Η αριστεία και γιατί πρέπει να καταργηθούν οι Πανελλήνιες

Δαιμονοποιούνται οι καταστάσεις της κοινωνικής αποτυχίας, λες και είναι αφύσικο κάποιος να μην πετύχει...

Θάνος Στρατάκης
η-αριστεία-και-γιατί-πρέπει-να-καταργη-746219
Θάνος Στρατάκης

«Η αριστεία δεν είναι ρετσινιά αλλά στάση ζωής».

Αυτό ανέφερε σε μία αποστροφή του λόγου της η Υπουργός Παιδείας (και Θρησκευμάτων).

Η αριστεία, θα προσπαθήσω να πω, μπορεί να μην είναι «ρετσινιά», αλλά συμβολίζει τη διολίσθηση των αξιών που ορίζουν μια δημοκρατική εκπαιδευτική πολιτική. Είναι σύμπτωμα όλων των λάθος προτύπων που έχουν εμπεδωθεί τα τελευταία χρόνια και που σχετίζονται με το πώς τα ιδανικά της οικονομίας και οι πρακτικές της ψυχιατρικής προσδιορίζουν τις πολιτικές αποφάσεις, αλλά που εδώ θα μας αφορά με έναν τρόπο πιο συγκεκριμένο και για την πολιτική για την παιδεία. Ας εξηγήσω.

Ήδη από τη δεκαετία του 80’, παρατηρεί ο ιστορικός των ιδεών Πιέρ Ροζανβαλόν, γενικεύεται και στην κοινωνία κάτι που ξεκίνησε από τον εντατικοποιημένο αθλητισμό. Οι ανθρώπινες σχέσεις που απολαμβάνουν δημοσιότητας, και δημιουργούν πρότυπα, κατασκευάζονται στην εικόνα των μεγάλων αθλητικών επιτυχιών που συνήθως αποδίδονται σε έναν μεγάλο και υπέρ-προβεβλημένο αστέρα που «πουλάει».

Η ιδέα είναι ότι ο άνθρωπος που αγωνίζεται ατομικά για να βελτιωθεί θα σπάσει όλα τα ρεκόρ. Θα γίνει ένας σπουδαίος αθλητής που θα θαυμάζουν όλοι, με μεγάλες απολαβές. Την ίδια αυτή τάση την παρατηρούμε σε ένα πλήθος πραγμάτων στην κουλτούρα μας. Θυμηθείτε τα βιβλία της αυτό-βελτίωσης που τάχα σου μαθαίνουν πώς να υπομείνεις τα «προσωπικά» σου προβλήματα για να νικήσεις τις δυσκολίες της ζωής. Τις χολιγουντιανές ταινίες με τους αστέρες που νίκησαν πχ. τη φτώχεια επειδή ήταν εφευρετικοί, χωρίς καμία βοήθεια από άλλους εκτός από τους συγγενείς τους.

Λίγο σημασία έχει πως ξεκίνησε ακριβώς αυτό το φαινόμενο. Έχει πολύ μεγάλη σημασία ότι το πρότυπο αυτό για τη ζωή σχετίζεται και μεγεθύνεται στην «οικονομία». Όχι μόνο δηλαδή ότι η τελευταία το προκαλεί αφού η λογική της είναι η αναζήτηση των σταρ που πουλάνε, ή ο πολλαπλασιασμός των αθλητικών γεγονότων και η εντατικοποίηση του «θεάματος» για τις διαφημιστικές και τις στοιχηματικές. Αλλά ότι αυτή δανείζει στην υπόλοιπη κοινωνία, μέρος της οποίας είναι ο αθλητισμός, και τη λογική της.

Εκεί, όλο και περισσότερο, ένα πλήθος ανθρώπινων ιδιοτήτων έχει ψυχιατρικές ταμπέλες που υποτίθεται χωρίζουν τον «αποδοτικό» από τον «μη αποδοτικό» εργαζόμενο. Αυτό αποτυπώνεται στα τεστ δεξιοτήτων τύπου IQ που όλο και περισσότερο υιοθετούν οι εξεζητημένες δομές προσλήψεων των μεγάλων εταιριών και που σπουδάζουν οι φοιτητές της διοίκησης επιχειρήσεων. Στις μεγάλες επιχειρήσεις δημιουργείται τελικά ο νέος ντετερμινισμός, για την απαραίτητη ψυχοσύνθεση που πρέπει να έχει ο σύγχρονος άνθρωπος για να πετύχει – θα πρέπει να είναι «προσαρμοστικός», «ευφυής», να έχει «ηγετικά» στοιχεία για να ανελιχθεί κτλ. Πράγματα που υποτίθεται τα τεστ μετρούν. Και για τα οποία δίνονται ψυχοφάρμακα και συμβουλευτική υποστηρίξη, και έχουν επινοηθεί πρόσφατα ένας εσμός ψυχιατρικών όρων για να «εξηγήσουν» πότε ένας άνθρωπος είναι «κανονικός» και προκομμένος.

Ο «άριστος», άρα, στη βάση και των παραπάνω, δεν είναι μία αθώα επινόηση. Περιγράφει, όπως και όλες οι λέξεις, ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Είναι αυτός ο πλήρης και συνεκτικός Άνθρωπος, ένα γενναίο και ικανό Άτομο, που μπαίνει απέναντι στην κοινωνία με τα προβλήματα της ώστε να ξεπεράσει με τις ψυχιατρικές του ιδιότητες ως «εργατικού», «έξυπνου» κτλ. τη μιζέρια και την έλλειψη της προσπάθειας. Είναι, με άλλα λόγια, ένας όρος από την οικονομία.

Όταν λέμε ότι όλα αυτά έχουν συνέπειες για την πολιτική, ο «άριστος» που τόσο συχνά χαιρετίζεται μπορεί να απαντάει στην ανάγκη που έχουν διαπιστώσει οι ελίτ μας για αξιοκρατία πχ. στις προσλήψεις, και για ικανά στελέχη στα ανώτατα κλιμάκια του κράτους, αλλά παράλληλα ορίζεται και ως ο τελικός προορισμός των προγραμμάτων για την εκπαίδευση στα σχολεία μας. Αλλιώς γιατί τον χρησιμοποιούμε συνέχεια για να ορίσουμε ένα πρότυπο όχι μόνο για τις επιδόσεις πχ. του δημοσίου υπαλλήλου, αλλά γενικότερα για το ποιος θα επιβραβεύεται τελικά και γιατί από τα προγράμματα της κυβέρνησης; Και γιατί δηλαδή η αριστεία ως «στάση ζωής» τελικά υιοθετείται από την Υπουργό Παιδείας (και Θρησκευμάτων), και τι είδους πολιτικές απεργάζεται;

Υπάρχουν πολλές διαστάσεις.

Πρώτα και κύρια, ότι δαιμονοποιούνται οι καταστάσεις της κοινωνικής αποτυχίας, λες και είναι αφύσικο κάποιος να μην πετύχει, ιδίως όταν υπάρχουν παντού ανισότητες και εμπόδια, αλλά και όταν η επιτυχία στην ατομική ζωή δεν συνεπάγεται απαραίτητα και την ευτυχία. Το πόσο στενός και ψυχοφθόρος είναι ο σύγχρονος κόσμος και το πρότυπο του για την «επιτυχία» μας το υπενθυμίζει ο Αριστοτέλης. Ο πολίτης δεν διαπρέπει στην ιδιωτική του σφαίρα, πίστευε, αλλά ως «ζώο πολιτικό» αισθάνεται ευτυχής όταν την ελευθερία του τη βιώνει μαζί με άλλους, τη στιγμή που συγκροτεί τον κοινωνικό δεσμό. Όχι όταν αποσύρεται από αυτόν και τον «κατακτά» μόνος του, ή όταν δεν αποφασίζει για τη ζωή του, αδύναμος μπροστά στα νούμερα και τις ψυχιατρικές ταμπέλες.

Ο ανταγωνισμός στοχοποιεί τότε, όπως νομίζω, όσους δεν τα κατάφεραν και κρύβει από πίσω του ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο για την επιτυχία. Όμως έχει σοβαρές συνέπειες στη ψυχολογία του σύγχρονου ανθρώπου. Για αυτό ακόμα και πολύ «επιτυχημένοι» – επιτυχημένοι σε τι πρέπει πάντα να ρωτάμε – άνθρωποι παθαίνουν burn out από την κόπωση και την ατομική, μοναχική, με τον εαυτό τους προσπάθεια για αυτοβελτίωση. Αλλά και για αυτό ο σύγχρονος κόσμος βαραίνει περισσότερο τους κοινωνικά αδικημένους με έναν τρόπο που αναπαράγει σε αυτούς όλη τη δυσπιστία που έχει ο «επιτυχημένος» άνθρωπος που «τα κατάφερε» τελικά για αυτούς.

Το βασικό προϊόν της κυριαρχίας της ψυχιατρικής και της οικονομίας δηλαδή είναι τελικά σαν να σε δείχνει με το δάχτυλο κάποιος πάρα πολύ καταξιωμένος στη δουλειά του και πάρα πολύ ψύχραιμος στη ψυχολογία του, που όμως δεν υπάρχει πουθενά, γιατί δεν υπάρχει τελειότητα στον κόσμο. Που όμως κατοικεί μέσα σου, πιέζοντας συνεχώς για ρεκόρ και αναζητώντας συνεχώς για το κομμάτι εκείνο της ανευθυνότητας και της τεμπελιάς που δεν αξιοποιείς για να συμμετέχεις αποτελεσματικά στον ανταγωνισμό.

Σε στοχεύω σαν ένα κυρίαρχο και ορθολογικό άτομο. Δεν σε νταντεύω και σε θεωρώ ανεξάρτητο και ικανό για αποφάσεις. Χωρίς όμως να θίγεται ποτέ η κοινωνιολογική σου συνθήκη, η τάξη, το χρώμα, το φύλλο, σου αναπαράγω ως πρότυπο ένα ρομπότ. Η οικονομία και η ψυχιατρική, ο νεοφιλελευθερισμός ως η πιθανότητα όλων υποτίθεται να πετύχουν αφού έχουν ίσες ευκαιρίες, και ο τρόπος λειτουργίας του μυαλού, ορίζουν τα πάντα αλλά δεν μιλούν για τίποτα που να σχετίζεται με τις κοινωνικές βάσεις των προβλημάτων μας. Το πώς αποτυγχάνουμε για άλλους λόγους που δεν έχουν σχέση με το μυαλό μας, και για το πώς τα πράγματα που είναι σημαντικά στη ζωή τα ζούμε με άλλους ανθρώπους, για να θυμηθούμε μόνο τον Αριστοτέλη και ένα άλλο πρότυπο για την ευτυχία.

Έχουμε ενδείξεις στα πολιτικά προγράμματα που αποτυπώνουν ακριβώς αυτή την τάση στα σχολεία. Τη στήριξη για παράδειγμα της ρομποτικής έναντι της κοινωνιολογίας. Την επιλογή να δίνεται έμφαση σε εντατικότερα προγράμματα σπουδών, στα οποία θα συμμετέχουν όμως μόνο εκείνοι που έγραψαν πάνω από 10 στις εξετάσεις για το Λύκειο. Τη δημιουργία πολλών ταχυτήτων σε αυτό το ένα πράγμα που όλοι πρέπει να παίρνουμε δίκαια και αδιαίρετα και δωρεάν – την παιδεία. Τη στοχοποίηση τελικά των ανθρώπων που για τον έναν ή τον άλλο λόγο δεν σπουδάζουν ή δεν είναι «παραγωγικοί».

Και που είναι οι έφηβοι σε όλο αυτό; Είναι στις «Πανελλήνιες». Όπως εμείς οι «ενήλικες» τρώμε ένα ξαφνικό χαστούκι επειδή έχουμε αφομοιώσει ότι το βασικό μέτρο για την ποιότητα του ανθρώπινου δεσμού είναι η προκοπή στη δουλειά μας και ο μισθός, ή η αποτυχία του, έτσι και τα παιδιά του Λυκείου, ήρεμα όπως συζητούν με τους φίλους τους, αισθάνονται ξαφνικά ένα κόμπο στο στομάχι για εκείνη την ημέρα που θα κριθεί το μέλλον τους και χάνουν τον ύπνο τους.

Αξιολογούμε τι ακριβώς όμως, σε εκείνη την μέρα; Με ποιον τρόπο μπορεί τελικά ένας βαθμός να προσδιορίσει τον ψυχικό πλούτο και το κοινωνικό περιβάλλον ενός παιδιού; Οι μαθητές όλο και περισσότερο από μία τάξη και μετά στο Λύκειο, και αφού πρώτα έχουν αναμετρηθεί ήδη με τα διαδεδομένα πρότυπα του υπεραθλητή και του επιτυχημένου παραγωγού στις προηγούμενες τάξεις, που τα αναπαράγουν μέσα τους από το φροντιστήριο ως την τηλεόραση, μαθαίνουν όσα ακριβώς χρειάζεται με την παπαγαλίστικη ρομποτική ακρίβεια που πρέπει για να περάσουν.

Αντί να ερωτεύονται και να δημιουργούν φιλίες, λειτουργώντας σε συνεργατικά πλαίσια με δασκάλους και συμμαθητές, κάποια στιγμή στα 16 τους, αν έχουν βλέψεις για το πανεπιστήμιο, οργανώνουν όλη την καθημερινότητα τους πάνω στην εξέταση. Που υποτίθεται θα πει πόσο «καλά» είναι σε κάτι. Δηλαδή στο να πειθαρχούν στις παραινέσεις των γωνιών τους αν όχι στη δική τους ατομική θέληση για να «περάσουν». Άλλα πάντως στο να πειθαρχούν και να οργανώνουν σημειώσεις… Στη «βαθμοκρατία» και σε όσα αυτή συμβολίζει και μοιράζεται με την κουλτούρα της αριστείας που την εντάξαμε στο σχολείο να ξεχωρίζει την ήρα από το στάχυ.

Εκτός όμως από το ψυχικό βάρος που συνεπάγεται, η τοποθέτηση στο κέντρο της εκπαιδευτικής μας πολιτικής των πανελληνίων ως δείκτη της «αριστείας», υπάρχει και μία ακόμα αθέατη πλευρά που σπάνια τη συζητάμε. Ότι το «δημόσιο» σχολείο δεν είναι δημόσιο. Έτσι, σύμφωνα με έρευνα του ΙΟΒΕ από στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας, το «87% των δαπανών μιας οικογένειας με παιδιά στο Γυμνάσιο και το Λύκειο πηγαίνει για να καλυφθούν τα κενά της δημόσιας και δωρεάν παιδείας». Για την ιστορία, αυτά είναι πρόσθετα έξοδα στις άλλες δαπάνες που όλο και συρρικνώνονται στα χρόνια της κρίσης, και που πηγαίνουν στη δημόσια εκπαίδευση με τη μορφή φόρων (6000 ευρώ κοστίζει ετήσια ο κάθε μαθητής στη δευτεροβάθμια). Και δημιουργούν ένα περιβάλλον που όχι μόνο επιτείνει το άγχος της ανταπόκρισης στις κοινωνικές προσδοκίες για καλές σπουδές, αλλά παράγει σωρευτικά ένα υπέρογκο κόστος για τα νοικοκυριά, ιδίως στη χαμηλότερη τάξη, και για τα παιδιά τους που όλη μέρα τη βγάζουν με το καημό της προκοπής διαβάζοντας και αποστηθίζοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ, με φροντιστήρια ακόμα και στο δημοτικό.. Πόσες στερήσεις να υποστεί τότε ένας γονιός και ένα παιδί, για κάτι που κανονικά θα έπρεπε να παρέχεται από το απαξιωμένο δημόσιο σύστημα; Αλλοίμονο αν δεν έχεις αυτά τα χρήματα…

Όμως δεν σταματάει εκεί. Με όλο και πιο μεγάλη συχνότητα τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια υποκαθιστούν τη δημόσια παιδεία στη συνείδηση των ανθρώπων. Και δεν αναφέρομαι στα κέντρα μέσης εκπαίδευσης αυτή τη φορά, αλλά στις ταχύτητες μέσω των οποίων η απαξία για τα δημόσια πράγματα οδηγεί τελικά τους γονείς να διαπιστώνουν ότι η επιλογή για ένα ιδιωτικό σχολείο θα δώσει στα παιδιά τους αν όχι καλύτερες ευκαιρίες, τότε σίγουρα παρόμοιες με τα παιδιά των «ηγετών στην πολιτική και την οικονομία» που συνήθως επιλέγουν την ιδιωτική εκπαίδευση και πετυχαίνουν (όχι γιατί είναι άριστοι, αλλά για κληρονομικούς λόγους).

Το δημόσιο σχολείο είναι άρα κατουρημένο εδώ και καιρό, αφού άλλες είναι οι προτεραιότητες για τις δαπάνες που θα πραγματοποιήσει η χώρα, και ακόμα πιο άλλες οι συγκεκριμένες της σημερινής κυβέρνησης που οραματίζονται σε κάθε ευκαιρία τις ιδιωτικές τοποθετήσεις στην παιδεία και την «εμπλοκή της αγοράς». Με ότι αυτή τελικά συμβολίζει και γεννά μέσα μας.

Φινλανδία, όπου τα παιδιά φεύγουν από το δημόσιο σχολείο έχοντας γευματίσει και χωρίς υποχρεώσεις, και οι εκπαιδευτικοί εργάζονται με αξιοπρέπεια και με υποδομές στα σχολεία, δεν μπορούμε να γίνουμε σε μία μέρα. Δεν μπορούμε να γίνουμε μάλιστα χωρίς μακρόπνοα προγράμματα επενδύσεων σε υποδομές/προσλήψεις που θα ορίζουν όμως αυτή τη φορά ως απαραίτητη προτεραιότητα το πραγματικά δημόσιο σχολείο και ως ultima ratio της πολιτικής για την εκπαίδευση την ισότητα και τα ταλέντα του καθενός και όχι την αριστεία.

Φινλανδία δεν μπορούμε να γίνουμε με τη μία, με μία πεφωτισμένη και ενιαία πολιτική απόφαση, αφού ήδη πολλοί άνθρωποι εργάζονται έξω από το δημόσιο σχολείο, και το νόημα είναι να γίνει η μετάβαση με δίκαιο και ανθρώπινο τρόπο. Άλλωστε και το σημερινό σύστημα της εισαγωγής σε μία ανάγκη σοβαρή τελικά ανταποκρίνονταν όταν υιοθετήθηκε – η κομματοκρατία δεν μπορούσε να εγγυηθεί τη διαφάνεια στην εισαγωγή – και λειτούργησε με γνώμονα μία κάποια αντίληψη της ισότητας ως μαθηματικής ισοπέδωσης της μοναδικότητας. Που όμως σήμερα κρίνεται για τους λόγους που αναφέρθηκαν ως άκρως επιζήμια…

Επίσης, άνθρωποι με περισσότερο χρόνο και πολυτέλεια στο ρόλο τους ως εκπαιδευτικών έχουν ήδη προτείνει άλλα μοντέλα, αφού μία αλλαγή στο σύστημα της εισαγωγής αλλάζει αυτομάτως συνολικά τον τρόπο οργάνωσης του σχολείου, του πανεπιστημίου αλλά και της ταξικής διάταξης στην κοινωνία (για παράδειγμα). Στις μελέτες αυτών των ανθρώπων που μελετούν τα εκπαιδευτικά θέματα ίσως να εξειδικεύεται καλύτερα από εδώ ένα νέο σχολικό περιβάλλον που θα εγγυάται ταυτόχρονα τη διαφάνεια στην εισαγωγή στην τριτοβάθμια, και θα προσανατολίζεται καλύτερα σε όσα υποστηρίχτηκαν ως αξίες για μία νέα σχέση του μαθητή με το σχολείο και του πολίτη με την ισότητα.

Όμως όλες οι μελέτες, όπως και όλες οι λέξεις, συνομιλούν τελικά με τις κυρίαρχες αναπαραστήσεις του τι είναι καλό και τι όχι, που ορίζουν τα πρότυπα μας. Εδώ προσπαθήσαμε μόνο να ορίσουμε ένα πλαίσιο και να κάνουμε το περίγραμμα για μια νέα σχέση. Είχαμε το λόγο. Το ένα μετά το άλλο τα νομοσχέδια της σημερινής διοίκησης πειραματίζονται με λέξεις όπως: «εθνική συνείδηση», «πρωινή προσευχή», «βάση του 10», «αριστεία», «παραγωγικότητα». Και δώσαμε μία νέα κατεύθυνση με άλλες λέξεις για να θίξουμε την «αποσύνδεση», την «αποξένωση», την «υπερπροσπάθεια», την «υποβάθμιση» που συνήθως δημιουργούν στο σύγχρονο άνθρωπο τα κυρίαρχα πρότυπα. Μία ειδικά, είπαμε, ξεσκεπάζει τη ρηχότητα τους και μετριάζει το ψυχικό και οικονομικό κόστος στο όνομα μίας αριστοτελικής συνύπαρξης, και είναι η ισότητα, αλλά θα μπορούσαμε να τη σώσουμε από τα κατάλοιπα του εξισωτισμού των πάντων με την οποία συνδέεται κάποιες φορές αν προσθέταμε τον «έρωτα», «τη φιλία», τη «μοναδικότητα του παιδιού», τη «φαντασία», τη «ζωγραφική», την «κοινωνιολογία». Αξίες δηλαδή που αποδομούν τις προτεραιότητες της οικονομίας, και περιορίζουν τον ιμπεριαλισμό της στις ζωές μας.

Αν και θέλουν χρόνο τότε όλα τα πράγματα, και σοβαρές πολιτικές, για αυτά παλεύουμε. Να το πούμε συνθηματικά. Παλεύουμε για «τη φαντασία στην εξουσία». Γιατί εδώ την κατάπιαν οι αριθμοί και οι ανισότητες…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα