Αἴας: Μια εικαστική ανα-παράσταση στο Θέατρο Αριστοτέλειον σε σκηνοθεσία Γ. Νανούρη

Η Σιμόνη- Μαρία Γκολούμποβιτσς γράφει για τον Αίαντα του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη.

αἴας-μια-εικαστική-ανα-παράσταση-στο-891607

Το Σάββατο 5 Μαρτίου στο Θέατρο Αριστοτέλειον το κοινό της Θεσσαλονίκης παρακολούθησε τον Αίαντα του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη. Στην πρώτη αναμέτρηση του με την τραγωδία ο σκηνοθέτης κατέστησε σαφές πως η ικανότητα και το ταλέντο του μπορούν να εξαπλωθούν και να προσαρμοστούν και στο αρχαίο δράμα. Σε αυτό το εγχείρημα είχε πληθώρα και προικισμένα πολεμοφόδια : αρχικά την εξαιρετική μετάφραση του Ν. Παναγιωτόπουλου, ο οποίος διατήρησε στο νεοελληνικό κείμενο όλο το τραγικό συναίσθημα και τη δύναμη του αρχαίου λόγου. Έπειτα μια ταλαντούχα στελεχωμένη ομάδα αποτελούμενη από τον βραβευμένο με το βραβείο Χόρν ηθοποιό, Μιχάλη Σαράντη, και τον διεθνής φήμης καταξιωμένο ζωγράφο, Απόστολο Χαντζαρά, οι οποίοι με την κατάλληλη μαγνητική και δυναμική καλλιέργεια, εκπαίδευση και αισθητική μετέτρεψαν τη σκηνή σε ένα εκρηκτικό πεδίο αναπαράστασης και ερμηνείας.

Δυναμική, ένταση και πρωτότυπη σκηνοθεσία θα χαρακτήριζαν τη συγκεκριμένη παράσταση. Ο σκηνοθέτης ανέθεσε σε έναν και μόνο ηθοποιό να ερμηνεύσει όλους του ρόλους του έργου, οι οποίοι μάλιστα έπαιρναν υπόσταση μπροστά στα μάτια των θεατών μέσω του ζωγράφου, ο οποίος δημιουργούσε επί τόπου τα πορτρέτα των προσώπων που ομιλούσαν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία μιας ολοκληρωμένης παράστασης και δόμησης μιας σκηνικής συνομιλίας ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου.

Ο Μιχάλης Σαράντης μέσω της εξαιρετικής του ερμηνείας, άρτιας φωνητικά και κινησιολογικά, υποδυόμενος όλους τους ρόλους δικαίως θωρείται για ακόμη μια φορά ένας από τους πιο καταξιωμένους ηθοποιούς της γενιάς του. Ο ίδιος με αφάνταστη ευχέρεια και ευκολία μεταπηδούσε από τον έναν ρόλο στον άλλο, με όλο του το είναι να συντονίζεται αρμονικά σε αυτούς. Ενσαρκώνει αρχικά τον Αίαντα, τον δεύτερο καλύτερο μετά τον Αχιλλέα πολεμιστή και άξιο ανταγωνιστή του Έκτορα, την θεά Αθηνά, τον δόλιο και υποκριτή Οδυσσέα, την απελπισμένη Τέκμησσα, τον φίλαρχο και αρχομανή Μενέλαο, τον δεσποτικό και αλαζόνα Αγαμέμνονα και τον Χορό. Το αποτέλεσμα ήταν πραγματικά καθηλωτικό δημιουργώντας μια βαθιά συγκινησιακή ατμόσφαιρα που συνεπήρε και ταξίδεψε το κοινό.

Η ιδέα της ταυτόχρονης παρουσίας του ζωγράφου Απόστολου Χαντζαρά στη σκηνή ήταν πραγματικά εύστοχη και έδωσε τη δική της «πινελιά» στην σκηνοθεσία. Τα πινέλα του και οι μαύρες μπογιές με τα οποία έδινε όψη και μορφή στους τραγικούς ήρωες κατέστησε την παράσταση μαγική. Το καλλιτεχνικό πάντρεμα και η αλληλενέργεια των δυο τεχνών, του λόγου και της εικόνας, γοήτευσε τους θεατές και συμπλήρωνε άψογα και αρμονικά η μια την άλλη.

Ο θεατρικός χώρος, η διαμόρφωσή του όπως επίσης και η ενδυμασία των επί σκηνής δυο προσώπων επιμελήθηκαν από τον σκηνοθέτη κατάλληλα και εύστοχα. Το ολόμαυρο χρώμα που κυριαρχούσε στη σκηνή σαν πέπλο κάλυπτε κάθε γωνιά της. Η σκηνή λιτή, απλή, χωρίς σκηνικά, όμως πλήρης ερμηνευτικά και συναισθηματικά αναδείκνυε πλήρως τις ιδέες και τα βαθιά νοήματα του έργου μέσω της υπόκρισης και της εικαστικής. Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με την ενδυματολογική και χρωματική ομοιομορφία του ηθοποιού και του ζωγράφου με μαύρα ρούχα είχαν ως αποτέλεσμα να «φωτίσουν» την μελανώδη και δύσμοιρη ιστορία του Αίαντα.

Εν κατακλείδι αυτή η σκηνοθετική προσέγγιση και πρόταση της τραγωδίας του Σοφοκλή από τον Γ. Νανούρη αποτελεί μια από τις πιο όμορφες, άρτιες και επίκαιρες παραστάσεις. Η συγκίνηση και η κάθαρση του κοινού τόσο από τα πάθη του ήρωα όσο και από την αυτογνωσία, μέσω της οποίας ο Αίαντας εν τέλει αποδέχεται ως έχει τον εαυτό του υπογραμμίζει συνεχώς τη μετατόπιση του «ανθρώπινου είναι» καθιστώντας το εύθρυπτο και φιλάσθενο.

ΥΠΟΘΕΣΗ:

Η ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, χρονολογούμενη περίπου το 450-440 π.Χ., αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες του τραγωδού. Το έργο πραγματεύεται τη μανία και το άδοξο τέλος του Αίαντα, στον οποίο δεν αποδόθηκαν τα όπλα του Αχιλλέα από τους συμπολεμιστές του, με αποτέλεσμα ο ίδιος να στραφεί εναντίον τους. Η θεά Αθηνά του θολώνει το μυαλό με αποτέλεσμα ο ίδιος αντί να στραφεί εναντίον των Αχαιών σκοτώνει εν τέλει τα κοπάδια. Ο ψυχικός πόνος του ήρωα εξαιτίας της ντροπής που ένιωθε μεταβιβαζόμενος από την άγνοια στη γνώση των ωθεί στην αυτοχειρία, πράξη που δεν αναιρείται ούτε από την γυναίκα του την Τέκμησσα αλλά ούτε και από τον Τεύκρο, τον αδελφό του, χαρακτήρες οι οποίοι προσπαθούν με σθένος να περισώσουν την τιμή και την αξιοπρέπεια του Αίαντα. Στη συνέχεια η τραγικότητα της κατάστασης εντείνεται από την είσοδο του Αγαμέμνονα και Μενελάου, οι οποίοι απαιτούν το νεκρό σώμα του Αίαντα να μείνει άταφο. Στο τέλος του έργου εμφανίζεται ο Οδυσσέας ο οποίος δίνει λύση στο πρόβλημα προτρέποντας και συμβουλεύοντας τον Αγαμέμνονα να θάψει το άψυχο σώμα του Αίαντα καθώς μια τέτοια πράξη είναι η οριστέα και πρέπουσα από το δίκαιο και την ηθική.

Συντελεστές: Μετάφραση: Νίκος Παναγιωτόπουλος Σκηνοθεσία: Γιώργος Νανούρης Ερμηνεία: Μιχάλης Σαράντης Ζωγραφική: Απόστολος Χαντζαράς Βοηθ. Σκηνοθέτη: Χρήστος Ρουμελιώτης, Τίτος Λίτινας Σκηνική επιμέλεια – Φωτισμοί: Γιώργος Νανούρης Διασκευή και προσαρμογή κειμένου: Γιώργος Νανούρης, Μιχάλης Σαράντης

Δείτε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα