Οι Θεσσαλονικείς: Στέργιος Κωνσταντίζκης
«Δεν άφησα ποτέ την Θεσσαλονίκη παραπάνω από μια εβδομάδα που είναι οι διακοπές...»
Κάποιοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Θεσσαλονίκη. Άλλοι απλά την επέλεξαν ή μετοίκησαν σε αυτήν ως εργασιακοί ή ερωτικοί μετανάστες. Ο καθένας και η καθεμία έχουν και από μια ιστορία ή μια ανάμνηση να αφηγηθούν με φόντο την πόλη. Είναι οι άνθρωποι που είδαν και έζησαν όλες τις αλλαγές της στο πέρασμα των χρόνων. Είναι οι Θεσσαλονικείς.
Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1919 και μεγάλωσε στην Νέα Ζίχνη Σερρών. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία 8 ετών. Ήταν εύστροφος, εργατικός και επαναστατικό πνεύμα. Η μητέρα μου γεννημένη το 1927 στην Μεθώνη Πιερίας ήταν από προσφυγική οικογένεια της Ανατολικής Θράκης. Ο προππάπους μου ήταν από το Καλαπόδι ένα χωριό στα σύνορα με την Βουλγαρία και τον έλεγαν Κωνσταντζίκ δηλαδή ο Κώστας ο μικροκαμωμένος και από εκεί προήλθε το επίθετο. Το όνομα μου το πήρα από ένα θείο αδελφό του πατέρα μου που σκοτώθηκε σε ένα ατύχημα με τρακτέρ δυο χρόνια πριν γεννηθώ.
Ο πατέρας μου δούλευε σαν σερβιτόρος και καφετζής από πολύ μικρή ηλικία και πέρασε δύσκολα χρόνια στην κατοχή. Το 1941 των εκτόπισαν σε ένα πολύ γνωστό μοναστήρι που λειτουργούσε και ως στρατόπεδο το Ρίλα νότια της Σόφιας στο όρος Ρίλα. Ήταν υπεύθυνος του οικονομικού τομέα του Ε.Α.Μ. Το 1945 τον κάλεσαν να ολοκληρώσει το στρατιωτικό του στο τάγμα Μηχανικού στην Χ.Α.Ν.Θ και τον Αύγουστο του 1946 τον έστειλαν στον Αι Στράτη και έπειτα στην Μακρόνησο. Την ιστορία του την εξέδωσε στο βιβλίο του με τίτλο «Μαρτυρία» από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ σε επιμέλεια του Γιώργου Γιαννόπουλου.
Απολύθηκε το 1950 και ήρθε στην Θεσσαλονίκη γιατί εκεί ήταν τα αδέλφια το. Δούλεψε και πάλι σαν σερβιτόρος και αργότερα σαν ζαχαροπλάστης και μάγειρας κυρίως στο Ελ Αλαμέιν ένα μαγειρείο στην Μητροπόλεως και στο Ζαχαροπλαστείο του Αργύρη στην Τσιμισκή που ήταν από τα πολύ καλά ζαχαροπλαστεία της εποχής. Την καλοκαιρινή σεζόν δούλευε ως λουκουματζής στον κινηματογράφο Ζέφυρο της Αριστοτέλους γιατί ήταν εξπέρ στους λουκουμάδες. Το 1956 γνωρίζει την μητέρα μου και παντρεύονται το 1958.
Όλα μου τα χρόνια τα πέρασα στην Β. Όλγας, όλη μου την ζωή την θυμάμαι εκεί. Αρχικά οι γονείς μου έμειναν στην Ιατρού Ζάννα σε μια τετραώροφη πολυκατοικία. Όταν ήμουν μικρός χτιζόταν η γειτονιά και πρόλαβα μερικά αρχοντικά στην Όλγας -που την λέγαμε και οδό των εξοχών – που δεν υπάρχουν πλέον. Το 1959-1960 ο πατέρας μου αποφασίζει να κάνει δική του επιχείρηση και νοικιάζει ένα γωνιακό μαγαζί Β.Όλγας 72 με 1.000 δραχμές ενοίκιο το μήνα και το ονομάζει η Γωνία. Το 1969 μία γυναίκα που είχαμε για την προετοιμασία τα μεσημέρια άναψε τα κάρβουνα μπροστά στην ψησταριά και πήγε να κάνει κάτι δουλειές στο πίσω μέρος. Μέχρι να γυρίσει είχαν αρπάξει τα κάρβουνα, είχε γύρω γύρω ξύλινη κατασκευή και το μαγαζί πήρε φωτιά. Το φτιάξαμε και πάλι από την αρχή και ο πατέρας μου είχε την φαεινή ιδέα να το ονομάσει “Η καμμένη γωνιά” που είναι και μέχρι σήμερα η ονομασία του. Τη θυμάμαι την φωτιά ήμουν στο δημοτικό και γύριζα από το σχολείο και μου το είπαν στο δρόμο ότι το μαγαζί μας πήρε φωτιά.
Γεννήθηκα στις 16 Νοεμβρίου του 1962 και η αδελφή μου το 1959. Τότε μέναμε στην Β. Όλγας 97. Υπάρχει και σήμερα η πολυκατοικία. Ζήσαμε καλά παιδικά χρόνια, ανέμελα, δεν ζήσαμε τις δυσκολίες των γονιών μας, ήταν χρόνια ειρηνικά, περίοδος αλλαγών, είχαν τελειώσει οι πόλεμοι. Υπήρχε βέβαια η αυστηρότητα και ο πατέρας μου ως αριστερός ταλαιπωρήθηκε να βγάλει άδεια, τον κυνηγούσαν και τα πρώτα χρόνια με την δολοφονία του Λαμπράκη ερχόντουσαν και κάνανε φασαρίες, σπάζανε το μαγαζί. Η δε χούντα έδωσε εντολή σε όλους τους ένστολους και τους φαντάρους να μην έρχονται απαγορευόταν γιατί ήταν στην λίστα των “κόκκινων μαγαζιών” δηλαδή αριστερών και κομμουνιστών.
Πήγα στο 6ο Δημοτικό σχολείο και τα δύο τελευταία χρόνια στο 89ο που τότε νοίκιαζε ένα οίκημα στην Ανάληψη. Γυμνάσιο και Λύκειο πήγα στο 5ο στην Ανθέων. Πρόλαβα την αλλαγή του 6τάξιου σε 3 χρόνια Γυμνάσιο και 3 Λύκειο αλλά ήταν ακόμα Αρρένων δεν πρόλαβα τα μεικτά. Είχε τελειώσει η χούντα από την οποία αυτό που μας έμεινε ήταν η καθαρεύουσα που μαθαίναμε πολύ καλά. Την εποχή της χούντας θυμάμαι και ένα σπουδαίο αθλητικό γεγονός για τα δεδομένα της εποχής. Το 1971 έφτασε ο Παναθηναϊκός στα Ευρωπαϊκά τελικά Κυπέλλου πρωταθλητριών. Έχασε 2-0 όμως έκανε το ποδόσφαιρο ακόμα πιο δημοφιλές άθλημα. Οι επάνω και κάτω δρόμοι ήταν χωματόδρομοι η Β. Όλγας διπλής κατεύθυνσης. Εκείνη την εποχή ξεκίνησαν τα έργα ανήγαν δρόμους, κλείνανε τα ρέματα και είχε ακόμα πολλές αλάνες οπότε αυτό που κάναμε όλη την ημέρα είναι να παίζουμε ποδόσφαιρο. Εκτός από αυτό η πιο ωραία έξοδος ήταν οι ντισκοτέκ και τα ζαχαροπλαστεία που τότε είχαν όλα τραπέζια για να καθίσεις μετά έγιναν στο πόδι. Συχνάζαμε στο Ελ Μόντο ένα ζαχαροπλαστείο στην Β Όλγας, στα θερινά σινεμά Αλκυονίς, Ολύμπια, Φάληρο, Ρίο και σε μια ντίσκο κοντά στο 5ο Γυμνάσιο δεν θυμάμαι το όνομα της. Είχε πίστα γύρω γύρω τα τραπέζια και στην μέση γυρνούσε η ντισκομπάλα ενώ έπαιζε ξένα τραγούδια της εποχής.
Τελειώνω το Λύκειο το 1980 και δίνω εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Εμείς ήμασταν η γενιά των εξετάσεων. Εξετάσεις από την 5η στην 6η Δημοτικού, από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο και μετά για το Λύκειο και ενδιάμεσες εξάμηνες και τέλος δύο Πανελλήνιες στην 2α και 3η Λυκείου από τις οποίες προσθέτανε τα μόρια. Πέρασα στο Μαθηματικό αλλά ξαναέδωσα την επόμενη χρονιά και πέρασα στο Πολυτεχνείου.
Από 14 ετών δουλεύω στο μαγαζί με είχαν βάλει βοηθητικό στο ταμείο. Μου είπε ο πατέρας μου τι θέλεις τις σπουδές εσύ εδώ στο μαγαζί θα έρθεις. Με κάθισε στη καρέκλα και μου είπε από εδώ δεν θα σηκωθείς και έτσι δεν έμαθα να κάνω τίποτα άλλο εκτός από το ταμείο. Τις σπουδές της έκανα γιατί απλά ήθελα να πάρω το πτυχίο. Δούλευα, ήμουν πάντα οικονομικά ανεξάρτητος και είχα μια δύο παρέες από το Γυμνάσιο ήμουν εσωστρεφής δεν έβγαινα και ιδιαίτερα έξω παρόλο που τότε με την μεγάλη αλλαγή του ΠΑΣΟΚ γινόταν ένας χαμός. Το 1980-1990 ήταν η χρυσή δεκαετία δεν έβλεπες επαίτη στο δρόμο, κυκλοφορούσε πολύ χρήμα. Τα πληρώσαμε βέβαια αργότερα αυτά που σήμερα λέμε ότι ήταν τα πιο ωραία χρόνια.
Δεν έφυγα ποτέ από αυτή την γειτονιά, δεν άφησα ποτέ την Θεσσαλονίκη παραπάνω από μια εβδομάδα που είναι οι διακοπές.
Όταν τελείωσα το στρατιωτικό μπήκα και επίσημα στο μαγαζί. Η λειτουργία του ουσιαστικά δεν άλλαξε ποτέ, ένα λαϊκό μαγαζί που έγινε γνωστό από τα σουτζουκάκια του και ως μαγειρείο για μπεκιάρηδες μοναχικούς. Ο πατέρας μου ερχόντανε στο μαγαζί μέχρι τα 90 του. Πέθανε στα 94 το 2013. Οι σπουδές μου δεν με απασχόλησαν ποτέ. Το μόνο που έμεινε από το Πολυτεχνείο ήταν ότι εκεί γνώρισα την γυναίκα μου η οποία ούτε αυτή έγινε μηχανικός αλλά καθηγήτρια πιάνου στο Δημοτικό Ωδείο Θεσσαλονίκης αφού έκανε μεταπτυχιακές σπουδές μουσικής στην Αυστρία, Παντρευτήκαμε το 1994 και το 1998 έκανα ένα γιό το Μιχάλη που πήρε το όνομα του πατέρα μου και την καλλιτεχνική φλέβα της μητέρας του γιατί ασχολείται με την μουσική.
Από το 1978 μέχρι το 1998 έπαιζα ποδόσφαιρο το οποίο εκτός από ένα άθλημα ήταν για εμένα και μια μορφή κοινωνικοποίησης, να βρίσκομαι με φίλους. Κάποια στιγμή παθαίνω ρήξη χόνδρου έχω πρόβλημα στο αριστερό πόδι και δεν μπορώ να παίξω. Πήγαινα αλλά χωρίς να μπορώ να μπω στο γήπεδο οι άλλοι έπαιζαν εγώ απλά παρακολουθούσα και αυτό ένιωθα πως ήταν λειψό δεν με γέμιζε. Στο μαγαζί είχαμε πελάτισσα την Μόνα Κιτσοπούλου του θεάτρου Παράθλαση. Μια μέρα την ρωτάω αν μπορώ να πάω στην σχολή της γιατί παρακολουθούσα θέατρο και μου άρεσε. Αποφάσισα πως την μια ημέρα που είχα να παίζω ποδόσφαιρο θα έπρεπε να βρω να κάνω κάτι άλλο που θα με γεμίζει. Οπότε χάρη στο ποδόσφαιρο μπήκα στο θέατρο. Πράγματι πήγα και έκανα μαθήματα για 3 χρόνια. Με βοήθησε να γίνω πιο εξωστρεφείς να εκφράζομαι. Μετά την σχολή με πήρε η Τίνα Στεφανοπούλου του studio Νέμεσις και παίξαμε πολλές παραστάσεις και μεγάλες επιτυχίες για μια επταετία. Το Σεξ και Σαίξπηρ θυμάμαι που έπαιζε για 5 χρόνια.
Κάθε χρόνο παίζω σε κάποια παράσταση έχω 3-4 σκηνοθέτες που εμπιστεύομαι με συμπαθούν και με επιλέγουν. Ένας από αυτούς ήταν ο Αχιλλέας Ψαλτόπουλος που παίξαμε μαζί και στην τελευταία του παράταση «Το κλουβί με τις τρελές». Τον ήξερα τον Αχιλλέα από παλιά λόγο γειτονιάς αφού έμενε λίγο πιο κάτω και είχε κάνει νέος τότε την ομάδα Θέατρο Αναζήτηση και ήταν ένα γνωστό πρόσωπο της πόλης. Φέτος θα παίξουμε στο Θέατρο Άρατος το έργο του Βασίλης Τσικάρα «Το σεξ αρχίζει τα σαράντα».
Δεν με απασχολεί το παρελθόν με ενδιαφέρει μόνο το μέλλον, αυτό που θα φέρει , αυτό που θα έρθει. Θέλω να συνεχίζω να παίζω στο θέατρο γιατί μου δίνει ενέργεια και ζωή.
Δείτε επίσης…
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ