Featured

Όχι και αχάριστοι αυτοί που γλυκαίνουν τη ζωή

Σήμερα η απεργία της εστίασης ήταν μαζική και αυτό στην πόλη ήταν αισθητό, ειδικά στη βραδινή της φορεσιά. Είχαν όμως τα δίκια τους.

Χρήστος Ωραιόπουλος
όχι-και-αχάριστοι-αυτοί-που-γλυκαίνου-844424
Χρήστος Ωραιόπουλος

Ο κόσμος στην πόλη τριγυρνάει χωρίς σκοπό. Μετράει τις πλάκες στα πεζοδρόμια, χαζεύει τις βιτρίνες που σιγά-σιγά μαζεύουν για το κλείσιμο, ίσως βάλει το κεφάλι μέσα από την πόρτα να ρωτήσει για κάτι που είδε και να φύγει. Κάποιοι έχουν βγει για περπάτημα αθλητικής υφής κι άλλοι σε δυάδες για περπάτημα επικοινωνιακής υφής, για κουβεντούλα και συζήτηση.

Κάποιοι μόνοι με την ανησυχία, την αναστάτωση χαραγμένη και εμφανή στο βλέμμα. Είχαν συνηθίσει να βρίσκουν μια παρηγοριά στη ζεστασιά της καρέκλας του μαγαζιού που τώρα είναι αναποδογυρισμένη και στοιβαγμένη με την παρέα της. Στη μικρή κουβέντα που θα αντάλλασσαν με το σερβιτόρο ή τη σερβιτόρα που σήμερα απεργεί. Και καλά κάνει.

Ας μείνουμε λίγο στο βάδισμα χωρίς σκοπό. Ίσως κάποιες φορές αυτός είναι ο μόνος τρόπος να καταλάβει, να κατανοήσει κάποιος το βάδισμα του, να ζυγίσει το περιπατητικό του τέμπο, τους δρόμους και τα στενά, την πόλη του και τον ψυχισμό της. Περπατάς πραγματικά, είσαι ένας τρόπον τινά flâneur, περιπλανώμενος, πλάνης όταν δεν έχεις συνοδό και προορισμό. Η συνοδεία δεν σε αφήνει να πάρεις το δρόμο που θέλεις, να στρίψεις, από ‘δω, να χωθείς παρακάτω, να περάσεις πάνω από μια αλυσίδα που σου λέει ”απαγορεύεται η είσοδος”. Προσαρμόζεσαι σε κάτι που εικάζεις που θα θέλει ο συνοδοιπόρος ή δεν κάνεις κάτι που δεν θα θέλει. Ο προορισμός από την άλλη δεν σε αφήνει να σκέφτεσαι το κάθε βήμα, να παρατηρείς, γιατί ξέρεις ότι πρέπει να πας εκεί, όπου αρχικά πριν βγεις από το σπίτι και πάρεις τους δρόμους.

Στη Θεσσαλονίκη μπορεί να μη σκεφτόμαστε πολύ, καθώς περπατάμε, να βιαζόμαστε και οφείλεται ακριβώς στο ότι υπάρχει προορισμός. Το γρήγορο καφέ πριν τη δουλειά που θα καθίσεις να το πιεις, το μεσημεριανό τσίπουρο μετά, το πιτόγυρο πριν και μετά το βραδινό ποτό και φυσικά το μπαρ και το κλαμπ.

Σήμερα οι άνθρωποι πίσω από αυτά απήργησαν πανελλαδικά για να διαμαρτυρηθούν για το βάρος που φορτώθηκαν για την τήρηση όλων των απαραίτητων μέτρων, για τον έλεγχο στην αρχή πιστοποιητικών εμβολιασμού και νόσησης και μετέπειτα των πάντων μέχρι και ταυτοτήτων. Οι εργαζόμενοι βιώνουν πολλαπλάσια κούραση, η ευθύνη τους μεγάλωσε, οι πιέσεις για να μη γίνει λάθος επίσης. Γυρνάνε σπίτι έχοντας σκανάρει κόσμο και κοσμάκη. Το κλίμα της πανδημίας, επίσης, ως γεγονός και μόνο αποθάρρυνε τον κόσμο από το να βγει. Ο τζίρος έπεσε, αλλά δεν υπήρξε κάποια έμπρακτη στήριξη ούτε στο κομμάτι των ενοικίων, ούτε των δημοτικών τελών, αλλά ούτε και στο ΦΠΑ. Η αδιαφορία έπιασε όλοι την κλίμακα (ιδιοκτήτης, Δήμος, Υπουργός). Αντ’ αυτού και παρά τη συνεχή τους προσπάθεια για συνέπεια στο μεγαλύτερο ποσοστό (πράγματι, υπήρχαν εξαιρέσεις) να αντεπεξέρχονται τόσο στις ανάγκες της πανδημίας, όσο και των πελατών τους αντιμετώπιζαν ένα διαρκές άγχος μην τυχόν και δεν έχουν ένα μικροπράγμα, όπως ένα αυτοκόλλητο στην πόρτα σχετικά με τον κορονοϊό ή μην τυχόν κι έρθει ο ελεγκτής και βγάλει με το μέτρο και του λείπουν μερικά εκατοστά για την προβλεπόμενη απόσταση. Για τα πρόστιμα, για να θυμηθούμε και μια ατάκα της μελλοντικής ιστορίας…μη βιώσιμα.

Το βράδυ που σιγά-σιγά τα εμπορικά καταστήματα κλείνουν η απουσία των ανθρώπων της εστίασης γίνεται αισθητή. Οι άνθρωποι στο δρόμο τα χάνουν, Σπεύδουν βιαστικά προς το παρκαρισμένο τους αμάξι, να γυρίσουν στην ασφάλεια του σπιτιού τους αποφεύγοντας αυτή την ανοίκεια αίσθηση του έξω. Φοιτητές έχουν κανονίσει από χθες ήδη ή έστω σήμερα το πρωί σε ποιανού το σπίτι θα μαζευτούν. Όσοι σχολάνε δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία να ρωτήσουν κάποιο φίλο πού είναι ή τι ώρα σχολάει για να πιουν ένα ποτό μετά. Να ηρεμήσουν ρε παιδί μου από την τρέλα και την κούραση, να κλείσουν την πόρτα της υποχρέωσης και να μπουν στον κόσμο της ζωής που τρέχει εκεί έξω.

Η συμμετοχή στην απεργία, δηλαδή στη συμφωνία για το κλείσιμο κυρίως κι όχι τόσο στις κινητοποιήσεις ήταν μαζική. Σχεδόν όλα τα καταστήματα εστίασης στην όλη κλειστά, ακόμα και μεγάλες αλυσίδες. Οι φούρνοι είχαν την τιμητική τους, ουρές που έπρεπε να περιμένεις λεπτά ολόκληρα για μια μπαγκέτα ή ένα κουλούρι. Το τι τυρόπιτα έφυγε σήμερα θα πρέπει να καταγραφεί. Στα takeawαy, σε όσα δεν έκλεισαν, δηλαδή, μπαίνανε πολλοί από αμηχανία απλά και μόνο για να πάρουν κάτι, χωρίς να ξέρουν τι. Μερικά ασιατικά ανοιχτά, εκτός κλίματος, ίσως από πάντα.

Περπατώντας κανείς μόνος αντιλαμβάνεται τον ψυχισμό της πόλης κι αυτό που μπορεί να γίνει αντιληπτό σήμερα είναι ότι η Θεσσαλονίκη είναι ταυτισμένη με τη διασκέδασή της. Με τα καλά και τα στραβά της. Τους έτσι και τους αλλιώς. Την κοινοτοπία, την ομοιομορφία, αλλά και τα εναλλακτικά της. Τα μαγαζιά είναι τα μέρη που τυχαία βρίσκουμε μια παρέα από το σχολείο τυχαία, χαιρετάμε και τελικά καταλήγουμε ζαλισμένοι στο σπίτι τα χαράματα. Πέρα από έρωτες, φιλίες, ξενύχτια, αναμνήσεις που θα μπορούσαμε να γράψουμε άπειρα και επ’ άπειρον και επί πάπυρον, όλα μα όλα τα μαγαζιά της πόλης συνθέτουν ένα γλυκό πλέγμα, ένα απέραντο αίσθημα ζωής, μια οικεία ασφάλεια και μια ασφαλή οικειότητα πως ότι κι αν γίνει θα χωθούμε σε ένα που θα βρεθεί στο δρόμο μας κι όλα θα είναι καλά ή έστω καλύτερα.

Δεν νομίζω όλα αυτά να μας τα προσφέρουν άνθρωποι αχάριστοι, όπως τους χαρακτήρισε σήμερα ο Υπουργός των Οικονομικών μας.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα