Χρυσόστομος Σταμούλης: Η μεγάλη μας ήττα είναι η αδυναμία μας να διαλεχθούμε με το πραγματικό

Ο Χρυσόστομος Σταμούλης συνδυάζει την ακαδημαϊκή του ιδιότητα με τη συγγραφή, τη μουσική και τη σύνθεση και μιλάει για όλα στην Parallaxi.

Ιωάννα Μαρκέλλα Χαλκιά
χρυσόστομος-σταμούλης-η-μεγάλη-μας-ήτ-771281
Ιωάννα Μαρκέλλα Χαλκιά

«[…] η εικόνα που σήμερα διαμορφώνεται στη δημόσια πλατεία για την Εκκλησία δεν είναι η καλύτερη δυνατή» διαβάζουμε στο νέο βιβλίο του και συμφωνούμε. Κι όμως, εάν η εκκλησία είχε περισσότερους ανθρώπους σαν τον ίδιο, η εικόνα της και συνάμα η επαφή της τόσο με την κοινωνία όσο και τον άνθρωπο θα ήταν πολύ διαφορετική και ουσιαστική.

Ο λόγος για το νέο κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ (αναλαμβάνει καθήκοντα τον Σεπτέμβριο) και διακεκριμένο καθηγητή Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας, Χρυσόστομο Σταμούλη, ο οποίος έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής και έχει δώσει διαλέξεις σε κορυφαία πανεπιστήμια της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικής, ενώ παράλληλα με την ακαδημαϊκή του ιδιότητα είναι συγγραφέας, μουσικός και συνθέτης.

Ο σπουδαίος καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης – με αφορμή την κυκλοφορία του νέου βιβλίου του με τίτλο «Φάγαμε Ήττα» και υπότιτλο «Κείμενα για τον αυτοεγκλωβισμό της Ορθοδοξίας» – μιλά μαζί μας για ζητήματα που αφορούν τη σχέση κοινωνίας-εκκλησίας, τη ζωή και τον άνθρωπο.

«Το νόημα βρίσκεται σε εκείνο το “γιατί” που ακολουθεί κάθε στάση, κάθε εντολή, κάθε απάντηση. Όλα έχουν ένα γιατί, προκλητικό και μεταιχμιακό», όπως αναφέρετε στο νέο σας βιβλίο με τίτλο «Φάγαμε Ήττα». Ένας τίτλος προκλητικός σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο που μας περιλαμβάνει όλους. Γιατί, λοιπόν, «Φάγαμε Ήττα»;

«“Φάγαμε Ήττα” διότι ξεπεράσαμε το ύψος μας. Θεωρήσαμε ότι είμαστε κάτι που δεν είμαστε. Απολυτοποιήσαμε τις δυνατότητες μας, τον εαυτό μας, την επιστήμη, τις τεχνικές μας, την πνευματικότητα μας και φτάσαμε σ’ ένα σημείο να νομίζουμε ότι τα μπορούμε όλα, ενώ στ’ αλήθεια κατανοούμε εκ των υστέρων -ελπίζω πως κατανοούμε- ότι ο άνθρωπος, η κτίση και οι δυνατότητες μας έχουν συγκεκριμένο μέγεθος. Δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να επεκτείνουμε τις δυνατότητες μας και να αυξήσουμε το ύψος μας, αλλά αυτό συμβαίνει σταδιακά μ’ έναν ρυθμό, ο οποίος οφείλει να είναι δημιουργικά επεκτατικός. Τούτος ο ρυθμός επιβάλλεται άλλοτε από την ανάγκη ανάπτυξης του προσωπικού ή συλλογικού εαυτού και άλλοτε από τις προκλήσεις που δεχόμαστε. 

Η ήττα σε γενικό επίπεδο είναι ότι υπερεκτιμήσαμε τον ίδιο μας τον εαυτό και θεωρήσαμε ότι είμαστε άτρωτοι, αλώβητοι, έως ότου ήρθε ο κορονοϊός και απέδειξε ότι και ο σύγχρονος πολιτισμός με τα τεράστια επιτεύγματά του, με τη συγκλονιστική πρόοδο της επιστήμης και με την ανάπτυξη της τεχνολογίας δεν ήταν ικανός να αντιδράσει άμεσα. Μπορεί να μας έδωσε λύσεις, προχωράμε πάρα πολύ καλά, εντούτοις δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αφήσαμε πίσω μας ανθρώπους και γεμίσαμε τραύματα τα οποία αναμένουν την ίασή τους.»

«Η μεγάλη ήττα δεν είναι η αποτυχία, αλλά η εωσφορική άρνηση της αποδοχής της.» Πρόκειται για μια από τις πρώτες φράσεις που διαβάζει ο αναγνώστης του βιβλίου σας. Που πιστεύετε ότι οδηγεί αυτή η άρνηση αποδοχής της ήττας τόσο τον πολιτισμό μας όσο και την εκκλησία;

«Η άρνηση της αποδοχής της ήττας δηλώνει την άρνηση μετανοίας, με την έννοια της μεταστροφής του νοός. Την άρνηση δηλαδή της “αλλαγής”. Αν δεν αποδεχθούμε αυτό που συμβαίνει, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε και σε οποιαδήποτε αλλαγή. Το μεγάλο πρόβλημα είναι η άρνηση της ήττας και όχι η ίδια η ήττα. Επειδή είμαστε κτιστοί, φθαρτοί, δηλαδή έχουμε αρχή και τέλος, είναι δεδομένο ότι στη διάρκεια της ζωής μας θα δεχθούμε πάρα πολλές ήττες. Ίσως καμιά φορά οι ήττες να είναι περισσότερες από τις νίκες, γι’ αυτό και θα πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι με ασκημένα τα αισθητήρια μας προκειμένου να χαιρόμαστε τις δημιουργικές στιγμές. 

Επιμένω στο γεγονός της μη αποδοχής της ήττας, διότι βλέπω και σήμερα στον χώρο της εκκλησίας αλλά και του ευρύτερου πολιτισμού, στο χώρο της δημόσιας πλατείας, ανθρώπους που δεν έχουν κατανοήσει αυτή την ήττα, δεν θέλουν να την αποδεχθούν, που σημαίνει ότι αδυνατούμε να διαλεχθούμε με το πραγματικό. Ζούμε σ’ έναν κόσμο φανταστικό, έχουμε φτιάξει ένα δικό μας πύργο, έχουμε κλειστεί σε αυτόν τον πύργο και -όντας φυλακισμένοι στ’ αλήθεια- κρίνουμε και πολεμούμε το σύνολο της πραγματικότητας που δεν μπορούμε να  αντιμετωπίσουμε. 

Είναι μεγάλες οι ψευδαισθήσεις μας, οι περισσότερες από τις οποίες είναι δεκτικές ψυχολογικών ερμηνειών. Ένας κορυφαίος θεολόγος ο Paul Tillich, στο  θαυμάσιο βιβλίο του “Το θάρρος της υπάρξεως”, ερμηνεύει πάρα πολύ καλά τα πράγματα. Λέει ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας ψυχολογικής καταστάσεως και αυτό που μας συμβαίνει σήμερα δεν είναι πρωτότυπο. Πάντα οι κοινωνίες και οι άνθρωποι σε περιόδους κρίσεως εμφανίζουν αυτά τα συμπτώματα. Θα το πω αλλιώς όπως το έλεγε ο Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, ότι σε περιόδους κρίσεως γεμίζουν οι πλατείες από ψευδοπροφήτες και μεσσίες, οι οποίοι πιστεύουν ότι θα σώσουν τον κόσμο.

Πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι αδυνατούν να διαλεχθούν πραγματικά με τον κόσμο. Σε ευθεία αντιπαραβολή με τη στάση των  ψευδοπροφητών για τους οποίους μας μιλάει ο  Πεντζίκης έρχεται θα λέγαμε η κινηματογραφική σκέψη του Tarkovsky, ο οποίος στη “Νοσταλγία” του, σε εκείνον τον εκπληκτικό μονόλογο του Domenico με τον οποίο ξεκινάει και το βιβλίο μου, λέει ότι θα πρέπει κάποτε η κοινωνία να μπορέσει να ακούσει και τις άλλες φωνές, οι οποίες είναι φωνές μιας τρελής λογικότητας και μπορούν να αποκαλύψουν στον κόσμο αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Βέβαια, ο Domenico, ως άλλος προφήτης και ποιητής βλέπει αυτά που οι άλλοι δεν βλέπουν. Προϋπόθεση αυτής της όρασης είναι εξάπαντος η σκληρή συνάντηση με το πραγματικό. Πρέπει κανείς να συναντηθεί με τη φθορά της καθημερινότητας προκειμένου να δει την αλήθεια της αμεσότητας. 

Οι εποχές φέρνουν τα γεγονότα και τα πρόσωπα ανταποκρίνονται ή όχι σε αυτά τα γεγονότα. Νομίζω ότι η μεγάλη μας ήττα είναι η αδυναμία μας, σε συλλογικό επίπεδο, να διαλεχθούμε με το πραγματικό και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην εκκλησία. Δεν χωρά καμία αμφιβολία, πως η εκκλησία έχει μια θέση στην πρώτη γραμμή της κοινωνίας, η πνευματικότητα είναι ένα στοιχείο που αγγίζει την ανθρωπινότητα και στην Ορθόδοξη Ελλάδα αυτό έχει μια μεγάλη ένταση, είναι ένας χώρος παραμυθίας, παρηγοριάς, ανασύστασης του εαυτού. Πολλές φορές, όμως,  αυτή η προοπτική χάνεται μέσα στην αδυναμία να αντιμετωπίσουμε το πραγματικό, διότι ειδωλοποιούμε αυτό που θα θέλαμε να είμαστε ή αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε. Αυτό συμβαίνει όμως και σε άλλους χώρους, το είδαμε και σε πολιτικούς χώρους. 

Είδαμε για παράδειγμα το γεγονός κάποιοι να θεωρούν σπουδαία αντίσταση να βγαίνουν ανεξέλεγκτα στους δρόμους. Δεν το δέχομαι. Όπως δεν δέχομαι το γεγονός να μπαίνουμε ανεξέλεγκτα στις εκκλησίες, με οποιοδήποτε κόστος και να θεωρούμε ότι μέσα στο χώρο της εκκλησίας δεν μπορεί να εισέλθει η φθορά, δηλαδή ο χώρος της εκκλησίας είναι ένας χώρος αφθαρσίας. Έτσι, λοιπόν, αυτές οι ψυχώσεις εμφανίστηκαν στο σύνολο των ανθρώπων με τους οποίους διαλεγόμαστε και οι οποίοι βρίσκονται στο δημόσιο χώρο. Εμφανίστηκαν στο χώρο του αθλητισμού, στην αρχή πάρα πολλοί μιλούσανε για αποκλεισμό ή για μάχη απέναντι στον αθλητισμό, αργότερα ήρθανε οι καλλιτέχνες οι οποίοι είπαν ότι χτυπιέται ο καλλιτεχνικός χώρος από κάποιο σύστημα. Επειδή ακριβώς ο ιός δεν είχε πρόσωπο, πολλοί θεωρήσανε ότι υπάρχει κάποιος πίσω από αυτόν τον ιό, ο οποίος έχει στείλει τον ιό προκειμένου να δεσμεύσει την ελευθερία μας, να καταστρέψει την οικονομία μας, κάποιοι να κερδοσκοπήσουν και ούτω καθεξής. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου βέβαια ότι δεν υπάρχουν πονηροί. Πάντα σε περιόδους κρίσεως οι πονηροί παραμονεύουν προκειμένου να εκμεταλλευτούν όσο περισσότερο γίνεται τον πόνο και την τραγωδία των ανθρώπων. Όμως άλλο πράγμα να είμαστε υποψιασμένοι απέναντι στα πράγματα και άλλο να είμαστε καχύποπτοι.»

«Το μεγάλο πρόβλημα της εκκλησίας και της θεολογίας είναι η αδυναμία τους να συναντηθούν με το παρόν.» Η παραπάνω δήλωση σας μοιάζει να συμπυκνώνει και ένα από τα βασικότερα ζητήματα που συζητά το βιβλίο σας. Πως θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτή η συνάντηση με το παρόν και να αντιμετωπιστεί ο αυτοεγκλωβισμός;

«Δυστυχώς όταν κάτι συστηματοποιείται, είτε πρόκειται για την εκκλησία είτε για μια πολιτική σκέψη είτε για μια φιλοσοφική σκέψη, αποκτά απόλυτα θεσμικό χαρακτήρα, ο οποίος είναι υπεύθυνος  για τη νοσταλγία χαμένων παραδείσων. Ο Μαρξισμός και ο Χριστιανισμός σε πολλές περιπτώσεις νοσταλγούν έναν παράδεισο ο οποίος έχει χαθεί, άρα η πραγματική ζωή με βάση αυτή τη λογική του χαμένου παραδείσου βρίσκεται στο παρελθόν, οπότε ζούμε στο παρόν προκειμένου να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για να επιστρέψουμε στο παρελθόν. Κατά την άποψη μου αυτή η θεώρηση είναι άκρως προβληματική και βεβαίως δεν εκφράζει την Ορθόδοξη Θεολογία. Μπορεί η Ορθόδοξη Θεολογία να έχει δώσει μεγάλο βάρος στο παρελθόν και την προπατορική αμαρτία, η οποία μας έβγαλε από τον παράδεισο, από μια ιδανική ας το πούμε με κάποιο τρόπο κοινωνία, αλλά στ’ αλήθεια αυτή είναι μια παραθεώρηση της Χριστιανικής Θεολογίας και ζωής. 

Η Χριστιανική Θεολογία στοχεύει στ’ αλήθεια στα έσχατα, ορίζει τη ζωή της και το παρόν της από αυτό που θα γίνει ο άνθρωπος και ο πραγματικός άνθρωπος δεν είναι άλλος από τον Χριστό της ιστορίας και των εσχάτων. Στο πρόσωπο του λάμπει η ωραιότητα της ανθρώπινης φύσης, η οποία φωτίζεται από το φως του Θεού. Η αποκλειστική επιστροφή στο παρελθόν δημιουργεί  αγκυλώσεις. Θεωρούμε πως ό,τι παλιό και καλό. Αυτός είναι ένας κανόνας και μια μανιέρα που πολλές φορές επικρατεί στη ζωή και έχει αγγίξει και την ίδια τη Μαρξιστική σκέψη και όχι μόνο. Άρα, λοιπόν, το μεγάλο πρόβλημα είναι αυτό, εφόσον θεωρούμε το παρελθόν ως καλό, αδυνατούμε να διαλεχθούμε με το παρόν.

Όταν μάλιστα συστηματοποιείται η σκέψη αδυνατεί να παρακολουθήσει και τις αλλαγές του παρόντος γι’ αυτό και ενοχοποιεί την αλλαγή. Υπάρχουν διανοούμενοι στον τόπο μας αλλά και παγκόσμια οι οποίοι θεωρούν ότι η αλλαγή είναι η μεγάλη αμαρτία, η οποία μας οδηγεί στην απόλυτη αποτυχία του να πληρώσουμε την ύπαρξη μας. Ενώ στ’ αλήθεια η αλλαγή είναι η μόνη δυνατότητα της υπάρξεως για πραγματική ζωή. Ο άνθρωπος υφίσταται εν χρόνω και εν τόπω. Είμαστε ιστορικά όντα και δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι διαλεγόμαστε κάθε δευτερόλεπτο με την ίδια μας την αλλαγή. 

Λέει ο Wendel Berry -ένας σπουδαίος λογοτέχνης της Αμερικής, της αγροτικής λογοτεχνίας και ελάχιστα μεταφρασμένος στην Ελλάδα- ότι “όσο αλλάζω, αυτός ο τόπος αλλάζει, όσο ο τόπος αλλάζει, με αλλάζει”. Άρα, λοιπόν, βρισκόμαστε σ’ έναν διάλογο με το περιβάλλον, είτε πρόκειται για το βιολογικό περιβάλλον, είτε πρόκειται για το πνευματικό πολιτιστικό-πολιτισμικό περιβάλλον, είτε πρόκειται για το φυσικό μας περιβάλλον. Αν, λοιπόν, αρνηθούμε την αλλαγή, το διάλογό μας  με το περιβάλλον, που μας αλλάζει, δημιουργείται μια απόσταση ανάμεσα στην πραγματική ζωή και στον εαυτό. Ο εαυτός δεν μπορεί να παρακολουθήσει αυτό που δεν μπορεί να κατανοήσει, το δαιμονοποιεί, το βάζει απέναντι και το πυροβολεί. Έτσι δημιουργούνται τα χάσματα και οι αποστάσεις στην ιστορία του πολιτισμού.»

Στο «Φάγαμε Ήττα» βλέπουμε πως «συνομιλείτε» δημιουργικά με σπουδαίους ανθρώπους του κινηματογράφου, όπως ο Andrei Tarkovsky, ο Lars Von Trier και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Παράλληλα στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. διδάσκετε το μάθημα «Θεολογία και Κινηματογράφος». Θέλετε να μας μιλήσετε για την ενδιαφέρουσα σχέση της Θεολογίας με την 7η Τέχνη;

«Πρόσφατα είχαμε ένα πολύ ωραίο συνέδριο, που διοργάνωσε ο Θεολογικός Σύνδεσμος “Καιρός”, με τίτλο “Οι άλλες γλώσσες του Θεού” και υπότιτλο “Ο διάλογος της Θεολογίας με την Τέχνη”. Είχα την τιμή και τη χαρά να έχω την εναρκτήρια εισήγηση και μετά από εμένα μίλησαν ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, ο Θανάσης Τριαρίδης, ο συνάδελφος ο Χρήστος Τσιρώνης και ο συνάδελφος της Μέσης Εκπαίδευσης Θανάσης Νευροκοπλής. Στη δεύτερη μέρα είχαμε εργαστήρια με ενότητες κινηματογράφου, λογοτεχνίας, ζωγραφικής και μουσικής. Ο τίτλος που είχε η εισήγηση μού ήταν “Πόσες γλώσσες μιλάει ο Θεός; Προλεγόμενα στο διάλογο της Θεολογίας με την Τέχνη” και προσπάθησα να πω ότι δεν μπορούμε να απολυτοποιήσουμε τη μια γλώσσα του Θεού. Δηλαδή το Ευαγγέλιο είναι μια γλώσσα, τα Πατερικά Κείμενα είναι μια άλλη γλώσσα, οι Αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων είναι επίσης μια άλλη γλώσσα, η λογοτεχνία είναι μια άλλη γλώσσα, όπως μια άλλη γλώσσα είναι κινηματογράφος, το τραγούδι, η ποίηση και η παρατήρηση της κτίσης. Τί σημαίνει αυτό; Ότι ο Θεός τελικά αποκαλύπτεται στο καθετί και με το καθετί.

Ο κινηματογράφος είναι ίσως η δυναμικότερη τέχνη, διότι συμποσώνει στον εαυτό του τη μουσική, την ποίηση, την κίνηση, γι’ αυτό και ονομάζεται έβδομη τέχνη. Πράγμα που σημαίνει ότι μας δίνει την δυνατότητα να εισέλθουμε σε μια πραγματικότητα είτε δημιουργώντας μια μυθολογία αυτών των πραγμάτων που θα έρθουν είτε περιγράφοντας αυτό που μας συμβαίνει προφητικά είτε ακολουθώντας μια δομή η οποία μπορεί να δημιουργήσει καινούργιες συνθήκες για τη ζωή. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι ο κινηματογράφος θα μπορούσε να είναι και η νέα εικόνα της εκκλησίας. Η εικονογραφία έτσι μπήκε στην εκκλησία προκειμένου να γίνει πιο κατανοητό το Δόγμα. Οι κινηματογραφιστές δε και ιδιαίτερα αυτοί οι σπουδαίοι κινηματογραφιστές με τους οποίους διαλέγομαι στο βιβλίο μου, ο  Αγγελόπουλος, ο Tarkovsky, ο Trier, είναι κινηματογραφιστές, οι οποίοι προσπαθούν να εισδύσουν στο βαθύτερο πυρήνα του είναι του ανθρώπου και να δουν ακριβώς αυτόν τον διάλογο του ανθρώπου με την πραγματικότητα του. 

Πολλοί θεωρούν ότι η τέχνη είναι μια διαδικασία του φαντασιακού, αυτό είναι ένα λάθος. Ο Χαίλντερλιν σ’ ένα πολύ ωραίο ποίημα το οποίο σχολιάζει ο Χάιντεγκερ λέει “…ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος…” εδώ θα μπορούσαμε να είχαμε μείνει στη φαντασία αλλά συμπληρώνει “επί της γης”. Που σημαίνει ότι αυτό το φαντασιακό και η φαντασία δεν εξορίζει τον άνθρωπο από το πραγματικό, από τη γη. Η κινηματογραφική ποιητική σκέψη μπορεί να λειτουργήσει τη φαντασία του ανθρώπου -η οποία είναι ένα φυσικό του χαρακτηριστικό, καθώς έτσι δημιουργήθηκε ο άνθρωπος έχοντας φαντασία- αλλά ταυτόχρονα δίνει και τη δυνατότητα να δούμε προφητικά αυτό που οι άλλοι δεν βλέπουν. Ο κινηματογράφος όπως και κάθε γλώσσα του Θεού αποκαλύπτει. Έτσι βλέπω τον κινηματογράφο, έτσι βλέπω την ποίηση και μάλιστα αποκαλύπτει όχι μόνο με τη συμφωνία, τη συγκρότηση και την ενίσχυση μιας δομής, δηλαδή να βρω θεατρικά ή κινηματογραφικά έργα που έχουν μια χριστιανική ρίζα -αυτό με ενδιαφέρει λιγότερο-, διότι δεν πιστεύω ότι υπάρχει χριστιανική τέχνη, αλλά αποκαλύπτει και με την αποδόμηση που επιχειρεί. Ή υπάρχει τέχνη ή δεν υπάρχει τέχνη. Δεν μπορούμε να κάνουμε επίθετο την Χριστιανική Οντολογία και καμία οντολογία. Άρα, λοιπόν, ή αποκαλύπτει ή δεν αποκαλύπτει, όλα τα άλλα περισσεύουν. 

Θεωρώ, λοιπόν, ότι ο καλός κινηματογράφος αποκαλύπτει άρα μπορεί να αποκαλύπτει κι ένας κινηματογράφος του οποίου η θεματολογία φαίνεται να μην έχει καμία σχέση με τον Χριστιανισμό. Ή ακόμη κι ένας κινηματογράφος ο οποίος φαίνεται να στέκεται απέναντι στον Χριστιανισμό, αλλά αποτελεί μια έντονα κριτική φωνή του Χριστιανισμού είτε πρόκειται για τον Χριστιανισμό της Ανατολής είτε για το Χριστιανισμό της Δύσης και αναφέρομαι στην συγκεκριμένη περίπτωση του Trier, ο οποίος όχι απλά σε θυμώνει όταν τον βλέπεις και μάλιστα αν είσαι μέλος μιας εκκλησιαστικής χριστιανικής κοινότητας, σε τσατίζει, σε βγάζει από τα ρούχα σου, αλλά αυτό είναι άκρως δημιουργικό. Γιατί ο Trier δεν λέει ότι ο άνθρωπος δεν πράττει το καλό, αλλά προχωράει ακόμα περισσότερο και λέει ότι ο άνθρωπος από τη φύση του δεν μπορεί παρά να πράττει το κακό. Κι αυτό είναι συγκλονιστικά ενδιαφέρον διότι μπαίνει στον πυρήνα της δομής των θρησκευτικών κοινοτήτων και αναδεικνύει τις παραμορφώσεις της Ευαγγελικής σκέψης. Γυρνάει ανάποδα τα πράγματα, δημιουργεί ακόμη και μια αντι-ευαγγελική σκέψη, η οποία αν γίνει κατανοητή από το χώρο του θρησκευτικού και ερμηνευτεί προκειμένου να ανακαλυφθεί ο εαυτός με τις αποτυχίες του και τις επιτυχίες του, τότε μπορεί να δημιουργηθεί μια καινούργια συνθήκη, να ξανασυναντήσουμε το πραγματικό που βρίσκεται στον άκρο της οπτικής μας ματιάς και κινδυνεύει να χαθεί. 

Έχουμε βγάλει το πραγματικό από τη ματιά μας. Ο κινηματογράφος και γενικότερα οι τέχνες μπορούν να μας προσφέρουν ξανά το δώρο της αποκάλυψης, να κινήσουν το νερό και να μας βάλουν στο θαύμα. Γι’ αυτό εδώ και πάρα πολλά χρόνια εισαγάγαμε το μάθημα “Θεολογία και Κινηματογράφος” στα ερευνητικά προγράμματα του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ. και σήμερα προχωρούμε. Προχωρούμε με νέα παιδιά, νέους επιστήμονες, οι οποίοι έχουν εκπονήσει μεταπτυχιακές εργασίες και διδακτορικά σε αυτή την κατεύθυνση, συνεχίζουν το έργο των δασκάλων τους και το πάνε και ένα βήμα παρακάτω.»

Τον Φεβρουάριο του 2020 κυκλοφόρησε ο 6ος δίσκος σας με τίτλο «Γελάς». Έναν χρόνο μετά ποιες είναι οι σκέψεις σας γι’ αυτό το μουσικό ταξίδι;

«Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος και στη διάρκεια που γραφόντουσαν τα τραγούδια και ετοιμαζόμασταν, βγαίναμε από τη σχεδόν δωδεκαετή οικονομική μας κρίση. Θέλησα να δώσω λίγη αισιοδοξία στους ανθρώπους, οι οποίοι είχαν ταλαιπωρηθεί από όλα αυτά τα συγκλονιστικά που συνέβαιναν γύρω μας και εντός μας. Γι’ αυτό και ονόμασα τον δίσκο “γελάς”.

Βέβαια κάποιοι θεωρούν ότι το γέλιο είναι ανέξοδο, επιμένω και λέω πάντα ότι το γέλιο, όπως το γέλιο ενός κλόουν ή ενός παλιάτσου έχει μέσα του κάτι το Σταυροαναστάσιμο.

Κάτω από τη μάσκα του γέλιου ο άνθρωπος κρύβει τη μοναξιά, τα τραύματά του, την πίκρα του, τον πόνο του, τα όνειρα του, τις προσδοκίες του, τους έρωτες του, τις αγάπες του. Όλα αυτά όμως υφίστανται κάτω από το κλαυσίγελο πρόσωπο  της αλήθειας μας. Τούτο σημαίνει ότι από τη μια μεριά έχουμε το σταυρό και το τραύμα και από την άλλη μεριά έχουμε την προσδοκία της αναστάσεως και της υπερβάσεως των τραυμάτων μας. Δηλαδή στεκόμαστε κρατώντας στην αγκαλιά μας την ελπίδα και την προσδοκία μας καλύτερης μέρας. Γι’ αυτό και το τραγούδι μου στο ρεφρέν του λέει τρεις φορές “γελάς” και μετά “με τυραννάς”. Το γέλιο είναι σε πολλές περιπτώσεις τυραννικό τόσο γι’ αυτόν που γελάει όσο και γι’ αυτόν που υποδέχεται το γέλιο του άλλου. Ήταν μια διάθεση να δούμε με μια μεγαλύτερη ελπίδα τη ζωή μας. Λίγο φως θέλησα να βάλω σε έναν κόσμο σκοτεινό. Να ανάψω ένα κεράκι στη μνήμη της κάθε μας απώλειας. 

Υπάρχει μια γλυκόπικρη αίσθηση γι’ αυτόν τον δίσκο, διότι θεωρώ ότι πήγε πολύ καλά. Είναι ένας δίσκος του οποίου τα τραγούδια αγαπήθηκαν, ακούστηκαν, ίσως όχι στο βαθμό που κάθε δημιουργός θα ήθελε, διότι οι δυνατότητες για την αναμετάδοση του έντεχνου τραγουδιού στον τόπο μας έχουν λιγοστέψει και όσο περνά ο καιρός λιγοστεύουν, αλλά ακούστηκαν. Το διαδίκτυο και τα ραδιόφωνα παίζουν κατά κανόνα άλλα πράγματα, εντούτοις δεν  έχω παράπονο, διότι το μοίρασμα έγινε με πολλή χαρά. Ταξιδέψαμε, όχι όσο θα θέλαμε, αλλά ταξιδέψαμε και συναντηθήκαμε. Η πίκρα προέρχεται από το γεγονός ότι δεν μπορέσαμε έως σήμερα να κάνουμε ούτε μια συναυλία και δεν καταφέραμε να παρουσιάσουμε ζωντανά αυτό τον δίσκο, που αν τα πράγματα ήταν αλλιώς θα είχαμε παίξει σε αρκετά μέρη του τόπου και θα είχαμε παρουσιάσει τη δουλειά μας, γιατί η δουλειά πλέον ανασαίνει όταν μοιράζεται και κυρίως όταν μοιράζεται επί σκηνής. 

Δεν είμαι σίγουρος αν θα μπορέσουμε να παρουσιάσουμε το δίσκο σε συναυλία το καλοκαίρι. Θα το ήθελα αλλά μέσα μου υπάρχει ένα κόμπιασμα. Δεν είναι το κόμπιασμα αν μπορούμε να κάνουμε ή όχι μια συναυλία, διότι πολύ πιθανόν να ξεκινήσουμε με 50% πληρότητα, είναι αυτό το κόμπιασμα που δημιουργεί η συγκεκριμένη κατάσταση. Μια αχλή σκεπάζει τη ζωή μας, ένα πέπλο πόνου και περίσκεψης. Πώς θα καλέσεις ανθρώπους με όλα αυτά τα μέτρα, με το μυαλό και την καρδιά γεμάτα από τα πρόσωπα των ανθρώπων που έχουν φύγει, με τη σκέψη στους ανθρώπους που βρίσκονται πάνω στον σταυρό τους  στα νοσοκομεία. Είναι το κόμπιασμα που γεννάει η αίσθηση, πως βρισκόμαστε σε εκείνα στα πρώτα λεπτά μετά το τέλος της αθωότητας. Αυτό δημιουργεί συνθήκες μιας περίεργης αναμονής. Συνθήκες όπου το θέλω συγκρούεται με το κάνω, «άλλα θέλω κι άλλα κάνω», που λέει και το τραγούδι, αν και για να είμαστε ειλικρινείς τούτο το είπε και ο απόστολος Παύλος αιώνες πριν. Δηλαδή θα ήθελα πάρα πολύ να βρεθούμε στην όμορφη αυλή του Αγίου Νικολάου του Ορφανού στην Άνω Πόλη που συνηθίζω τελευταία να κάνω την πρώτη παρουσίαση των μουσικών εργασιών μου και να τραγουδήσουμε όλοι μαζί, να κουβεντιάσουμε, να διαβάσουμε κείμενα. Δεν ξέρω όμως αν μπορούμε να το κάνουμε και σε ποιο βαθμό μπορούμε να το κάνουμε.

Αν οι συνθήκες είναι καλές και νιώσω ότι μπορούμε να το κάνουμε, θα προχωρήσουμε. Να βρεθούμε στη σκηνή του “Notos”, στην Άθυτο, να αφήσουμε πίσω μας τη φθορά. Είναι μεγάλη η χαρά για τη δημιουργία αυτού του δίσκου, διότι συμμετέχουν εξαιρετικοί τραγουδιστές η Γεωργία Νταγάκη, ο Γεράσιμος Ανδρεάτος, ο Γιώργος Καλογήρου, ο Ανδρέας Καρακότας με τον οποίο συνεργαζόμαστε χρόνια αλλά είχα τη χαρά για πρώτη φορά να συνεργαστούμε δισκογραφικά, όπως και με την Λιζέτα Καλημέρη, που είχε πει σε πρώτη εκτέλεση και τα τραγούδια του προηγούμενου δίσκου μου το “Αγάπη σε αγαπάω” αλλά στον δίσκο τα είπε η Μελίνα, οπότε εδώ για πρώτη φορά συνεργαζόμαστε με τη Λιζέτα και λέει πανέμορφα το τραγούδι “Τα φίλτρα της πανσελήνου” σε ποίηση Τάκη Βαρβιτσιώτη, του ποιητή της Θεσσαλονίκης. Είναι ο Γιώργος Καλογήρου από την Κύπρο, είναι ο Αλέξανδρος Τζουγανάκης που λέει και το ομότιτλο τραγούδι, ένα νέο παιδί, εξαιρετικός μουσικός, θαυμάσιος τραγουδιστής. Και εξαιρετικοί μουσικοί, μαστόρια με όλη τη σημασία της λέξης, ο Δημήτρης Λάπας, ο Θάνος Σταυρίδης, ο Κώστας Δημηνάκης, ο Γιώτης Κιουρτσόγλου, ο Άκης Κατσουπάκης, ο Θάνος Μιχαηλίδης, ο Κυριάκος Γκουβέντας, ο Αντώνης Σουσάμογλου και όλη του η παρέα.  Όλα τα παιδιά είναι θαυμάσιοι καλλιτέχνες. Στο τέλος κρατάω ένα όνομα, εξαιρέτως, αυτό του  Νίκου Ξυδάκη, που μου έκανε την τιμή να συμμετάσχει  σε αυτόν το δίσκο και μάλιστα να πει σε επανεκτέλεση ένα τραγούδι σε στίχους Παναγιώτη Θωμά το “Κατάλευκο Πουλί”. Νομίζω ότι είναι το σημαντικότερο που μου έχει συμβεί, διότι ο Νίκος θεωρώ πως είναι ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς στον τόπο μας,  όχι μόνο των τελευταίων χρόνων, αλλά διαχρονικά και κυρίως είναι ένας πολύ όμορφος  άνθρωπος με κεφαλαίο “A”.»

«Αχ, Don Giuseppe ήσουν φίλος / Ήσουν πατέρας, αδερφός / Αγέρι μυστικής σαγήνης / Ένας απόμερος Χριστός» οι στίχοι αυτοί προέρχονται από μια συγκινητική ιστορία και συνάμα ένα όμορφο τραγούδι για τον χαμογελαστό ιερέα με την κόκκινη μοτοσυκλέτα. Θέλετε να μας μιλήσετε για το τραγούδι «Don Giuseppe» που κυκλοφόρησε πρόσφατα;

«Αυτή ήταν η μεγάλη έκπληξη. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι σε απόσταση δύο μηνών από την κυκλοφορία ενός δίσκου θα ξαναέμπαινα στο στούντιο ή στα πολλά στουντιάκια δεξιά και αριστερά, γιατί γράψαμε από όπου βρισκόμασταν ο καθένας, άλλοι από τη Βιέννη, άλλοι από την Αθήνα, άλλοι από τη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να κάνουμε ένα τραγούδι. 

Εδώ ήταν ο συγκλονισμός της στιγμής. Όταν είδα στο διαδίκτυο αυτόν τον άνθρωπο πάνω σε αυτήν την μηχανή με τα μαύρα ιερατικά του ρούχα και διάβασα την ιστορία ότι βρέθηκε στο νοσοκομείο και επειδή υπήρχε πρόβλημα στους αναπνευστήρες, στα μηχανήματα δηλαδή της αναπνοής προκειμένου ο άνθρωπος να κρατιέται στη ζωή, ότι χάρισε αυτόν τον αναπνευστήρα σε ένα νεότερο παιδί για να σωθεί, μέσα μου πολλά πράγματα αλλάξανε.

Είναι μια νέα διαδικασία θυσίας σ’ έναν κόσμο πολλές φορές άφιλο, η οποία από μόνη της μπορεί να δημιουργήσει δομές μιας καινούργιας αρχής. Και τότε είπα ότι θα πρέπει να κάνουμε ένα τραγούδι, επικοινώνησα με τον αγαπητό μου φίλο, διδάκτορα μου και εξαιρετικό στιχουργό Παναγιώτη Θωμά. Του είπα “Παναγιώτη, πρέπει να κάνουμε ένα τραγούδι” και μου λέει “Κι εγώ δάσκαλε έγραψα ένα κείμενο για τον Giuseppe, το οποίο θα το δημοσιεύσω”.

Ουσιαστικά συγκλονιστήκαμε και οι δυο μας και πολλοί άλλοι ανά τον κόσμο φαντάζομαι άνθρωποι, από αυτήν την πράξη θυσίας ενός ανθρώπου, ο οποίος χαμογελούσε. Είναι αυτό που έλεγα πριν, ένα γλυκό χαμόγελο και πίσω από το χαμόγελο η θυσία για τον συνάνθρωπο, η αλληλεγγύη. Όχι τα λόγια, η πράξη. Από λόγια σήμερα έχουμε χορτάσει, οι πράξεις μας λείπουν, θέλω να πω ότι θα έπρεπε να είναι περισσότερες οι πράξεις. 

Ο Don Giuseppe, ο Ιωσήφ δηλαδή, βάζει με έναν έντονο τρόπο την αξία της πράξης της θυσίας ξανά στη ζωή μας και νομίζω ότι συμβολικά αυτό κάτι δείχνει. Συστρατεύτηκαν εξαιρετικοί καλλιτέχνες, χωρίς δεύτερη σκέψη, η Ελένη Τσαλιγοπούλου, δύο εξαιρετικοί τραγουδοποιοί ο Μανώλης Φάμελος και ο Σταύρος Σιόλας, δύο σπουδαίοι λυρικοί τραγουδιστές ο Ανδρέας Ζένιος και η Μαρία Κωστράκη από τη Βιέννη, ένας μαέστρος ανέλαβε την ενορχήστρωση ο Κώστας Δημηνάκης, που επίσης εργάζεται στη Βιέννη και έπαιξαν  δύο ακόμη εξαιρετικοί μουσικοί,  ο αχώριστος μου πλέον Θάνος Σταυρίδης ακορντεόν και η και η Στελλίτσα Τέμπρελη τσέλο. Τραγούδησαν επίσης, πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, η Μεικτή και η Παιδική Χορωδία του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. 

Φτιάξαμε, λοιπόν, το τραγούδι  αυτό και βρεθήκαμε μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη. Έκανε δηλαδή αριθμούς και δημοσιεύσεις και το υποδέχθηκε ο κόσμος με μια απίστευτη ένταση. Δεν το περίμενα. Έλεγα ότι όταν αυτό το τραγούδι έγινε, θα το ανεβάσουμε στο YouTube και θα έχουμε 2000 views. Όμως ανέβηκε στο YouTube και αμέσως το πήρανε τα ραδιόφωνα, οι τηλεοράσεις, οι εκπομπές. Έγινε viral. Ήταν ακριβώς επειδή τελικά ο κόσμος θέλει παράδειγμα, θέλει μπροστάρηδες, θέλει ανθρώπους που θα τον τραβάνε κι αυτόν λίγο πιο ψηλά. Ο Giuseppe είναι ένας άλλος Χριστός, το λένε και οι στίχοι.

Ας θυμηθούμε την εικονογραφία της Αναστάσεως του Ορθόδοξου Χριστιανισμού. Δεν είναι ο Χριστός με ένα σημαιάκι μόνος του να φεύγει ψηλά δοξολογικά, δεν έχει ανάγκη από μια τέτοια Ανάσταση, αλλά είναι η εις Άδου κάθοδος. Η Ανάσταση είναι μια κάθοδος, όχι μια “εκτίναξη μας στα άστρα” όπως λέει ο Χατζιδάκις. Κατεβαίνει στον Άδη ο Χριστός και ανεβαίνει κρατώντας από το ένα χέρι τον Αδάμ και από το άλλο την Εύα προκειμένου να σηκωθούν μαζί. Ο Αδάμ και η Εύα εικονίζουν το σύνολο του ανθρώπινου γένους. Ο Giuseppe με αυτήν του την πράξη μας παίρνει από το χέρι προκειμένου να ανεβούμε λίγο ψηλότερα που λέει και το τραγούδι. Γι’ αυτό και ο κόσμος το υποδέχτηκε με αυτόν τον τρόπο και μάλιστα σε μια εποχή όπου γινότανε χαμός στην Ιταλία με τις εικόνες με τα φορτηγά και τα φέρετρα. Ο Don Giuseppe εμένα ειλικρινά μου φώτισε αυτήν την δύσκολη περίοδο, μου έδωσε ελπίδα, μου έδωσε χαρά και είπα ότι ναι, κάτι μπορούμε να καταφέρουμε. Στο πρόσωπο του βέβαια θελήσαμε να τιμήσουμε πολλούς ανθρώπους, τους γιατρούς μας, τους νοσηλευτές, αυτούς τους αστροναύτες της αγάπης οι οποίοι έπρεπε να ντυθούν ειδικά για να μπουν στα δωμάτια των ασθενών, γι’ αυτό και οι επισκέψεις ήταν λίγες.

Μου έλεγε φίλος γιατρός ότι δεν αντέχεις μέσα 10 λεπτά θα σκάσεις, κι όμως αυτοί οι άνθρωποι φορούσαν για ώρες αυτές τις στολές και θυσίαζαν το είναι τους προκειμένου να είμαστε εμείς καλά και κόλλησαν και ασθένησαν και έφυγαν και πολλοί γιατροί μας πριν προλάβουν να εμβολιαστούν. Και από την άλλη πλευρά κι άλλους ανθρώπους, νέα παιδιά που καβαλούσαν τα μηχανάκια για να μας φέρουν το φαγητό στο σπίτι, για να μας φέρουν τα προϊόντα από τα σούπερ μάρκετ, δασκάλους, καθηγητές που πήγαν στα σχολεία και ριψοκινδύνευσαν, στην αρχή δεν ξέραμε και το βάθος του κινδύνου. Αλλά κυρίως επιμένω στα νοσοκομεία όπου εκεί δόθηκε και δίνεται η μεγάλη μάχη. Όσοι δεν έχουν πάει σ’ ένα νοσοκομείο ή στα κοιμητήρια αυτόν τον καιρό νομίζω δεν έχουν κατανοήσει τι περνάμε και τι περάσαμε.»

Έχουμε συμπληρώσει περισσότερο από έναν χρόνο από το ξέσπασμα της πανδημίας, όπου η ανθρωπότητα ήρθε αντιμέτωπη με πρωτόγνωρες καταστάσεις και μια διαφορετική πραγματικότητα η επιστροφή στη ζωή. Πως βλέπετε τα πράγματα;

«Θέλω να τα βλέπω με αισιοδοξία, εντούτοις οφείλω να πω ότι κρατώ μέσα μου και κάποιες επιφυλάξεις, βλέπω και καταλαβαίνω ότι ναι ήταν δύσκολα, έπρεπε να γίνουν κάποια πράγματα κτλ. Όμως ξέρετε μην ηρωοποιούμε τις αδυναμίες μας και τα ελαττώματά μας. Θέλω να πω ότι πολύς κόσμος αυτήν την περίοδο στάθηκε στο ύψος του, δεν χωρά καμία αμφιβολία. Κάποιες στάσεις και συμπεριφορές ξεπέρασαν οποιαδήποτε προσδοκία. Υπάρχει, όμως, και ένα μέρος της κοινωνίας μας, που δεν στάθηκε στο ύψος του, η συμπεριφορά του δεν ήταν συμπεριφορά ευθύνης και αναφέρομαι σε συμπεριφορές μεμονωμένων προσώπων αλλά και σε συμπεριφορές συλλογικών οργάνων. 

Το είδαμε και στη λειτουργία κάποιων κομμάτων, το είδαμε στη λειτουργία κάποιων μέσων επικοινωνίας, το διαδίκτυο οργίασε, αλλά και στο  πανεπιστήμιο, όπου έγινε μια προσπάθεια εκμετάλλευσης  των αγωνιών μιας ολόκληρης κοινότητας, ένιωθες κάποια στιγμή ότι κάποιοι μιλούν και συμπεριφέρονται όντας εκτός τόπου και χρόνου.

Μύριζε ο αέρας παλιό, ιδέες αποδομημένες, συμπεριφορές και στάσεις που κάποτε ίσως να είχαν νόημα, αλλά τώρα όχι. Ξέρετε, πρέπει να βρούμε καινούργιους τρόπους αντίστασης, να εγκαινιάσουμε την αντίσταση της δημιουργίας. Να σταματήσουμε να κολακεύουμε τις αδυναμίες μας και τις αγκυλώσεις μας. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το πράγμα και αυτή η εκμετάλλευση, η οποία δεν είναι διαφορετική από την εκμετάλλευση της εκκλησίας.

Καμιά φορά είμαστε αυστηροί με την εκκλησία και επιεικείς με όλους τους υπόλοιπους φορείς και συνήθως οι άνθρωποι, οι οποίοι δεν αισθάνονται μέλη μιας εκκλησίας είναι πολύ εύκολο να κρίνουνε την εκκλησία και το κάνουν με μεγάλη ένταση, αλλά όταν θα πρέπει να κρίνουν τον κομματικό τους οργανισμό για παράδειγμα ή το συνδικαλιστικό  όργανο μιας επαγγελματικής ομάδας, δεν θα το κάνουνε.

Νομίζω πως έχω το δικαίωμα να το πω, διότι ήμουν από τους πρώτους που βγήκα και έκρινα έντονα το σώμα μου που είναι η εκκλησία και τη θεολογία της εκκλησίας, την οποία διακονώ εδώ και χρόνια, άρα μπορώ να μιλήσω και για όλους τους υπολοίπους. Έβλεπα ας πούμε στις αυλές του πανεπιστημίου παιδιά, τα οποία μπορεί να έχουν δίκαια αιτήματα, αλλά δεν ήξεραν πως να τα διεκδικήσουν.

Έβλεπα πορείες 5000 ανθρώπων με κατεβασμένες μάσκες και οι ίδιοι άνθρωποι την επόμενη μέρα θα έκριναν την εκκλησία, όπου ο αριθμός των εκκλησιαζομένων θα ήταν καμιά διακοσαριά άνθρωποι.  Ξέρω, πρέπει να αντισταθούμε. Πρέπει να παλέψουμε απέναντι στο άδικο και στο κακό, απέναντι στην εξαθλίωση και τον μαρασμό, απέναντι στη βία. Απέναντι στην εξουσιαστικότητα. Πρέπει, όμως, να είμαστε έντιμοι και ειλικρινείς, είχαμε προβλήματα και συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε σοβαρά προβλήματα. Αυτό που θα μας σώσει είναι το μαζί. Όλοι το έχουμε ανάγκη, όπως έχουμε ανάγκη και τη σωματική επαφή. Έχω πει και εμμένω σε αυτό, πως σήμερα η σωματικότητα βρίσκεται υπό διωγμόν. Εάν, όμως,  το αντί μας σχετίζεται μόνο με τον άλλο, με τους άλλους  και όχι με τον εαυτό μας δεν πρόκειται να πάμε πουθενά. Θα κάνουμε τους βάλτους σπίτι μας.

Ο ψυχικός μας κόσμος, που έχει και πάλι τραυματιστεί, μπορεί να θεραπευθεί με την φιλία και τη δημιουργία. Με την πίεση που η δημιουργικότητα θα βάλει στην εξουσία προκειμένου αυτή να αποκαλύψει το πιο ανθρώπινο πρόσωπό της. Το πρόσωπο της αλληλεγγύης, του σεβασμού και της ελευθερίας. Να σταθούμε δίπλα, να σταθούμε μαζί με τους ανθρώπους που καταρρέουν και αυτός ο εγκλεισμός πρόσθεσε πολλούς στους ήδη μεγάλους καταλόγους μας. 

Νομίζω πως μόνο ο πραγματικός διάλογος με τον εαυτό μας και ο διάλογος με αυτό που πραγματικά μας συμβαίνει μπορεί να δώσει λύσεις. Έχω μια αισιοδοξία ότι εξαιτίας του εμβολιασμού τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. 

Μπορεί να έχουμε καινούργιες μεταλλάξεις του ιού αλλά σε κάθε περίπτωση αυτές θα αντιμετωπιστούν. Θέλω να πιστεύω πως είμαστε σε ένα στάδιο αρκετά καλό, θα έρθουν και τα φάρμακα. Φοβάμαι όμως μήπως την επόμενη μέρα που τα πράγματα θα ανοίξουν και ήδη έχουν ανοίξει, θα ξαναβρεθούμε στο δημόσιο χώρο με τον τρόπο που βρισκόμασταν πριν, χωρίς ουσιαστικά να έχουμε μεταμορφώσει τον θάνατο, την ασθένεια και τη φθορά που μας συνάντησε σε υλικό ανοικοδόμησης ενός καινούριου οίκου, με φως και δίψα για ζωή.

Αυτή είναι μια μεγάλη αγωνία. Θα ήθελα λοιπόν η επόμενη μέρα να φωτιστεί ξαφνικά, όπως φωτίστηκε ο Μάρτιος με τον Don Guiseppe, από μια Άνοιξη της ευθύνης μας. Πρέπει να ξανανθίσει η ευθύνη μας. Πιστεύω, πως  η κρίση η οικονομική δεν μας έκανε σοφότερους.  Ελάχιστες ήταν οι  εξαιρέσεις. Δεν ξέρω γιατί στον τόπο μας, στην Ελλάδα, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, συμβαίνουν πολλά πράγματα και όταν λέω πολλά χρόνια εννοώ από την Επανάσταση του ’21 την οποία φέτος γιορτάζουμε. Δεν θελήσαμε στ’ αλήθεια ποτέ κράτος.

Βάλαμε το κράτος απέναντι στον εαυτό μας, θεωρήσαμε ότι είναι άλλο το κράτος και άλλο εμείς και γι’ αυτό φρόντισαν και οι κυβερνώντες, κυρίως αυτοί, δηλαδή να υπάρχει το μεγάλο χάσμα ανάμεσα σε εμάς και σε αυτούς ενώ είναι ένα σώμα με διαφορετικές διακονίες. Αν το κατανοήσουμε αυτό τότε θα καταλάβουμε πως ότι συμβαίνει, συμβαίνει για το κοινό καλό και θα πρέπει να λειτουργούμε όλοι μαζί για το κοινό καλό.

Να ακούσουμε ο ένας τον άλλο, να σταματήσουμε να βάζουμε ταμπέλες στους ανθρώπους και να κοιτάξουμε όλοι μαζί στην ίδια κατεύθυνση. Έχω, όμως, τις επιφυλάξεις μου καθώς είπα. Αυτό, βέβαια, δεν με κάνει απαισιόδοξο. Θέλω να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο. Διεκδικώ τη συνάντηση με την ελπίδα. Ακούω πολλές φορές νέα παιδιά και συγκλονίζομαι. Έχουν μέσα τους ένα απίστευτο υλικό που φέρνει τα όνειρα δίπλα μας. Πρέπει να τα ακούσουμε και να χαράξουμε καινούργιους δρόμους, πέρα από τα νεκρά σύμβολα και τη κενή γλώσσα που τα υποστηρίζει.»

Ο θάνατος και η απόγνωση κυριάρχησε στα ερείπια της Γάζας. Ποιες είναι οι σκέψεις σας για τις εχθροπραξίες και τις συγκρούσεις Ισραηλινών και Παλαιστινίων που σημειώθηκαν τις περασμένες εβδομάδες;

«Είμαι αναφανδόν υπέρ εκείνων που έλεγαν ότι το Ισραήλ δικαιούται ένα κράτος. Ξέρουμε όλοι πόσο άγρια πράγματα βίωσαν οι άνθρωποι αυτοί. Στρατόπεδα συγκεντρώσεων, διωγμούς,  μαρτύρια. Υπέστησαν πολλά. Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εδώ στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη μας, έγιναν απίστευτα πράγματα. Δεκάδες  βαγόνια μετέφεραν την εξαθλίωση και τον εξευτελισμό. Άνθρωποι-υλικό για τους φούρνους του φασισμού και της βαρβαρότητας. Είχαν άλλη θρησκευτική ρίζα, άλλο Θεό και τους πηγαίνανε στα κρεματόρια. Αυτό όμως θα έπρεπε να τους είχε κάνει πιο σοφούς. Αυτή η τραγωδία που τους συνέβη μέσα στον χρόνο και την ιστορία θα έπρεπε να τους διδάξει. Γι’ αυτό λέω πολλές φορές ότι ο κόσμος δεν διδάσκετε, εύκολα από διωκόμενος γίνεται διώκτης. Λεπτό σημείο ο σεβασμός της ετερότητας.

Θεωρώ ότι είναι μεγάλη αμαρτία, αυτός ο ευλογημένος τόπος, η Παλαιστίνη, το Ισραήλ, με τα τόσα προσκυνήματα, όπου εκεί εκτυλίχθηκαν συγκλονιστικές στιγμές της ιστορίας του πολιτισμού και των θρησκειών, να βρίσκεται ξανά σήμερα σε ένα άγριο αιματοκύλισμα. Έχουν και οι Παλαιστίνιοι δικαίωμα στη ζωή. Μαρτύρησαν και συνεχίζουν να μαρτυρούν. Δολοφονήθηκαν, εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους και τη γη τους.  Πράγμα που σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να ελέγξουμε την πολιτική μας βουλιμία για κυριαρχία, εξουσία και δύναμη. Είναι μια μεγάλη πληγή. Πληγώνει την αισθητική μας η εικόνα που βλέπουμε, πληγώνει το σύνολο του εαυτού μας και θα έλεγα ότι όλοι θα πρέπει να συστρατευτούμε σε μια μεγάλη προσπάθεια για να επανέλθει η ειρήνη σε αυτόν τον τόπο. Όλοι έχουν δικαίωμα στη ζωή.»

Μια ευχή για το μέλλον…

«Δύσκολα πράγματα… αλλά και πολύ απλά. Να είμαστε όλοι υγιείς και να έχουμε τη δύναμη να χαθούμε μέσα στο μυστήριο του έρωτα και της αγάπης. Η πάλη μας θα πρέπει να είναι για το μαζί και όχι για την διαίρεση, δηλαδή θα πρέπει να παλεύουμε για να φέρουμε μαζί την τόσο όμορφη διαφορετικότητα μας, πολιτική, θρησκευτική, αθλητική, σεξουαλική, οποιαδήποτε.

Αυτό πολλές φορές δεν το κατανοούμε και ενώ από τη φύση μας είμαστε φτιαγμένοι για κοινωνική ζωή -ετερότητες που συγκροτούν κοινωνική ζωή- προσπαθούμε να διαλύσουμε το μαζί, απολυτοποιώντας την ετερότητα και φτάνοντας σε σημείο αυτοερωτισμού. Ο Εωσφόρος έπεσε από τον παράδεισο, επειδή ερωτεύτηκε τον εαυτό του. Γράφει στη Βίβλο “αὐτοείδωλον ἐγενόμην”, δηλαδή ερωτεύτηκε τον εαυτό του και δεν μπόρεσε να εκστασιαστεί. Δεν λειτούργησε η εκστατικότητά του, που σημαίνει βγαίνω από τον εαυτό μου για να συναντήσω τον άλλο, γιατί αυτό είναι η ερωτική σχέση. Δεν το έκανε και από Άγγελος του Θεού μετατράπηκε σε Διάβολος της Κόλασης.»

INFO

Το νέο βιβλίο του Χρυσόστομου Σταμούλη «Φάγαμε Ήττα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός (https://armosbooks.gr/shop/filosofia/dokimia-meletes/fagame-itta/), όπως και η έκτη δισκογραφική του δουλειά με τίτλο «Γελάς» (https://armosbooks.gr/shop/texnes/gelas-2/)

*Φωτογραφίες: Aπό το αρχείο του Χρυσόστομου Σταμούλη.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα