Μέσα στην ασχήμια των προσφυγικών καμπ, ένα σπίτι είναι «διαφορετικό»
Το κοντέινερ του Σουρκιό και της Σιλάν στα Λαγκαδίκια μοιάζει περισσότερο με σπιτάκι σε κάμπινγκ παρά με κοντέινερ.
Στο καμπ προσφύγων στα Λαγκαδίκια αντικρίζεις πολλή ασχήμια. Κοντέινερ χάσκουν σαν παρατημένα σε έναν χώρο που δεν έχει κανέναν σχεδιασμό, ούτε δέντρα, ούτε φροντίδα. Το χειμώνα βρίσκεται στο έλεος των ανέμων και του κρύου, το καλοκαίρι ψήνεται από τον ήλιο.
Και ξαφνικά, ανάμεσα στα ακαλαίσθητα «άσπρα κουτιά» που φιλοξενούν ανθρώπινες ψυχές, ξεχωρίζει ένας φροντισμένος οικίσκος, διακοσμημένος με διάφορες κατασκευές από ευτελή, αυτοσχέδια, άχρηστα εν πολλοίς υλικά που με την κατάλληλη έμπνευση και χειροτεχνία, ομορφαίνουν κάπως το χώρο και δίνουν μια αίσθηση θαλπωρής και κανονικότητας. Είναι το προσωρινό σπίτι του Σουρκιό, της συζύγου του Σιλάν και των δυο παιδιών τους, του Ταμάν και του Μπαράν.
Ο Σουρκιό Φαγιάκ πήρε την οικογένειά του κι έφυγε από την πατρίδα του, το Ιράκ. Το έκανε μόλις κατάλαβε πως εκεί δεν ήταν ασφαλής, ούτε αυτός, ούτε τα παιδιά του. Μέχρι τότε δούλευε ως αρχιτέκτονας έχοντας σπουδάσει τόσο αρχιτεκτονική, όσο και φιλοσοφία.
Το ταξίδι ήταν μεγάλο και επίπονο: Από το Ιράκ στο Ιράν, έπειτα στην Τουρκία και τελικά στην Ελλάδα μαζί με χιλιάδες άλλους πρόσφυγες. Η μοίρα έφερε την οικογένεια λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη όπου και τους εντοπίσαμε σε μια δύσκολη περίοδο για όλους μας. Στο καμπ οι επισκέψεις, όπως και η έξοδος, απαγορεύονταν για υγειονομικούς λόγους. Ο εγκλεισμός γίνονταν πιο βάναυσος. Η προοπτική αλλαγής της κατάστασης φάνταζε και φαντάζει ακόμα μακρινή. Ευτυχώς βρήκαμε κάποιους καλούς φίλους που μας βοήθησαν να μιλήσουμε με τον Σουρκιό και να καταγράψουμε με φωτογραφίες την «εκδοχή ζωής» και επιβίωσης που διαμόρφωσε με τα χέρια του εκεί, στο άχαρο κοντέινερ που τους φιλοξενεί.
Ρωτάμε τον Σουρκιό, τι ήταν αυτό που τον οδήγησε στο να «μετατρέψει» αυτό το άθλιο άσπρο κουτί που τους δόθηκε για προσωρινό σπίτι σε ένα χώρο που προσομοιάζει περισσότερο σε… εξοχική καλοκαιρινή κατοικία. Βαθιά μέσα μας γνωρίζαμε και την απάντηση, ωστόσο έπρεπε με κάποια αφορμή να τον αφήσουμε να μας πει την ιστορία του.
«Οταν εγκατασταθήκαμε εδώ στο καμπ η κατάσταση ήταν τραγική. Επρεπε να βρω έναν τρόπο να αλλάξει η διάθεσή μας, να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα, να διαμορφώσουμε τον απρόσωπο χώρο σε κάτι δικό μας. Έπιασα να φτιάχνω πράγματα από υλικά που έβρισκα στα σκουπίδια του καμπ. Μετά τα στόλιζα παντού. Αλλάζοντας το διάκοσμο επιχειρούσα να αλλάξει η διάθεσή μας, να μην φαντάζουν όλα ίδια κι απαράλλαχτα», σχολιάζει.
Δίπλα του στέκει η σύζυγός του αμίλητη ενώ τα παιδιά παίζουν κάπου έξω και συχνά μπαίνουν στο σπίτι προσπαθώντας να καταλάβουν από που ακούγονται οι φωνές που φτάνουν στο κινητό μέσω messenger. Ο Ταμάν και ο Μπαράν είναι δυο ζωντανά και θορυβώδη πιτσιρίκια, που βλέπετε και στην αρχική φωτογραφία. Δυσκολεύτηκαν πολύ να προσαρμοστούν στο κλίμα του καμπ. Αρρώσταιναν συχνά, παρουσίαζαν δερματικά προβλήματα από άγχος ή από την επαφή τους με τα ζώα και έτσι τα «έργα» του πατέρα τους λειτούργησαν ως εικόνες «οικειότητας» μέσα σε ένα εντελώς ξένο περιβάλλον.
«Λίγο σαν παιχνίδι, λίγο σαν επαφή μεταξύ μας, όλη αυτή η διαδικασία κατασκευών και μαστορέματος, μάς βοήθησε τους δύσκολους πρώτους μήνες να διαμορφώσουμε ένα δικό μας περιβάλλον μέσα στο μικρό χώρο που ζούσαμε», εξηγεί ο Σουρκιό.
Αναρωτιόμαστε πού ακριβώς βρίσκονται τόσα και τόσο διαφορετικά υλικά μέσα στο καμπ και ο Σουρκιό απαντά: «Παντού εδώ έχει άχρηστα υλικά. Φίλτρα απορροφητήρων και εξαρτήματα κλιματιστικών, πεταμένα στα σκουπίδια αντικείμενα, κουτιά από προϊόντα που έφεραν προμηθευτές στο καμπ, άχρηστα πράγματα που πέταξαν οι εργαζόμενοι στους κάδους, στα πάντα… Με λίγη φαντασία και λίγο από τον ελεύθερό μου χρόνο τα μετατρέπω σε κάτι διαφορετικό κάθε φορά, ανάλογα με την έμπνευση της στιγμής και τη διάθεσή μου», καταλήγει.
Είναι σαφές πως τα χέρια του Σουρκιό «πιάνουν». Ανθρωποι βλέπουν τα έργα του, του δίνουν συγχαρητήρια και τον προτρέπουν να ψάξει δουλειά στο αντικείμενό του, την αρχιτεκτονική και τη διακόσμηση. «Είναι πολύ δύσκολα, το ξέρω. Αν καταφέρω να βρω μια δουλειά, θα μπορούσαμε να μείνουμε εδώ στην Ελλάδα. Σε αντίθετη περίπτωση θα αναγκαστούμε να φύγουμε γι αλλού», εξομολογείται ο ίδιος και συμφωνεί και η σύζυγός του, Σιλάν.
Η Σιλάν είναι από το Αφρίν της Συρίας και κινδύνευε στο Ιράκ. Για πολύ καιρό δεν μπορούσε να αποκτήσει χαρτιά, προσπάθησε να ταξιδέψει παράνομα και με πλαστό διαβατήριο αλλά την έπιασαν. Όταν κατάφερε να φύγει από το Ιράκ, ο μικρός της γιος, ο Μπαράν, ήταν μόλις 20 ημερών. «Ήταν πάρα πολύ δύσκολα αλλά πέρασε. Τώρα είναι διαφορετικά τα προβλήματα αλλά τουλάχιστον δεν κινδυνεύει η ζωή μας. Θα παλέψουμε, θα προσπαθήσουμε και μακάρι να μείνουμε εδώ», συμπληρώνει η Σιλάν.
Διαβάστε επίσης:
ΕΡΕΥΝΑ: Μεγαλύτερος ο κίνδυνος μόλυνσης από κορονοϊό για τους πρόσφυγες