Οι Θεσσαλονικείς: Κωνσταντίνος Μπέσιος
Ιστορίες ζωής από μια Θεσσαλονίκη που νοσταλγούμε.
Κάποιοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Θεσσαλονίκη. Άλλοι απλά την επέλεξαν ή μετοίκησαν σε αυτήν ως εργασιακοί ή ερωτικοί μετανάστες. Ο καθένας και η καθεμία έχουν και από μια ιστορία ή μια ανάμνηση να αφηγηθούν με φόντο την πόλη. Είναι οι άνθρωποι που είδαν και έζησαν όλες τις αλλαγές της στο πέρασμα των χρόνων. Είναι οι Θεσσαλονικείς.
Γεννήθηκα στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου 1949 σε μια ρημαγμένη Ελλάδα. Λίγο δηλαδή μετά το τέλος του εμφύλιου. Η οικογένεια μου έμεινε για δύο χρόνια εκεί και μετά μετακόμισε στην Βέροια από την οποία καταγόταν και έμενε πριν τον γάμο τους η μητέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος ξυλείας και μετέφερε την επιχείρηση του εκεί. Στην Βέροια γεννήθηκε και ο κατά τρία χρόνια μικρότερος αδελφός μου, που είχα την ατυχία να χάσω πολύ νωρίς.
Ήμασταν μια κλασσική μικροαστική οικογένεια ποτέ δεν γίναμε πλούσιοι αλλά και ποτέ δεν μας έλειψε κάτι. Δεν έχω δηλαδή καμία μνήμη στέρησης ή απωθημένα. Αν και ο γάμος των δικών μου έγινε με προξενιό, τα είχαν βρει μια χαρά μεταξύ τους και δεν θυμάμαι ποτέ στο πατρικό μου σπίτι καυγάδες κι εντάσεις. Ζούσαμε σε μια πόλη γεμάτη με κήπους, λουλούδια, νερά που κατέβαιναν απ το Βέρμιο, τον Μακεδονικό κάμπο στα πόδια της γεμάτο με φρούτα και ζαρζαβατικά τον Αλιάκμονα λίγο πιο έξω. Καμάρι της οι 70 εκκλησιές της, κάποιες βυζαντινές όπως ο Χριστός και πολλές από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η πολύ όμορφη και καλοαναστηλωμένη σήμερα Εβραίικη γειτονιά η Μπαρμπούτα αλλά και τα πολλά παλιά Μακεδονίτικα αρχοντικά που μετά από λίγο στη δεκαετία του 60 η άναρχη ανοικοδόμηση κατέστρεψε. Οι εκδρομές μας μεταξύ άλλων προορισμών ήταν στη Βεργίνα που τότε ακόμα δεν ξέραμε τι ακριβώς πόσο σημαντική ήταν.
Το καλοκαίρι ανεβαίναμε στα γνωστά χωριά του Βερμίου το Σέλι και την Καστανιά, στο χωριό του πατέρα μου την Σαμαρίνα αλλά πηγαίναμε και στις παραλίες της Κατερίνης όπως ο Μακρύγιαλος και η Μεθώνη. Πάντως στα χρόνια του Δημοτικού υπήρχε πολύς χώρος για παιχνίδι και νομίζω το χορτάσαμε. Ευτυχισμένα χρόνια. Στην Βέροια τέλειωσα το Δημοτικό και το εξατάξιο Γυμνάσιο Αρρένων.
΄Έκανα πολλούς και καλούς φίλους που 55 χρόνια μετά την αποφοίτηση μας εξακολουθώ να συναντώ και να περνάμε όμορφα. Στην επαρχία του 60 που ζούσα έφτανε σιγά σιγά ο απόηχος της μεγάλης πολιτιστικής άνοιξης που είχε μπει για καλά στην Ευρώπη. Και εκεί για πρώτη φορά άκουσα για πολιτικές διώξεις και πολιτικούς κρατούμενους καθώς ακριβώς απέναντι από το σπίτι που μέναμε ήταν το σπίτι του αριστερού γιατρού Αληχανίδη (πατέρα του παιδικού μας φίλου Σάββα) που όσο καιρό δεν ήταν στην εξορία είχε κάτω από το σπίτι-ιατρείο του ένα χωροφύλακα να τρομοκρατεί τους ασθενείς του. Μπορώ να πω ότι μέχρι το 1967 ζω πολύ ωραία χρόνια , ανέμελα σαν του Κυριάκου Μητσοτάκη, οπότε ενώ είμαι ακόμα μαθητής έρχεται το πρώτο μεγάλο χτύπημα στην ζωή μου. Αρρωσταίνει και πεθαίνει ο πατέρας μου. Στις εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο τις γνωστές Πανελλήνιες, που πριν λίγα χρόνια είχαν αντικαταστήσει τις εισαγωγικές σε κάθε τμήμα σχολής αποτυγχάνω. Εν τω μεταξύ από τον Απρίλιο την Ελλάδα κυβερνά η χούντα των συνταγματαρχών.
Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά στην οικογένεια, υπάρχει και μια μάνα δυνατή και αποφασισμένη να σπουδάσει τα παιδιά της. Υπάρχει βέβαια οικονομική στενότητα, άρα είναι απαραίτητο να βρω δουλειά. Κατεβαίνω στην Θεσσαλονίκη γράφομαι στην τεχνική σχολή «Ευκλείδης» και ψάχνω για δουλειά.
Ευτυχώς στην Θεσσαλονίκη έχει ήδη μετακομίσει η αδελφή της μητέρας μου, με την οποία είχαμε εξαιρετικά καλή σχέση και της οποίας τα παιδιά ήταν ήδη φοιτητές. Λόγω της θείας αυτής ήξερα κάπως την Θεσσαλονίκη μια και ένα μέρος από τις διακοπές μου το περνούσα εδώ. Είμαστε πια στο 1968 εγώ είμαι κάτοικος Θεσσαλονίκης, και σίγουρα από τους τυχερούς που πρόλαβαν να γνωρίσουν τους ποιητές όπως λέει κι ο Σαββόπουλος. Τι άλλο πρόλαβα την Νέα Παραλία να κατασκευάζεται , τους Σαλονικιούς να κολυμπάνε στην Μπότσαρη, το «Μακεδονία Παλλάς» ξενοδοχείο Τ.Α.Π.Ο.Τ.Ε τότε, να παίρνει άδεια από την χούντα και να χτίζεται παράνομα ενώ μέχρι τότε απαγορευόταν να κτιστεί οτιδήποτε στην παραλία , τις μεγάλες ουρές ανθρώπων που περίμεναν τα καραβάκια για να πάνε στην Περαία, το Μπαχτσέ Τσιφλίκι και την Αγία Τριάδα.
Τα πράγματα άρχισαν να μπαίνουν σε μια τάξη, η απαραίτητη για την επιβίωση δουλειά βρέθηκε και στις καινούργιες Πανελλήνιες τα πράγματα πήγαν καλύτερα και ήμουν πια φοιτητής της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσσαλονίκης της μόνης σχολής εκτός Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου τότε. Σήμερα η Βιομηχανική σχολή έχει γίνει πια Πανεπιστήμιο με πολλές σχολές και τμήματα. Είναι το πολύ γνωστό Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Η Βιομηχανική στεγαζόταν σ ένα κτίριο που ήταν ιδιοκτησία της Μητρόπολης και βρισκόταν απέναντι από τον Μητροπολιτικό Ναό στην οδό Αγίας Σοφίας 3 . Σήμερα στο ισόγειο της τότε σχολής που στεγάστηκε μετά από χρόνια σε ιδιόκτητο κτίριο στην Πανεπιστημιούπολη στεγάζεται σούπερμάρκετ γνωστής μεγάλης αλυσίδας.
Η δουλειά που βρήκα μου επέτρεπε να βοηθώ την οικογένειά μου, αλλά και να αυτονομηθώ αποκτώντας το δικό μου φοιτητικό δωμάτιο κι έχοντας ένα καλό χαρτζιλίκι που μου επέτρεπε να συμμετέχω στη φοιτητική ζωή της πόλης. Και συνεχώς ανακάλυπτα πράγματα που με ενθουσίαζαν και που αγαπούσα. Για ποιο από όλα να πρωτομιλήσω; για τους κινηματογράφους που από το σχολείο μας απαγόρευαν να πηγαίνουμε κι εδώ είχα όσους ήθελα. Ποιον να πρωτοθυμηθώ από τους κινηματογράφους του κέντρου.
Οι πιο πολλοί έχουν μετατραπεί πια σε σουπερμάρκετ. Να πω για την ιστορία μερικά ονόματα από σκοτεινές αίθουσες στις οποίες ανακάλυψα την ομορφιά των εικόνων. Αίαντας, Αλέξανδρος, Αριστοτέλειον, Διονύσια, Εγνατία, Ηλύσια, Θυμέλη, Μακεδονικόν ,Ναυαρίνο, Ράδιο Σίτυ, Ριβολι, Σινεέπ, Τιτάνια, Φαργκάνη. Να μην ξεχάσω το Φεστιβάλ Κινηματογράφου που τότε γινόταν στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών , το πανηγύρι εκείνης της εβδομάδας, τον Β΄ εξώστη τις βραδιές που ακολουθούσαν στο Ντορέ και μετά το στήσιμο έξω από τα εκδοτήρια των εισιτηρίων για να προμηθευτούμε τα εισιτήρια της επόμενης μέρας.
Τις παραστάσεις του Κρατικού δεν τις έχανα με τίποτε. Γύρω στο 1972 γνώρισα τους ηθοποιούς που απαρτίζανε το Θεατρικό Εργαστήρι της Τέχνης και που είχαν ανεβάσει μια εξαιρετική παράσταση με την Φαύστα του Μποστ. Γίναμε φίλοι και όποτε μπορούσα πήγαινα και τους βοηθούσα στην ταξιθεσία. Δύσκολα χρόνια καθώς λόγω των φοιτητικών κινητοποιήσεων η χούντα είχε αγριέψει και η αστυνομία ήταν παρούσα στα μέρη που μαζευόταν φοιτητές. Ήταν όμως όμορφα χρόνια ίσως επειδή ήμασταν νέοι και είχαμε κουράγιο να αντισταθούμε. Οι επισκέψεις σε ταβερνάκια ήταν πολλές και συνοδευόταν από πολύ τραγούδι. Με πολλή νοσταλγία αναπολώ κατεβάσματα με τα πόδια από την πάνω πόλη, με τραγούδι και πολλές πλάκες καθώς περνούσαμε τα νεκροταφεία. Αγαπούσα και εξακολουθώ να αγαπάω πολύ την περιοχή γύρω από τα κάστρα στην Πάνω Πόλη. Κάτω στο κέντρο τα πρώτα χρόνια το στέκι μας ήταν η χορτοφαγία του Γκιγκιλίνη, στην γωνία των οδών Τσιμισκή και Χρυσοστόμου Σμύρνης. Η λεμονάδα κόστιζε 3 δραχμές και οι πατάτες φούρνου 5. Ήταν προδικτατορικό στέκι καθώς στη Διαγώνιο βρισκόταν τότε τόσο τα γραφεία της Νεολαίας Λαμπράκη, όσο και τα γραφεία της ΕΔΗΝ της νεολαίας της Ένωσης Κέντρου.
΄Έξω από την τζαμαρία ερχόταν οι υπεύθυνοι του σπουδαστικού της Ασφάλειας και καλούσαν όποιον ήθελαν να εκφοβίσουν ή να πάρουν για ανάκριση. Δίπλα στο Γκιγκιλίνη επί της Χρυσοστόμου Σμύρνης βρισκόταν το βιβλιοπωλείο του Μανώλη Αναγνωστάκη. Το καλοκαίρι κατεβαίναμε στην παραλία στο Ζαχαροπλαστείο Λάζαρος δίπλα στο παλιό αμερικανικό προξενείο στην γωνία Μητροπολίτου Ιωσήφ με παραλία για να φάμε τον φημισμένο ντοντουρμά του. Αργότερα λόγω Βιομηχανικής καθόμασταν στο Αχίλλειον στην παραλία. Εκεί μπροστά στη βιτρίνα καθόταν πάντα συντροφιά με την θανάσιμη μοναξιά του ο Αλέξης Ασλάνογλου. Και θυμάμαι βέβαια στου Φλόκα στην γωνία Τσιμισκή και Αγίας Σοφίας καθισμένο τον Τάκη Κανελλόπουλο.
Εν τω μεταξύ ο μικρότερος αδελφός μου έχει μεγαλώσει κι αυτός και είναι πια φοιτητής στο Γεωλογικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής. Αποφασίζουμε ότι δεν υπάρχει λόγος η μητέρα να μένει μόνη στην Βέροια και επειδή είμαστε άνθρωποι του κέντρου βρίσκουμε ένα ωραίο διαμέρισμα στην Νικηφόρου Φωκά 26 και μένουμε πάλι όλη η οικογένεια μαζί. Καθώς τα πράγματα γινόταν μέρα με την μέρα πιο δύσκολα άρχισε να ανεβαίνει κατακόρυφα η αντιδικτατορική διάθεση της νεολαίας και κυρίως των φοιτητών. Και επειδή οι επίσημοι φοιτητικοί σύλλογοι των σχολών ήταν στα χέρια των εγκάθετων της χούντας, άρχισαν να δημιουργούνται οι τοπικοί φοιτητικοί σύλλογοι στους οποίους και σπεύσαμε όλοι να γραφτούμε.
Λόγω Μακεδονίτικης καταγωγής έγινα μέλος στο σύλλογο Μακεδόνων και Θρακών Φοιτητών. Μας κυνήγησαν πολύ τότε. Θυμάμαι μια γενική συνέλευση του συλλόγου που έγινε κάτω από κλίμα φοβερής τρομοκρατίας. ΄Έχουν αρχίσει να δημιουργούνται οι πρώτες παράνομες πολιτικές νεολαίες όπως ο Ρήγας Φεραίος και η ΚΝΕ που έχει σαν σπουδαστική της παράταξη την ΑΝΤΙ-ΕΦΕΕ ή Πανσπουδαστική . Μπλέκομαι ενεργά στο παράνομο κίνημα που κορυφαία του στιγμή ήταν η κατάληψη του Πολυτεχνείου. Μετά ακολουθεί η είσοδος των τάνκς, η πτώση του Παπαδόπουλου, η τρομοκρατία του Ιωαννίδη. ΄Έχουν μαυρίσει τα σωθικά μας. Η ανατροπή του Μακάριου και η εισβολή των Τούρκων με βρίσκουν στους Παξούς. Επιστρέφω άρον άρον. Με θυμάμαι το βράδυ της μεταπολίτευσης με 200 ακόμα τρελούς μεταξύ των οποίων και ο αξέχαστος Θωμάς Βασιλειάδης να φωνάζουμε στην Τσιμισκή για τον φασισμό που πέθαινε εκείνο το βράδυ. Μια μαγική καλοκαιριάτικη μέρα ήταν η επόμενη καθώς περπατούσαμε στο δρόμο και από όλα τα δισκάδικα της περιοχής που τότε ήταν και πολλά ξεχύνονταν οι απαγορευμένες μέχρι τότε μουσικές του Μίκη Θεοδωράκη.
΄Έντονα πολιτικοποιημένη η περίοδος. Δημιουργούνται τα πολιτικά κόμματα. Ο Καραμανλής νομιμοποιεί το ΚΚΕ. Πηγαίνω σε εκδήλωση με τον Λεωνίδα Κύρκο. Με εντυπωσιάζει πολύ. Γίνομαι μέλος του Ρήγα Φεραίου. Προκηρύσσονται οι πρώτες ελεύθερες φοιτητικές εκλογές. Κατεβαίνω υποψήφιος και εκλέγομαι ο πρώτος μεταδικτατορικός πρόεδρος του συλλόγου φοιτητών ΑΒΣΘ. Αγώνας για αποχουντοποίηση και βάθεμα της δημοκρατίας. Είναι η καλύτερη περίοδος της ζωή μου αλλά και των περισσότερων από τους συνομήλικους μου. Είμαστε νέοι έχουμε ολόκληρη ζωή μπροστά μας, δικαιωμένοι και καταξιωμένοι λόγω της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και με όνειρά που φτάνανε στα όρια της βεβαιότητας ότι εμείς σίγουρα θα αλλάξουμε τον κόσμο.
Το 1976 πηγαίνω στην Σουηδία για να εξετάσω την δυνατότητα πραγματοποίησης μεταπτυχιακών σπουδών. Πολύ ενδιαφέρουσα η εμπειρία και συμπαθέστατοι οι άνθρωποι που γνώρισα εκεί αλλά εκκρεμεί το στρατιωτικό μου κι εγώ δεν θέλω να αποκλειστώ ως ανυπότακτος από την δυνατότητα επιστροφής στην Ελλάδα. Ευτυχώς όπως θα φανεί αργότερα. ΄
Έτσι επιστρέφω στην Ελλάδα παρουσιάζομαι στο ηρωικών όπως το αποκαλούσαν καθώς και όλα τα άλλα 11ον Σύνταγμα Πεζικού στο οποίο παρουσιαζότανε όσοι ήταν υπόχρεοι μειωμένης θητείας και από εκεί μετά το τέλος της βασικής Εκπαίδευσης φύλλο Πορείας για την Μόρια. Την γνωστή Μόρια εκεί που λίγο καιρό πριν ήταν ο τόπος που πέρασαν δύσκολες ώρες πρόσφυγες που ζήτησαν την βοήθειά μας, αλλά και ο τόπος που οι γιαγιάδες της Μυτιλήνης έγιναν γνωστές σ’ όλο τον κόσμο καθώς περιποιούνταν το μικρό προσφυγόπουλο. Το τάγμα που υπηρετούσα ήταν από αυτά που υπήρχαν στα χαρτιά και επανδρώθηκαν μετά την τραγωδία της Κύπρου. Στην αρχή δεν υπήρχαν ακόμα οι εγκαταστάσεις τις οποίες έκτιζαν οι φαντάροι του Τάγματος και εμείς μέναμε μέσα στο χωριό σε κτίσματα που υπήρχαν στο λόφο γύρω από την εκκλησία του άγιου Δημήτρη. Η μεγάλη μου τύχη, που καθόρισε ολόκληρη την θητεία μου στο στρατό ήταν η παρουσία του Θωμά Κοροβίνη στο ίδιο τάγμα .
Μέσα στις απίστευτες δυσκολίες του μεταχουντικού στρατού ήταν τόσο μεγάλο στήριγμα που με νοσταλγία στ αλήθεια αναπολώ τις μέρες του στρατού. Ο ίδιος υπέφερε πολύ. Κρατάμε την αγάπη μας και την σχέση μας από τότε με την ίδια ένταση αλλά και 44 χρόνια μετά την προσφώνηση «σειρά», γιατί ως γνωστόν η σειρά στο στρατό είναι ή τουλάχιστον στα χρόνια μου ήταν κάτι πολύ ιερό. Κι ενώ οι φαντάροι συνήθως μισούν τον τόπο που υπηρετούν εμείς λατρέψαμε την Λέσβο και την Μυτιλήνη.
Και τότε ήρθε το Δεύτερο μεγάλο χτύπημα στην ζωή μου. Τρίτη 20 Ιουνίου 1978 λίγο μετά τις 11 το βράδυ ετοιμαζόμουν να πάω να φυλάξω σκοπιά που άρχιζε τα μεσάνυχτα. Λίγο μετά τις 11 λοιπόν κουνηθήκαμε δυνατά αλλά πάλι δεν πήγε ο νους μου στο κακό. Ώσπου μετά από λίγο από το μικρό τρανζιστοράκι που είχα μαζί μου και θα μου κρατούσε παράνομα παρέα στην σκοπιά άκουσα για τον μεγάλο σεισμό της Θεσσαλονίκης από τον οποίο κατέρρευσε η επί της οδού Νικηφόρου Φωκά 26 οικοδομή. Το μόνο που μπόρεσα να πω ήταν το Αμάν το σπίτι μου. Αυτό που πέρασα εκείνη την βραδιά δεν εύχομαι να το περάσει κανένας.
Ωστόσο και την σκοπιά μου έκανα και περίμενα να έλθει το πρωί για να βγω στην αναφορά του Τάγματος και να ζητήσω την άδεια να κατέβω στο χωριό, είχαμε πλέον εγκατασταθεί στις καινούργιες εγκαταστάσεις, για να προσπαθήσω να μάθω αν ζει η οικογένειά μου. Το αίτημα έγινε δεκτό και βρέθηκα στο καφενείο του χωριού να προσπαθώ να επικοινωνήσω με Θεσσαλονίκη. Πράγμα ανόητο βεβαίως μια και ήταν αδύνατη η επαφή με την πόλη. Ευτυχώς λίγο αργότερα είδα πιο ψύχραιμα τα πράγματα και τηλεφώνησα σε συγγενή μου στην Αθήνα η οποία μόλις με άκουσε μου είπε το πιο όμορφο πράγμα που είχα ακούσει μέχρι τότε. Ζούνε και οι δύο, εννοώντας την μητέρα μου και τον αδελφό μου. Είχαμε μείνει «με το βρακί στον κώλο» που λέει κι ο λαός, δεν είχαμε πια οικογενειακή μνήμη (αυτό θα το διαπίστωνα αργότερα) καθώς δεν υπήρχε ούτε μία οικογενειακή φωτογραφία, είχαμε χάσει φίλους αγαπημένους (κυρίως η μητέρα μου) που συγκατοικούσαμε στην οικοδομή αλλά το «ζούνε και οι δύο» εκείνης της στιγμής μου άλλαξε την διάθεση και με έκανε να γυρίσω σχεδόν ευτυχής στο Τάγμα.
Ένα μήνα μετά πήρα και 20 μέρες άδεια ως σεισμόπληκτος. Πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος. Αργότερα άκουσα την μητέρα σε ερώτηση φίλου για πιο πράγμα στενοχωρήθηκε περισσότερο από όλα όσα ακολούθησαν την πτώση της οικοδομής να απαντά. Για την φίλη μου την Λόλα και τα κεντήματα της προίκας μου. Τα άλλα θα τα κάνω ξανά. Και τα έκανε. Θα ήθελα να πω πως από τα πράγματά μας δεν σώθηκε τίποτε. Τα μπάζα της οικοδομής είχαν μεταφερθεί στο Καυταντζόγλειο. Σε επίσκεψη του αδελφού μου εκεί είχαν βρεθεί τα χαλιά της οικογένειας. Του είπανε από την αστυνομία πως για να μην παίρνει ο ένας πράγματα του άλλου θα τους φωνάξουν μια μέρα όλους μαζί για να τα πάρουν. Και βέβαια την συγκεκριμένη μέρα τα χαλιά δεν υπήρχαν στο συγκεκριμένο μέρος. Η μάνα επιστρέφει προσωρινά στη Βέροια κι εγώ στο στρατό μέχρι τον Μάιο του 79 οπότε και παίρνω απολυτήριο.
Μπαίνει επιτακτικά το θέμα της επαγγελματικής αποκατάστασης και ευτυχώς λίγο από τύχη, λίγο λόγω σεισμού βρίσκομαι υπάλληλος στην διεύθυνση Μνημείων της ΥΑΣΒΕ η οποία λίγο αργότερα μεταφέρεται στο Υπουργείο Πολιτισμού και πιο συγκεκριμένα στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Αγάπησα την δουλειά στα μνημεία γιατί αγαπούσα ήδη πολύ τα Βυζαντινά μνημεία της πόλης. Γι αυτό και τώρα είμαι έξαλλος με το ανοσιούργημα που αγράμματοι και απαίδευτοι αλαζόνες με πρώτο τον πρωθυπουργό της χώρας, διαπράττουν στο σταθμό της Βενιζέλου. Επίσης η Διεύθυνση Μνημείων που μεταφέρθηκε στην Εφορεία Βυζαντινών ήταν μια καινούργια υπηρεσία που είχε στελεχωθεί με νέους υπαλλήλους οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν εξαιρετικοί επιστήμονες και άνθρωποι. Υπήρχαν και μερικοί που ήταν για τα ανάθεμα αλλά ήταν αμελητέα ποσότητα. Μ αυτούς πορεύτηκα στο υπόλοιπο της επαγγελματικής μου ζωής γιατί από την Εφορεία Βυζαντινών μετά από 36,5 χρόνια συνταξιοδοτήθηκα. Για πάνω από τριάντα χρόνια τις εργάσιμες μέρες κάθε πρωί γύριζα την πλάτη μου στην ασχήμια της πόλης και είχα για συντροφιά μου ένα Ρωμαικό κτίσμα, Βυζαντινά ψηφιδωτά, ένα οθωμανικό μιναρέ και τις υπέροχες τριανταφυλλιές της Ροτόντας με καύχημα της την φοβερή κίτρινη.
Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό γιατί στις αρχές της δεκαετίας του 80, μετά από πρόσκληση φίλης βρέθηκα να βοηθάω την λειτουργία των Γραφείων της γνωστής Μ.Κ.Ε «Τέχνη» που τότε είχε πρόεδρο την αξέχαστη Αλκη Κυριακίδου Νέστορος και στεγαζόταν στο διατηρητέο της Στρατηγού Καλλάρη 5, που τώρα στεγάζεται η ΕΣΗΕΜΘ.
Εκτός από τα πολλά με πρώτο το Φεστιβάλ Κινηματογράφου που η πόλη χρωστάει στην «Τέχνη», εγώ της χρωστάω ακόμα περισσότερα για την ποιότητα των εκδηλώσεων που παρακολούθησα και τους πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους που γνώρισα και τα φοβερά ηλιοβασιλέματα στο Θερμαϊκό που από το μπαλκόνι της είδα. Και είναι και τα χρόνια εκείνα που μου συμβαίνει η μεγαλύτερη απώλεια της ζωής μου που είναι ο θάνατος του 32χρονου αδελφού μου από έμφραγμα την 1η Σεπτεμβρίου του 85. Βρίσκομαι να έχω χρεωθεί συναισθηματικά, μόνος πια, την μάνα που επιπλέον είχε χάσει και παιδί.
Έπρεπε να μην της λείψει τίποτε άλλο. Νομίζω ότι το κατάφερα όταν θυμάμαι τις τελευταίες της στιγμές και τις ευχές της πριν φύγει. Πέρασα κι από το De Facto κι έχω μόνο καλά πράγματα να θυμάμαι από εκεί.
Μεγάλη μου αγάπη η μουσική και ξαφνικά βρίσκομαι να έχω μια σημαντική δισκοθήκη . Αυτός είναι και ο λόγος που όταν πια ξεκίνησε η Ελεύθερη Ραδιοφωνία φίλοι που είχανε τότε αναλάβει την δημιουργία του πρώτου ιδιωτικού ραδιοφωνικού σταθμού του Α103 με κάλεσαν να κάνω κάποιες εκπομπές. Από εκεί βρέθηκα στον σταθμό του Μύλου, μετά στο Ράδιο Ράδιο και όταν η Βάνα Χαραλαμπίδου έκανε τον πολύ καλό σταθμό στον Πολιτισμό στους 95,8 των FM πέρασα κι εγώ 12 όμορφα χρόνια μαζί με τους υπόλοιπους συνεργάτες του σταθμού με πολλούς από τους οποίους με συνδέουν δεσμοί φιλίας. Τα τελευταία 7 χρόνια είμαι πολύ χαρούμενος που συνεργάζομαι με το Κόκκινο της Θεσσαλονίκης. Και εάν το θέλετε ναι το ραδιόφωνο είναι ένας από τους μεγάλους έρωτες της ζωής μου.
Το 1994 δέχτηκα την πρόταση ενός φίλου για να κάνουμε ένα μπαράκι στην οδό Καρόλου Ντηλ στο χώρο που προηγουμένως στεγαζόταν το φαρμακείο της πολύ καλής μου φίλης που έφυγε τόσο νωρίς της εξαιρετικής Αννας Τοκατλίδου. Ταλαντεύθηκα λίγο μια και η μόνη εμπειρία που είχα ή συνεργασία μου με το De Facto αλλά τελικά είπα το ναι. Κι έτσι γεννήθηκε το Stretto. Το οποίο στην οδό Καρολου Ντηλ 18 γωνία με Τσιμισκή έγραψε την δική του ιστορία, έγινε Μουσικό Θέμα, πέρασε στην λογοτεχνία και βέβαια σημείο αναφοράς στην πόλη . Κάποια στιγμή η ιστορία στράβωσε και την ευθύνη γι αυτό φέρνω αποκλειστικά εγώ και η ανικανότητα μου στην επιλογή σωστών συνεργατών. Κάποια στιγμή τα δικαστήρια θα βρουν το τι ακριβώς έγινε.
Στην ηλικία μου θα μπορούσε ένα τέτοιας έντασης γεγονός να είναι καταλυτικό και να οδηγήσει σε κατάθλιψη. Είχα την ευφυΐα αλλά και τους ανθρώπους γύρω μου που με στήριξαν και δεν το άφησαν να γίνει τοξικό. Σ όλους αυτούς χρωστώ ευγνωμοσύνη αλλά και το γεγονός ότι στα 70μου περνάω τα καλύτερα καλοκαίρια της ζωής μου, και να συμπληρώνω τα συγκλονιστικά μου ταξίδια στον κόσμο με νέα όπως αυτό στο Ιράν Και επί πλέον ήταν το γεγονός που με απάλλαξε από πολλές δηθενιές και μιζέριες.
Στην καθημερινότητα μου σήμερα ακούω πολύ μουσική, ετοιμάζω τις εκπομπές μου, διαβάζω, βλέπω πολλές ταινίες στις νέες πλατφόρμες όπου βρίσκω πολλά ενδιαφέροντα πράγματα, μαγειρεύω, βλέπω φίλους και κάνω για πρώτη φορά στην ζωή μου πολύμηνες διακοπές. Έτσι περίπου πέρασε η ζωή μου. Μ αυτά που μέχρι τώρα σας είπα, αλλά και και με αρκετούς μικρούς κι ένα μεγάλο έρωτα που κρατάει ακόμα. Με δυο λεβέντες γιούς τον Νικόλα και τον Ιάσονα-Χρήστο που κάθε βράδυ κλείνω την μέρα μιλώντας μαζί τους κι αισθάνομαι ευτυχής όταν μου λένε ότι πέρασαν καλά. Με τους φίλους μου, τον θησαυρό μου που 50 χρόνια πορευόμαστε μαζί. Που παλεύουν κι αυτοί για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη κι έχουν αφήσει μέσα τους χώρο για τις καθημερινές αξίες της ανθρωπιάς.
Δεν ξέρω αν έχει αλλάξει η Θεσσαλονίκη ή έχω αλλάξει εγώ κι έχω γίνει πιο δύσκολος, αλλά βρίσκω άσχημη την Θεσσαλονίκη πράγμα του γίνεται ακόμα πιο έντονο όταν βλέπω παλιές φωτογραφίες της πόλης και σκέφτομαι σε τι πόλη θα ζούσα αν δεν υπήρχε αυτή η πλεονεξία. Με στενοχωρεί το ελάχιστο πράσινο, τα γκράφιτι στους τοίχους η βρωμιά στους κεντρικούς δρόμους όπως π.χ, η Δημητρίου Γούναρη , τα επικίνδυνα πεζοδρόμια όπως αυτά κάτω από το σπίτι μου στην πλατεία Ιπποδρομίου, οι άθλιες συγκοινωνίες. Ωστόσο ξέρω που ζουν οι άνθρωποι μου και που αισθάνομαι ασφαλής. Γι αυτό αν με ρωτήσετε τι είμαι θα σας απαντήσω χωρίς δισταγμό. Μην πιστεύετε τις ταυτότητες λένε ψέματα. Είμαι Σαλονικιός.
Δείτε επίσης…
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ