«Αρίστος»: Μια Αριστο-τεχνικά δραματουργική παράσταση
Μια εξαιρετική δραματική θεατρική απόδοση της πικρής και έρημης ζωής, του πόνου και της αδικίας των περιθωριοποιημένων ατόμων.
Την Τρίτη (11/1) παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Αυλαία στη Θεσσαλονίκη τον Αρίστο σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παπαγεωργίου. Η παράσταση αποτελεί διασκευή και δραματοποιεί το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Ο γύρος του θανάτου», που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, με θέμα μία από τις μεγαλύτερες δικαστικές υποθέσεις που τάραξαν την κοινή γνώμη -και δε αυτή της Θεσσαλονίκης- τη δεκαετία του ’60.
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης καταδικάστηκε σε θάνατο κι εκτελέστηκε ως ο περιβόητος «Δράκος του Σέιχ- Σου», ο άντρας δηλαδή που είχε προβεί σε μια σειρά επιθέσεων σε ζευγάρια και βιασμών στο δάσος Σέιχ Σου της Θεσσαλονίκης στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Η σύλληψη και η δίκη του έγιναν το 1963, στον απόηχο της ανήσυχης και κρίσιμης πολιτικής κατάστασης, της δολοφονίας Λαμπράκη και της αχαλίνωτης λειτουργίας του παρακράτους.
Το 1966 καταδικάστηκε τετράκις σε θάνατο από το πενταμελές εφετείο Θεσσαλονίκης. Εκτελέστηκε το χειμώνα του 1968 ύστερα από πέντε χρόνια παραμονής του στη φυλακή.
Οι τελευταίες λέξεις που ψέλλισε ήταν «Μανούλα μου, είμαι αθώος».
Σε ένα λιτό και απλό σκηνικό χώρο επιμελημένο από την Κατερίνα Αριανούτσου και αποτελούμενο από λίγα σκηνικά αντικείμενα, μια σειρά από χρωματιστά λαμπιόνια, ένα χάρτινο καραβάκι, ένα μπρίκι ελληνικού καφέ, εφημερίδες της εποχής και υπό της επιδέξιας «νεανικής» και ευφυούς σκηνοθεσίας του Γ. Παπαγεωργίου συντονίστηκαν με απόλυτη αρμονία και σκηνική επικοινωνία οι τρεις ηθοποιοί (Φιλαρέτη Κομνηνού, Γιάννης Λεάκος, Ιωάννης Αθανασόπουλος) οι οποίοι υποδύθηκαν με εξαιρετική άνεση τους εννέα ρόλους όσων συναναστράφηκε ο Παγκρατίδης κατά τα παιδικά κι εφηβικά χρόνια του, του φίλου από την Τούμπα, της παραδουλεύτρας γειτόνισσας, της μάνας του, του αχθοφόρου του λιμανιού, το παρακρατικού καιροσκόπου περιπτεράς, του χωροφύλακα δημοκρατικών φρονημάτων, του συντηρητικού αστού της παραλίας, του αφεντικού του σε ένα λαϊκό πανηγύρι, τη τραβεστίς Λολό και της Σύλβας, μίας λαϊκής τραγουδίστριας.
Οι χειμαρρώδεις και καθηλωτικές εξομολογήσεις τους συνέθεσαν το προφίλ του «Αρίστου» και αναβίωσαν το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της εκείνης εποχής φέρνοντας εικόνες από την κοινωνία της τότε Θεσσαλονίκης, στις αλάνες και στις γειτονιές της πόλης, στις απόκρυφες και ρυπαρές εσοχές του λιμανιού, στα πανηγύρια και στα μπουζουξίδικα υπό τη ζωντανή επί σκηνής μουσική υπόκρουση του Γιώργου Δούσου.
Η Φιλαρέτη Κομνηνού με το πολύπειρο και πολύπλευρο υποκριτικό της ταλέντο ενσάρκωσε με εκφραστική λιτότητα, με συγκρατημένη απελπισία και εγκαρτέρηση αρχικά τη δυστυχισμένη, απλοϊκή αλλά γεμάτη αξιοπρέπεια μάνα του Αρίστου με ποντιακή ευρυθμία και μουσικότητα στο λόγο και έπειτα την «παρακμιακή» λαϊκή τραγουδίστρια Σύλβα -που υπήρξε πάντα δεύτερο όνομα αλλά ποτέ κομπάρσα- η οποία διακατέχεται από ακέραιη λαγνεία, μαγκιά αλλά και από ευαισθησία όταν θυμάται τον νεαρό εραστή της.
Ο Ιωάννης Αθανασόπουλος προσέφερε μια από τις πιο απολαυστικές στιγμές της παράστασης και απέδωσε με στοιχεία τόσο μαρτυρικά όσο και κωμικά, επιτυχώς τους αντιθετικούς και απαιτητικούς ρόλους που κλήθηκε να ενσαρκώσει.
Εξαιρετικός ως αστός συμβολαιογράφος, ως στιβαρός χωροφύλακας, αλλά και ως Λολό, μιας τραβεστί της πιάτσας που μιλά τα καλιαρντά του Πετρόπουλου, που υπονομεύει την ισχύουσα τάξη. Τέλος, ο Γιάννης Λεάκος εκφραστικός και συναισθηματικός με μερικές αλλαγές στην κίνηση, τη στάση του σώματος και την εκφορά του λόγου απέδειξε την δύναμη της υποκριτικής του τέχνης μετουσιώνοντας το δύσκολο ρόλο του φίλου του Παγκρατίδη, του χαφιέ Παγουρά, του Χαλεπλή, ιδιοκτήτη του Γύρου του Θανάτου, αλλά ερμηνεύει και τον ίδιο τον Αρίστο, στη μόνη στιγμή που έρχεται ο ίδιος να απαντήσει στο βασικό ερώτημα της παράστασης «Ο Αρίστος όμως τί είπε;» περιγράφοντας τις τελευταίες στιγμές του πριν την εκτέλεση.
Συμπερασματικά, η παράσταση αποτέλεσε στο σύνολό της μια εξαιρετική δραματική θεατρική απόδοση της πικρής και έρημης ζωής, του πόνου και της αδικίας των περιθωριοποιημένων ατόμων από την ίδια την κοινωνία αλλά και μια κοινωνιολογική κριτική στην υποκρισία των «ευυπόληπτων» και «καθωσπρέπει» αστών.
Πάνω απ’ όλα, όμως, μέσω όλων των συντελεστών της παράστασης επιβεβαιώθηκε για ακόμη μια φορά πως το θέατρο δε γνωρίζει περιορισμούς και με αποδέκτη τη ψυχή των θεατών δημιούργησε μια λυρική ατμόσφαιρα που αναμφισβήτητα χαρακτηρίζεται από λιτή και ρεαλιστική αλήθεια.
Συντελεστές: Σκηνοθεσία: Γιώργος Παπαγεωργίου Διασκευή: Θεοδώρα Καπράλου Μουσική Σύνθεση: Γιώργος Δούσος Μουσικός επί σκηνής: Γιώργος Δούσος Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου Κίνηση: Μαρίζα Τσίγκα Σκηνογραφική/Ενδυματολογική επιμέλεια: Κατερίνα Αριανούτσου Φωτογραφίες: Δομνίκη Μητροπούλου Βοηθός σκηνοθέτη: Έφη Χριστοδουλοπούλου
Παίζουν
Φιλαρέτη Κομνηνού, Γιάννης Λεάκος, Ιωάννης Αθανασόπουλος