Γιατί αλλού άλλαξαν ολόκληρες γειτονιές χάρη σε εμβληματικά κτίρια και στη Θεσσαλονίκη όχι;
Η πρόσφατη παραχώρηση της Βίλας Πετρίδη στο Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας, η συμφωνία με την Cisco για τα Σφαγεία, αλλά και η περίπτωση που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας για τις προθέσεις που υπάρχουν για το εμβληματικό Παλατάκι να περάσει στα χέρια ιδιώτη, αποτελούν τρανταχτές αποδείξεις ότι η Θεσσαλονίκη αντιμετωπίζεται ως ένα παραπαίδι ως προς […]
Η πρόσφατη παραχώρηση της Βίλας Πετρίδη στο Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας, η συμφωνία με την Cisco για τα Σφαγεία, αλλά και η περίπτωση που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας για τις προθέσεις που υπάρχουν για το εμβληματικό Παλατάκι να περάσει στα χέρια ιδιώτη, αποτελούν τρανταχτές αποδείξεις ότι η Θεσσαλονίκη αντιμετωπίζεται ως ένα παραπαίδι ως προς την τύχη δημόσιων κτιρίων και άλλων, αναξιοποίητων έως σήμερα, χώρων της πόλης.
Ντεπό, Φιξ, Πλατεία Ελευθερίας και πολλές ακόμη περιπτώσεις που έχουν αφεθεί στη μοίρα τους, να ρημάζουν, χωρίς κανένα σχέδιο αξιοποίησης τους, παρά τις προτάσεις που έχουν κατά καιρούς πέσει στο τραπέζι, αλλά όλες καταλήγουν στα συρτάρια.
Την ίδια ώρα περιπτώσεις όπως το Γκάζι στην Αθήνα, ο Μύλος των Ξωτικών στα Τρίκαλα, ο Μύλος του Παππά στη Λάρισα και η ανάπλαση ιστορικών εργοστασίων της Ελαιουργικής στην Ελευσίνα, αποτελούν λαμπρά παραδείγματα του τι θα μπορούσε να γίνει και στη Θεσσαλονίκη, δημιουργώντας παράλληλα πολλά ερωτήματα για την στασιμότητα που επικρατεί στην πόλη.
Ντεπό: Άλλη μια πονεμένη ιστορία
Πριν από λίγες ημέρες η Parallaxi άνοιξε για μία ακόμη φορά την περίπτωση του Ντεπό, μιας περίπτωσης που αποδεικνύει το πώς εμβληματικά κτίρια της πόλης έχουν αφεθεί στη μοίρα τους και παραμένουν επί χρόνια σε απόλυτη εγκατάλειψη. Βιομηχανική και αστική κληρονομιά μιας άλλης εποχής που ρημάζει αντί να αξιοποιείται.
Μία τεράστια έκταση (10.000 περίπου τετραγωνικών μέτρων) με κτίρια σε σχέδια του αρχιτέκτονα της Συνοικίας των Εξοχών, Πιερό Αριγκόνι, που έχουν μετατραπεί σε κουφάρια με το πέρασμα των χρόνων.
Ενώ θα μπορούσε να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης για όλη την ανατολική Θεσσαλονίκη, σήμερα για όποιον μένει στη γειτονιά ή για όποιον διασχίζει τη Β. Όλγας ή τη Σοφούλη η εικόνα είναι μια εικόνα εγκατάλειψης και παρακμής. Μια παρακμή που κρατά χρόνια για αυτή την απίστευτη αστική κληρονομιά που αποτελεί πλέον χώρο τοποθέτησης αντικειμένων που δεν χρησιμοποιούνται πλέον.
Ιδέες για τη δημιουργία hub, ένα master plan στα πλαίσια του Thessaloniki European Youth Capital 2014 που θα έδινε νέο αέρα στην περιοχή, καθώς και μία μελέτη φοιτητών του ΑΠΘ το 2018 για την αξιοποίηση του χώρου μέσω μιας αρχιτεκτονικής μελέτης που θα συνδέει το βιομηχανικό παρελθόν με το φυσικό πράσινο του ρέματος, όλα έχουν μείνει στα συρτάρια και κανείς από τους αρμόδιους δεν ενδιαφέρεται ώστε με βάση αυτά ή έστω με μία μελέτη που θα ξεκινήσει από το μηδέν, να δώσει και πάλι αίγλη σε έναν χώρο – σήμα κατατεθέν του παρελθόντος της Θεσσαλονίκης.
Το πείραμα με το Γκάζι
Πρόκειται για μία περιοχή της Αθήνας που οφείλει το όνομα της (Γκαζοχώρι) στο εργοστάσιο φωταερίου που εγκαταστάθηκε το 1857. Βιομηχανικοί ρυθμοί, οίκοι ανοχής, από τα μέσα του 20ου αιώνα χαμηλές κατοικίες με λίγα δωμάτια που φιλοξενούσαν πολυμελείς οικογένειες, συνεργεία αυτοκινήτων, λαχαναγορά, βιοτεχνίες, συνέθεταν το σκηνικό μίας υποβαθμισμένης για αρκετά χρόνια περιοχής.
Το 1984 αποτελεί χρονιά – ορόσημο, καθώς το εργοστάσιο κλείνει και πλέον η περιοχή έπρεπε να βρει μία νέα ταυτότητα και να περάσει στη νέα του εποχή ως το γνωστό πλέον Γκάζι. Με το Ρυθμιστικό Πολεοδομικό Σχέδιο της ίδιας χρονιάς και το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο που ακολούθησε λίγα χρόνια αργότερα, στόχος ήταν η δημιουργία μιας πολιτιστικής κυψέλης, αλλά ταυτόχρονα και μιας περιοχής που θα μπορούσε να προσελκύσει Αθηναίους να χτίσουν εκεί μόνιμες κατοικίες.
Η διαδικασία αλλαγής-εξευγενισμού της περιοχής του Γκαζιού αρχίζει περίπου στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με τη δημοσιοποίηση μιας «οικονομοτεχνικής έρευνας για την ανάπλαση της περιοχής του Γκαζοχωρίου» το 1992, στην οποία προβλέπεται η αξιοποίηση του εργοστασίου του γκαζιού ως πολιτιστικού κέντρου, στα πρότυπα μιας πολιτιστικής συνοικίας. (Εταιρία Μελετών Περιβάλλοντος ΕΠΕ, Οικονομοτεχνική έρευνα για την ανάπλαση της περιοχής Γκαζοχωρίου, Δήμος Αθηναίων, Αθήνα 1992)
Την ίδια περίπου εποχή ξεκινούν τη λειτουργία τους τα πρώτα νυχτερινά μαγαζιά στην περιοχή, των οποίων οι θαμώνες είναι κυρίως ομοφυλόφιλοι άνδρες και γυναίκες, ενώ το μοναδικό πολιτιστικό κύτταρο στο Γκάζι είναι το χοροθέατρο Ροές που είχε ήδη ξεκινήσει τη λειτουργία του από τα τέλη του 1989. Το 1991, οι κάτοικοι της περιοχής δημιουργούν έναν σύλλογο (Μ. Αλέξανδρος) και μέσω αυτού, το 1994, διαμαρτύρονται με έγγραφό τους που κοινοποιούν στον Δήμο Αθηναίων, σε διάφορα υπουργεία (Δημόσιας Τάξης, Εσωτερικών) και στην Αστυνομία για την πρόθεση διαφόρων επιχειρηματιών να «ιδρύσουν καταστήματα κέντρων διασκεδάσεως νυχτερινής και μεταμεσονυκτίου λειτουργίας, κειμένων επί των οδών Ικαρέων και επί της οδού Ελλασιδών». Οι κάτοικοι δεν επιτυγχάνουν στην προσπάθειά τους να αποτρέψουν την ίδρυση των νυχτερινών μαγαζιών στην περιοχή, ενώ και άλλα παρόμοια μαγαζιά (club, bar) ανοίγουν από το 1994 μέχρι και το 1999.
Το Γκάζι πλέον αποτελεί για την ομοφυλοφιλική κοινότητα το κύριο χωρικό βήμα έκφρασης των δικαιωμάτων της. Η ελευθεριακή κουλτούρα, η ανοχή και η ηθική της διαφορετικότητας της νέας αυτής κοινότητας προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών καλλιτεχνών (ομοφυλόφιλων και μη) που αρχίζουν να συχνάζουν στην περιοχή, ενώ κάποιοι από αυτούς μεταφέρουν τα καλλιτεχνικά τους στούντιο και την κατοικία τους εκεί, επωφελούμενοι από τα φθηνά ενοίκια της περιοχής. Το χάσμα ενοικίων με άλλες περιοχές του κέντρου (Θησείο, Ψυρρή) είναι επίσης ο λόγος που διάφορες γκαλερί και θέατρα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μετακινούνται στο Γκάζι και στη γύρω περιοχή (Πειραιώς, Κωνσταντινουπόλεως). Οι παραπάνω πληθυσμιακές ομάδες αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα των εξευγενιστών του Γκαζιού και οι πολιτιστικές τους εκφράσεις σημάδεψαν το συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο που άρχισε να διαμορφώνεται στην περιοχή.
Η πολιτιστική παραγωγή της περιοχής απογειώνεται περαιτέρω με τα εγκαίνια του πολυχώρου Τεχνόπολις το 1999 και τη μετεγκατάσταση εκεί του ραδιοφωνικού σταθμού Αθήνα 9,84. Ένας από τους πρώτους ιδιοκτήτες νυχτερινού μαγαζιού στην περιοχή περιγράφει την εποχή εκείνη ως εξής: «[Τ]ο Γκάζι είχε λοιπόν την ευκαιρία (…) να είναι εκείνη η περιοχή που ανάλογές της στο Λονδίνο, στο Άμστερνταμ, στη Νέα Υόρκη με τη φιλοξενία που προσφέρουν στην γκέι κοινότητα σηματοδοτούν την ανοχή, την απελευθέρωση και συνεπώς τη δημιουργική σκέψη. Έτσι, προσελκύοντας και όλους εκείνους τους μη γκέι, οι οποίοι όμως ανήκουν στη γλυκιά κατηγορία των μειονοτήτων και αποτελούν την αφρόκρεμα της τέχνης αλλά και το βαρόμετρο της ελευθερίας της κοινωνίας, μπορεί να είναι η πιο “προχωρημένη” περιοχή της πρωτεύουσας. (…) Θέατρα άνοιξαν, ομάδες χορού, πολιτιστικοί σύλλογοι και τα πρώτα μαγαζιά από το ’97 μέχρι και το 2002 είχαν όλα έντονο προσωπικό ύφος διαφέροντας πολύ το ένα από το άλλο αφού το καθένα αντικατόπτριζε την προσωπικότητα του ιδιοκτήτη του. (…) Έτσι από μία περιοχή που μέχρι το 1985 την έπνιγε η μαυρίλα από τα φουγάρα του Φωταερίου και οι νοικοκυρές φοβόντουσαν να απλώσουν τα ρούχα στην ταράτσα, σιγά σιγά άρχισε να μεταμορφώνεται σε μία από τις πιο αρτιστίκ και open mind περιοχές της Αθήνας, εφόσον σήμανε και τη (μετά από πολλά χρόνια) μετακίνηση της γκέι βραδινής διασκέδασης από το Κολωνάκι». (Δημήτρης Αποστολόπουλος, «Από το Γκάζι στο Μπουργκάζι;», Ρόζ Καφενείο, τχ. 4, Φεβρουάριος 2012, σ. 6-10)
Στα επόμενα χρόνια το Γκάζι καλείται το «Σόχο της Ελλάδας», αφού με την ανάπλαση της πλατείας δίπλα από την Τεχνόπολη και την άφιξη του εμβληματικού σταθμού του μετρό «Κεραμεικός» το 2007, η περιοχή γίνεται πιο εύκολα προσβάσιμη στο ευρύ κοινό. Η Τεχνόπολις, ο σταθμός Κεραμεικός, η ανάπλαση της πλατείας αποτελούν τις σημαντικότερες σημειολογικές παρεμβάσεις του κράτους στο Γκάζι, οι οποίες έθεσαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της βιομηχανίας της διασκέδασης στην περιοχή προσελκύοντας περισσότερους επισκέπτες. Έτσι, η αυξημένη ζήτηση των επισκεπτών ωθεί πολλούς επιχειρηματίες στη δημιουργία επενδύσεων είτε με τη μορφή καινούργιων χώρων εστίασης (club, bar, μεζεδοπωλεία) είτε με την κατασκευή ή αναπαλαίωση κατοικιών (κυρίως loft). Αποτέλεσμα των συνεχόμενων επενδύσεων ήταν η αύξηση των αντικειμενικών αξιών της περιοχής και των πραγματικών τιμών αγοράς και ενοικίασης καταστημάτων ή κατοικιών. Χαρακτηριστικό είναι ότι, τελικά, η αγορά ακινήτων για εμπορικούς σκοπούς (διασκέδαση) και για υπηρεσίες εκτοπίζει την κατοικία και ότι οι τιμές των ακινήτων στο Γκάζι ανέβηκαν κατά 300% από το 2002 μέχρι το 2009 και κατά 150% από το 2009 μέχρι το 2011. (Κλεάνθης Γκόνης και Αλέξιος Δέφνερ, «H μετατροπή πρώην βιομηχανικών περιοχών του κέντρου σε πολιτιστικές και ψυχαγωγικές περιοχές: Η περίπτωση του Γκαζιού στην Αθήνα», Εισήγηση στο 9ο Συνέδριο του Greek Section-RSAI, 2011)
Το τελευταίο σημαίνει ότι, κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, οι τιμές των ακινήτων στο Γκάζι δεν ακολούθησαν την καθοδική πορεία των περισσότερων περιοχών στην Αττική, αλλά αντίθετα σημείωσαν μεγάλη άνοδο, αντικατοπτρίζοντας την υψηλή ζήτηση για την περιοχή. Την περίοδο των μαζικών επενδύσεων σε καταστήματα εστίασης και κατοικίες ξεκινά και η διαδικασία εκτοπισμού των κατοίκων του Γκαζιού, Ελλήνων ή αλλοδαπών. Τα αίτια του εκτοπισμού μπορούν να αναζητηθούν στη ραγδαία αύξηση των ενοικίων στα οποία πολλοί παλαιοί κάτοικοι δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν, στην αυξημένη ηχορύπανση που προκαλούν τα καταστήματα εστίασης, αλλά και στη χρήση βίας και εκβιασμών. (Δίκτυο Νομαδική αρχιτεκτονική, Το κέντρο της Αθήνας και ο μετασχηματισμός του. Πώς η τέχνη μπορεί να συμβάλλει;, Αθήνα 2010, διαθέσιμο στο: http://goo.gl/lKfeHv (τελευταία πρόσβαση: 24.11.2013)· Georgia Alexandri, The Gas District Gentrification Story, Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, School of City and Regional Planning, Cardiff University, Κάρντιφ 2005.)
Μπορεί στο πέρασμα των χρόνων το μαζικό κύμα επενδύσεων να άλλαξε την εικόνα της περιοχής και να αλλοίωσε το λαϊκό ύφος της γειτονιάς μετατρέποντας την σε κατ’ εξοχήν βραδινό προορισμό, όμως αυτό είναι και το στοίχημα που κέρδισε το Γκάζι. Ότι έγινε προορισμός.
Φτιάχνοντας τον απόλυτο χριστουγεννιάτικο προορισμό στην Ελλάδα
Όταν λέμε Χριστούγεννα και Ελλάδα, αυτομάτως ένα από τα μέρη που συνειδητά ταξιδεύει το μυαλό μας είναι ο Μύλος των Ξωτικών στα Τρίκαλα. Εκεί όπου τα παιδιά το διασκεδάζουν με την ψυχή τους και οι μεγάλοι γίνονται ξανά μικροί, παραδομένοι στα πολύχρωμα λαμπιόνια, τα στολισμένα κτίρια και δέντρα, στις μυρωδιές και τους ήχους Χριστουγέννων.
Πρόκειται για ένα θεματικό πάρκο στους Μύλους Ματσόπουλου που δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει αντίστοιχα ευρωπαϊκών χώρων, με την ιστορία του χώρου στο οποίο βρίσκεται να χάνεται στη βάθη των χρόνων.
Ο Μύλος Ματσόπουλου στο δυτικό άκρο της πόλης των Τρικάλων, κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό, πλάι στον Αγιαμονιώτη ποταμό, κτίστηκε το 1884 από τους αδελφούς Αγαθοκλή, που διατηρούσαν μεγάλο εργοστασιακό συγκρότημα στη Στυλίδα και επέκτειναν τις δραστηριότητες τους στα Τρίκαλα μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Είναι ο πρώτος κυλινδρόμυλος που χτίστηκε στην Ελλάδα και ο μεγαλύτερος των Βαλκανίων.
Πρόκειται για ένα μεγάλο κτιριακό συγκρότημα 3.500 τμ, στο κέντρο μιας έκτασης 90 στρεμμάτων, με τον κεντρικό νερόμυλο να πλαισιώνεται περιμετρικά από τα βοηθητικά προκτίσματα δημιουργώντας στο εσωτερικό του κλειστό περίβολο. Όλα τα κτίρια του συγκροτήματος είναι λιθόκτιστα και στεγασμένα με ξύλινες κερσμοσκεπές, ενώ στις λιθοδομές τους γίνεται ευρεία χρήση πλίνθων σε ποικίλους συνδυασμούς. Στο πέρασμα του χρόνου άλλαξε πολλές ιδιοκτησίες για να καταλήξει στα χέρια του Ιωάννη Ματσόπουλου.
Κατά την δεκαετία του 1930 η παραγωγή του μύλου ανέρχεται σε 14 τόνους ημερησίως. Την περίοδο αυτή την εκμετάλλευση του μύλου έχει η οικογένεια Ματσόπουλου. Η καμινάδα κατασκευάσθηκε από τον Ματσόπουλο προπολεμικά, γιατί έγινε εγκατάσταση μιας πετρελαιομηχανής για την ενίσχυση του μύλου, επειδή τους καλοκαιρινούς μήνες με την πτώση της παροχής του ποταμού ο μύλος δεν μπορούσε ν” αποδώσει. Στην αρχή μετά από την αγορά από τους Αφούς Ματσόπουλου, τοποθετήθηκε υδραυλική τουρμπίνα και κάτω από το υπάρχον ποτάμι μιας και περνά και δεύτερο υπόγειο ρέμα το οποίο στο σημείο αυτό κλείσθηκε με Θηραϊκή γη. Αργότερα το 1938 έγινε και δεύτερη τοποθέτηση υδραυλικής τουρμπίνας. Το 1941 ο Ιωάννης Ματσόπουλος αγοράζει από την Κτηματική Τράπεζα το μύλο αντί 2.100.000 δρχ. Στη δεκαετία του 1950 η παραγωγή του μύλου ανέρχεται σε 36 τόνους το 24ωρο. Την περίοδο αυτή εργάζονται στο μύλο 15 άτομα με ημερομίσθιο 35 δραχμές. Το 1972 ο Ματσόπουλος νοικιάζει τον μύλο αντί 15.000 μηνιαίως στην εταιρεία Κατσιάκου.
Την Τετάρτη 1/3/78 ο αείμνηστος Γ. Ματσόπουλος αφήνει την τελευταία του πνοή στο Νοσοκομείο Τρικάλων σε ηλικία 91 χρόνων. Η κηδεία του έγινε πάνδημη και στους επικήδειους λόγους σκιαγραφήθηκε η μεγάλη ψυχή του Ευπατρίδη Γιάννη Ματσόπουλου. Κατά την 2/3/1978 με φροντίδα και αίτηση προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων του δικηγόρου κ. Θεμ. Σφύρη, αντιπροέδρου τότε του Δ.Σ. του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Τρικάλων, δημοσιεύεται η από 14/7/1977 ιδιόγραφη διαθήκη του αείμνηστου Γιάννη Ματσόπουλου. Με τη διαθήκη του αυτή θυμόσοφος, έντιμος και μεγάθυμος, ο Γιάννης Ματσόπουλος αφήνει όλη του την ακίνητη περιουσία στο Δήμο Τρικκαίων «δια να γίνει πνεύμων της πόλεως, λόγω των πολλαπλών πλεονεκτημάτων.
Τον Δεκέμβριο του 2011 δημιουργείται στον εξαιρετικό χώρο του Μύλου Ματσόπουλου ένα Χριστουγεννιάτικο θεματικό πάρκο Ευρωπαϊκών προδιαγραφών, με πρωταγωνιστές τον Αϊ Βασίλη και μια μεγάλη παρέα βοηθών και ξωτικών. Το ταξίδι αυτό οδηγεί μικρούς και μεγάλους σε ένα σύγχρονο παραμύθι με εκπαιδευτικό χαρακτήρα μέσα από δράσεις- εκδηλώσεις και παιχνίδι. Ξεκινά να δημιουργείται σώμα εθελοντών το οποίο κινητοποιεί τα πιο υγιή κομμάτια της τοπικής κοινωνίας. Ο Πρώτος Μύλος των Ξωτικών είναι γεγονός. Πολίτες κάθε ηλικίας συμμετέχουν και δημιουργούν, μέσα σε κάτι πραγματικά πρωτόγνωρο και σημαντικό για τον τόπο τους.
Ελευσίνα: Δίνοντας ζωή στα ιστορικά εργοστάσια Ιρις & Ελαιουργική ενόψει Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Ευρώπης
Σημαντικά έργα κτιριακής υποδομής και πολεοδομικής ανασυγκρότησης για την Ελευσίνα που θα μείνουν παρακαταθήκη στην πόλη με καταλύτη τον πολιτισμό είναι το στοίχημα της δημοτικής Ανώνυμης Εταιρείας «Ελευσίνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2021».
Με την 218/2020 απόφαση του το Δημοτικό Συμβούλιο και την 391/2020 απόφαση της η Οικονομική Επιτροπή του Δήμου, ενέκριναν τους όρους του σχεδίου της προγραμματικής σύμβασης πολιτιστικής ανάπτυξης, για την αποκατάσταση των διατηρητέων κτιρίων των οικισμών εργατικών κατοικιών Ελευσίνας.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο μπήκε τέλος σε μια διαδικασία στασιμότητας τριών ετών και άνοιξε ο δρόμος, ώστε να ξεκινήσουν τα αναγκαία έργα που περιλαμβάνονται στο φάκελο υποψηφιότητας για την Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης.
Στη σύμβαση προβλέπεται ότι ο ΟΑΕΔ παραχωρεί χωρίς αντάλλαγμα λόγω χρησιδανείου στο Δήμο Ελευσίνας τα διατηρητέα κτήρια που βρίσκονται στο ΟΤ 40α (πρώην Ελαιουργική), στο ΟΤ 41α (πρώην εργοστάσιο ΙΡΙΣ) και ΟΤ 41γ (πρώην καμινάδα).
Η χρονική διάρκεια της παραχώρησης υπό μορφή χρησιδανείου ορίζεται στα ενενήντα εννέα έτη με την υποχρέωση ανακατασκευής των κτιρίων να βαραίνει τον Δήμο Ελευσίνας.
Με την επανάχρηση των κτηρίων της πρώην βιομηχανίας ΙΡΙΣ ο Δήμος μας μπορεί να αποκτήσει ένα πολυχώρο για πολιτιστικές χρήσεις, όπου θα φιλοξενηθούν οι εκδηλώσεις της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας.
Η δημιουργία του πολιτιστικού κέντρου ΙΡΙΣ θα συμβάλλει στην ανάδειξη της βιομηχανικής κληρονομιάς της πόλης και την βιώσιμη ανάπτυξή της.
Τα χαρακτηρισμένα ως μνημεία κτήρια και η καμινάδα του παλαιού εργοστασίου, που αποτελούν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα δείγματα μεσοπολεμικής βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη βιομηχανική ιστορία της περιοχής της Ελευσίνας και τη μνήμη των κατοίκων της.
Ο αρχιτέκτονας και πολεοδόμος Κωνστατίνος Μπούρας ανέλαβε και εκπόνησε, για λογαριασμό της Τεχνικής Εταιρίας ΑΣΠΡΟΦΟΣ, την αρχιτεκτονική μελέτη για την αποκατάσταση και λειτουργική ενοποίηση δύο διατηρητέων βιομηχανικών κτηρίων του πρώην εργοστασίου ΙΡΙΣ, για τη δημιουργία ενός πολιτιστικού κέντρου πολλαπλών χρήσεων.
Με την επανάχρηση των κτηρίων της πρώην βιομηχανίας ΙΡΙΣ δημιουργείται ένας πολυχώρος για χρήσεις θεάτρου, κινηματογράφου, μουσικής, συνεδρίων, εκθέσεων και καλλιτεχνικών δρώμενων, ενώ τμήμα του φιλοξενεί το Μουσείο Αισχύλου. Η δημιουργία του πολιτιστικού κέντρου ΙΡΙΣ θα συμβάλλει στην ανάδειξη της βιομηχανικής κληρονομιάς της πόλης και την βιώσιμη ανάπτυξή της. Τα χαρακτηρισμένα ως μνημεία κτήρια και η καμινάδα του παλαιού εργοστασίου αποτελούν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα δείγματα μεσοπολεμικής βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη βιομηχανική ιστορία της περιοχής της Ελευσίνας και τη μνήμη των κατοίκων της.
Ο σχεδιασμός αποκατάστασης διέπεται από σεβασμό στο μνημείο, καθιστώντας την αρχιτεκτονική επέμβαση ανά πάσα στιγμή αναστρέψιμη. Στο ανατολικό κλίτος του Κτηρίου 1 τοποθετείται Αίθουσα Πολλαπλών Χρήσεων ως ένας όγκος που δεν αγγίζει το υπάρχον βιομηχανικό κέλυφος, αλλά στέκεται πανταχόθεν ελεύθερος στο χώρο. Η αίθουσα ως κιβώτιο παραπέμπει στα containers που απαντώνται σε διάφορα σημεία της περιοχής της Ελευσίνας – αποτελώντας έτσι μια σαφή αναφορά στο βιομηχανικό χαρακτήρα της πόλης. Η ημιδιαφάνεια της επιδερμίδας του κιβωτίου επιτρέπει την έμμεση προβολή των δρώμενων απο το εσωτερικό της αίθουσας στον υπόλοιπο χώρο.
Στο δυτικό κλίτος του Κτηρίου 1 χωροθετείται ο εκθεσιακός χώρος, με ελεύθερη κάτοψη ώστε να μπορεί να υπάρχει ευελιξία στην οργάνωση περιοδικών εκθέσεων, με πανέλα, προθήκες, βάθρα, εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας, αλλά και ως συνέχεια της Αίθουσας Πολλαπλών Χρήσεων όταν αυτή εκτονώνεται έξω από το κιβώτιο της. Τμήμα του χώρου φιλοξενεί τη μόνιμη ψηφιακή έκθεση του Μουσείου Αισχύλου που αναπτύσσεται ως μια επιμήκης προθήκη ημικυκλικής διατομής, η οποία αποτελεί αναφορά στην κάτοψη του αρχαίου θεάτρου, σημαντικότατος εκπρόσωπος του οποίου είναι ο Ελευσίνιος τραγικός ποιητής Αισχύλος.
Σαν ένας σύγχρονος καθεδρικός, ο χώρος του Κτηρίου 1 αφήνεται ελεύθερος καθ’ύψος, ώστε να είναι απρόσκοπτα ορατή η θολωτή στέγαση και τα κατασκευασμένα από οπλισμένο εμφανές σκυρόδεμα δομικά στοιχεία. Η κεντρική φέρουσα κιονοστοιχία οριοθετεί νοητά τους δύο προγραμματικούς χώρους, αλλά ταυτόχρονα ενισχύει τη διαφάνεια, τη ροή και την οσμωτική λειτουργία των επιμέρους χώρων. Η θεατρικότητα του χώρου ενισχύεται από τα φωτιστικά τα οποία κρέμονται από τα κεντρικά εγκάρσια δοκάρια.
Στο Κτήριο 2, χωροθετείται κεντρικά το αναψυκτήριο, με εσωτερικό εξώστη, αξιοποιώντας έτσι το διπλό ύψος από τη μορφολογία της υπάρχουσας επικλινούς στέγης. Ο εξώστης και η σκάλα που οδηγεί σε αυτόν είναι μεταλλικές κατασκευές, οι οποίες – κατα τη γενικότερη φιλοσοφία της αποκατάστασης – δεν επιβαρύνουν τον φέροντα οργανισμό του υπάρχοντος βιομηχανικού κελύφους, αλλά είναι αυτοφερόμενες. Στο βόρειο τμήμα στεγάζονται οι χώροι υγιεινής κοινού και στο νότιο τμήμα τα καμαρίνια των καλλιτεχνών και τα γραφεία προσωπικού.
Ένας γυάλινος διάδρομος συνδέει συνθετικά και λειτουργικά τα Κτήρια 1 και 2 και οδηγεί στον υπαίθριο χώρο που συμπληρώνει το κτηριακό σύνολο. Ο διάδρομος διευκολύνει τις χωρικές ροές και κινήσεις, αλλά καθίσταται και ένας ευέλικτος προγραμματικά χώρος. Ο εξωτερικός χώρος που δημιουργείται ανάμεσα στα Κτήρια 1 και 2 διαμορφώνεται ως υπαίθριο καθιστικό, στο οποίο θα μπορεί να εκτονωθεί το αναψυκτήριο κατα τις περιόδους της καλοκαιρίας και το οποίο γενικά θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δημόσιος καθιστικός χώρος.
Ένα ζωντανό κομμάτι της ιστορίας της Λάρισας
Νερόμυλος, ατμόμυλος, κυλινδρόμυλος στις διαδοχικές φάσεις της εξέλιξής του από την ίδρυσή του στα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1980 που σταμάτησε τη δραστηριότητά του.
Οι ιδρυτές του Κωνσταντίνος Παππάς, Κωνσταντίνος Σκαλιώρας και Χρήστος Δημητριάδης αφού αγόρασαν στη συνοικία Ταμπάκικα έκταση 10 στρεμμάτων ίδρυσαν στη συνέχεια εταιρεία και έθεσαν σε λειτουργία τον μύλο στα 1893, την εποχή που η Λάρισα διατηρούσε ακόμα έντονα το χρώμα της τούρκικης πόλης. Η παραγωγή αλευριού συνεχώς αυξάνει και ο Μύλος του Παππά γίνεται ο κύριος τροφοδότης ολόκληρης της Θεσσαλίας.
Η τελευταία ηγετική μορφή του Μύλου και διάδοχος του Φώτη Παππά ήταν ο γιος Άγγελος Παππάς. Με σπουδές στα οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, ανέλαβε την ηγεσία της επιχείρησης στις αρχές του 1960 και παρέμεινε σε αυτή μέχρι το κλείσιμό της στα 1983.
Το 2002 μια πυρκαγιά θα σπάσει τον συνδετικό κρίκο από την αλυσίδα της τοπικής ιστορίας. Η ευθύνη του εμπρησμού αποδόθηκε σε περιθωριακά άτομα τα οποία ποτέ δεν αποκαλύφθηκαν. Η φωτιά κατάστρεψε τα ξύλινα πατώματα με ότι υπήρχε σ’ αυτά και η στέγη σωριάστηκε στο έδαφος. Εκεί όπου αλέθονταν οι καρποί της γης η σκουριά και η σκόνη σκέπασε τον ιδρώτα των ανθρώπων του κάμπου της Λάρισας.
Σήμερα μετά την αποκατάστασή του, έπειτα από σχετική ανάθεση από τον Δήμο Λάρισας, ο Μύλος φιλοξενεί πολιτιστικές δραστηριότητες. Στεγάζονται και λειτουργούν σχολή χορού, εργαστήρια εικαστικών τεχνών, μικρό θέατρο χωρητικότητας 150 ατόμων, η φιλαρμονική του Δήμου, κινηματογραφική λέσχη, κουκλοθέατρο. Συνεχίζει λοιπόν και σήμερα να προσφέρει στην πόλη διαφορετικά. Η επιβλητική πρόσοψη προκαλεί δέος στον επισκέπτη, ξυπνά μνήμες του παρελθόντος και συνδέει το παρόν με τις παλιότερες εποχές ανάπτυξης.
Με πληροφορίες: provocateur.gr / citybranding.gr / kerameikos.blogspot.gr / milosxotikon.gr / ΑΠΕ – ΜΠΕ / www.thriassio.gr/ larissa-culturestories.gr/