Αν δεν είδατε ήδη το «Nomadland», βιαστείτε

Η ταινία που σάρωσε τα Όσκαρ είναι πολλά περισσότερα από αυτό που γνωρίζεις πριν την δεις.

Άκης Σακισλόγλου
αν-δεν-είδατε-ήδη-το-nomadland-βιαστείτε-770410
Άκης Σακισλόγλου

Προσπαθώντας να κλείσεις εισιτήρια για θερινό σινεμά το Σάββατο, νιώθεις περίπου όπως στις συναυλίες του Γιάννη Χαρούλη: πανηγυρίζεις αν η πλατφόρμα σου εκδώσει 4. Για παράδειγμα, εμείς μεσημέρι Σαββάτου βρήκαμε 3 και χρειάστηκε να περιμένουμε ακύρωση στην είσοδο για να δούμε στον «Απόλλωνα» το «Nomadland».

Ας είναι καλά όλα τα παιδιά εκεί. Ετσι όπως έγιναν τα πράγματα, με τους τόσους περιορισμούς, δεν είναι δουλειά ταξιθέτη αυτό που κάνουν αλλά… μετρ στην παλιά «Νεράιδα».

Τα θερινά σινεμά, λοιπόν, έχουν κόσμο αυτόν τον καιρό και πολύ χαιρόμαστε γι αυτό. Το κοινό διψά για ψυχαγωγία με ασφάλεια και το να καθίσεις σε έναν εξωτερικό χώρο με αποστάσεις και χρήση μάσκας, είναι ό,τι φρονιμότερο μέχρι να μηδενιστεί ο κίνδυνος της πανδημίας.

Υπάρχει, βέβαια, κι ένας άλλος λόγος που εξαντλούνται τα εισιτήρια στις προβολές: Οι δεκάδες καλές ταινίες οι οποίες δεν έπαιξαν φέτος στις σκοτεινές αίθουσες και βγήκαν όλες μαζί τώρα. Τις ξέραμε από καιρό, τις περιμέναμε με περιέργεια και τώρα σπεύδουμε να προλάβουμε όσες περισσότερες μπορούμε μέχρι τις διακοπές.

Βράδυ Σαββάτου 5 Ιουνίου, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη. Σινεμά «Απόλλων», στην Σαρανταπόρου. Κέντρο καράκεντρο. Η προβολή ήταν στις 22.40 αλλά από τις 22.00 το στενάκι ήταν γεμάτο κόσμο που ρωτούσε για ακυρώσεις, για εισιτήρια που έλλειπαν από την κάθε παρέα ή για το πόσο ακόμα θα παίζει η ταινία κι αν μπορεί κανείς να κλείσει θέση για κάποια επόμενη προβολή. Το νέο τρεντ της ψυχαγωγίας και της διασκέδασης είναι οι κρατήσεις. Ευρώπη γίναμε.

Νωρίτερα στον ίδιο χώρο προβάλλονταν τα «Μήλα» κι έτσι, όταν άνοιξαν οι πόρτες, ένα ποτάμι ολόφρεσκων προσώπων ομόρφυνε το οπτικό μας πεδίο. Πλημμυρίσαμε από νιάτα γεμάτα ενέργεια και φωνές. Έφευγαν συζητώντας για την ταινία και κανονίζοντας πού θα πιούνε το ΕΝΑ ποτό που προλάβαιναν ως την απαγόρευση κυκλοφορίας. Μεταξύ των φωνών άκουσα κι ένα «πάρτι στα πανεπιστήμια». Καταλαβαίνετε γιατί…

Κάποια στιγμή άνοιξαν οι πόρτες και μπήκαμε. Σχεδόν τελευταίοι. Πάνε χρόνια που βαρέθηκα να σπεύδω για την καλή θέση. Βαριέμαι. Καθίσαμε πίσω για να έχουμε καλύτερη πρόσβαση στο κυλικείο. Τα φώτα χαμήλωσαν. Και είδαμε το «Nomadland». Αυτό!

Υπάρχουν δεκάδες λόγοι για να δει κανείς αυτήν την ταινία. Κάποιους τους διάβασα εδώ στην Parallaxi. Το να μπω στη διαδικασία να σας την περιγράψω με όρους κριτικής κινηματογράφου, δε θα προσφέρει απολύτως τίποτα στο συγκεκριμένο άρθρο, εκτός ίσως από γέλιο στον Θοδωρή Γιαχουστίδη ο οποίος μάλλον θα μου συστήσει «να μιλάω για τον ΠΑΟΚ». Θέλω, ωστόσο, να σας περιγράψω την αίσθηση της ταινίας και το τι προκάλεσε σε μένα.

Καταρχάς, πολλοί με τους οποίους μίλησα συνηγόρησαν στο ότι το να δεις το «Nomadland» βράδυ Σαββάτου με γλυκό καιρό, δεν είναι και η καλύτερη επιλογή. Κάτι πιο χαλαρό, ανάλαφρο, διασκεδαστικό, ίσως να ταίριαζε περισσότερο. Διαφώνησα κάθετα. Η ταινία της μικροσκοπικής Κινεζούλας, Κλόε Ζάο ήταν μια ισχυρή δόση «πραγματικής ζωής» ανάμεσα στις παράξενες, δυστοπικές εικόνες που είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να βιώνουμε στο κάθε μέρα μας. Δικαίως κατέκτησε τόσες διακρίσεις με σημαντικότερα τα τρία Όσκαρ (ταινίας, σκηνοθεσίας και Α γυναικείου) και τα τέσσερα βραβεία Bafta. 

Το «Nomadland» είναι ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, μια κινηματογραφική μεταφορά ατόφιου, ρεαλιστικού ρεπορτάζ για την αθέατη ζωή όσων έχασαν το δρόμο προς το αμερικανικό όνειρο ή, απλώς, δεν τον ακολούθησαν ποτέ. Πάνω από 10 τέτοιοι άνθρωποι με όνειρα, επιθυμίες, αδυναμίες και υπαρξιακά αδιέξοδα, υποδύονται στην ταινία τον εαυτό τους παίζοντας με τα ονόματά τους την πραγματική τους ζωή. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Κι όλοι αυτοί οι «ερασιτέχνες», με την «στα όρια» επαρκή ερμηνεία τους (σαν από ταινία του Σταύρου Τσιώλη) να περιστρέφονται σαν δορυφόροι γύρω από τον πλανήτη Φράνσις Μακ Ντόρμαντ που ακούει και συνοδεύει. Προσεγγίζει και απομακρύνεται. Εχει τον τρόπο να εκμαιεύει προσωπικές εξομολογήσεις και μετά να φεύγει. Πάντα να φεύγει από παντού. 

Θα ήταν εκπληκτική ταινία το «Nomadland» ακόμα και μόνο για δύο σκηνές: Η πρώτη είναι εκείνη όπου συζητούν δυο μεσίτες για την αξία του Real Estate μπροστά σε μια γυναίκα η οποία σφράγισε το σπίτι της για να ζήσει σε ένα βανάκι κι ενώ είναι σίγουροι ότι αυτό που κάνουν είναι χρήσιμο, δεν καταφέρνουν να ψελλίσουν ούτε μια δικαιολογία στην ερώτηση «γιατί βάζετε τον κόσμο να αγοράσει ένα σπίτι το οποίο ξέρετε πως δεν μπορεί να πληρώσει». Ξέρετε, έχω κι εγώ ένα τέτοιο σπίτι, ίσως κι εσείς, και δεν το χρωστάω – ευτυχώς – σε κανέναν αλλά κάθε φορά που η Ζάο ενάλλασσε τα πλάνα από το βανάκι στο διαμέρισμα κι από τη στενή καρότσα στην άνεση του σαλονιού, ένα σφίξιμο στο στομάχι πρόδιδε την ενοχή μου για όσα κατά καιρούς θεώρησα «μίνιμουμ αναγκαία» για τη μικροαστική ζωή μου.

Στη δεύτερη «πολύτιμη» σκηνή του «Nomadland» πρωταγωνιστεί η Σαρλίν Σουόνκι στην οποία οι γιατροί έχουν δώσει λίγους μήνες ζωής. Η Σουόνκι, λίγο πριν αφήσει «Τη χώρα των νομάδων» για ένα τελευταίο ταξίδι με το τροχόσπιτο, ανακοινώνει στο Facebook ότι χαρίζει ένα προς ένα όλα τα πράγματά της. Έτσι, με τη σοφία του ανθρώπου που αποχαιρετά τον μάταιο τούτο κόσμο, παρεμβαίνει και αλλάζει ένα έθιμο πανάρχαιο και παγκόσμιο: αντί να μοιραστούν οι άνθρωποι τα υπάρχοντά της μετά το θάνατό της, τα δίνει η ίδια από πριν με τις αντίστοιχες οδηγίες και την προσωπική επαφή που δίνει αξία σε φαινομενικά ασήμαντα αντικείμενα ευτελούς αξίας. Η Σουόνκι γνωρίζει (εμείς πάλι, όχι) ότι οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους είναι που δίνουν αξία στα αντικείμενα και πως η ίδια μπορεί να ζει και μετά το θάνατό της μέσα από αυτά γιατί τα άγγιξε, τα διατήρησε και κυρίως: Τα χάρισε!

Το λάτρεψα το «Nomadland». Από το Σάββατο μέχρι σήμερα το ξαναβλέπω παντού γύρω μου. Σιγοκαίει. Στη βιβλιοθήκη έχω 17 αδιάβαστα βιβλία και στο κομοδίνο δύο αρχινημένα αλλά μόλις κυκλοφορήσει η ελληνική έκδοση της δουλειάς της Τζέσικα Μπρούντερ θα ζητήσω σίγουρα από τον Χρήστο στις Ακυβέρνητες Πολιτείες να μου κρατήσει ένα αντίτυπο, έτσι, για να γίνουν ομορφότερες οι λίγες στιγμές ξεκούρασης στο Καλαμίτσι.

Να το δείτε το «Nomadland». Να βιαστείτε κι όλας. Δεν αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες η εκπληκτική έρευνα της δημοσιογράφου Τζέσικα Μπρούντερ που μετέτρεψε σε σινεμά αυτό το κορίτσι από την Κίνα. Αφορά τον πολιτισμό μας. Αφορά τις ζωές μας και το νόημά τους. Γιατί δεν υπάρχουν μόνο στην Αμερική δασκάλες που μαθαίνουν στα παιδιά Ουίλιαμ Σαίξπηρ και η γραφειοκρατία τις στέλνει στα αζήτητα, ούτε και χρειάζεται κανείς άνθρωπος ελεημοσύνη για να ζήσει. Ευκαιρίες χρειάζεται. Μία δουλειά που να του ταιριάζει, λίγα λεφτά να ζει με αξιοπρέπεια και λίγο σεβασμό για να έχει νόημα η ζωή του.

Υ.Γ.: Εκείνη την πράσινη καρέκλα της Σουόνκι, ταιριαστή με την μπλούζα της Φραν, πολύ τη ζήλεψα. Θα φροντίσω στο μέλλον να αγοράσω μια τέτοια για να φαντάζομαι τους δικούς μου ανθρώπους να ξαπλώνουν πάνω της όταν θα «φύγω», να ρεμβάζουν και να με θυμούνται. Κάτι σαν το «έτει δεόμεθα υπέρ αναπαύσεως του κεκοιμημένου δούλου σου…» Μνημόσυνο κανονικό.

Υ.Γ.: Το σινεμά δεν είναι μια απλή έξοδος. Στα απόνερα της πανδημίας, το να αποφασίσουν έξι φίλοι να βρεθούν, να δούνε μια ωραία ταινία και να συζητήσουν γι αυτήν, είναι πράξη πολιτική. Θέλουμε τη ζωή μας πίσω. Οχι την παλιά, αυτή πάει χάθηκε. Την καινούργια. Που είναι καλύτερη (γιατί είναι η μόνη που έχουμε).

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα