Ευχή με ματόκλαδο

Τα όνειρά της σκάλωσαν κάπου ανάμεσα στα δόντια, ίσα για να την ενοχλούν και να σαπίζουν εκεί, αργά και σταθερά.

Ιωάννα Κακούρη
ευχή-με-ματόκλαδο-732788
Ιωάννα Κακούρη
Shari Sirotnak

Πάντα το ‘χε περιέργεια. Πώς γίνεται τα μικρά παιδιά να λένε τα ίδια πράγματα με τα προηγούμενα, τα πολύ προηγούμενα όμως. Λες και την ώρα του μεγάλου διαλείμματος, πάνω από τα στραβοφαγωμένα τοστ και τα ψίχουλα στα μπουφάν, πλανιόταν ένα πνεύμα που διαιώνιζε κοινοτοπίες από γενιά σε γενιά.

Εκείνο το πρωί όμως, δεν την ένοιαζε αυτό. Με το που είδε στον καθρέφτη εκείνη τη βλεφαρίδα δίπλα στη μύτη της, δε σκέφτηκε τίποτα απ’ αυτά. Την έπιασε χωρίς να την εμποδίσουν τα φαγωμένα νύχια της και τη σφάλισε μεταξύ αντίχειρα και δείκτη. «Όταν βρεις μια βλεφαρίδα, βαλ’ την ανάμεσα σε δύο δάχτυλα και κάνε ευχή. Ύστερα διάλεξε πού θα κάτσει, πάνω ή κάτω. Αν πετύχει η μαντεψιά, η ευχή σου θα βγει».

Κοιτάχτηκε ξανά στον καθρέφτη. Τα μάτια της είχαν σίγουρα ταλαιπωρηθεί, της κατέβαζαν το βλέμμα, όπως θυμάται να της λέει παλιά μια αισθητικός. Άλλο πράγμα κι αυτό. Πηγαίνεις για μαλλί και φεύγεις κουρεμένη. «Βλέπω έχουμε ρυτιδούλες, αυτή η κρέμα θα σας σώσει. Βλέπω έχουμε περιττά κιλά, αυτό είναι το τέλειο ρούχο. Βλέπω σας έκανα ράκος, να τα τυλίξω για δωράκι;». Μια ευχή.

Σφουγγάριζε πάντα ακούγοντας ραδιόφωνο. Τραβούσε με τη σφουγγαρίστρα δοξαριές στο πάτωμα, γέμιζε τα δωμάτια με στενάχωρη μουσική και δάκρυα. Αν υπήρχε κάποιος στο σπίτι την ώρα εκείνη, θα του ‘λεγε «μην πατήσεις εκεί, να στεγνώσει πρώτα το κλάμα μου». Αλλά δεν υπήρχε. Κάθε πρωί ήταν μόνο εκείνη, ένας ίσκιος με σκασμένες φτέρνες και βαριά ψυχή. Κάθε μεσημέρι, βέβαια, έπαυε να είναι μόνη.

Άκουγε πρώτα την πόρτα του ασανσέρ καθώς κοπανούσε ανοίγοντας στο κεφαλόσκαλο. Έπειτα το άτσαλο ντιντίνισμα των κλειδιών που ετοιμάζονται ν’ ανοίξουν. Κι ύστερα τη φωνή. «Μαμά, ήρθα».

Ούτε που θυμόταν πόσα χρόνια το άκουγε αυτό το μακρόσυρτο μαμά-ήρθα. Οχτώ, δεκαπέντε, μια ζωή. Ελάχιστα πράγματα πριν απ’ αυτό. Ένα φωτεινό βλέμμα, λίγο απ’ το γέλιο της και μερικά όνειρα. Να φύγει στο εξωτερικό. Να είναι μόνο αυτή κι ο άνθρωπός της. Να δουλέψει, να σπουδάσει, να περάσει με την ψυχή της καλά. Αυτό που θυμόταν βέβαια πιο καλά απ’ όλα ήταν πώς έπεσαν όλοι πάνω της τότε για να την πείσουν να κρατήσει το παιδί. Τι ζήλος, θεέ μου! Αυτή δεν ήθελε. Μάλλιασε η γλώσσα τους ότι θα το μετανιώσει, ότι μόλις το δει θα το αγαπήσει και θα γίνει ευτυχισμένη. Φυσικά και το αγάπησε. Από την ευτυχία, όμως, δεν πέρασε ούτε απ’ έξω. Η φροντίδα του παιδιού την μάσησε αργά για πόσα χρόνια, μέχρι που η ζωή της έγινε ένας απροσδιόριστος πολτός, που ούτε να τον φτύσει γινόταν, ούτε να τον καταπιεί. Τα όνειρά της σκάλωσαν κάπου ανάμεσα στα δόντια, ίσα για να την ενοχλούν και να σαπίζουν εκεί, αργά και σταθερά. Πολεμούσε με τ’ ανομολόγητο, το πολεμούσε και συνάμα του γυρνούσε την πλάτη, έτσι που ήταν πάντα καταδικασμένη στο μαχαίρωμά του.

Εκείνο το πρωί, με τη βλεφαρίδα στο χέρι, έκλεισε τα μουσκεμένα της μάτια και, πιέζοντάς την μέχρι που τα δάχτυλα άσπρισαν, ευχήθηκε αυτό που δε λεγόταν πουθενά, παρά μόνο σε μια άψυχη βλεφαρίδα. «Πάνω», είπε και ξεκόλλησε τα δάχτυλά της. Άνοιξε τα μάτια και είδε το ματόκλαδο στον αντίχειρά της. Κάτω.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα