Όταν σβήνει το φως της μέρας και ανάβει εκείνο του θαλάμου στο νοσοκομείο
Η αβάσταχτη ώρα της ημέρας που ανάβουν τα φώτα και μια ακόμα μέρα φεύγει από το παράθυρο...
Η εκπληκτική αυτή εικόνα της Όλγας μου έφερε στο νου ένα αβάσταχτο αίσθημα. Το αίσθημα της ώρας που πέφτει η νύχτα σε ένα νοσοκομείο. Έτυχε να περάσω αρκετούς μήνες, σε διάφορα διαστήματα της ζωής μου, σε νοσοκομεία. Η πρώτη φορά, και η πιο μακροχρόνια, 4 μήνες σερί, χειμώνας, ήμουν μάλιστα σε ηλικία μόλις επτά χρόνων. Στο Παπανικολάου στο Ασβεστοχώρι. Το 1973. Το ΚΤΕΛ που έφτανε τότε μέχρι το νοσοκομείο δεν ερχόταν κάθε μέρα λόγω χιονιού και έτυχε να μείνω και βδομάδα χωρίς επίσκεψη συγγενικού προσώπου.
Οι ώρες της ημέρας παλεύονταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μόλις όμως έπεφτε το σκούρο μπλε στον ουρανό και άναβε στο ταβάνι η νοσοκόμα εκείνο το θλιβερό νέον του θαλάμου ένα βαρύ αίσθημα καθόταν στο στήθος.
Όσες φορές και αν βρέθηκα στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου αυτή ήταν πάντα η πιο δύσκολη ώρα. Βλέποντας αυτή την απίστευτης δύναμης εικόνα, ο νους μου πήγε σε όλους εκείνους που βρίσκονται αυτή την εποχή σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου χτυπημένοι από τον απροσδόκητο επισκέπτη του ιού. Χιλιάδες. Αντιμέτωποι με αυτή την αόρατη, άγνωστη και δολοφονική απειλή από το πουθενά.
Χωρίς να είμαι εκεί σε ένα από αυτά τα δωμάτια είμαι σίγουρος πως η πιο δύσκολη ώρα είναι η ώρα που χάνεται το φως της μέρας και ανάβει εκείνο το θαλάμου. Μιας ακόμα μέρας. Με την ευχή να είναι η τελευταία μέρα νοσηλείας και η επόμενη να είναι εκείνη της επιστροφής στο σπίτι. Δεν είναι όλα τα φώτα της πόλης ίδια. Αυτό να ξέρεις.