Από τον Πούτιν και τους ολιγάρχες του, θα προτιμώ πάντα τη «Δύση»
Οι ιστορίες των λαών είναι ζωντανοί οργανισμοί. Διαλέγεις και παίρνεις.
Οι γραμμές που ακολουθούν γράφονται με πλήρη επίγνωση του αρθρογράφου ότι και σήμερα, μερικά εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, η Ευρώπη βιώνει ξανά τον πρώτο της μεγάλο επεκτατικό πόλεμο μετά τους δύο που άφησαν εκατομμύρια νεκρούς, ακρωτηριασμένα σώματα και ζωές.
Γράφονται, επίσης, μία μέρα μετά αφότου γνωστοποίησα σε έναν φίλο μου, φιλόευρωπαϊστή, Ουκρανό, που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο Κίεβο, ότι το σπίτι μου είναι ανοιχτό για την οικογένεια του αν θα το χρειαστεί. Η απάντηση του στα μηνύματα της συμπαράστασης μου για τον πόνο και την οδύνη που συνεπάγεται ο πόλεμος για την οικογένεια του (για τον οποίο εγώ δεν έχω καμία απολύτως ιδέα, εκτός από τα βιντεοπαιχνίδια) – για το μικρό του 8χρονο γιο, χαρισματικό ποδοσφαιριστή, και τη γυναίκα του – ήταν εκτός από ένα διστακτικό «ευχαριστώ», και το ότι δεν ξέρει αν «αύριο» θα είναι εδώ, να μου ξαναμιλήσει.
Παράλληλα, οι γραμμές που γράφονται εδώ δηλώνουν τη συνείδηση του αρθρογράφου για τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία. Για τα εγκλήματα πολέμου που συνέβησαν εκεί ή σε άλλες περιοχές του κόσμου από την ιμπεριαλιστική λογική που διαπνέει μεγάλο μέρος του αμερικανικού πολιτικόστρατιωτικού και βιομηχανικού κατεστημένου. Οι νέοι άνθρωποι που όπως και εγώ νομίζαμε τον πόλεμο μακρινή πιθανότητα θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι πόλεμο είχαμε πέρσι στην Αρμενία. Ότι ο πόλεμος δεν σταμάτησε ποτέ στο Αφγανιστάν ή στη Συρία. Και ότι σε μεγάλο βαθμό οι πόλεμοι αυτοί συνεχίστηκαν αδικαιολόγητα, αν υπάρχει αιτία για έναν πόλεμο, όχι μόνο λόγω των κοντόθωρων λογικών αυτών που τους διέταξαν, αλλά και επειδή οι ισχυροί τελικά δεν επενέβησαν ποτέ ή αποχώρησαν χωρίς να τελειώσουν το έργο τους (πχ. Συρία, Αφγανιστάν).
Γράφω αυτές τις γραμμές λοιπόν για να πω, με μία απλή γνώμη ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε τεράστια και κριτική απόσταση από τα κέντρα της εξουσίας, οικονομικής ή πολιτικής, που άγουν και φέρουν τις ζωές των ανθρώπων, ότι όπως και να’ χει εγώ θα προτιμώ πάντα τη Δύση.
Ποια είναι η «Δύση» μου;
Κακώς θα την ταύτιζε κανείς με τον καπιταλισμό και τις αστικές κυβερνήσεις του, όπως το ΚΚΕ, ή αν το έκανε θα έπρεπε να πει ότι καμία κυβέρνηση, καμία εξουσία, όπου και αν βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην κόσμο, υπό οποιοδήποτε γνωστό πολιτικό σύστημα, δεν κατάφερε να αποτρέψει έναν πόλεμο ή, εφόσον είχε τη δύναμη, να μην τον προκαλέσει. Άλλωστε, η Ρωσία, η Κίνα, χώρες της Ασίας – δικτατορικά/ολιγαρχικά καθεστώτα χωρίς δικαιώματα σε απεργίες και διαδήλωση – σύμφωνα με όλα τα στοιχεία, είναι περιοχές του κόσμου με τις μεγαλύτερες εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες, ακόμα και αν αυτές έχουν αυξηθεί με πρωτοφανή τρόπο τα τελευταία χρόνια και εδώ, στη Δύση.
Κακώς ταυτίζει τη Δύση λοιπόν κανείς με το ΝΑΤΟ, και όσα ήδη αναφέρθηκαν και για τα οποία έχω πλήρη επίγνωση. Ή αν το έκανε θα έπρεπε να μιλήσει για τις σφαίρες επιρροής των μεγάλων δυνάμεων. Ότι υπήρχαν τανκς και στην Ουγγαρία το 1956, στην Πολωνία, εκτός από το Βιετνάμ, όταν λαοί εξεγείρονταν πάλι για αυτοδιάθεση απέναντι σε έναν άλλο πόλο εξουσίας, και ας ονομάζονταν τότε «σοσιαλιστικός».
Αλλά ότι τουλάχιστον η Δύση και τα ανολοκλήρωτα ιδανικά της, αυτά τα οποία μπορεί να παραβιάζονται που και που αλλά παραμένουν κυρίαρχα στις καρδιές κάποιων ανθρώπων της, μας έδωσαν το μεγάλο δημοκρατικό κίνημα των φοιτητών, των γυναικών, των νέων σεξουαλικοτήτων, των μαύρων και των εργαζομένων, αλλά και τα ιδανικά των αντιαποικιακών κινημάτων από την Αϊτή ως το Σουδάν. Τις εξεγέρσεις που κανένα τανκς, και κανένας ηγέτης δεν μπορεί να καταπνίξει, αφού στη Δύση οι άνθρωποι που θαυμάζω είναι εθισμένοι με την ελευθερία.
Κακώς τέλος, και ως απόρροια των παραπάνω, υπάρχει η γενικευμένη πεποίθηση ότι αυτό που βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας ως ένα δράμα των πολιτών ενός αθώου λαού είναι η σύγκρουση ανάμεσα σε «νεοναζιστές» Ουκρανούς και ανθρώπους όπως ο Πούτιν, «πατριώτες».
Οι άνθρωποι στα βάσανα τους, στο δικό τους ιστορικό μικρόκοσμο – χωρίς αυτό να δικαιολογεί τα πάντα – μπορεί να χρησιμοποιήσουν κάθε λογής ιδεολογία ή δόγμα για να αιτιολογήσουν τις πράξεις τους. Ο πόλεμος ήταν το πρώτο πράγμα που είδαν. Μία μικρή σπίθα και η συνέπεια σε άλλα οράματα και αξίες θα αρκούσαν για να κατευθύνουν αλλού τον μικρόκοσμο των συναισθημάτων τους – σε προοδευτικότερες λύσεις – αλλά και πάλι δεν μπορεί να είναι όλοι οι Ουκρανοί «εθνίκια», όπως δεν μπορεί η Δύση να ταυτιστεί με το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, τους κοντόθωρους ηγέτες της κτλ.
Μια Δύση, που γνωρίζω και εγώ, παραβίασε συστηματικά διεθνείς συμφωνίες για αυτοπεριορισμό του ΝΑΤΟ σε χώρες μακριά από τη Ρωσία, με τέτοιον τρόπο που να δημιουργεί τεράστια ζητήματα ανασφάλειας στην τελευταία και τους εθνικιστές της. Όμως οι ιστορίες των λαών είναι ζωντανοί οργανισμοί.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, για την οποία το ΝΑΤΟ και ο αμερικανικός παράγοντας συνδηλώνουν όσα όλοι λίγο-πολύ γνωρίζουμε, στην Ουκρανία σταθερά από το 2014, όταν διώχτηκε από εξεγέρσεις ο φιλόρωσος ηγέτης, τόσο το ΝΑΤΟ αλλά και κυρίως η ΕΕ καταγράφει πρωτοφανή πλειοψηφικά επίπεδα αποδοχής, και αυτό ακόμα και σε περιοχές με ισχυρό το Ρωσικό φρόνημα. Αυτό άλλωστε θέλουν και πολλοί Ρώσοι, αν ποτέ ξεμπερδέψουν με τους ολιγάρχες τους, και αυτό μπορεί να θέλουν και πολλοί Ευρωπαίοι, αν ποτέ καταφέρουν να απεγκλωβιστούν από τις ψυχροπολεμικές και νεοφιλελεύθερες οικονομικές λογικές που μονοπωλούν τα όνειρα των ηγετών τους. Μπορεί να θέλουν δηλαδή να θέσουν σοβαρά το ζήτημα μίας πολιτικής Ένωσης.
Αυτή η Δύση, που ψάχνουν αυτοί οι άνθρωποι της Ουκρανίας, είναι η Δύση όπως την περιγράψαμε – σε καμία άλλη κοινωνία συμβόλων και βιωμένων εμπειριών, όπως την γνώρισε μέχρι τώρα η ανθρωπότητα, δεν αγκαλιάστηκε η σύγκρουση των ιδεών, η προσπάθεια αυτά να διατυπώνονται περιοδικά, σε εκλογές, και ακανόνιστα, σε απεργίες και κοινωνικά κινήματα. Ίσως δηλαδή ο λαός της Ουκρανίας στην προσπάθεια του να βιώσει αυτή την αυτό-πραγμάτωση, όσο μπορεί να είναι απόλυτη για ένα μικρότερο κράτος, που τόσο στερήθηκε από την ΕΣΣΔ, και έπειτα από τη Ρωσία, να κοιτάει και προς το βαθύτερο νόημα αυτής της Δύσης για τα ιδανικά του. Που ξαφνικά τον άνοιξαν σε ένα όνειρο που για αιώνες έμενε καταπνιγμένο – τη δυνατότητα του να μπορεί να επιλέξει κανείς τι και με ποιους θέλει να είναι.
Γράφω λοιπόν για τον Αντρέι. Το 2014 διαδήλωσε ως φιλελεύθερος. Ταξίδεψε και ταξιδεύει διαρκώς στην Ελλάδα και αλλού. Έκανε χρήματα. Ούτε πολλά για να εξαναγκάζει ανθρώπους σε μακρινές χώρες σε πολέμους ή στην εργασιακή σκλαβιά. Ούτε και λίγα, ώστε να μπορεί να ταξιδεύει και να αισθάνεται ανεξάρτητος και με αξιοπρέπεια. Πήγε στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Μορφωμένος, γνώριζε και αγγλικά, έτσι που όταν συζητούσαμε να ένιωθα ότι στο δικό μου το συγκείμενο, μακριά από τους πολέμους, κάποιος θα τον χαρακτήριζε και ως «εθνίκι». Του άρεσε όμως να ακούει για τον Μαρξ αν και απεχθάνονταν τους Σοβιετικούς.
Γράφω όμως όχι μόνο για τον Αντρέι. Νομίζω ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, άνθρωποι στην Ουκρανία ή άλλου πρέπει να έρθουν σε επαφή με δράσεις που να συνδέουν την αυτοδιάθεση των λαών, όχι μόνο με την οικονομική παγκοσμιοποίηση και το κράτος, αλλά με μία πολιτική Ένωση που θα τα ξεπερνάει και θα επιχειρεί να ελέγξει όσα διαλυτικά και καταστροφικά αυτά τα δύο συνεπάγονται (πόλεμοι, εθνοκαθάρσεις, προσφυγιά, φτωχοποίηση και επιστροφή στις ιδεολογίες του προηγούμενου αιώνα).
Πάντως, αν πρέπει να διαλέξω τώρα ανάμεσα σε δύο πράγματα, αν με αναγκάσουν δηλαδή να διαλέξω ανάμεσα σε δύο πράγματα που μου παρουσιάζουν ως μοναδικές λύσεις για έναν κόσμο πάντα πολύ πιο σύνθετο σήμερα, χωρίς να μπορώ να πω περισσότερα για τα καλά ή τα κακά και των δύο, όπως ήρεμα σήμερα έχουμε την πολυτέλεια να κάνουμε εδώ στην Ελλάδα, η απάντηση μου θα συνεχίσει να είναι η ίδια: Mπροστά στον Πούτιν και τους άλλους ολιγάρχες θα προτιμώ τη Δύση.
Αλληλεγγύη στο λαό της Ουκρανίας, και κυρίως στις δυνάμεις εκείνες στο εσωτερικό του που προτείνουν κάτι διαφορετικό από την καθαρότητα του έθνους/κράτους τους και την οικονομική παγκοσμιοποίηση.