ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Κάτι τρέχει με την Υφανέτ

Ένα έγγραφο βόμβα που συστήνει επιτροπή μελέτης και καταγραφής του μέλλοντος της ΥΦΑΝΕΤ ανοίγει ξανά τη συζήτηση με έντονο και αβέβαιο τρόπο. Το χρονικό του πως φτάσαμε ως εδώ.

Γιώργος Τούλας
αποκλειστικο-κάτι-τρέχει-με-την-υφανέ-719653
Γιώργος Τούλας

Πάει καιρός που έχουμε να ακούσουμε κάτι για το μέλλον της Υφανέτ; Του παλιού εργοστασίου Κλωστουφαντουργίας που ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού και επρόκειτο να στεγάσει τη συλλογή Κωστάκη και το Κρατικό Μουσείου Σύγχρονης τέχνης, μια φορά και έναν καιρό.

Για την ακρίβεια η τελευταία φορά που ακούσαμε κάτι από επίσημα χείλη ήταν από κείνα του πρώην υπουργού Πολιτισμού επί Σύριζα Νίκου Ξυδάκη, όταν είχε πει επί υπουργείας του:

“Το σχέδιο της ΥΦΑΝΕΤ ξεπερνά τις παρούσες δυνατότητες. Η εποχή έχει αλλάξει. Δεν υπάρχει η ροή των εκατομμυρίων του 2000, κάθε εγχείρημα πρέπει να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητά του”…

Έκτοτε πέρασαν έξι χρόνια, οποιοδήποτε σχέδιο αξιοποίησης του κτιρίου έμοιαζε να έχει εγκαταληφθεί και ξαφνικά κάτι συμβαίνει.

Με την ΥΦΑΝΕΤ είμαι δεμένος από τα παιδικά μου χρόνια καθώς μεγάλωσα στη γειτονιά του Αγίου Φανουρίου και τα κτίρια της και το ρέμα που τα περιβάλλει υπήρξε πάντα ο τόπος της δικής μας φαντασίας και μέρος της ζωής της γειτονιάς.

Όπως αποκαλύπτει σήμερα σε αποκλειστικό ρεπορτάζ η parallaxi η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη αποφάσισε να ανοίξει και πάλι το φάκελο ΥΦανέτ.

Πριν μερικούς μήνες, στις 25 Αυγούστου, παρήγγειλε τη δημιουργία ειδικής επιτροπής που θα ελέγξει την κατάσταση του κτιριακού συγκροτήματος και θα υποβάλλει σκέψεις αξιοποίησης ή και κατεδάφισης (!) εφόσον κρίνει έτσι του παλιού εργοστασίου.

Το έγγραφο που φέρνει σήμερα στο φως η parallaxi γεννά πάρα πολλά ερωτηματικά για το μέλλον του κτιρίου. Σύμφωνα με επιβεβαιωμένες πληροφορίες μας η επιτροπή συγκροτήθηκε και προέβη σε επιτόπου εξωτερικές αυτοψίες περιμετρικά του κτιρίου και καταγραφή των ζημιών και της υφιστάμενης κατάστασης. Η επίσκεψη εντός του εργοστασίου δεν κατέστη δυνατή διότι ως γνωστό το κτίριο τελεί υπό κατάληψη από το 2004. 

Για πρώτη φορά στην ιστορία των τελευταίων δεκαετιών ακούγεται η λέξη ΚΑΤΑΙΔΑΦΙΣΗ ως ένα πιθανό ενδεχόμενο. 

Με την ανάληψη του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη από τον Μιχάλη Χρυσοχοϊδη και τις δηλώσεις του περί εκκένωσης των καταλήψεων σε όλη την Ελλάδα αλλά και τις επιχειρήσεις εκκενώσεων που ξεκίνησαν από πέρσι στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις, άρχισαν να κυκλοφορούν πληροφορίες και φήμες περί απόπειρας εκκένωσης της Υφανέτ. Οι φήμες αυτές όπως ήταν φυσικό οδήγησαν στην ενίσχυση από την πλευρά των καταληψιών των δικών τους μέτρων περιφρούρησης.

Υφανέτ 2004

Η Υφανέτ, από τις παλαιότερες πλέον σε διάρκεια καταλήψεις της Θεσσαλονίκης βρίσκεται υπό κατάληψη από το Μάρτιο 2004, όταν καταλήφθηκε από άτομα του αντεξουσιαστικού χώρου. Προηγουμένως ο χώρος βρισκόταν σε άθλια κατάσταση ως σκουπιδότοπος και χώρος όπου έβρισκαν καταφύγιο τοξικομανείς αποτελώντας εστία μόλυνσης και κινδύνου για τη γειτονιά.

Η Φάμπρικα Υφανέτ φιλοξενεί από το 2004  συναυλίες, ανοιχτές συζητήσεις και εκθέσεις, συλλογική κουζίνα, μαθήματα, σεμινάρια, θεατρικά δρώμενα, πάρκο BMX με ράμπες ακροβατικών στο εσωτερικό του κτιρίου, και αποτελεί ένα διαφορετικό κύτταρο αυτοοργάνωσης δίνοντας ζωή σε έναν εγκαταλελειμμένο χώρο. Κατά καιρούς η κατάληψη έκανε διορθωτικές παρεμβάσεις στο ταλαιπωρημένο κτίριο, επιδιορθώνοντας ολόκληρες πτέρυγες του.

Η ιστορία της Υφανέτ όπως την είχε καταγράψει για την parallaxi η Κύα Τζήμου

Το 1905 η εταιρία “Καπαντζής-Καζάζης και Σία», ίδρυσε στη Θεσσαλονίκη, ένα μεγάλο υφαντουργείο, που περιλάμβανε υφαντήριο, βαφείο και φεσοποιείο. Διέθετε μια ανθρακιτομηχανή 80 ΗΡ, 20 αργαλειούς και χρησιμοποιούσε ως πρώτη ύλη την έτοιμη μάλλινη κλωστή.

Το 1909 το εργοστάσιο κάηκε και το 1910 μετατράπηκε σε “Ανώνυμος Οθωμανική Εταιρία Υφασμάτων και Φεσιών”. Το εργοστάσιο εκσυγχρονίστηκε και η πρώτη ύλη ήταν πλέον ακατέργαστο μαλλί. Διέθετε 30 αργαλειούς, έξι πλεκτικές μηχανές φεσιών και παρήγε ημερησίως 600 μέτρα μάλλινα υφάσματα και 600 φέσια. Οι εργάτες δούλευαν δέκα ώρες την ημέρα. Παρ’ όλες όμως τις δασμολογικές διευκολύνσεις που απολάμβανε η εταιρία, το εργοστάσιο αυτό με το σύγχρονο εξοπλισμό αναγκάστηκε να κλείσει λόγω έλλειψης κεφαλαίων και έμπειρου εργατοτεχνικού προσωπικού, μετά την απελευθέρωση. Το εργοστάσιο επαναλειτουργεί το 1925 υπό τον Μακεδόνα έμπορο Αθανάσιο Μακρή και ονομάστηκε η εταιρία “Εργάνη”.

Το 1926 συγχωνεύτηκε η “Εργάνη” σε Α.Ε. Η «Ανώνυμος Εταιρεία Βιομηχανίας Υφασμάτων ΥΦΑΝΕΤ» ιδρύθηκε το 1926 καταλαμβάνοντας μια μεγάλη έκταση στη συμβολή των οδών Ομήρου και Παπάφη της περιοχής Αγίου Φανουρίου, στις εγκαταστάσεις της παλιάς Οθωμανικής Εταιρείας Υφασμάτων και Φεσίων. Οι νέες εγκαταστάσεις σχεδιάζονται από τους αρχιτέκτονες Α. Νικολόπουλο και Κ. Κοκορόπουλο, που είχαν σχεδιάσει πολλά από τα κτίρια της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο της μεγάλης ανοικοδόμησης του ιστορικού κέντρου μετά την πυρκαγιά του ’17. Ιδρυτής της ο Αθανάσιος Ζήκου Μακρής που ήδη είχε συμβάλλει στη δημιουργία άλλων βιομηχανικών μονάδων («ΕΡΙΑ» – Νάουσα, «ΒΕΡΜΙΟΝ»-Βέροια). Στην Εταιρεία συμμετέχει με 25% η Τράπεζα Αθηνών. Το εργοστάσιο ξεκινούσε την γραμμή παραγωγής από την πρώτη ύλη (κάθετη βιομηχανία), το άπλυτο μαλί και κατέληγε στο φινιρισμένο ύφασμα και την έτοιμη κουβέρτα.

Περιλάμβανε κλωστήριο, υφαντήριο, πλυντήριο, στεγνωτήριο, βαφείο, στραγγιστήριο, σαπουνοποιείο και μηχανουργείο. Το 1936 η παραγωγή του ανερχόταν σε 300.000 μ. ύφασμα και απασχολούσε 550 εργαζόμενους. Με την έναρξη του πολέμου η παραγωγή του εργοστασίου διοχετεύεται στις ανάγκες του ελληνικού στρατού, ενώ στη διάρκεια της Κατοχής υπολειτουργεί.

Μεταπολεμικά, η επιχείρηση φτάνει να απασχολεί εργατοτεχνικό και επιστημονικό προσωπικό 1.300 ατόμων και να θεωρείται η μεγαλύτερη βιομηχανία στη Θεσσαλονίκη, αλλά και από τις σημαντικότερες στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Αρχές του 1951, το μεγαλύτερο τμήμα του εργοστασίου αποτεφρώνεται από μια μεγάλη πυρκαγιά. Τα προβλήματα της δεν ξεπεράστηκαν ποτέ ουσιαστικά από τότε και η ΥΦΑΝΕΤ θα γίνει στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η πρώτη προβληματική επιχείρηση στην μεταπολεμική Ελλάδα. Το εργοστάσιο διακόπτει τη λειτουργία του το Δεκέμβριο του 1964.

Αν και την εποχή εκείνη υπήρχε επενδυτικό ενδιαφέρον στον κλάδο της νηματουργίας στη Θεσσαλονίκη, στους πλειστηριασμούς που ακολούθησαν δεν εμφανίστηκε αγοραστής. Το εργοστάσιο περιήλθε στην κυριότητα της Εθνικής Τράπεζας, η οποία είχε επωμιστεί και το κύριο χρηματοδοτικό βάρος. Τα μηχανήματα και τα εμπορεύματα εκποιήθηκαν.

30 χρόνια το κτίριο παραμένει κλειστό και αφημένο στη φθορά του χρόνου. Κανείς δεν συζητά την τύχη του και η γειτονιά παρακολουθεί τη φύση να καταλαμβάνει οποιοδήποτε ανοικτό χώρο του οικοπέδου και τα κτίρια να γεμίζουν ρωγμές. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, σε μια ημερίδα της Β’ Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Μεσογείου αναφέρεται για πρώτη φορά μια πρόταση αποκατάστασής του και μετατροπής του σε μουσείο σύγχρονης τέχνης στη Θεσσαλονίκη. Κάτι το οποίο στερείται η πόλη.

Το 1993 το Υπουργείο Πολιτισμού χαρακτηρίζει το βιομηχανικό συγκρότημα και τον περιβάλλοντα χώρο ως «ιστορικό διατηρητέο μνημείο». Το διατηρητέο κτίριο της ΥΦΑΝΕΤ έχει συνολικό εμβαδόν 19.500 τ.μ. και βρίσκεται σε ένα οικόπεδο 13 στρεμάτων πόυ περιλαμβάνει και τμήμα από τον χείμαρρο Uc Cesmeler Deresi (λάκκος των Τριών Βρύσεων) ή Ρέμα Κωνσταντινίδη γνωστό και ως ρέμα της Υφανέτ. Στο Ρέμα έχουν γίνει προσπάθειες καθαρισμού από εθελοντικές δράσεις.

Εν τω μεταξύ το 1998, αγοράζεται από το Μουσείο η Συλλογή Κωστάκη και εγκαθίσταται στο χώρο της Μονής Λαζαριστών αλλά επειδή το καταστατικό ίδρυσης του Μουσείου αναφέρει ως στέγη την ΥΦΑΝΕΤ, το ΥΠΠΟ προχωρά στην εξαγορά του συγκροτήματος. Άλλο που δεν ήθελε η Εθνική να ξεφορτωθεί με το αζημίωτο ένα κτίριο που βεβαιώθηκε μετά από χρόνια ότι θα παρέμενε να σαπίζει αναξιοποίητο, αφού κανείς δεν έδειχνε διάθεση να προχωρήσει στην υλοποίηση στην μελέτη του Τζώνου. Η αγορά τελικά γίνεται το 2006 έναντι 10 εκ. ευρώ, αλλά η αξιοποίηση του δεν προχωρά με ένταξη σε ΕΣΠΑ και παγώνει.

Το μέλλον άδηλο 

Η κατάσταση αυτή τη στιγμή μοιάζει αδιέξοδη. Από τη μια το όψιμο ενδιαφέρον, μετά από χρόνια εγκατάλειψης του κράτους, που επιστρέφει με υπόνοιες ακόμα και για κατεδάφιση του εμβληματικού βιομηχανικού συνόλου της οδού Παπάφη, από την άλλη μεριά οι ανυποχώρητη στο ενδεχόμενο απομάκρυνσης τους καταληψίες του κτιρίου που εδώ και 17 χρόνια έχουν δημιουργήσει ένα πρότυπο πείραμα αυτοδιαχείρισης και πολιτισμού εντός τους.

Θα μπορούσε όμως να υπάρξει μια μεικτή χρήση που να συνδυάζει και τα δυο ενδεχόμενα;

Το 2011 δυο φοιτητές τότε του τμήματος Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ και σήμερα αρχιτέκτονες, ο Μιχαήλ Βελένης και ο Γιώργος Μαυρίδης εκπόνησαν μια εργασία, με επιβλέπουσα καθηγήτρια την κ. Σακελλαρίδου Ειρήνη και παρουσιάστηκε στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ τον Ιούνιο του 2011.

Η διπλωματική εργασία τους, ούσα προϊόν εκπαιδευτικής διαδικασίας, είχε ως βασικό μέλημά της τη διερεύνηση του εγχειρήματος να συνδυαστούν λειτουργικά προγράμματα που φαινομενικά παρουσιάζουν μη συμβατές χρήσεις, όπως εκείνα του δημόσιου κλειστού χώρου (ΚΜΣΤ) και του δημόσιου ελεύθερου και ανοικτού χώρου έκφρασης (κατάληψη ΥΦΑΝΕΤ-γειτονιά).

Στη μελέτη είχαν λάβει υπόψη μας πραγματικά δεδομένα και ανάγκες, παίρνοντας συνεντεύξεις από τους αρμόδιους φορείς πολιτισμού. Μεταξύ άλλων η τότε διευθύντρια του ΚΜΣΤ κα Τσαντσάνογλου Μαρία, παρείχε μια πλήρη εικόνα του κτιριολογικού και λειτουργικού προγράμματος αναγκών του μουσείου και της συλλογής Κωστάκη, την οποία και εμπλουτίσαν περαιτέρω για εκπαιδευτικούς λόγους.

Παράλληλα ήρθαν σε επαφή με ανθρώπους της κατάληψης ΥΦΑΝΕΤ και της γειτονιάς, προκειμένου να καταλάβουν σε βάθος τις ανάγκες τους και τον λόγο που η γειτονιά είχε αγκαλιάσει τόσο δυναμικά αυτή την κατάληψη και τις πολιτιστικές τις δράσεις, καθώς μόνο κατά αυτό τον τρόπο θα μπορούσαμε να αποδώσουν ορθά τμήματα του κτηριακού συγκροτήματος στην εκάστοτε χρήση και να μελετηθεί ο καλύτερος δυνατός συγκερασμός μεταξύ τους τόσο σε επίπεδο φυσικού χώρου και κινήσεων όσο και σε ένα εννοιολογικό-ιδεολογικό πλαίσιο.

Τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης τους συνοψίζονται εδώ:

”Η άναρχη και βεβιασμένη δόμηση των διαφορετικών φάσεων του συγκροτήματος είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ασφυκτικού κτηριακού συνόλου που χρήζει αποσυμφόρησης. Έπειτα από κατηγοριοποίηση και ιστορική αξιολόγηση των επιμέρους μονάδων επιλέξαμε την ανάδειξη των σημαντικότερων οικοδομικών φάσεων του κτηρίου μέσω της απομάκρυνσης των πιο πρόσφατων επεκτάσεων. Ο παραπάνω χειρισμός έγινε παράλληλα, με σκοπό την ομαλότερη ένταξη του συγκροτήματος στον αστικό ιστό μέσω της δημιουργίας ενός δικτύου δημοσίων περασμάτων και στάσεων.

Εξίσου σημαντικό μέρος της πρότασης αποτελεί η διαμόρφωση της ζώνης μεταξύ του δομημένου εργοστασίου και του αδόμητου ρέματος. Η ομαλή μετάβαση από το ένα στο άλλο, επιτυγχάνεται με τη δημιουργία μίας πολυεπίπεδης αστικής πλατείας που μιμείται την ανάβαση του παρακείμενου φυσικού τοπίου. Στο συγκρότημα προτείνονται χώροι που εξυπηρετούν τόσο τις λειτουργικές ανάγκες του μουσείου, όσο και την κοινωνική και καλλιτεχνική εκτόνωση της γειτονιάς. Για την επίτευξη όλων των παραπάνω στόχων σχεδιάστηκε στον πυρήνα του συγκροτήματος ένας βασικός άξονας κίνησης, δημοσίου χαρακτήρα, ο οποίος αφενός διαχωρίζει τις διοικητικές λειτουργίες του μουσείου από τους εκθεσιακούς χώρους και αφετέρου ενοποιεί τις ελεύθερες οδεύσεις από το ρέμα έως και την περιοχή της γειτονιάς. Η διοικητική ζώνη διαμορφώνεται προς την οδό Παπάφη και ενισχύεται με την προσθήκη ενός κτηρίου το οποίο τοποθετείται παράλληλα στον δημόσιο άξονα κίνησης.

Αρχική μας πρόθεση στην εργασία ήταν η ένταξη του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στο χώρο της ΥΦΑΝΕΤ. Στα πρώτα στάδια της σύνθεσης, ο σχεδιασμός κινήθηκε αυστηρά σύμφωνα με το κτηριολογικό πρόγραμμα που ορίζεται από τον οικείο φορέα και με τις δυνατότητες που προσφέρουν τα υφιστάμενα βιομηχανικά κτηριακά κελύφη ως προς την κάλυψη των επιθυμητών λειτουργιών. Ύστερα από ενδελεχή έρευνα του ζητήματος, ανέκυψαν νέα δεδομένα τα οποία εμπλούτισαν την περιοχή μελέτης τόσο στο πεδίο της αποκατάστασης του μνημείου όσο και στο σενάριο των χρήσεων. Στην προσπάθειά μας για μία ρεαλιστική στάση απέναντι στα προβλήματα που τέθηκαν ως βάση του θέματος, παρουσιάστηκαν επιπλέον λειτουργικές ανάγκες, οι οποίες οδήγησαν σε ένα σύνθετο και πολυ-λειτουργικό πρόγραμμα. Στην πορεία κρίθηκε επιτακτική η ανάγκη για μία διαφορετική στάση στο θέμα, όσον αφορά στην προσέγγιση ευαίσθητα κοινωνικών ζητημάτων. Κατά την κρίση μας, θεωρούμε ότι η μελέτη μας λαμβάνει υπόψη της πλήθος παραμέτρων και επιτυγχάνει να τις συνδυάσει αρμονικά σε μία εύστοχη πρόταση που αρμόζει στην αρχιτεκτονική, κοινωνική και ιστορική αξία του συγκροτήματος της ΥΦΑΝΕΤ.”

Μετά τη δημοσιοποίηση της μελέτης, το Υπουργείο Πολιτισμού εκείνης της εποχής, επικοινώνησε με τους δυο φοιτητές και ζήτησε τα στοιχεία που κατέγραψαν στην διπλωματική τους εργασία και την πρόταση τους με σκοπό να τα αξιοποιήσει για έναν πιθανό συγκερασμό των ιδεών γύρω από το μέλλον του κτιρίου, χωρίς ποτέ όμως να υπάρξει καμία πραγματική αξιοποίηση έκτοτε.

Σήμερα, πιο πολύ από ποτέ, η συζήτηση για το μέλλον αυτού του θησαυρού που έχει κηρυχθεί διατηρητέος από το 1993 γίνεται, μπροστά και σε όποια πιθανή απειλή αλλοίωσης ή και κατεδάφισης, επιτακτική.

Μια μικτή χρήση, όπως αυτή που παρουσίασαν τότε με ιδιαίτερη ευαισθησία οι δυο φοιτητές, που θα συνδιάζει και τις κοινωνικές δράσεις της κατάληψης με χώρο συνύπαρξης της κοινωνίας με ένα Κρατικό Μουσείο μοιάζει ένα παράθυρο στο αδιέξοδο. Μακάρι να εισακουστεί. 

O Xάρτης της πόλης: Εργοστάσιο ΥΦΑΝΕΤ

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα