#6 Οι ιστορίες πίσω από τις φωτογραφίες της εβδομάδας
Αναρωτήθηκες ποτέ πως όλα εκείνα που συναντάς με τα μάτια σου νοητά καθημερινά μπορεί να είναι στιγμές μίας ιστορίας ενός ανθρώπου;
Αναρωτήθηκες ποτέ πως όλα εκείνα που συναντάς με τα μάτια σου νοητά καθημερινά μπορεί να είναι στιγμές μίας ιστορίας ενός ανθρώπου;
*Εδώ κάθε εβδομάδα σου παραθέτω λήψεις που με άγγιξαν και μία ενδεχόμενη ιστορία πίσω από αυτές.
Εικόνες: Μηνάς Τσιτσής
#1 Δουλειά ονείρου
Φουσκώνει, προμηθεύεται και πουλά μπαλόνια χρόνια ολόκληρα. Είναι η δουλειά των ονείρων του, πιστεύει πως με αυτά φτάνει λίγο πιο κοντά στον ουρανό. Όπως λέει τα μπαλόνια είναι σαν τους ανθρώπους το καθένα ξεχωριστό, μερικά φωτεινά άλλα πιο μελαγχολικά. Με τα μπαλόνια αισθάνεται τους ανθρώπους, αντικρίζει την αθωότητα των μικρών παιδιών και κλέβει λίγο από την χαρά τους. Τα θεωρεί μικρούς θησαυρούς, τους δικούς του μικρούς θησαυρούς. Μια μέρα θέλει να τα πετάξει όλα στα σύννεφα και να πάει μαζί τους, να δει ευχές του αέρα να παίρνουν σάρκα και οστά. “Δουλειά ονείρων είναι δαύτη” μου είπε και συμπλήρωσε “δεν θα την άλλαζα με καμιάν άλλη, είναι σαν να βρήκα την γυναίκα της ζωής μου, κάθε μέρα που ένα μπαλόνι φεύγει, είμαι λίγο πιο κοντά στο να ξαπλώσω στον ουρανό.”
#2 Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες αλλά είχε ήλιο
37 χρόνια παντρεμένοι, μα όταν έχει ήλιο μοιάζει σαν να βγαίνουν το πρώτο τους ραντεβού. Ήταν μία ηλιόλουστη Κυριακή σαν όλες τις άλλες, βέβαια ήταν η πρώτη φορά που συναντήθηκαν, εκείνος από χωριό, εκείνη Θεσσαλονικιά βέρα, φοιτητές, τον κατέβασε για περπάτημα στο αγαπημένο της μέρος, εκεί που χαζεύει μέχρι σήμερα όλα όσα φαντάζεται. Στην παλιά παραλία, το πρώτο τους ραντεβού έγινε συνήθεια, ερωτευμένοι και ωραία “γερασμένοι” οι ηλιόλουστες Κυριακές τους μένουν πάντα ίδιες, τους βρίσκουν αγκαζέ, λουσμένους από το φως να διασχίζουν την πόλη δίπλα στη θάλασσα. Άλλες φορές σιωπηλοί, άλλες φαίνονται να μιλούν για τα πάντα, αυτή είναι η αγαπημένη τους συνήθεια, μπορεί να μοιάζει ρουτινιάρικη και βαρετή γι αυτούς είναι απλώς μία στιγμή που τους ανήκει.
#3 Θέλω κάποιον να με σύρει
Δεν της αρέσει ο χειμώνας, λέει πως είναι πολύ μουντός για να αντέξει τις ζωές μας. Κάθε χρόνο περιμένει τις αλκυονίδες, πιστεύει πως είναι μία ανάσα για μικρή δόση καλοκαιριού. Την πήρα τηλέφωνο την Κυριακή και της είπα να πάμε να ξαπλώσουμε στον ήλιο, μου γέλασε και είπε σε πέντε λεπτά να περάσω να την πάρω, την ρώτησα “με το αμάξι;”, μου φώναξε “είσαι τρελός τέτοια μέρα θα κλειστούμε ανάμεσα σε δυο τζάμια;”. Την περίμενα κάτω από το σπίτι της ήταν τόσο φωτεινή, γυάλιζαν τα μάτια της, πήγαμε σε όλα τα πάρκα της πόλης, ξαπλώσαμε στο γρασίδι, μου είπε “μου λείπει ένας άνθρωπος να είναι εδώ, να ξυπνάμε αγκαλιά, να με αντέχει τον χειμώνα, να με σέρνει σε όλα εκείνα που φοβάμαι να κάνω μόνη.” Είμαστε τόσα χρόνια κολλητοί, δεν ήξερε όμως πως πλέον εγώ αισθάνομαι διαφορετικά για εκείνη, έτσι την πλησίασα και την φίλησα. Πάγωσε, ένιωσα την καρδιά της επάνω μου, φοβήθηκα, μου χαμογέλασε πάλι και με τράβηξε από το χέρι. Ήταν απλά η αφορμή για την αρχή μας, στην ιστορία που αλλάξαμε μόλις την τροπή.
#4 Ήρθες επιτέλους. Το πρωί έβγαλα βόλτα τον σκύλο και την πήρα τηλέφωνο, όταν έφτασα στις Ομπρελίτσες της Νέας Παραλίας, το αγαπημένο της μέρος της είπα που είμαι και μου είπε να γυρίσω το κεφάλι μου προς τα πίσω, ήταν εκεί. Με τον λευκό της τον σκούφο, το φουσκωτό το κόκκινο της μπουφάν, γελαστή, ήρθε για να μου φέρει την άνοιξη στον χειμώνα μου. Ο σκύλος άρχισε να χοροπηδάει πάνω της, όλες οι έγνοιες έφυγαν. Ήταν εκεί και δεν με ένοιαζε τίποτα, με πήρε αγκαλιά και πήγαμε να χαζέψουμε τον ήλιο που ήταν έτοιμος να βουτήξει στην θάλασσα, πέρασαν τρεις ώρες κι εμείς ακόμη καθόμασταν στο ξύλινο δάπεδο της νέας παραλίας. Την είχα πολύ ανάγκη, μου έλειψε πολύ το γέλιο της, η φωνής της, η ατάκα της “όλα θα πάνε καλά.”
#5 Πάμε κάπου εκεί ψηλά και μη σε νοιάζει
Η μητέρα μου όταν ήμουν μικρή, τις ημέρες που στεναχωριόμουν με ανέβαζε πάντα σε ένα ψηλό σημείο να αγναντεύω το φως, μου έλεγε “κοίτα πόσο μικρά φαίνονται όλα από εδώ ψηλά και πόσο μεγάλη και δυνατή είσαι εσύ.” Κάποτε αυτό το σημείο ήταν η ταράτσα της γιαγιάς, σήμερα είναι τα κάστρα. Εκεί που η Θεσσαλονίκη μοιάζει μια χούφτα, εκεί που χαρτογραφείς τη ζωή σου μέσα της από μακριά. Μία κορυφή, με λίγο ήλιο, κακή αρχιτεκτονική, ασφυκτικές πολυκατοικίες και για ορίζοντα την θάλασσα. Αυτό είναι το ψηλό μου σημείο μέχρι σήμερα. Ιδανικό για όνειρο, βελούδινο στο μάτι, τεράστιο στην σκέψη. Εκεί πάνω ερωτεύομαι την πόλη, τις ημέρες που αισθάνομαι πως δεν με χωρά.