτι πρέπει να είσαι με μάσκα, υπάρχει μεγάλο άγχος στρες μην κολλήσεις. Οι εργοδότες να μην ξέρουν τη να βάλουν σαν προτεραιότητα τη υγεία των υπαλλήλων τους ή τα οικονομικά τους και την φήμη τους. Και εκεί είναι το ποιο δύσκολο κομμάτι το μέρος που εργάζεσαι.» Ο Αλέξανδρος όπως εξηγεί, επηρεάστηκε και ο ίδιος οικονομικά «Λόγω περικοπών σε μισθούς και καθυστερήσεις στις πληρωμές, γενικότερα είναι δύσκολο γιατί όταν δεν πάνε καλά τα οικονομικά σου, αρχίζουν πολλά προβλήματα στον εργασιακό σου χώρο.»
Όσον αφορά την επαναλειτουργία του κλάδου παρά την θετικότητα προβλέπει ότι πολλά καταστήματα θα έχουν βάλει λουκέτο «Ελπίζω όταν ανοίξουν αν επιστρέψουμε και στην κανονικότητα χωρίς περιορισμούς.»
Η Ιουλία Ιανγκουνιάν, παρόλο που από τα 17 της βρισκόταν μέσα σε μία κουζίνα κάνοντας αυτό που αγαπάει περισσότερο, να δημιουργεί γαστρονομικά πιάτα, στα 21 της βρέθηκε άνεργη. Η ίδια μετά το πρώτο lockdown, που καθ’ όλην την διάρκεια του ήταν σε αναστολή, απολύθηκε. Η ζωή της όπως εξηγεί έχει αλλάξει ριζικά, πλέον -όπως και οι περισσότεροι- βρίσκεται όλη την ημέρα στο σπίτι της. Η ημέρα της πριν την έλευση της πανδημίας, ήταν χαοτική με την ίδια να βρίσκεται πίσω από τηγάνια και κατσαρόλες για πάνω από 8 ώρες την ημέρα.
Μέσα στην ατυχία της όπως εξηγεί, στάθηκε τυχερή.. τηρώντας όλες τις προϋποθέσεις μπόρεσε να ενταχθεί στο ταμείο ανεργίας του ΟΑΕΔ. «Ευτυχώς λόγω του επιδόματος δεν έχω χρειαστεί κάποια οικονομική βοήθεια από τους γονείς μου, ίσως αν δεν έμενα μαζί τους η κατάσταση να ήταν διαφορετική.» Μιλώντας για την επόμενη μέρα της εστίασης η Ιουλία πιστεύει πώς θα αργήσει. «Δεν θα υπάρχει πολύ δουλεία, οπότε υπάρχει περίπτωση να υπάρξουν απολύσεις. Όμως επειδή ο κλάδος μου είναι τέτοιος που πάντα έχει δουλειά πιστεύω ότι θα βρω κάτι εύκολα. Επίσης έρχεται και το καλοκαίρι οπότε οι περισσότεροι μάλλον θα φύγουν σεζόν.»
Η Δέσποινα Αβραμίδου, σπούδασε μαγειρική και έκτοτε δουλεύει σε διάφορα καταστήματα εστίασης. «Είμαι από τα τυχερά παιδιά, τα οποία δουλεύουν τόσα χρόνια οπότε έχουν και μία καβάτζα, κάποια χρήματα στην άκρη. Τα 534 ευρώ που σου δίνει το κράτος σαν επίδομα είναι τίποτα αν κάτσεις και σκεφτείς, ότι πρέπει να πληρώσεις σπίτι, λογαριασμούς, προσωπικά έξοδα, τα οποία είναι σούπερ μάρκετ. Θεωρώ πώς σε καμία περίπτωση δεν θα ανοίξουμε τώρα στα κοντά ή και να ανοίξουμε θα ξανακλείσουμε μετά από λίγο καιρό και θα ξαναγίνει όλα αυτό, μία λούπα. Και ξανά σε αναστολή». Μιλώντας για την καθημερινότητας της εξηγεί πώς «Έχω σιχαθεί την ζωή μου όσο βρίσκομαι στο σπίτι. Όλο αυτό που δεν κουράζομαι λόγω του ότι δεν δουλεύω έχει αντίκτυπο και στον πολύ κακό ύπνο που κάνω και προφανώς και στην ψυχολογία μου γιατί μόνιμα έχω μία κακή διάθεση χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος. Απλά δεν έχω κάτι να κάνω να περάσω τον χρόνο μου παρ’ όλα αυτά ψάχνω διάφορες ασχολίες να κάνω μέσα στο σπίτι αλλά βλέπω ότι δεν είμαι τόσο σπιτόγατα, όσο νόμιζα.»
Η ίδια όπως εξηγεί εργάζεται στον κλάδο από τα δεκαεφτά της, πολλές φορές μάλιστα εργαζόταν ταυτόχρονα σε δύο δουλειές ώστε να μπορεί να βιοποριστεί. «Όλη η κατάσταση είναι κουραστική, οι αλλαγές των ημερομηνιών για το άνοιγμα της εστίασης. Δεν θεωρώ πώς η εστίαση είναι αυτή που θα έχει το σοβαρότερο πρόβλημα για τα κρούσματα. Όλα μπορούν να είναι ανοιχτά με μέτρα, και να μπούμε σε μία φυσιολογική ζωή.»
Η Δέσποινα Γούτση, τελειώνοντας το σχολείο επιθυμώντας την οικονομική της ανεξαρτησία, αποφάσισε να εργαστεί τον χώρο της εστίασης. «Τα χρήματα ήταν κατάλληλα και περνώντας τα χρόνια η ανάγκη για δουλειά όλο και μεγάλωνε. Πέρα από τα χρήματα οι δουλείες αυτές σε βοηθάνε να κοινωνικοποιηθείς και έτσι έγινε, παρέες λοιπόν από κάθε μαγαζί που κράτησαν για τα επόμενα χρονιά. Μετά το κλείσιμο των επιχειρήσεων, λοιπόν ένιωσα πως βρίσκομαι στον αέρα καθώς μέχρι τότε υπολόγιζα σε αυτά καθώς και στα μελλοντικά χρήματα από την εκάστοτε επιχείρηση. Είναι άσχημο, ενώ τόσα χρόνια έχεις σταθεί στα πόδια σου με τον κόπο σου να ζητάς αναγκαστικά την βοήθεια της οικογένειας σου ακόμα και για τα λίγα.» Η Δέσποινα ακύρωσε τα επαγγελματικά ταξίδια που είχε κανόνισε, περιόρισε τα ψώνια και ό,τι άλλο έξοδο θεωρούσε περιττό.
Το επίδομα όπως εξηγεί μπορεί να μην αγγίζει τον μισθό που λάμβανε ωστόσο αποτελεί μία βοήθεια. «Λόγω φόβου απέφυγα να κάνω αλόγιστη χρήση γιατί δεν ήξερα μέχρι ποτέ θα κρατήσει όλο αυτό.»
Όσον αφορά το άνοιγμα της εστίασης εκτιμά μία διαφορετική εικόνα «Τα πράγματα θα είναι μουδιασμένα. Πολλές από τις επιχειρήσεις δεν θα κρατήσουν τις υποσχέσεις τους και αναγκαστικά θα απολύσουν προσωπικό. Σε καμία περίπτωση όλο αυτό δεν θα εξισορροπηθεί καθώς ο κόσμος δεν θα έχει χρήματα για να στηρίξει. Προσωπικά, θα ασχοληθώ ακόμα 1-2 χρόνια με την εστίαση και αργότερα με τη σχολή μου. Δεν θεωρώ πως είναι μια δουλειά που μπορείς να βασιστείς πάνω της 100% και θα κάνεις για χρόνια, είναι μια καλή αρχή όμως.»
Η Μαρία Μουρμούρα ξεκίνησε δουλεύει στο χώρο της εστίασης από τα 18, αρχικά για μικρή μορφή ανεξαρτησίας. «Το χαρτζιλίκι μου δηλαδή γιατί δεν ήθελα να επιβαρύνω τους δικούς μου. Με την πάροδο του χρόνου όμως συνειδητοποίησα πως αυτός ο τομέας εργασίας μου επιφέρει αρκετά χρήματα και έτσι κατάφερα να συγκατοικήσω με μια φίλη, από τον ίδιο χώρο, χωρίς οικονομική ενίσχυση από την οικογένεια μου.»
Η Μαρία παρά την εύρεση εργασίας στον χώρο της εστίασης και την οικονομική ανεξαρτησίας της ποτέ δεν παραμέλησε τις σπουδές της. «Η απότομη αλλαγή που έφερες το lockdown έφερε τα πάνω κάτω στις ζωές μας και επέφερε τόσο οικονομικές όσο κ ψυχολογικές επιπτώσεις. Δυστυχώς το επίδομα είναι ανεπαρκές για τις ανάγκες και την συντήρηση ενός σπιτιού για αυτό και αναγκάστηκα να επιστρέψω στο πατρικό μου. Αποκαρδιώθηκα. Μεγάλη απογοήτευση για μια νεαρή ετών 23 πλέον που έμαθε να ζει αυτόνομα. Συνειδητοποίησα πως αυτός ο τομέας δε μπορεί να μου προσφέρει περισσότερα και έδωσα μεγαλύτερη βάση στη σχολή μου. Αξιοποίησα το χρόνο μου περνώντας μαθήματα που είχα αφήσει πίσω όσο καιρό δούλευα σε βραδινά μαγαζιά και άφηνα εξεταστικές πίσω.»
Η ίδια εξηγεί πώς δεν θα μπορέσει να ξανά εμπιστευτεί τον χώρο της εστίασης επαγγελματικά. «Δεν υπάρχει μέλλον, πολλοί ιδιοκτήτες έχουν πάρει την απόφαση να βάλουν λουκέτο στις επιχειρήσεις τους και οι περισσότεροι το σκέφτονται πολύ σοβαρά. Η πόλη έχει νεκρώσει και επιπτώσεις της καραντίνας στις ζωές μας θα είναι μακροχρόνιες και επίπονες. Θα αλλάξω επαγγελματικό προσανατολισμό και θα ασχοληθώ με το αντικείμενο που σπουδάζω.»