Απόδραση από το Αφγανιστάν
Η ιστορία δυο Αφγανών που απέδρασαν από τους Ταλιμπάν.
Τις τελευταίες 10 ημέρες, χιλιάδες ιδιώτες εργάζονταν νυχθημερόν, μέσω άτυπων δικτύων φίλων και συναδέλφων, για να οργανώσουν πτήσεις εκκένωσης από το Αφγανιστάν προς χώρες, όπως η Αλβανία και το Κιργιστάν, και να βοηθήσουν τους Αφγανούς να βάλουν το όνομά τους στις καταστάσεις επιβατών και να φτάσουν με ασφάλεια στο αεροδρόμιο της Καμπούλ. Αυτή η προσπάθεια, η οποία λαμβάνει χώρα σε μεγάλο βαθμό στο WhatsApp και το Signal, έχει χαρακτηριστεί ως «ψηφιακή Δουνκέρκη».
Σε αυτό το σημείο η φράση είναι πολύ γενναιόδωρη. Την άνοιξη του 1940, οι βρετανικές και γαλλικές δυνάμεις διασώθηκαν από τη Δουνκέρκη χάρη στη συνεργασία της βρετανικής κυβέρνησης και απλών ανθρώπων που έπλεαν με δικά τους σκάφη στη Μάγχη. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, μόνο ένα κλάσμα των Αφγανών που κινδυνεύουν από αφανισμό έχει βγει από τη χώρα.
Η ιδιωτική προσπάθεια διάσωσης στο Αφγανιστάν λειτουργεί ουσιαστικά χωριστά από την επιχείρηση Operation Allies Refuge της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία κατέστη αναγκαία επειδή η επίσημη εκκένωση μαστίζεται από το χάος που δημιουργήθηκε και το γραφειοκρατικό μπλοκάρισμα. Οι ιδιώτες παρεμβαίνουν επειδή η κυβέρνηση, όπως είπε ένας συνταξιούχος στρατιωτικός διοικητής, είναι «καταβεβλημένη». Οι άνθρωποι που συμμετέχουν σε αυτή τη συλλογική προσπάθεια έχουν πει ότι είναι η μόνη πτυχή της πτώσης του Αφγανιστάν που ανακουφίζει λίγο από την ντροπή τους.
Ωστόσο δε θα επεκταθούμε στο τι κάνουν οι Αμερικανοί για να βοηθήσουν. Θα περιγράψουμε τι κάνουν οι Αφγανοί για να βγουν έξω. Θα επικεντρωθούμε στους ανθρώπους τους οποίους ο Πρόεδρος Joe Biden και άλλοι Αμερικανοί έχουν κατηγορήσει ότι αρνούνται να αγωνιστούν για τον εαυτό τους, ότι τα παρατάνε. Το πραγματικό θάρρος και η θυσία σε αυτή τη δοκιμασία είναι δικά τους. Οι εμπλεκόμενοι Αμερικανοί μπορούν να πάρουν μια στιγμή για να αφήσουν μερικά δάκρυα απογοήτευσης ή οίκτου ή ανακούφισης. Δεν έχουμε ακούσει, όμως, κανέναν Αφγανό να κλαίει. Η διαφυγή σε ασφαλές μέρος απαιτεί κάθε ίχνος θέλησης. Χρειάζεται εξυπνάδα και διασυνδέσεις και την εφευρετικότητα να τις χρησιμοποιήσεις. Μα, πάνω απ’ όλα, χρειάζεται τύχη.
Για πολύ καιρό, θα μπορούσαμε να πιστεύουμε ότι ο Khan ήταν τυχερός. Είναι πρώην διερμηνέας του αμερικανικού στρατού. Στα τέλη Ιουλίου, μαζί με την οκτώμισι μηνών έγκυο σύζυγό του και τον μικρό τους γιο, ο Khan πέρασε από τα σημεία ελέγχου των Ταλιμπάν στην Καμπούλ για να πραγματοποιηθεί η συνέντευξη για τη βίζα του. Λίγες ημέρες αργότερα η γενέτειρά τους έπεσε στα χέρια των Ταλιμπάν.
Μετά από χρόνια καθυστέρησης, η αίτηση του Khan για ειδική βίζα μεταναστών, ή SIV, εγκρίθηκε γρήγορα, χάρη στην ταχεία εργασία στην πρεσβεία των ΗΠΑ και την υποστήριξη μερικών Αμερικανών: της Julie Kornfeld, της δικηγόρου του στο International Refugee Assistance Project, και του γραφείου του αντιπροσώπου Jason Crow από το Κολοράντο. Ο Khan παρέλαβε τη βίζα του το Σάββατο 14 Αυγούστου, μια ημέρα πριν οι Αμερικανοί αξιωματούχοι εγκαταλείψουν την πρεσβεία. Η οικογένεια είχε εισιτήρια για εμπορικές πτήσεις προς τις ΗΠΑ μέσω Κωνσταντινούπολης και Βραζιλίας για την Τρίτη 17 Αυγούστου. Είχαν μόλις αρκετό χρόνο για να ξεφύγουν πριν τους απαγορευτεί ότι δεν μπορούν να πετάξουν.
Τότε η τύχη στράφηκε εναντίον τους. Εκείνη την Κυριακή οι Ταλιμπάν μπήκαν στην Καμπούλ και η πόλη «έπεσε», αναγκάζοντας τον Khan και την οικογένειά του να κρυφτούν. Τη Δευτέρα προσπάθησαν να μπουν στο αεροδρόμιο για οποιαδήποτε πτήση προς τα έξω, εμπορική, επίσημη ή τσάρτερ, αλλά δεν μπορούσαν να περάσουν από το πλήθος των ανθρώπων και τους μαχητές των Ταλιμπάν και να κατευθυνθούν έξω από τις πύλες. Είδε ότι όλοι οι Αφγανοί ανεξαρτήτου κοινωνικής θέσης, προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την κυριαρχία των Ταλιμπάν . Δηλαδή, όχι μόνο πρώην διερμηνείς του αμερικανικού στρατού, όπως ο ίδιος, ή άλλοι που είχαν σχέση με ξένους, αλλά και απλοί άνθρωποι που δεν είχαν ούτε καν εθνική ταυτότητα.
Μετά από εννέα ώρες σε αποπνικτική ζέστη, χωρίς νερό ή φαγητό, ο Khan και η οικογένειά του αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο ενοικιαζόμενο δωμάτιό τους. Επιβιβάστηκαν και οι τρείς σε ένα ταξί και πήραν το δρόμο της επιστροφής. Το παιδί μισοκοιμισμένο, με το κεφάλι του ακουμπισμένο στον ώμο της μητέρας του, με το πρόσωπό του να γυαλίζει από την εξάντληση. Η σύζυγος του Khan επίσης κουρασμένη, την είχαν σπρώξει νωρίτερα στο έδαφος και υπέφερε από κοιλιακούς πόνους, αλλά πάνω από τη χειρουργική της μάσκα τα μάτια της ακτινοβολούσαν δύναμη. Δεν έχει ηττηθεί.
Την επόμενη ημέρα, ο Khan επέστρεψε μόνος του στο αεροδρόμιο. Το πλήθος έξω ήταν ακόμη μεγαλύτερο και ένοπλοι Ταλιμπάν απειλούσαν όποιον προσπαθούσε να περάσει. «Το να πηγαίνω στο αεροδρόμιο είναι χάσιμο χρόνου και αντιμετωπίζω απειλές», γι’ αυτό και δεν θα επέστρεφε, μέχρι να λάβει ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από την πρεσβεία των ΗΠΑ με συγκεκριμένες οδηγίες για να παρουσιαστεί σε μια συγκεκριμένη πύλη σε μια συγκεκριμένη ώρα. Αλλά δεν ήρθε κανένα email.
Φήμες κυκλοφορούσαν μεταξύ Καμπούλ και ΗΠΑ. Οι εμπορικές πτήσεις είχαν πλέον άδεια προσγείωσης, μια δωρεάν πτήση τσάρτερ της AIG θα έφευγε σε τρεις ώρες, οι Ταλιμπάν επρόκειτο να σταματήσουν όλες τις εκκενώσεις. Κάθε φήμη προκαλούσε ένα κύμα πανικού. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι με τους οποίους έρχονταν σε επαφή δεν ήξεραν περισσότερα και συχνά λιγότερα από τους ιδιώτες που επικοινωνούσαν τηλεφωνικά με Αφγανούς. Μερικές φορές φαινόταν ότι κανείς δεν ήξερε τίποτα.
Την Τετάρτη ο Khan και η οικογένειά του είχαν επιστρέψει στο αεροδρόμιο στις έξι το πρωί. Τα καταστήματα, οι τράπεζες και τα ΑΤΜ είχαν κλείσει λόγω των λεηλασιών και ο Khan δεν είχε χρήματα στην τσέπη του. Η οικογένεια άφησε τις μικρές ταξιδιωτικές τσάντες της σε έναν πλανόδιο πωλητή τροφίμων κοντά στο αεροδρόμιο και μπήκε μέσα στο πλήθος, μόνο με τα ρούχα που φορούσαν, μαζί με λίγο νερό, μπισκότα και τα έγγραφά τους, κρυμμένα κάτω από την μπούρκα της συζύγου του.
Είχαν αποφασίσει ότι θα έμεναν στο αεροδρόμιο όλη μέρα και όλη νύχτα. Σχεδίαζαν να παραμείνουν εκεί μέχρι τις 31 Αυγούστου, την προθεσμία που είχε δώσει ο Μπάιντεν για την εκκένωση των ΗΠΑ. Θα έμεναν στο αεροδρόμιο μέχρι να βγουν ή να πεθάνουν. «Μου έδινε ενέργεια», είπε αργότερα ο Khan για τη σύζυγό του. «Μου είπε ότι δεν πρέπει να χάσουμε τις ελπίδες μας».
Πήγαιναν από πύλη σε πύλη. Στη βόρεια πύλη, μαχητές των Ταλιμπάν πυροβόλησαν στον αέρα. Κλώτσησαν τον Khan και τον χτύπησαν με κλομπ τουφεκιών και έναν μολύβδινο σωλήνα, καταφέρνοντας ένα επώδυνο χτύπημα στον ώμο του. Ο γιος του άρχισε να κλαίει στη θέα των ανδρών με μακριά μαλλιά και γένια. Υπήρχαν βρετανικά στρατεύματα πίσω από τα τείχη ανατίναξης και τα σύρματα. Ένας διοικητής των Ταλιμπάν με μαύρο τουρμπάνι και ογκώδη γενειάδα ανακοίνωσε ότι οι Βρετανοί είχαν καταστρέψει πολλά μουσουλμανικά σπίτια και ότι οι Ταλιμπάν θα υπολόγιζαν όλες τις αμαρτίες των ανθρώπων που προσπαθούσαν να βγουν έξω.
Όταν το άκουσε αυτό η σύζυγος του, έγινε ακόμη πιο αποφασισμένη να φύγει. Εγκατέλειψαν τη βόρεια πύλη, αλλά δεν είχαν περισσότερες πιθανότητες να μπουν στο αεροδρόμιο από την πύλη Abbey. Η Κορνφελντ, η δικηγόρος της οικογένειας, επικοινωνούσε μέσω FaceTiming με τον Χαν, τον συμβούλεψε να πάει στη νότια πύλη, όπου είχε ακούσει ότι βρίσκονταν αμερικανικά στρατεύματα.
Δέκα ή 15 πεζοναύτες εξέταζαν τα έγγραφα στο σημείο ελέγχου, αλλά κανένας αρμόδιος δεν φώναζε τα ονόματα των κατόχων βίζας να προσέλθουν. Το πλήθος στη νότια πύλη ήταν μεγαλύτερο από ό,τι αλλού καθιστώντας την είσοδο αδύνατη. Η σύζυγος του Khan στριμώχνονταν συνεχώς ανάμεσα σε ανθρώπους, αλλά ήθελε να κρατήσει τη θέση τους και αρνήθηκε να τον αφήσει να την τραβήξει έξω από το πλήθος. Πέρασαν εννέα ώρες προσπαθώντας να μπουν στο αεροδρόμιο.
Ξαφνικά άκουσαν μια έκρηξη πυροβολισμών και εκρήξεις από χειροβομβίδες κρότου-λάμψης και οι Αφγανοί άρχισαν να τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση. Ο Khan είδε την ευκαιρία του. Μετά από υπόδειξη της Kornfeld, αποφάσισε να αφήσει τη γυναίκα και το γιο του και να προσπαθήσει να φτάσει μόνος του στο σημείο εισόδου. Η σύζυγός του φώναζε να μην εγκαταλειφθεί και ο Khan υποσχέθηκε να μην φύγει χωρίς αυτούς. Καθώς το πλήθος είχε προσωρινά διασκορπιστεί, κατάφερε να φτάσει στο σημείο ελέγχου.
«Όταν η κρίση αυξήθηκε, μπήκα στην κρίση. Αν δεν έμπαινα στο αεροδρόμιο στη διάρκεια του πανικού, δεν θα μπορούσα να μπω άλλη στιγμή. Ήμασταν σε τέτοια κατάσταση που το να σκοτωθούμε είναι καλύτερο από το να ζούμε εδώ στο Αφγανιστάν» είπε. Η απόλυση ήταν το τελευταίο που τον απασχολούσε.
Στο σημείο ελέγχου, ένας ηλικιωμένος Αμερικανός πολίτης εξέτασε το διαβατήριο και τη βίζα του Khan. Όλα ήταν εντάξει. Όλα αυτά τα χρόνια των αιτήσεων, των ελέγχων ιστορικού, των επιστολών επαλήθευσης της απασχόλησης, των απειλητικών επιστολών και της αναμονής τον είχαν φέρει σε αυτή τη στιγμή. Ο Khan άρχισε να μπαίνει μέσα και μετά ρώτησε τον υπάλληλο αν μπορούσε να επιστρέψει για τη γυναίκα και τον γιο του, που περίμεναν 50 μέτρα έξω από την πύλη. Είχαν και εκείνοι βίζα. Έτρεξε πίσω και τους έκανε νόημα να έρθουν μπροστά. Ο υπάλληλος έψαξε τα διαβατήριά τους. «Πόσες αποσκευές έχετε;» τους ρώτησε. «Περίπου 300 γραμμάρια εγγράφων», απάντησε ο Khan.
Ήταν μέσα στο αεροδρόμιο.
Σε σύγκριση με τη θέση του Khan, η θέση του Hakim ήταν τραγική. Κρυβόταν με τη σύζυγό του και τους τρεις μικρούς του γιους σε μια επαρχιακή πόλη εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την Καμπούλ. Το αεροδρόμιο ήταν κλειστό και οι δρόμοι προς τα σύνορα βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν. Ο Hakim είχε εργαστεί ως διερμηνέας μάχης με τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ για αρκετά χρόνια. Και εκείνος είχε κάνει απελπισμένες προσπάθειές να αποκτήσει βίζα για τις ΗΠΑ, η αίτησή του, όμως, σταμάτησε σε πρώιμο στάδιο. Καθώς, οι Ταλιμπάν πλησίαζαν την πόλη του, έψαχνε αγωνιωδώς μια λύση και δεν ήταν καν κοντά.
Τον Μάρτιο, επαναλάμβανε διαρκώς «H. R. , H. R.» στα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, επειδή προσπαθούσε με μικρή επιτυχία, να πείσει το τμήμα ανθρώπινων πόρων της στρατιωτικής εταιρείας στην οποία είχε κάποτε εργαστεί να απαντήσει στα email του. Πήρε τους αμερικανικούς κανόνες τόσο κυριολεκτικά, επέμενε σε αυτούς τόσο πεισματικά, ώστε δεν κατάλαβε ότι ο σκοπός τους δεν ήταν να τον ωφελήσουν αλλά να τον ανατρέψουν. Τώρα ήταν προσηλωμένος σε μια άλλη φράση, αυτή που τον χώριζε από τη συνέντευξη για τη βίζα στην αμερικανική πρεσβεία: «έγκριση του αρχηγού της αποστολής».
Φαίνονταν εξοργισμένος όταν του ανακοινώθηκε ότι η πρεσβεία δεν μπορούσε να συνεχίσει να επεξεργάζεται την υπόθεσή του μέσα στο χάος της εκκένωσης. Θα έπρεπε να περιμένει σε ένα ασφαλές μέρος, εντός ή εκτός της χώρας, μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα και η αίτησή του να συνεχίσει να κινείται μέσα στο σύστημα. Η συμβουλή ήταν παράλογη καθώς δεν υπήρχε ασφαλές μέρος γι’ αυτόν. Πως να του έλεγες ότι οι Αμερικανοί επινοήσαν αυτή την ορολογία, αυτές τις διαδικασίες, για να κρατούν τους Αφγανούς σαν κι αυτόν να ελπίζουν και να περιμένουν, μέχρι που μια μέρα θα ξυπνήσουν και θα έχουν φύγει;
Εκεί που ο Khan ήταν σχεδόν οδυνηρά ευγενικός, ο Hakim ήταν απαιτητικός. Και οι δύο είχαν επαφές με δημοσιογράφους. «Όταν εσείς ξέρετε τα πάντα και σιωπάτε, είναι μεγάλη καταπίεση για αυτούς τους συμμάχους των ΗΠΑ», έγραψε ο Hakim. «Παρακαλούμε να φτάσει η φωνή μας στο Κογκρέσο, στους αξιωματούχους των ΗΠΑ και στον πρόεδρο Μπάιντεν ότι χιλιάδες άδειες παραμονής περιμένουν την έγκριση της COM για να μπορέσουμε να εκκενώσουμε τα σπίτια μας».
Την Τετάρτη, ενώ ο Khan αγωνιζόταν να εισέλθει στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, κανείς στη θέση του Hakim δεν είχε λάβει επίσημη άδεια για να μπορέσει να φύγει. Η βίζα που επέδειξε ο Khan στην πύλη παρέμενε ο μόνος τρόπος για να επιβιβαστεί σε μια κυβερνητική πτήση. Η είδηση ότι δεν μπορεί να φύγει δεν αποθάρρυνε τον Hakim και άρχισε να ρωτά για ένα νέο έγγραφο, ένα είδος προσωρινής κάρτας αεροδρομίου, το οποίο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έστελνε σε μορφή PDF στους αιτούντες ειδική βίζα μεταναστών που συμπλήρωναν μια μακροσκελή ηλεκτρονική φόρμα εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να προχωρήσουν σε εκκένωση.
«Σκέφτεστε να προσπαθήσετε να πάτε στην Καμπούλ;» ρώτησε ο δημοσιογράφος.
«Όχι, γιατί;» απάντησε ο Hakim. «Δεν σκοπεύω ποτέ να πάω στην Καμπούλ χωρίς την άδεια της πρεσβείας των ΗΠΑ, γιατί θα με αποκεφαλίσουν οι Ταλιμπάν μαζί με τα μικρά μου παιδιά και τη γυναίκα μου».
Ένας από τους «ηλίθιους συγγενείς» του είχε ενημερώσει τους «άγνωστους ανθρώπους» -η φράση του για τους Ταλιμπάν- για τη σχέση του με τους Αμερικανούς και είχε ακούσει ότι οι νέοι κυβερνήτες του Αφγανιστάν τον αναζητούσαν. «Αυτός είναι ο μόνος τρόπος», είπε στη σύζυγό του. «Αν θέλεις να μείνεις εδώ μαζί μου, τότε θα πεθάνουμε εδώ και θα μείνουμε».
Μόλις ο Hakim πήρε την απόφασή του, κινήθηκε με μεγάλη αποφασιστικότητα και εξυπνάδα. Αφού έστειλε τα έγγραφά του που αφορούσαν την υπηρεσία του στον αμερικανικό στρατό, έκαψε τα φυσικά αντίγραφα. Ένας μορφωμένος άνδρας με λιπόσαρκο, εκλεπτυσμένο πρόσωπο, έκανε την ταυτότητά του άγνωστη. Είχε φροντίσει να αφήσει τα γένια του να μακρύνουν, και πριν φύγει από την πόλη, φόρεσε βρώμικα ρούχα, δεν έκανε ντους, φρόντισε η γυναίκα του και τα παιδιά του να φαίνονται βρώμικα και φτωχά. Είχε την εμφάνιση ενός από τους «άγνωστους άνδρες», που ταξίδευε με την οικογένειά του.
Το απόγευμα της Πέμπτης ο Hakim και η οικογένειά του πήγαν στο σταθμό λεωφορείων και επιβιβάστηκαν σ’ ένα λεωφορείο για την Καμπούλ. Ο Hakim κάθισε μπροστά, δίπλα στον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για την καθαριότητα του λεωφορείου και τον απασχολούσε, έτσι ώστε να φαίνονται σαν να είναι δύο καθαριστές λεωφορείων που κάθονται μαζί. Για καλή του τύχη, ο 3χρονος γιος του έκλαιγε σχεδόν σε όλη τη διαδρομή, γεγονός που ανάγκασε τον Hakim να ασχοληθεί με το παιδί και απέτρεψε τους άλλους επιβάτες από το να τον ανακρίνουν.
Το ταξίδι διήρκεσε 19 ώρες και πέρασε μέσα από τις πιο επικίνδυνες επαρχίες του Αφγανιστάν. Κάθε φορά που το λεωφορείο έφτανε σε ένα σημείο ελέγχου των Ταλιμπάν (ήταν τουλάχιστον 15) και οι άνδρες επιβιβάζονταν στο λεωφορείο και έκαναν βάναυση έρευνα στους επιβάτες, άφηναν πάντα μόνο του τον Hakim, τον βρώμικο καθαριστή του λεωφορείου, τον άγνωστο άνδρα με το παιδί που ούρλιαζε.
Το πρωί της Παρασκευής η οικογένεια του Hakim έφτασε με ασφάλεια στην Καμπούλ.
Ο Hakim ήξερε ότι αν δεν έσπρωχνε όσο πιο δυνατά μπορούσε κάθε διαθέσιμη πόρτα, αυτός και η οικογένειά του θα ήταν καταδικασμένοι, και κινήθηκε με ταχύτητα και επιμονή προς την τελευταία πόρτα που είχε απομείνει.
Τα ιδιωτικά αεροπλάνα τσάρτερ άρχισαν να λαμβάνουν άδεια προσγείωσης στην Καμπούλ. Δημοσιογράφοι είχαν συνάψει σύμβαση για μια πτήση τσάρτερ προς την Ευρώπη για Αφγανούς που κινδύνευαν, με κόστος 1,7 εκατομμύρια δολάρια ή 10.000 δολάρια ανά επιβάτη, που πληρώθηκε από ιδιώτες και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μέσων ενημέρωσης.
Ήταν αρκετά γενναιόδωροι ώστε να κρατήσουν πέντε θέσεις στη λίστα επιβατών για τον Hakim και την οικογένειά του. Εντοπίστηκε ένα ασφαλές σπίτι στην Καμπούλ όπου μπορούσαν να μείνουν με την οικογένεια ενός εξόριστου Καναδού, τα αδέλφια του οποίου είχαν θέσεις στην πτήση. Ο Hakim και η οικογένειά του ξεκουράστηκαν εκεί και προετοιμάστηκαν για την επόμενη διαδρομή. Το βράδυ της Κυριακής, πριν από την απαγόρευση κυκλοφορίας, εντάχθηκαν σε μια αυτοκινητοπομπή που μετέφερε 130 Αφγανούς από διάφορα σημεία συγκέντρωσης γύρω από την πόλη στο αεροδρόμιο.
Μετά από ώρες χάους στο πλήθος, σύγχυση στις γραμμές διοίκησης, τραμπουκισμούς των Ταλιμπάν και προειδοποιητικές βολές έξω από την πύλη, «οι αμερικανικές επαφές» στο εσωτερικό βγήκαν τελικά λίγα μέτρα μετά την περίμετρο για να διευκολύνουν την είσοδό τους.
Η σύζυγος και τα παιδιά του Hakim δεν είχαν ξαναπετάξει ποτέ. Το αεροπλάνο επρόκειτο να αναχωρήσει σήμερα από την Καμπούλ με προορισμό τα Σκόπια της Βόρειας Μακεδονίας.
«Πού είναι η Βόρεια Μακεδονία;» ρώτησε ο Hakim κατά την άφιξή του στην Καμπούλ. Κοίταξε έναν χάρτη της Ευρώπης, του είπε ένας δημοσιογράφος και αρχίσαν και οι δύο να γελάνε. «Δεν έχει σημασία», είπε. «Απλά όχι σε αυτή την κόλαση». Μόλις φτάσει στη Μακεδονία, θα συνεχίσει την πολύχρονη προσπάθειά του να αναγνωριστεί για τις υπηρεσίες του στην Αμερική και να τον ευχαριστήσουν με μια αμερικανική βίζα.
«Πρώτα απ’ όλα θέλουμε να είμαστε ασφαλείς», είπε. «Αυτό είναι αρκετό για εμάς. Θέλουμε τα παιδιά μας να μορφωθούν, θέλουμε να δούμε τα παιδιά μας μηχανικούς, γιατρούς, αλλά θέλουμε τα παιδιά μας να είναι ασφαλή, να είναι ζωντανά, δεν θέλουμε να δολοφονηθούν. Αυτό είναι το επείγον, το βασικό πράγμα που χρειαζόμαστε. Μετά από αυτό θα συνεχίσουμε την ασφαλή διαμονή μας στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη χώρα των ευκαιριών. Αγαπώ αυτή τη χώρα, αγαπώ τους ανθρώπους αυτής της χώρας. Αν πας σε αυτή τη χώρα, δεν αισθάνεσαι ότι είσαι μουσουλμάνος , είσαι βουδιστής, είσαι χριστιανός. Αν πας εκεί μπορείς να ζήσεις πολύ ελεύθερα ως άτομο» συνέχισε.
Ο Khan έθεσε τον εαυτό του και την οικογένειά του σε θέση να είναι μεταξύ των δικαιούχων σε μια πτήση εκκένωσης. Αλλά η δοκιμασία τους δεν τελείωσε μέσα στο αεροδρόμιο της Καμπούλ. Το βράδυ της Τετάρτης, ένα C-17 τους μετέφερε μαζί με εκατοντάδες άλλους Αφγανούς στο σπηλαιώδες αμπάρι του στη βάση της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας στο Κατάρ, όπου αμέσως συνειδητοποίησαν ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν ήταν περισσότερο έτοιμη να υποδεχτεί τους Αφγανούς από όσο έτοιμη φαινόταν για να τους βοηθήσει εξαρχής στην εκκένωση.
Στον διάδρομο προσγείωσης, οι επιβάτες κάθισαν στο πάτωμα του αεροπλάνου για τρεις ώρες, μερικοί από αυτούς σχεδόν ασφυκτιούσαν από τη ζέστη της ερήμου, μέχρι να βρεθούν λεωφορεία που θα τους μετέφεραν σε ένα υπόστεγο. Εκεί δεν βρήκαν κρεβάτια, μόνο ράντζα για τους αρρώστους και ελάχιστο φαγητό και νερό. Η ουρά για να χρησιμοποιήσει κανείς την τουαλέτα ήταν 40 ή 50 άτομα. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι κανείς δεν μπορούσε να απαντήσει στις ερωτήσεις του Khan σχετικά με το πόσο καιρό θα έμεναν στην αεροπορική βάση και πού θα τους πήγαιναν στη συνέχεια. Τους είπαν ότι μπορεί να τους πάρει άλλη μια μέρα, άλλο ένα μήνα, άλλους τρεις μήνες.
Κανένα σύστημα ή τάξη δεν φαινόταν να καθορίζει πόσο σύντομα θα έφευγε ο καθένας. Το προσφυγικό μάθημα της αδυναμίας να τους βοηθήσει κάποιος επαναλαμβάνονταν. «Η κρίση στο αεροδρόμιο της Καμπούλ και η κρίση στο Κατάρ ήταν το ίδιο», μου είπε ο Khan. «Δεν υπήρχε κανένα σχέδιο».
Κρατήθηκαν στη βάση για δύο ημέρες, με δυσκολία να κοιμηθούν στη ζέστη, αγνοώντας τη μοίρα τους. Τη Παρασκευή, περίπου την ώρα που ο Hakim έφτανε Καμπούλ, η σύζυγος του Khan άρχισε ξαφνικά να τον χαιρετάει προς την ουρά όπου στεκόταν. Τα ονόματά τους είχαν ειπωθεί, θα επιβιβάζονταν σε ένα λεωφορείο, κλιματιζόμενο, με άγνωστο προορισμό. Σύντομα έγινε σαφές ότι πήγαιναν στο διεθνές αεροδρόμιο του Κατάρ. Η Qatar Airways θα τους μεταφέρει στο Διεθνές Αεροδρόμιο Dulles, στη Βιρτζίνια.
Με κάθε βήμα το ταξίδι γινόταν πλέον πιο ευχάριστο και ανθρώπινο, σαν οι πρόσφυγες να είχαν περάσει μια αόρατη γραμμή μετά την οποία τα βάσανά τους άρχισαν να υποχωρούν. Στο αεροδρόμιο του Κατάρ έλαβαν χυμό, καφέ και τσάι. Το αεροπλάνο ήταν γεμάτο Αφγανούς και 10 λεπτά πριν από την προσγείωση, τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου, το πλήρωμα της πτήσης έπαιξε μια ηχογράφηση του Μπάιντεν που τους καλωσόριζε στη νέα τους πατρίδα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στο Dulles, οι υπάλληλοι της υπηρεσίας μετανάστευσης ευχαρίστησαν τον Khan για τις υπηρεσίες του και του είπαν ότι δεν θα έκαναν την οικογένειά του να περιμένει σε μεγάλη ουρά. Ο Khan αποφάσισε αμέσως ότι αγαπούσε την Αμερική, τον καιρό, τα τακτοποιημένα πάρκα και τους δρόμους γύρω από το αεροδρόμιο, τους ανθρώπους που έδιναν στον γιο του χρωματιστά μολύβια και χαρτί για να ζωγραφίζει.
Στο ξενοδοχείο του αεροδρομίου, η ρεσεψιονίστ φωτοτύπησε ευγενικά τα διαβατήριά τους και τους έδειξε το δωμάτιό τους, χωρίς να έχουν ακόμα τίποτα άλλο εκτός από τα ρούχα που φορούσαν εδώ και μέρες. Έξω από το αεροδρόμιο της Καμπούλ, οι Ταλιμπάν είχαν χτυπήσει τον Khan επειδή ήθελε να φύγει και δεν σταμάτησαν όταν η γυναίκα και ο γιος του τον φώναξαν. Τώρα το φιλικό πρόσωπο του Αμερικανού Janus, χαμογέλασε στην άφιξη αυτών των ξένων.
«Ήταν η πρώτη μέρα και η πρώτη φορά που εγώ και η οικογένειά μου κοιμηθήκαμε καλά τα τελευταία έξι χρόνια», μου είπε ο Khan. «Δεν υπάρχει κανένα βάρος, δεν υπάρχει καμία πίεση στον εγκέφαλό μας. Όταν ξυπνάμε από τον ύπνο, δεν σκεφτόμαστε τίποτα, σκεφτόμαστε μόνο το μέλλον μας. Αλλά στο Αφγανιστάν, δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε το μέλλον μας, τι θα κάναμε αύριο. Ήταν το σημείο όπου τη νύχτα έπρεπε να προσέχουμε για αντάρτες. Αν κάποιοι άνθρωποι μείνουν πίσω, αν δεν τους σκοτώσουν οι Ταλιμπάν, θα τρελαθούν ψυχικά. Δεν μπορούν να κοιμηθούν. Θα σκέφτονται μόνο την ασφάλειά τους».
Από το Dulles πέταξαν για το Χιούστον, όπου τους υποδέχτηκε στο αεροδρόμιο η οικογένεια του κουνιάδου του Khan, ο οποίος σκοτώθηκε από τους Ταλιμπάν τον Ιανουάριο, πριν ολοκληρωθεί η αίτησή του για ειδική θεώρηση εισόδου για μετανάστες. Μετά τη δολοφονία του, οι ΗΠΑ επέτρεψαν στα επιζώντα μέλη της οικογένειάς του να εισέλθουν στη χώρα με ανθρωπιστική βίζα.
Η σύζυγος του Khan αναμένεται να γεννήσει στα μέσα Σεπτεμβρίου. Το μωρό θα γεννηθεί ως πολίτης των ΗΠΑ. Με τις ιδιότητες του χαρακτήρα τους που τους επέτρεψαν να ξεφύγουν από την κόλαση, ο Χαν και η οικογένειά του Khan και του Hakim θα γίνουν οι πιο άριστοι Αμερικανοί. Η κανονική ζωή είναι το μόνο που λέει ο Khan ότι θέλει.
Απαιτείται η αναγνώριση των όσων υπέστησαν και έχασαν, κυρίως εξαιτίας της απληστίας και της αδυναμίας των δικών τους ηγετών, αλλά και εξαιτίας της αμερικανικής αλαζονείας και αστάθειας. Αλλά πρώτα, χρειάζεται η αδιάκοπη διάσωση για άλλους στη θέση τους, μέχρι να βγουν και οι τελευταίοι Αφγανοί που μπορούν να σωθούν.
*Το άρθρο αποτελεί μετάφραση του πρωτότυπου άρθρου του George Packer είναι αρθρογράφος στο The Atlantic. Είναι συγγραφέας των βιβλίων Last Best Hope: America in Crisis and Renewal, Our Man: Richard Holbrooke and the End of the American Century, The Unwinding: Μια εσωτερική ιστορία της νέας Αμερικής, και The Assassins’ Gate: America in Iraq (Η πύλη των δολοφόνων: Η Αμερική στο Ιράκ).
Πηγή: The Atlantic
Δείτε επίσης: