ΚΘΒΕ: Ένα περίκλειστο κάστρο
Ίσως το πιο τολμηρό κείμενο που γράφτηκε ποτέ για τα εσωτερικά του δεύτερου μεγαλύτερου θεάτρου της χώρας.
Λέξεις: Γλυκερία Καλαϊτζή
Το σκέφτηκα πάρα πολύ, πριν γράψω αυτό το κείμενο. Βλέπετε στη μικρή μας πόλη, υπάρχουν κάποια όσια και ιερά για τα οποία δεν μιλάμε ποτέ δημόσια. Κι ένα τέτοιο ιερό και όσιο μοιάζει να είναι και το Κρατικό μας Θέατρο. Ταυτισμένο σχεδόν με την ίδια την πόλη, κάθε κριτική προς αυτό αντιμετωπίζεται περίπου ως προδοσία προς ό,τι μπορεί να κάνει «περήφανη» τη Θεσσαλονίκη! Ίσως γιατί αυτή μόνη, από όλες τις πόλεις της Ελλάδας, διαθέτει Κρατικό Θέατρο και αυτό, όσο να πεις, τη ζευγαρώνει σε κύρος με την πρωτεύουσα. Δεν είναι και λίγο για μια πόλη που αισθάνεται μονίμως αδικημένη! Το προφυλάσσουμε λοιπόν το Κρατικό μας και εύκολα αποδίδουμε οτιδήποτε αρνητικό ακούγεται σε εμπάθειες, υστεροβουλίες και απωθημένα. Δεν θα ήθελα να σταθώ στην πρόσφατη διαμάχη των ηθοποιών του ΚΘΒΕ με την προηγούμενη διεύθυνση των Αναστασάκη-Τσιμά. Αρκετά νομίζω γράφτηκαν. Ίσως όμως έφτασε ο καιρός να μιλήσουμε ανοιχτά για το πώς αντιλαμβάνονται το ρόλο του ΚΘΒΕ οι ηθοποιοί του αλλά και για τις παθογένειες που γεννά η ύπαρξη ενός τόσο γιγάντιου οργανισμού στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης.
Παρακολουθώ τη δραστηριότητα του Κρατικού ως θεατής ανελλιπώς από τη δεκαετία του 1980. Αλλά και ως σκηνοθέτης έχω συνεργαστεί με το ΚΘΒΕ επτά φορές, και μία ως βοηθός σκηνοθέτη, υπό διαφορετικές διευθύνσεις (Χρονόπουλος, Αρδίττης, Τσακίρογλου, Βούρος, Αναστασάκης). Ούτε λίγες ούτε πολλές. Αρκετές όμως για να σχηματίσω μια καθαρή εικόνα για τους εργασιακούς όρους αλλά και για το καλλιτεχνικό κλίμα που επικρατεί μέσα στο ΚΘΒΕ. Ένα κλίμα όχι πάντα και όχι ιδιαίτερα δημιουργικό, για λόγους ανεξάρτητους πολλές φορές από πρόσωπα. Οφείλω, ωστόσο, να πω εδώ ότι καμιά από τις συνεργασίες μου δεν είχε κακοποιητικές αποχρώσεις. Εκτός ίσως από μία, που δεν αφορούσε διευθυντή αλλά ηθοποιό, και την οποία αποδίδω περισσότερο, σε ψυχοπαθολογικά αίτια, παρά σε κατάχρηση εξουσίας. Θα μπορούσε βέβαια η τότε διεύθυνση να με είχε προστατεύσει. Δεν το έκανε. Αλλά πια δεν έχει καμιά σημασία. Να πω, ακόμα, ότι ούτε οι συνεργασίες με τους εκάστοτε διευθυντές μού δημιούργησαν, πέραν των συνηθισμένων και συγγνωστών διαφωνιών, ιδιαίτερα προβλήματα. Για παράδειγμα, ποτέ κανείς δεν μου επέβαλε διανομή ή συνεργάτες. Και το αναφέρω αυτό, επειδή στις τάξεις των ηθοποιών κυκλοφορεί ευρέως η άποψη/φήμη ότι ο εκάστοτε διευθυντής επιβάλλει διανομές ή —για να το πω πιο λαϊκά— προωθεί τους κολλητούς του. Είναι ίσως το πιο διαδεδομένο αφήγημα στις τάξεις των ηθοποιών, κυρίως αυτών που επιλέγονται συνήθως για τρίτους και τέταρτους ρόλους, στις πολυπρόσωπες παραγωγές. Σε αυτές είναι που βρίσκεις και αυτούς που συγκροτούν αυτό που ονομάζουμε «βαθύ Κρατικό» ή αλλιώς «μόνιμους». Οι οποίοι, παρότι το συμβόλαιό τους ανανεώνεται κάθε χρόνο, παίζουν συνήθως από ελάχιστα έως καθόλου. Αντίθετα, είδα πολλούς διευθυντές να προσπαθούν, προκειμένου να μην υπάρχει το φαινόμενο της αργομισθίας —γιατί υπάρχει κι αυτό— να πείσουν τους σκηνοθέτες να συμπεριλάβουν στη διανομή τους και ηθοποιούς από τον κατάλογο των «μονίμων».
Παρότι, όπως είπα, δεν βίωσα κανενός είδους κακοποιητική συμπεριφορά, δύσκολα μπορώ να πω ότι η εμπειρία μου από τις συνεργασίες μου με το ΚΘΒΕ μού άφησε ιδιαίτερα θετικές ή θερμές αναμνήσεις —αναφέρομαι στον κανόνα, όχι στις εξαιρέσεις. Κι αυτό, όσο να πεις, είναι κάπως παράδοξο, γιατί ειδικά όταν έχεις μάθει να κάνεις θέατρο με τα λίγα, το να δουλέψεις στο Κρατικό θα έπρεπε να είναι το λιγότερο ευτυχία. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι, και αυτό, τονίζω, δεν έχει να κάνει καθόλου ή έχει να κάνει ελάχιστα με τα πρόσωπα. Μέσα στο Κρατικό γνώρισα πολλούς ταλαντούχους ηθοποιούς και συνεργάστηκα με αξιόλογους καλλιτέχνες. Αλλά πάντα η συνολική εμπειρία άφηνε μια γεύση πίκρας, ανεξάρτητα από τη μικρή ή μεγάλη επιτυχία της παράστασης. Γιατί μπορεί ηθοποιοί και τεχνικοί, ο καθένας στον τομέα του, να ήταν από καλός έως πολύ καλός, αλλά το όλον, ως σύστημα, έβαζε συνεχώς μικρά και μεγάλα εμπόδια, που υπομόνευαν σταθερά τη χαρά τη δουλειάς, καθώς ήσουν αναγκασμένος να δουλεύεις φορώντας ένα πολύ στενό κοστούμι. Ένα κοστούμι όπου η ακραία εφαρμογή των εργασιακών δικαιωμάτων υπονόμευε επί της ουσίας την ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία και την καθιστούσε αγώνα μετ’ εμποδίων. Για να μην παρεξηγηθώ. Δεν εννοώ σε καμιά περίπτωση ότι δεν πρέπει να υπάρχουν καταστατικές κατοχυρώσεις εργασιακών δικαιωμάτων, που κατακτήθηκαν με αγώνες και στόχο έχουν την προστασία του εργαζόμενου/καλλιτέχνη από αυθαιρεσίες της όποιας εξουσίας. Ούτε εννοώ ότι οι εργαζόμενοι ή οι ηθοποιοί του ΚΘΒΕ αυθαιρετούν, επί της αρχής. Τα ίδια άλλωστε ισχύουν και για το Εθνικό. Αναφέρομαι πιο πολύ στον τρόπο με τον οποίο εργαλειοποιούνται οι αρχές του όποιου καταστατικού, ώστε να χρησιμοποιούνται, εν τέλει, ως μοχλός άσκησης (ή μήπως κατάχρησης;) εξουσίας, και μάλιστα σε ένα θεατρικό περιβάλλον, όπως αυτό της Θεσσαλονίκης, που, παρά την εξηντάχρονη παρουσία ενός Κρατικού Θεάτρου, εξακολουθεί να παραμένει στάσιμο.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα: Οι πρόβες, με βάση το καταστατικό του ΣΕΗ, πρέπει να είναι πεντάωρες. Δεκτό και από μία άποψη σωστό. Πραγματικά σε μια πεντάωρη πρόβα μπορεί να βγει αρκετή δουλειά. Στο ΚΘΒΕ (για το Εθνικό δεν γνωρίζω λεπτομέρειες) το πεντάωρο αυτό ορίζεται —εθιμικό δικαίωμα— όχι από την έναρξη της πρόβας, αλλά από την άφιξη του ηθοποιού στο θέατρο και τελειώνει ακριβώς με τη συμπλήρωση των πέντε ωρών. Ούτε λεπτό παραπάνω—κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά. Ακόμα κι αν ο σκηνοθέτης ξεχαστεί ή η σκηνή στην οποία γίνεται πρόβα δεν έχει ολοκληρωθεί, ο οδηγός σκηνής θα εμφανιστεί για να «κηρύξει» τη λήξη εργασίας. Αυτό όμως, ακόμα και αν εργασιακά είναι σωστό, καλλιτεχνικά είναι απαράδεκτο. Γιατί ο χρόνος της πρόβας δεν είναι μόνο ποσοτικός αλλά και ποιοτικός. Ο ηθοποιός δεν κάνει πρόβα για να πει απλώς τα λόγια του, αλλά για να δοκιμάσει, να ψάξει, να εκτεθεί, κι αυτό απαιτεί ποιοτικό χρόνο και διαθεσιμότητα. Μετρώντας το χρόνο δουλειάς μόνο ποσοτικά, καμιά σκηνή δεν μπορεί να ξεκινήσει, για παράδειγμα, στο τελευταίο μισάωρο, επειδή ψυχολογικά, ο ηθοποιός γνωρίζοντας ότι η πρόβα του θα σταματήσει, και να θέλει, δεν είναι διαθέσιμος. Απλώς διεκπεραιώνει. Θα μου πείτε, βέβαια, ότι θα μπορούσε ο σκηνοθέτης να το λάβει αυτό υπόψη του και να κάνει καλύτερη διαχείριση του χρόνου. Θα το δεχτώ. Αλλά πολλές φορές τις προτεραιότητες στην πρόβα τις βάζει η ίδια η δουλειά. Και δεν μπορεί να συνιστά «έγκλημα» η υπέρβαση μερικών λεπτών. Αλλά στο Κρατικό το να κρατήσει μια πρόβα πέντε, δέκα ή και δεκαπέντε λεπτά παραπάνω θεωρείται καταστρατήγηση δικαιωμάτων και λόγος καταγγελίας. Τόσο μεγάλη μάλιστα καταστρατήγηση, που ορισμένοι ηθοποιοί μετά τη λήξη της πρόβας δεν νιώθουν καν την υποχρέωση να κάτσουν να ακούσουν τις παρατηρήσεις. Στην ουσία, με την καθυστέρηση της έναρξης της πρόβας, τα απαραίτητα διαλείμματα και το ελάχιστα αξιοποιήσιμο τελευταίο μισάωρο, το ωφέλιμο μιας πρόβας στο ΚΘΒΕ είναι γύρω στις τρεις ώρες και κάτι. Αντίστοιχος καταστατικός παραλογισμός είναι και η —επί ποινή θανάτου— παύση εργασίας για τους ηθοποιούς μεταξύ 3-5 μ.μ. Υποχρεωτική μεσημεριανή σιέστα, αυστηρά καθορισμένη μέσα στο συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο. Ακόμα κι αν όλος ο θίασος είναι σύμφωνος π.χ. να κάνει πρόβα αντί για 10-3, ας πούμε 11-4 ή 12-5, αυτό δεν μπορεί να γίνει, επειδή το καταστατικό είναι σαφές και τηρείται, όπως είπαμε, ευλαβικά. Υποχρεωτική παύση 3-5!
Άρα τι, θα μου πείτε; Η λύση είναι να καταργηθεί το πεντάωρο; Όχι φυσικά. Κάθε άλλο. Θα μπορούσε όμως η εφαρμογή του καταστατικού να μην είναι τόσο ανελαστική και προκρούστεια. Θα μπορούσε να μη στέκεται στο γράμμα αλλά να κατανοεί το πνεύμα του νόμου. Η κατάχρηση ας καταγγέλλεται, αλλά δεν τιμά τους ηθοποιούς να χτυπάνε κάρτα, με βάση το ρολόι, ούτε επιτρέπεται να αποφασίζει ο οδηγός σκηνής το πότε τελειώνει μια πρόβα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τον σκηνοθέτη.
Αυτά όμως είναι εσωτερικά. Και πάντα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι παραστάσεις γίνονται. Επηρεάζουν όμως το τελικό αποτέλεσμα; Αυτό που βλέπει ο θεατής; Για μένα το επηρεάζουν. Αλλά ακόμα και αν ο μέσος θεατής δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί άμεσα τα σκηνικά καμώματα του ηθοποιού που απλώς «γεμίζει» τη σκηνή, όλη αυτή η διαδικασία —και μιλώ κυρίως για τις πολυπρόσωπες παραστάσεις— έχουν πια διαμορφώσει με τα χρόνια αυτό που στην πιάτσα ονομάζουμε «ηθοποιός του Κρατικού» —όχι ιδιαίτερα τιμητικός τίτλος. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το ταλέντο. Αλλά με τον χρόνο που διαθέτουν, καλυπτόμενοι πίσω από τα εργασιακά τους δικαιώματα αλλά και την ασφάλεια του εξασφαλισμένου μισθού, για την ουσία της δουλειάς τους, για το καλλιτεχνικό τους έργο, ιδιαίτερα εκείνοι που δεν έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Αποτέλεσμα: παίζοντας με τη σιγουριά ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν και με όλες αυτές τις συνδικαλιστικές οχυρώσεις που υψώνουν ως ασπίδα, στην «αυθαιρεσία» του σκηνοθέτη εν προκειμένω, το μεγαλύτερο θέατρο της πόλης μας σπάνια συνδέεται και με μεγάλες παραστάσεις, ακόμα κι όταν συνεργάζεται με μεγάλα ονόματα. Κι ένας σημαντικός λόγος είναι ότι οι ηθοποιοί του, που τόσο πολύ υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους ως εργαζόμενοι, δεν μοιάζει, δυστυχώς, να ενδιαφέρονται εξίσου και για τις υποχρεώσεις τους ως καλλιτέχνες.
Γι’ αυτό το τελευταίο δεν φταίει φυσικά μόνο η κοντόφθαλμη ανάγνωση των καταστατικών τους υποχρεώσεων. Φταίει, εν πολλοίς, και το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο που υποστηρίζει την ύπαρξη ενός δεύτερου «Εθνικού» Θεάτρου στην Βόρεια Ελλάδα (αλήθεια, γιατί όχι και στη Νότια!). Το επιχείρημα της ενίσχυσης της πολιτιστικής ζωής της Βόρειας Ελλάδας, που κάλυπτε παλιότερα το ΚΘΒΕ με τις περιοδείες, το καλύπτουν πια θεσμικά τα ΔΗΠΕΘΕ (Βέροιας, Κοζάνης, Καβάλας, Κομοτηνής, Λάρισας, Ιωαννίνων). Σήμερα το ΚΘΒΕ δεν υπηρετεί κανέναν ιδιαίτερο «εθνικό» σκοπό ή τέλος πάντων κάτι που, εκ προοιμίου, αδυνατεί να καλύψει το Εθνικό Θέατρο. Είναι απλώς ένα μεγάλο και αδρά (όσο περίπου και το Εθνικό) επιχορηγούμενο θέατρο στην επαρχία. Δεν είναι καν η ναυαρχίδα —που θα μπορούσε— μιας αποκεντρωτικής θεατρικής πολιτικής του Υπουργείου Πολιτισμού. Είναι απλώς ένα θέατρο, που ο κρατικός του χαρακτήρας το καθιστά επιπλέον ευάλωτο και σε κάθε είδους πολιτικό ρουσφέτι. Με άλλα λόγια, για την κυβέρνηση είναι ένα πεδίο άσκησης μικροπολιτικής και για την πόλη είναι ένα μεγάλο θέατρο, που σαν το πλατάνι στη μέση της πλατείας ρουφάει όλο το νερό και δεν αφήνει να ανθίσει τίποτα δίπλα του. Γιατί ποιο άλλο θέατρο στην πόλη —άσε που δεν υπάρχουν— μπορεί να συγκριθεί μαζί του, σε επίπεδο παραγωγής, καλλιτεχνικού δυναμικού, μιντιακών σχέσεων και προβολής ή τιμολογιακής πολιτικής; Κανένα. Αλλά και ο θεατής, τι άλλο αντίστοιχο έχει τη δυνατότητα να δει ώστε να διαμορφώσει συγκριτικά κριτήρια; Τίποτα.
Για να επιστρέψουμε, όμως, πάλι στους ηθοποιούς. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει θεατρική αγορά στη Θεσσαλονίκη, που θα έδινε τη δυνατότητα στους ηθοποιούς, αλλά και τους άλλους επαγγελματίες του θεάτρου, να βιοποριστούν από τη δουλειά τους, είναι ίσως ο πιο σημαντικός λόγος που κάνει τον ηθοποιό του Κρατικού να ζητάει/απαιτεί να αντιμετωπίζεται περίπου σαν προστατευόμενο είδος. Γιατί έτσι είναι διαμορφωμένη η ανύπαρκτη θεατρική αγορά της Θεσσαλονίκης. Όσο κανείς είναι νέος, κάπως ξεδιψάει καλλιτεχνικά, δουλεύοντας σε μικρά σχήματα, για λίγα μεροκάματα κάθε σεζόν. Αν όμως αποκτήσει οικογένεια ή δημιουργήσει άλλες υποχρεώσεις, μετά και την κατάργηση επί της ουσίας των επιχορηγήσεων, η ένταξή του στο Κρατικό, αν παραμείνει στην πόλη, αποτελεί μονόδρομο. Από τη μια, ωστόσο, η έλλειψη συναγωνισμού και από την άλλη η απουσία καλλιτεχνικών κινήτρων —συμβαίνει όταν η επιβίωση δεν εξαρτάται από την επιτυχία ή μη της παράστασης— ο ηθοποιός του Κρατικού μοιραία οδηγείται σε καλλιτεχνικό εφησυχασμό. Επιπλέον, η αίσθηση ότι η δουλειά του δεν θα τύχει της προσοχής ή της αναγνώρισης, που επιφυλάσσουν οι προβολείς και τα μέσα στους Αθηναίους ομοτέχνους του —ακόμα κι όταν κατεβαίνει στην Επίδαυρο— σε συνδυασμό με το πλήρες έλλειμμα αποκεντρωτικής συνείδησης, οδηγεί το ίδιο το θέατρο αλλά και τους καλλιτέχνες του σε μια αυτιστική περιχαράκωση και, εν τέλει, σε τέλμα.
Βιοποριστικό αδιέξοδο και καλλιτεχνικός εφησυχασμός διαμορφώνουν με τη σειρά τους και το πλαίσιο των συγκρούσεων που κατά καιρούς παρακολουθούμε, ανάμεσα στους ηθοποιούς και τους διευθυντές —κάτι που δεν βλέπουμε να συμβαίνει στο Εθνικό. Οι ηθοποιοί του Κρατικού διεκδικούν λυσσαλέα την παραμονή τους στο θέατρο και, ως ένα βαθμό, είναι κατανοητό, αφού στη Θεσσαλονίκη δεν προσφέρονται άλλες εναλλακτικές. Έτσι, καταγγέλλουν κάθε απόπειρα λύσης συμβολαίου ως τιμωρητική! Με τη σειρά τους και οι διευθύνσεις διεκδικούν το δικαίωμα να μην ανανεώσουν κάποιο συμβόλαιο, εφόσον ο νόμος τους το επιτρέπει και εφόσον ο ηθοποιός δεν έχει επιλεγεί σε κάποια διανομή. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι διευθυντές έχουν πάντα δίκιο ή ότι δεν καταχρώνται του ρόλου τους με εξουσιαστικές συμπεριφορές. Αλλά όταν διαβάζουμε για εξουσιαστικές συμπεριφορές διευθυντών καλό είναι να θυμόμαστε και περιπτώσεις, όπου ηθοποιός όρμησε και δάγκωσε διευθυντή.
Το πρόβλημα επομένως με το Κρατικό Θέατρο δεν είναι ούτε η πολιτεία του εκάστοτε διευθυντή ούτε οι διεκδικήσεις των ηθοποιών. Το πρόβλημα, έτσι όπως το παρακολουθούμε εδώ και χρόνια, είναι το ποιος τελικά κάνει κουμάντο. Η αυτονόητη απάντηση ότι το Κρατικό, ως χρηματοδοτούμενο από τον Έλληνα φορολογούμενο, ανήκει και οφείλει να είναι ανοιχτό σε όλους, ας περιμένει για την ώρα. Και φαίνεται ότι, χάρη και στις διευθυντικές επιλογές του Υπουργείου, όπου το κομματικό κριτήριο προηγείται συχνά του καλλιτεχνικού, οι ηθοποιοί επιδιώκουν να αναγνωριστούν ως ιδιοκτήτες. Από το «Σωτήρη, σε αγαπάμε», που αναρτήθηκε στην προμετωπίδα του θεάτρου, για τον Σωτήρη Χατζάκη, μέχρι την επιτιμητική επιστολή προς τον Γιάννη Βούρο για αθέτηση συμφωνίας, σχετικά με διανομή, και τους πανηγυρισμούς των ηθοποιών για το ότι η σημερινή διεύθυνση είναι «σπλάχνο εκ των σπλάχνων του Κρατικού», οι ηθοποιοί του ΚΘΒΕ διεκδικούν, εμμέσως πλην σαφώς, τη συνδιεύθυνσή του. Κανένας, δυστυχώς, οραματιστής διευθυντής —υπήρξαν και τέτοιοι— που προσπάθησε να κάνει αλλαγές και να ενισχύσει την καλλιτεχνική ταυτότητα του Θεάτρου, είτε μέσα από επιλογές ρεπερτορίου και συντελεστών είτε μέσα από πρωτοβουλίες εξωστρέφειας και επαφής με παραστάσεις και καλλιτέχνες του εξωτερικού, δεν κατάφερε να τους συγκινήσει. Το αντίθετο μάλιστα. Επιδιώχθηκε η απομάκρυνσή του. Οι ηθοποιοί του Κρατικού, είτε γιατί θεωρούν δεδομένη την καλλιτεχνική τους επάρκεια είτε γιατί αδιαφορούν —χαρακτηριστικό ότι ελάχιστοι είναι αυτοί που βλέπουν άλλες παραστάσεις— κινητοποιούνται μόνο όταν πάει κάτι να αλλάξει, κάτι που μπορεί να απειλήσει την παραμονή τους στο Θέατρο.
Ακόμα όμως κι αν δεχτεί κανείς ότι αυτό συμβαίνει, επειδή και οι ίδιοι βρίσκονται σε βιοποριστικό αδιέξοδο —το ίδιο βέβαια ισχύει για τους όλους τους ηθοποιούς, που περίπου τρεις φορές το χρόνο ψάχνουν για δουλειά— το μονοπωλιακού τύπου θεατρικό καθεστώς, που έχει διαμορφώσει η παρουσία του ΚΘΒΕ στην πόλη, έχει και άλλες καλλιτεχνικές συνέπειες, καθώς στήνει γύρω του ένα πλέγμα εξουσίας αλλά και φόβου, που κρατά κλειστά τα στόματα. Γιατί, τι περιθώρια ελευθερίας αφήνει στον οποιοδήποτε καλλιτέχνη —είτε ανήκει στο δυναμικό του Κρατικού είτε προσδοκά κάποια συνεργασία— να εκφράσει την οποιαδήποτε κριτική, είτε για τις επιλογές της διεύθυνσης είτε για τη στάση των ηθοποιών, χωρίς τον κίνδυνο να χάσει τη δουλειά του, να απαξιωθεί από τους συναδέλφους του ή ακόμα και να ρισκάρει τον διά βίου αποκλεισμό του από του ΚΘΒΕ; Κανένα. Γιατί είμαστε και μικρό χωριό και όλοι λίγο πολύ γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Τι τέχνη όμως να κάνεις, χωρίς ελευθερία! Αλλά και πόση εξουσία μπορεί να αντλήσει ένας διευθυντής από το γεγονός και μόνο ότι διευθύνει το μοναδικό θεατρικό μαγαζί στην πόλη, που μπορεί να εξασφαλίσει στον ηθοποιό μισθό και ένσημα ή αξιοπρεπή αμοιβή στους καλλιτεχνικούς συνεργάτες! Γιατί αυτό είναι δυστυχώς το ΚΘΒΕ: ένα μαγαζί, που λειτουργεί αφ’ υψηλού και ανταγωνιστικά —αν είναι δυνατόν!— προς την υπόλοιπη ισχνή και περιορισμένη θεατρική δραστηριότητα της πόλης.
Αυτός όμως είναι ο ρόλος ενός Κρατικού Θεάτρου στην περιφέρεια σήμερα; Να προσφέρει απλώς στο κοινό ακριβές και πολυπρόσωπες παραγωγές, που δεν έχει τη δυνατότητα να δει πουθενά αλλού στη Θεσσαλονίκη; Ή να λειτουργεί και ως μοχλός θεατρικής ανάπτυξης; Γιατί θα μπορούσε, αντί να βλέπει τον εαυτό του ως ένα μεγάλο θέατρο (ένα μαγαζί), να αναδειχτεί σε ένα είδος Υπουργείου Θεάτρου, όχι μόνο για τη Θεσσαλονίκη αλλά και για όλη τη Βόρεια Ελλάδα, στηρίζοντας καλλιτέχνες και πρωτοβουλίες. Θα μπορούσε για παράδειγμα να στηρίζει τους τοπικούς θιάσους, ενισχύοντάς τους όχι με χρήματα, αλλά με έμψυχο υλικό. Το ΚΘΒΕ διαθέτει σταθερά 100-130 ηθοποιούς. Θα μπορούσε, από τη στιγμή μάλιστα που από το ελεύθερο θέατρο απουσιάζει πλήρως η ηλικιακή κατηγορία των 40-60 (αφού όσοι δραστηριοποιούνται στη Θεσσαλονίκη βρίσκονται στο Κρατικό), να «δανείζει» ορισμένους, δίνοντάς τους έτσι και την ευκαιρία να παίξουν σημαντικούς ρόλους, αντί να «γεμίζουν» τις πολυπρόσωπες παραγωγές του. Θα μπορούσε, ακόμα, αντί να έχει στραμμένο το βλέμμα στο παρελθόν ή στην Αθήνα, να διευρύνει τις συνεργασίες του με τις γείτονες χώρες και την Ευρώπη, με μία σταθερότητα και συνέχεια, και όχι με πυροτεχνήματα ή μεμονωμένες δράσεις, που εξαρτώνται από τη διάθεση κάθε διευθυντή. Θα μπορούσε πολλά ακόμα, αν δεν ήταν ένας τόσο εσωστρεφής και περίκλειστος οργανισμός.
Αλλά γι’ αυτό δεν φταίνε πάντα ή δεν φταίνε μόνο οι διευθυντές. Το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο του ΚΘΒΕ καθιστά τον οργανισμό δυσκίνητο και κοστοβόρο. Και ίσως έφτασε πια ο καιρός η πολιτεία να το επανεξετάσει. Να δει ότι η γιγάντωσή του Κρατικού όχι μόνο δεν το ωφελεί, αλλά λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα προς την καλλιτεχνική αξία του παραγόμενου έργου. Να δει ότι η εξηντάχρονη παρουσία του ούτε θεατρική άνθηση έφερε στην πόλη αλλά ούτε και καλλιτέχνες ανέδειξε —σχεδόν όλοι χρειάστηκε πρώτα να πάνε στην Αθήνα για να τους καμαρώνουμε εκ των υστέρων ως ντόπια ταλέντα! Σκέφτομαι καμιά φορά πώς θα ήταν η θεατρική ζωή στην πόλη μας, αν αυτός ο προβληματικός οργανισμός έσπαγε, για παράδειγμα, στα τέσσερα ή στα πέντε, με διαφορετικούς διευθυντές, όπου ο καθένας θα διαμόρφωνε διαφορετική ταυτότητα, με διαφορετικό όραμα και στόχους, προτείνοντας το δικό του ρεπερτόριο κι αφήνοντας το δικό του καλλιτεχνικό στίγμα, που θα επαναπροσδιοριζόταν κάθε 4-5 χρόνια. Κι όλα αυτά με την ίδια επιχορήγηση.
Με τους ίδιους ή και άλλους ηθοποιούς. Αυτόματα η θεατρική Θεσσαλονίκη θα μεταμορφωνόταν. Θα υπήρχε πολυφωνία, συναγωνισμός και κινητικότητα ηθοποιών. Και ας μη χανόταν καμιά θέση εργασίας. Ας απορροφούνταν όλοι οι σημερινοί εργαζόμενοι. Σκεφτείτε μόνο τι θα είχε να κερδίσει, όχι μόνο πολιτιστικά και θεατρικά, αλλά και κοινωνικά η Θεσσαλονίκη!
Λύσεις σίγουρα υπάρχουν. Μέσα από την υπάρχουσα δομή, μέσα από κάποια άλλη, δεν έχει σημασία. Για να μπορέσουμε όμως να τις δούμε και να τις βρούμε, θα πρέπει να κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα, χωρίς τοπικιστικά σύνδρομα, ανούσιες αντιπαλότητες, μικροπολιτικές σκοπιμότητες ή ψωροπερηφάνιες.
*Η Γλυκερία Καλαϊτζή είναι σκηνοθέτης και ιδρύτρια του θεάτρου Τ