Ο Μανώλης Ρασούλης που γνώρισα
Ενα κείμενο του συνεργάτη του Μανώλη Ρασούλη, Γιώργου Λίζου, με αφορμή την επέτειο θανάτου του στιχουργού.
Το τηλέφωνο κτύπησε επίμονα. Βράδυ Κυριακής, γύρω στις 10.30, μέσα Ιανουαρίου του 2002. «Γιώργο, μπες σε ένα αεροπλάνο αύριο το πρωί, πάρε την κιθάρα σου και έλα στην Σαραγόσα, παίζουμε το βράδυ στο Πανεπιστήμιο, θα σε περιμένω». Το τηλέφωνο έκλεισε.
Λέξεις: Γιώργος Λίζος
Αυτό ήταν όλο κι όλο. Ο Μανώλης, με την γνωστή άγνοια κινδύνου, με σχεδόν σίγουρο τόνο στην φωνή, αλλά παιχνιδιάρικο και παρακλητικό σχεδόν ύφος, με καλεί σε καλλιτεχνική αποστολή χωρίς επεξηγήσεις και πληροφορίες, πως, γιατί, με τι δεδομένα, με τι οικονομικές απολαβές και τεχνικές προδιαγραφές, δεν μας νοιάζουν τα λεφτά, αλλά αυτό καθ’ αυτό το γεγονός και το ιδεολογικό υπόβαθρο του εγχειρήματος.
Εξ άλλου είχε ξαναγίνει πριν κι άλλη φορά, βλέπε Κωνσταντινούπολη 1998, καλοκαίρι, μετά τα Ίμια, στο φεστιβάλ Γιλμάζ Γκιουνέι, να τραγουδάμε μπροστά σε εκατό χιλιάδες κόσμο, με είκοσι Τούρκους στρατιώτες, σωματοφύλακες πίσω μας, με τα όπλα προτεταμένα, το «Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ. Το τραγούδι ενώνει τους λαούς, έλεγε, οπότε πρέπει να πάμε να τιμήσουμε αυτόν τον σπουδαίο Κούρδο σκηνοθέτη, και να τείνουμε χέρι φιλίας στους γείτονες Τούρκους.
Το πρωί, έφυγα, στις 6 τα χαράματα από Θεσσαλονίκη για Φιουμιντσίνο, μετά από εκεί στις 10.30, πέταξα για Βαρκελώνη, και στις 1.30 με λεωφορείο από Βαρκελώνη για Σαραγόσα, αγκαλιά με την κιθάρα μου, έκανα πέντε ώρες και κάτι ψιλά, όπως θα έλεγε κι ο Ζαμπέτας, αλλά τελικά έφτασα, σκεπτόμενος διάφορα κωμικοτραγικά, του στυλ, λες να μην μπορέσω να τον βρω αλλά θα πάω με το ταξί στο Πανεπιστήμιο και κάπου θα τον συναντήσω, εξ άλλου σουρεαλιστές είμαστε, μαλάκηδες δεν είμαστε, όπως του άρεσε να λέει.
Μπαίνοντας στον σταθμό των λεωφορείων στην Σαραγόσα, ήταν ήδη επτά παρά τέταρτο. Σταματά ο οδηγός και ωωωω του θαύματος, ο φοβερός τύπος με τον σκούφο και το γνωστό μπουφάν, με μια σημαία της Βιρμανίας στην πλάτη, με τα άσπρα γένια και το φωτεινό χαμόγελο, είναι στημένος στο πεζοδρόμιο, ήρεμος και καρτερικός. Κατεβαίνω, αγκαλιαζόμαστε, και σχεδόν συνωμοτικά, μου λέει, «το ήξερα ότι θα έρθεις, ότι και να γίνει…»
Αυτός ήταν ο Μανώλης Ρασούλης, ένας εκ των μεγαλυτέρων στιχουργών του Ελληνικού τραγουδιού, για τον πολύ κόσμο. Για μένα ήταν πολλά, μα πάρα πολλά πράγματα ακόμη, σημαντικότερα ίσως από το τεράστιας αξίας και σημασίας στιχουργικό του έργο που λειτουργεί σαν πολύτιμη παρακαταθήκη, φάρος φωτεινός για τον Ελληνικό πολιτισμό, βασική αρχή για νέους δημιουργούς και παλαιότερους φίλους του Ελληνικού τραγουδιού.
Δέκα χρόνια μετά, από την τόσο ξαφνική φυγή του μεγάλου αυτού στιχοπλόκου και γλωσσοπλάστη, δασκάλου και μαθητή, αιρετικού και δοτικού, πανανθρώπινου και μοναχικού, απλού στρατιώτη και μεγάλου στρατηγού Μανώλη Ρασούλη, πρέπει να μπορέσω να αρθρώσω πέντε κουβέντες, που να προσδιορίζουν το στίγμα και το ειδικό βάρος αυτού του ωραίου ανθρώπου, του διανοούμενου και λαϊκού φιλοσόφου ταυτόχρονα, του ευγενικού και συνεσταλμένου, του εκρηκτικού και φωνακλά, του τύπου που δεν σταματούσε μπροστά σε τίποτε, όταν ήθελε να υπερασπιστεί το δίκαιο και τις ιδέες του, του ανθρώπου με την απίστευτη αναλυτική και πολιτική σκέψη, αλλά και του φοβερού τύπου που δεν μπορούσε να κάνει μόνος του ούτε καφέ, γιατί δεν τον ενδιέφερε η πρακτική μεριά του καφέ αλλά οι κοινωνικές προεκτάσεις του.
Ο ίδιος δήλωνε κοινωνικός μαχητής, υπέρμαχος του δικαίου, Διογένης και Σωκράτης, Ηράκλειτος και Καζαντζάκης, Ελύτης και Κορνάρος, Μινωίτης και Θεσσαλονικιός, σουρεαλιστής και ονειροπόλος, άρα παντοτινά φτωχός οικονομικά, όπως έλεγε.
Έφυγε μόνος, γιατί έτσι ήθελε, νομίζω ότι το προετοίμαζε κιόλας, σκεπτόμενος πια πολύ πιο ψύχραιμα, ύστερα από τόσα χρόνια, την σημειολογία των τελευταίων του κινήσεων, λίγους μήνες πριν την φυγή του. Έγινε πραγματικότητα η επιθυμία του για μια μεγάλη συναυλία, όπου θα συμμετείχαν όλοι οι κατά καιρούς συνεργάτες του στην Θεσσαλονίκη, αρχές Σεπτέμβρη του 2010, στη συνέχεια, θέλοντας προφανώς να κλείσει έναν ιστορικό κύκλο της παρουσίας του στην Θεσσαλονίκη, παίξαμε τέσσερις παραστάσεις, τις τελευταίες μιας τόσο μεγάλης πορείας, στο Πλατώ, στο σπίτι μας, όπως έλεγε, αρχίζοντας στα μέσα Νοέμβρη του 2010,για τέσσερις Τετάρτες, νοιώθοντας ίσως κάτι που εμείς δεν ξέραμε.
Το περιεχόμενο αυτών των παραστάσεων ήταν, τα ιδεολογήματα, όπως έλεγε, δηλαδή τραγούδια που δεν ήταν κατά βάση λαϊκά, ούτε τόσο γνωστά, αλλά είχαν ειδικό βάρος. Εκεί παρουσιάσαμε πρώτη φορά και κάποια καινούρια τραγούδια, που ετοιμάζαμε για ένα καινούριο δίσκο, μέσα σε αυτά κι ο «Πανάγος», σε μουσική του Παναγιώτη Κουτσούρα, «Η Χαλκιδική», σε μουσική ενός Έλληνα από το Βερολίνο, «Το blues του Καριόλη», σε μουσική δική μου, το «Ένα βράδυ στο Πλατώ», σε μουσική του Γιώργου Καζαντζή και νομίζω άλλα τέσσερα – πέντε ακόμη. Αυτές οι τελευταίες παραστάσεις, είχαν παταγώδη αποτυχία από οικονομική άποψη, αλλά ήταν ευτυχισμένος, γιατί παρουσιάσαμε νέα τραγούδια και είχε μπει σε μια δημιουργική έξαρση, καθώς έγραφε συνέχεια.
Την τελευταία Τετάρτη αυτών των παραστάσεων, παρουσία του Παναγιώτη του Κουτσούρα, σχολίασα, το τραγικό και μεγαλειώδες ταυτόχρονα περιεχόμενο των στίχων του καινούριου τραγουδιού «Ο Πανάγος», όπου συνομιλεί επί της ουσίας με τον θάνατο, αν στο μυαλό του είχε τον Νίκο Παπάζογλου όταν το έγραφε, εξ άλλου τα νέα που είχαμε για την κατάσταση της υγείας του Νίκου, δεν ήταν καθόλου καλά, τον ρώτησα λοιπόν, εμφατικά θα έλεγα, γιατί επιμένει να τραγουδήσω εγώ αυτό το τραγούδι, γνωρίζοντας την πολύχρονη προ Ρασούλη φιλία μου, με τον Παπάζογλου, και το πόσο δύσκολο θα μου είναι να σταθώ συναισθηματικά σωστά, απέναντι σ’ αυτούς τους στίχους.
Η απάντηση του, μας πάγωσε, και τον Παναγιώτη κι εμένα: «Μην είσθε τόσο σίγουροι ότι είναι γραμμένο για τον Νίκο».
Ακόμη το σκέφτομαι πολλές φορές, σαν να μας προειδοποιούσε. Τελικά τα τραγούδια έμειναν στο συρτάρι. Τον συνάντησα τελευταία φορά στα μέσα του Φλεβάρη του 2011, πικραμένο και προβληματισμένο: «δεν μας δίνει προκαταβολή η ΑΕΠΙ, να αρχίσουμε το δίσκο ρε παιδί μου, τι θα κάνουμε».
Δεν ξέρω αν θα άντεχε σήμερα όλη αυτή την κατάσταση, την πολιτική, την πολιτιστική, την παγκόσμια πανδημία, την φτώχεια, την ιδεολογική και ηθική ένδεια, την ανυπαρξία της παρεμβατικότητας του καλλιτεχνικού κόσμου, την κοινωνική αποστασιοποίηση των όποιων διανοουμένων. Για το μόνο που είμαι σίγουρος, είναι ότι θα προσπαθούσε, να βοηθήσει, όπου και όπως μπορούσε.
Θα μπορούσα να γράψω πολλές σελίδες εκπληκτικών ιστοριών και γεγονότων, που έζησα μαζί του στην διάρκεια των δεκαπέντε ετών, που ευτύχησα να είμαι συνεργάτης του. Θα μπορούσα να στήσω ένα κείμενο μόνον με τους στίχους του, παρουσιάζοντας την ευρυμάθειά του και τα κοινωνικά ρεφλέξ που είχε, σαν γνήσιος λαϊκός κρητικός μαντιναδόρος που ήταν, θα μπορούσα να εστιάσω σε καταπληκτικούς άγνωστους στίχους στο πλατύ κοινό, θα μπορούσα να αναφέρω για αρκετή ώρα το συγγραφικό του έργο, θα μπορούσα να αναφέρω πολλές σημαντικές ιδεολογικές διάφορες και θεωρήσεις κάποιων πραγμάτων που είχα μαζί του, θα μπορούσα να γράψω για την τεράστια αγάπη που είχε για την λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, καθότι σπούδασε σκηνοθεσία με δάσκαλο τον Θ. Αγγελόπουλο, τις μεγάλες του αγάπες Άκη Πάνου και Στέλιο Καζαντζίδη, την πορεία του πλάι στον Όσσο, την μεγάλη του αγάπη για το ποδόσφαιρο, την ασταμάτητη φιλοσοφική του αναζήτηση, για το πως μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι συμπαντικά, αλλά σταματώ στην ευγένεια της ψυχής του και στην μαγική διαχείριση της διαλεκτικής του.
Σταματώ στο μεγαλείο της ψυχής του, στην ευγένεια της διακριτικότητας του, στο ότι δεν πάτησε ούτε μυρμήγκι, σεβόμενος την τελειότητα της φύσης, που τόσο ανόητα βιάζουμε όλο και περισσότερο, την αντίθεση του σε κάθε μορφή φασισμού που προκύπτει από την κάθε μορφής εξουσία και δύναμη, στην εκπληκτική αντίληψη του τι συμβαίνει γύρω μας τώρα, στην εκπληκτική του ανιδιοτέλεια, στο πνευματικό του δόσιμο για το κοινό καλό και σε αυτά που τόσο απλόχερα μου χάρισε, μέσα από μεγάλες εντάσεις, μεγάλες συζητήσεις, μικρές και μεγάλες χαρές, κοινή πορεία, πίκρες κι ευτυχισμένες στιγμές, με γέλιο κι αυτοσαρκασμό και την εμπειρία του να ζεις από κοντά, έναν τόσο σημαντικό πνευματικό άνθρωπο.
Νομίζω ότι θα είναι αθάνατος και παντοτινός, εύχομαι να χαίρονται και να ανακαλύπτουν το τεράστιο έργο του οι επερχόμενες γενεές.
*Ο Γιώργος Λίζος είναι τραγουδοποιός και δάσκαλος μουσικής. Για περισσότερα από 15 χρόνια, τα τελευταία της ζωής του Μανώλη Ρασούλη, ήταν στο πλάι του κι ερμήνευσε αρκετά από τα τραγούδια του.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ