Featured

Παράξενη ιστορία, ποιος ξέρει

Ένα διήγημα με την υπογραφή του Γρούιου Ηλία.

Parallaxi
παράξενη-ιστορία-ποιος-ξέρει-817775
Parallaxi
Eικόνα: Γρούιος Ηλίας

Λέξεις: Γρούιος Ηλίας

Ανέβηκα τις σκάλες λαχανιάζοντας. Το ασανσέρ είχε χαλάσει μέρες τώρα. Στα χέρια μου κρατούσα μερικά ψώνια από το σούπερ μάρκετ. 

Στην πόρτα υπήρχε κολλημένο ένα ειδοποιητήριο. Μισόκλεισα τα μάτια μου για να μπορέσω να το διαβάσω. Ήταν αδύνατον. Άφησα κάτω τα ψώνια. Ξεκόλλησα το ειδοποιητήριο ενώ έψαχνα τα κλειδιά στην πίσω τσέπη του παντελονιού μου για να ανοίξω την πόρτα.

Άνοιξα βιαστικά, πέρασα μέσα τις τσάντες με τα πράγματα και διάβασα το περιεχόμενο. Είχα δέμα από το βιβλιοπωλείο. «Επείγον», έγραφε με μεγάλα γράμματα και από κάτω υπήρχε ένα κινητό τηλέφωνο. Σχημάτισα τον αριθμό στην οθόνη του κινητού μου και άφησα τον εαυτό μου να βρει την ανάσα του. 

Η κοπέλα στην άλλη πλευρά της γραμμής μου είπε πως πέρασαν νωρίτερα και δεν με βρήκαν. Δεν θα περνούσε ξανά κάποιος οπότε έπρεπε να περάσω να παραλάβω εγώ ο ίδιος από τη μεταφορική.

Αποφάσισα να πάω την επόμενη μέρα μετά τη δουλειά και ξεκίνησα να μαγειρεύω. Η Λένα θα περνούσε το επόμενο απόγευμα μόλις σχολούσε από τη βάρδια, οπότε μαγείρεψα για έναν. Πέρασα την υπόλοιπη μέρα στο κρεβάτι.

Την επόμενη μετά την δουλειά πήγα από τη μεταφορική. Διπλοπάρκαρα από την απέναντι πλευρά και βγήκα. Έξω από τη μεταφορική μια ανθρώπινη ουρά με έκανε να σκεφτώ πως καλύτερα να εγκατέλειπα την προσπάθεια. Τελικά έμεινα. Ύστερα από αναμονή ενός τετάρτου πήρα το πακέτο κι έφυγα.

Σταμάτησα το αυτοκίνητο μπροστά από την οικοδομή και μάζευα τα πράγματα μου όταν ένα Opel Corsa σταμάτησε δίπλα μου πάνω στο δρόμο. Από μέσα ο οδηγός του, έκανε κάτι ακαταλαβίστικες χειρονομίες ανοιγοκλείνοντας παράλληλα τα χείλη του. Πάτησα το κουμπί και άνοιξα το παράθυρο. Εκείνος τεντώθηκε κι άνοιξε με το χέρι του το παράθυρο του συνοδηγού.

  • Μένω από πάνω, έκανε, δείχνοντας με τον δείκτη του δεξιού χεριού του προς τα πάνω.
  • Και λοιπόν, ρώτησα.
  • Δεν είναι κρίμα κι άδικο να μην παρκάρω μπροστά από την πόρτα του σπιτιού μου; είπε σχεδόν παραπονεμένος.

Κοίταξα νευρικά μπροστά μου την άδεια θέση κι έπειτα γύρισα προς το μέρος του. Με κοίταζε σαν χάνος ενώ από πίσω είχαν αρχίσει μερικά κορναρίσματα. Άναψα τη μηχανή κι έκανα μερικά μέτρα μπροστά στο ολότελα άδειο πάρκινγκ. Ο τύπος έκλεισε βιαστικά το παράθυρο και πήρε ξανά τη θέση του βάζοντας το αυτοκίνητο του πίσω μου.

Μόλις βγήκα έξω τον κοίταξα καθώς κατέβαινε. Ήταν γύρω στα πενήντα. Φορούσε μπουφάν και καπέλο εταιρίας φύλαξης ενώ στα δεξιά της ζώνης του ξεχώριζε η θήκη ενός κινητού η κεραία του οποίου προεξείχε χαρακτηριστικά.

  • Να εδώ μένω, έκανε δείχνοντας την πόρτα μπροστά του.

Πέρασα από μπροστά του πηγαίνοντας προς την πόρτα της διπλανής πολυκατοικίας, χωρίς καν να του απαντήσω.

Δεν είχα όρεξη να μαγειρέψω. Ούτε καν να ανοίξω το πακέτο με τα βιβλία. Παράγγειλα σουβλάκια, τα έφαγα βιαστικά και χώθηκα στο κρεβάτι.

Καθώς ξυπνούσα η Λένα πλησίασε το κρεβάτι και με φίλησε για ώρα. Είχε έρθει νωρίτερα με τα κλειδιά που της είχα αφήσει. Περάσαμε το απόγευμα χαζολογώντας.

Το βράδυ φτιάξαμε κρέπες και καθίσαμε στο μπαλκόνι. Ο διπλανός ξερόβηξε από το δικό του ενημερώνοντας μας για την παρουσία του. Πήρα τη Λένα και περάσαμε μέσα.

Όση ώρα το κάναμε χτύπαγε με κάτι στον τοίχο ή έτσι νόμιζα. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, εκείνη πήγε για ντους και εγώ βγήκα ξανά στο μπαλκόνι. Στεκόμουν όρθιος ακουμπώντας στα κάγκελα και κοιτάζοντας την αραιή κίνηση κάτω στο δρόμο. Η πόλη είχε σωπάσει.

Λίγα λεπτά αργότερα η Λένα πέρασε τα χέρια της γύρω από τη μέση μου και αναζήτησε καταφύγιο στην αγκαλιά μου. Φορούσε το μπουρνούζι μου ενώ από το δέρμα της έβγαινε η μυρωδιά από το αφρόλουτρο μου. Φιληθήκαμε για ώρα κι ύστερα σταθήκαμε αγκαλιά μένοντας σιωπηλοί.

  • Θα φύγω, έκανε αποφεύγοντας το βλέμμα μου.
  • Φύγε, της απάντησα χαμογελώντας σχεδόν.

Γέλασε νευρικά αποφεύγοντας ξανά το βλέμμα μου.

  • Εννοώ πως θα φύγω γενικά. Προέκυψε μια ευκαιρία με την δουλειά.
  • Οκέι, έκανα χωρίς να αλλάξω κάτι στην έκφραση του προσώπου μου.
  • Δεν σε νοιάζει έτσι;

Δεν απάντησα. Δεν υπήρχε κάτι να πω εκείνη τη στιγμή. Θα προτιμούσα να έβγαινε ο μαλάκας από δίπλα και να μας έκανε κάποια παρατήρηση για να με βγάλει από τη δύσκολη θέση.

Η Λένα πέρασε μέσα στο δωμάτιο και άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Εγώ στάθηκα στην πολυθρόνα της βεράντας σαν αποκαμωμένος.

Μόλις άκουσα την πόρτα να χτυπάει δυνατά πέρασα μέσα. Στο τραπεζάκι πρόσεξα τα κλειδιά που της είχα αφήσει. Έβαλα ένα ποτό και βγήκα ξανά στο μπαλκόνι. Δεν πρόλαβα να δω τη Λένα να φεύγει. Στάθηκα ξανά κοιτάζοντας τον άδειο δρόμο. Λίγα λεπτά αργότερα ο ήχος νερού που πέφτει από ψηλά διέκοψε τις σκέψεις μου. Ο τύπος από δίπλα κρατούσε ένα λάστιχο εξωτερικής βρύσης και έβρεχε από το μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου το αυτοκίνητό του.

Πέρασα μέσα αηδιασμένος. Κοιμήθηκα σχεδόν αμέσως.

Γύρω στις 11 το πρωί μου τηλεφώνησε ο κύριος Δημήτρης. Μου είπε πως θα ήταν σπίτι σε περίπου μισή ώρα. Το τηλεφώνημα του με ξύπνησε παρά το γεγονός πως έπρεπε να τον περιμένω. Μου ζήτησε συγνώμη που με ξύπνησε, του απάντησα όμως, μάλλον αποτυχημένα πως είχα ξυπνήσει από ώρα.

Ο κύριος Δημήτρης για κάποιον λόγο που ακόμα δεν είχα καταλάβει, είχε αναλάβει να φροντίζει τα σπίτια του σπιτονοικοκύρη μου. Ήταν ένας συμπαθητικός κύριος , γύρω στα εξήντα. Φορούσε πάντα φόρμα εργασίας. Το κεφάλι του ήταν σχεδόν άδειο από μαλλιά ενώ όσες τρίχες είχαν απομείνει είχαν πάρει το χρώμα του χιονιού. Η ανάσα του ήταν βαριά. Τον ταλαιπωρούσε. Αν δεν υπήρχε κάποιο άσθμα τότε σίγουρα ήταν τα κιλά που κουβαλούσε ανεβαίνοντας την σκάλα.

Άκουσα τα βήματα του και άνοιξα την πόρτα λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι. Εκείνος με καλημέρισε ευγενικά ρωτώντας με αν είμαι καλά.

Κατευθύνθηκε απευθείας στο μπαλκόνι όπου βρισκόταν το πλυντήριο. Του πρότεινα να παραγγείλω καφέ κι εκείνος αρνήθηκε ευγενικά. Η ίδια άρνηση κάθε φορά.

Καταπιάστηκε με το πλυντήριο ανασαίνοντας με δυσκολία. Πέρασα μέσα σιωπηλά, πήρα ένα εμφιαλωμένο νερό από το ψυγείο και δύο ποτήρια και τα ακούμπησα στο τραπεζάκι της βεράντας. Σε λίγα λεπτά φαίνεται να είχε τελειώσει τη δουλειά του. Γέμισα το ένα ποτήρι και του το έτεινα.

  • Κύριε Δημήτρη, να παραγγείλω καφέ; Ρώτησα ξανά σχεδόν παρακαλετά
  • Όχι παιδί μου σε ευχαριστώ, είπε αδειάζοντας μονομιάς το ποτήρι με το νερό.

Πήγα να του το γεμίσω ξανά, με σταμάτησε όμως με μια κίνηση του χεριού του.

  • Αγόρι μου άκου να σου πω, ξυπνάω στις πέντε το πρωί, ανάβω τη σόμπα και πίνω ένα καφέ. Ύστερα βγαίνω στην αυλή και κάνω κάποιες δουλειές. Στις επτά ξυπνάει η γυναίκα μου. Πίνουμε έναν καφέ μαζί και μιλάμε. Έπειτα βγαίνω στα λεμόνια μου. Μόλις τελειώσω έρχεται η αδερφή μου – χήρα η δύστυχη εδώ και χρόνια – είμαστε η μοναδική της συντροφιά. Έρχονται κι άλλοι από τη γειτονιά. Πίνω εκεί έναν τρίτο καφέ. Οπότε αγόρι μου, τέλος για σήμερα, είπε ενώ έκανε προσπάθεια να σηκωθεί από την καρέκλα
  • Να προσέχεις τον εαυτό σου αγόρι μου, είπε ενώ ακούμπησε τη βαριά παλάμη του στον ώμο μου.

Μόλις έφυγε είχα να πάω σούπερ μάρκετ για ψώνια βαριόμουν όμως αφάνταστα. Θα το έκανα αργότερα. Πήρα μια εφημερίδα που είχε μείνει στο γραφείο μου τις προηγούμενες μέρες σχεδόν ανέγγιχτη, ξάπλωσα στο κρεβάτι κι άρχισα να διαβάζω.

Μια ώρα περίπου αργότερα, ενώ η νύστα άρχισε να με κυριεύει, χτύπησε το κινητό μου. Πριν κοιτάξω την οθόνη πέρασε από το νου μου πως ήταν η Λένα. Ο άγνωστος αριθμός σταθερού τηλεφώνου με διέψευσε. Το σήκωσα διστακτικά. Στην άλλη άκρη της γραμμής μια γυναικεία φωνή αφού επιβεβαίωνε την ταυτότητα μου με ενημέρωνε πως όφειλα να περάσω από έλεγχο ΚΤΕΟ το αυτοκίνητο μου. Ρώτησα μέχρι πότε ήταν η προθεσμία και απάντησε προς απογοήτευση μου πως ήταν μέχρι σήμερα. Θυμήθηκα τα μηνύματα που είχα αγνοήσει τις προηγούμενες μέρες. Είπα πως θα περνούσα μέσα στη μέρα και το έκλεισα.

Σηκώθηκα αποδιώχνοντας την επιθυμία να κλείσω τα μάτια μου. Μπήκα κάτω στο ντους και κάθισα κάτω από το κρύο νερό για μερικά λεπτά. Ντύθηκα ελαφριά και κατέβηκα να πάρω το αυτοκίνητο.

Έφτασα σχεδόν αμέσως. Η διαδρομή προς το συνεργείο ήταν σχετικά ευχάριστη και κυρίως μοναχική. Παρέδωσα τα έγγραφα και τα κλειδιά του αυτοκινήτου στη γραμματεία και κάθισα στο σαλόνι. Η κοπέλα που πιθανόν με είχε καλέσει στο τηλέφωνο με ρώτησε αν ήθελα κάποιον καφέ η τσάι. Αρνήθηκα ευγενικά κι έριξα μια γρήγορη ματιά στα περιοδικά στο τραπεζάκι μπροστά μου. Δεν υπήρχε τίποτα να δεις.

Πήρα την τσάντα μου και πέρασα έξω.  Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, σε μια τεράστια έκταση απλωνόταν το δημοτικό νεκροταφείο της πόλης. Αναρίθμητα λευκά σταυρουδάκια συναπάρτιζαν μια μαρμάρινη νεκρόπολη που ίσως και να αριθμούσε πληθυσμό μεγαλύτερο κι από εκείνο των όσων ζούσαν σήμερα. Σκεφτόμουν πως όλοι οι άνθρωποι αυτού του τόπου θα πέρναγαν έστω για μια φορά την είσοδο αυτού του χώρου. Ακόμη κι αν οι ίδιοι δεν το γνώριζαν.

Το μακάβριο της τελευταίας μου σκέψης με έκανε να αποστρέψω το βλέμμα μου. Έκανα τον γύρο του συνεργείου φτάνοντας στην πίσω πλευρά. Εκείνη έβλεπε από ψηλά μια πεδιάδα που έφτανε μακριά μέχρι εκεί που έβλεπαν τα μάτια σου.

Εδώ δεν ακούγονταν οι ήχοι από τις μηχανές του συνεργείου. Την πεδιάδα μάγευε με την μουσική της μια χορωδία τζιτζικιών.

Άκουσα το επώνυμό μου και αναζήτησα την προέλευση της φωνής.

Ένας από τους μηχανικούς είχε έρθει μέχρι την πίσω πλευρά για να με ειδοποιήσει. Το αυτοκίνητο ήταν έτοιμο.

Πλήρωσα την κοπέλα στη γραμματεία, πήρα τα χαρτιά μου και πήγα προς το αυτοκίνητο. Μόλις έκλεισα την πόρτα πίσω μου, ένα κύμα ζέστης μου έφερε ναυτία.

Άφησα τα έγγραφα στην θέση του συνοδηγού κι άνοιξα τα δυο μπροστινά παράθυρα. Πήρα πάλι τα έγγραφα και άρχισα να τα ξεδιαλέγω. Έβαλα την άδεια του αυτοκινήτου στην θέση της, ξεχώρισα την βεβαίωση του ΚΤΕΟ που μόλις είχε εκδοθεί και τσαλάκωσα την παλιά μετατρέποντας την σε χάρτινο μπαλάκι του πινκ πόνκ. Τα υπόλοιπα τα έβαλα στο ντουλαπάκι μπροστά από την θέση του συνοδηγού.

Μόλις τελείωσα, άνοιξα την τσάντα μου διατηρώντας μια κρυφή ελπίδα πως υπήρχε κανένα ξεχασμένο μπουκάλι με νερό.

Δεν υπήρχε τίποτα.

Την έκλεισα απογοητευμένος και στάθηκα για λίγο ακίνητος. Τότε πλησίασε το αυτοκίνητο από την θέση του συνοδηγού ένας από τους μηχανικούς του συνεργείου.

  • Χρειάζεστε κάποια βοήθεια; Έχετε κάποιο πρόβλημα;

Τον κοίταξα αμήχανα καταφέρνοντας ωστόσο να πω πως ήμουν εντάξει. Είπα πως τακτοποιούσα τα χαρτιά μου και μόλις τελείωνα θα έφευγα. Του είπα ακόμη ευχαριστώ χωρίς όμως να είμαι σίγουρος αν με άκουσε.

Βγήκα από το πάρκινγκ του ΚΤΕΟ με κατεύθυνση προς την πόλη. Η ώρα κόντευε τρεις. Η θερμοκρασία στην πεδιάδα πρέπει να άγγιζε τους σαράντα βαθμούς.

Ανέβηκα στο σπίτι. Έβγαλα τα ρούχα μου και άναψα το κλιματιστικό. Σκέφτηκα να φτιάξω κάτι να φάω αλλά δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα στο ψυγείο που να μου ανοίγει την όρεξη.

Ξύπνησα ιδρωμένος γύρω στις πέντε με το στομάχι μου να διαμαρτύρεται. Μπήκα για δεύτερη φορά κάτω από το ντους κι έμεινα για περισσότερο χρόνο. Φόρεσα καθαρά ρούχα και κατέβηκα να ψωνίσω και να βρω να φάω κάτι.

Δε συνέβαινε τίποτα καινούριο τον τελευταίο καιρό στη γειτονιά. Μόνο τις τελευταίες μέρες άνοιξε ένα μαγαζί. Πράγμα παράξενο αν σκεφτεί κανείς πως όλα έκλειναν ένα προς ένα. Ήταν ένα κοτοπουλάδικο. Μια σταλιά χώρος ήταν όλο κι όλο. «Κοτόπουλα ο Στέργιος», έγραφε από έξω μια σχεδόν αδιάφορη επιγραφή. Μέσα μια κοπέλα στεκόταν σαν βαλσαμωμένη περιμένοντας τους πελάτες που μάλλον δεν θα έρχονταν ποτέ.

Στο πεζοδρόμιο έξω από το μαγαζί ένας τύπος με αραιό μακρύ μαλλί και γυαλιά οράσεως μιλούσε φωναχτά στο κινητό του τηλέφωνο. Από την μακριά κόκκινη ποδιά του, σκέφτηκα πως πιθανόν να ήταν ο ίδιος ο Στέργιος. Όσες φορές είχα περάσει τις τελευταίες μέρες τον άκουγα να λέει τα ίδια. «Έλα ρε συ, το άνοιξα το μαγαζί. Ναι ρε, εκείνο που σου λεγα. Ναι ναι, ευχαριστώ πολύ. Όποτε θες εσύ ή κάποιος φίλος σου, είμαι εδώ να ξέρεις». Έπειτα έκλεινε το τηλέφωνο και σχημάτιζε κάποιον άλλο αριθμό.

Με τον καιρό δεν τον έβλεπα άλλο έξω. Καθόταν πίσω από ένα laptop που ακουμπούσε σε ένα μικρό τραπεζάκι σε μια μικρή γωνία του μαγαζιού. Στο πρόσωπο του δεν διέκρινες ούτε κατσούφιασμα ούτε απογοήτευση. Περισσότερο ένιωθες πια το βλέμμα του άδειο.

Μπήκα στο σούπερ μάρκετ και πήρα ότι νόμιζα πως θα μου χρειαστεί. Τα άφησα σπίτι, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο μου και βγήκα ξανά έξω.

Σουρούπωνε.

Κάτω στο λιμάνι βρήκα ένα μαγαζί και παράγγειλα δυο μπέργκερ. Η κίνηση ήταν πεσμένη.

Έφαγα τα μπέργκερ αχόρταγα χωρίς να διακόψω ούτε για νερό. Έπειτα κάθισα για λίγο και κοίταζα την θάλασσα. Η κίνηση αραίωνε ακόμη περισσότερο.

Περιπλανήθηκα στην πόλη σχεδόν χωρίς να ξέρω το γιατί. Απέφυγα το στενό που έβγαζε στο σπίτι της Λένας, όχι γιατί φοβόμουν κάτι, απλώς συνέβη. Η πόλη ήταν σχεδόν άδεια. Σε ορισμένα σημεία της μπορούσα και άκουγα τον ήχο από τα βήματα μου καθώς πατούσαν πάνω στο φθαρμένο λιθόστρωτο.

Στην αρχή ενός στενού κάθετα της πλατείας διέκρινα μερικούς πάγκους με βιβλία. Ήταν ένα βιβλιοπωλείο. Φαινόταν να είναι το μοναδικό ανοιχτό κατάστημα ανάμεσα σε δεκάδες άλλα κλειστά. Μια παραφωνία φωτός ανάμεσα στο πυκνό σκοτάδι του υπόλοιπου στενού.

Βρέθηκα μπροστά από τους πάγκους και έριξα μια φευγαλέα ματιά στους τίτλους. Έπειτα πέρασα στο εσωτερικό. Μια κυρία με καλωσόρισε με ένα μηχανικό χαμόγελο ρωτώντας με αν μπορεί να με βοηθήσει. Κούνησα ευγενικά το κεφάλι μου ευχαριστώντας την για την πρόθεση.

Μετά από μια γρήγορη ματιά πέρασα μέσα. Μια σειρά από τοπικές εκδόσεις πέρασαν από τα μάτια μου. Δεν έδωσα και μεγάλη σημασία.

Στην άκρη υπήρχε μια τελευταία σειρά από ράφια με ποίηση και βιβλία μικρότερου μεγέθους. Πήγα να πιάσω κάποιο τυχαία αλλά ένιωσα ένα κύμα ζεστού αέρα να με χτυπάει. Η απότομη ζέστη μου έφερε ναυτία. Έβαλα όπως όπως ξανά το βιβλίο στη θέση του, καληνύχτισα κι έφυγα βιαστικά.

Ο δροσερός αέρας  της νύχτας λειτούργησε αφυπνιστικά. Συνέχισα να περπατώ βιαστικά σαν να με κυνηγούσε κάποιος, φτάνοντας μέχρι το φάρο. Κάθισα σε ένα παγκάκι κοιτάζοντας το άδειο αυτή τη φορά λιμάνι. Ένας άντρας γύρω στα σαράντα έτρεχε φορώντας αθλητικά και κρατώντας ένα χρονόμετρο στο χέρι του.

Ένιωσα το στομάχι μου βαρύ και χρειαζόμουν κάτι να πιώ. Γύρισα ξανά προς το κέντρο. Σε ένα κακοφωτισμένο στενό ένας κούριερ έβαζε το μηχανάκι του μέσα στο κατάστημα μετά τη δουλειά της μέρας.

Στο περίπτερο δυο τύποι έξυναν μια σειρά δελτίων ξυστό. Πέρασα μπροστά από το ψυγείο αναζητώντας με το βλέμμα μου τα ανθρακούχα νερά. Δεν έβλεπα κάτι. Πλησίασα τον υπάλληλο. Οι δυο τύποι έκαναν απρόθυμα στην άκρη χωρίς να με κοιτάξουν. Ο υπάλληλος με κοίταξε πίσω από ένα πλαστικό διαχωριστικό. Μου είπε πως υπήρχε μόνο ότι έβλεπα. Τον ευχαρίστησα με ένα κούνημα του κεφαλιού και γύρισα για να φύγω. Οι δυο τύποι συνέχιζαν φασαριόζικα την δουλειά τους. Στα ψυγεία μια ξανθιά έψαχνε κι αυτή κάτι με το βλέμμα της.

Έκανα να φύγω στάθηκα όμως για λίγο στις πρωινές εφημερίδες που είχαν απομείνει και ήταν κρεμασμένες από μερικά μανταλάκια. Σε κάποια από τα εξώφυλλα υπήρχε μια γνώριμη εικόνα. Μια παραλία της περιοχής. Μεγάλα γράμματα δήλωναν σχεδόν απόλυτα πως επρόκειτο για «μυστήριο έγκλημα». Ξεκρέμασα μια κι άρχισα να διαβάζω βιαστικά.

Ένα πτώμα είχε βρεθεί στην παραλία. 

Ένας άνθρωπος πήγε για κολύμπι. Ύστερα από ώρα, σύμφωνα με ορισμένους μάρτυρες ξάπλωσε στην άμμο. Κάποια στιγμή πέθανε. Επί δυο μέρες το πτώμα του παρέμενε στην παραλία χωρίς κανείς να αντιληφθεί πως είναι νεκρός. Το τρίτο πρωί υπάλληλοι του δήμου που καθάριζαν την περιοχή αντιλήφθηκαν τι είχε συμβεί και ειδοποίησαν την αστυνομία.

Πάνω του δεν βρέθηκε το παραμικρό έγγραφο ενώ από έρευνα που έγινε στα ξενοδοχεία της πόλης φαίνεται πως δεν ήταν κάποιος τουρίστας που βρισκόταν για αναψυχή στην περιοχή.

Την ανάγνωση μου διέκοψε ο υπάλληλος του περιπτέρου με τον ξερό του βήχα. Άφησα την εφημερίδα και τον κοίταξα. Με το χέρι του μου έτεινε ένα εμφιαλωμένο μπουκάλι με ανθρακούχο νερό. Πήρα το νερό κι έκανα να βγάλω το πορτοφόλι μου. Εκείνος με σταμάτησε με μια κίνηση του χεριού του.

  • Είχαν μείνει μερικά στο μέσα ψυγείο, είναι εντάξει, μου είπε.

Τον ευχαρίστησα χαμηλώνοντας το βλέμμα μου.

  • Άκουσες τίποτα, μου είπε, δείχνοντας με το δάχτυλο την εφημερίδα που κρατούσα στα χέρια μου.
  • Μπα, έκανα.
  • Παράξενη ιστορία, ποιος ξέρει, συνέχισε αυτός.

Δεν είπα κάτι. Έβαλα ξανά την εφημερίδα στην θέση της, τον ευχαρίστησα για το νερό κι έφυγα σπίτι μου. Από μέσα ακούγονταν ακόμη οι δυο τύποι με τα δελτία ξυστό να τσακώνονται.

*Ο Γρούιος Ηλίας είναι εκπαιδευτικός, υποψήφιος διδάκτορας ιστορίας.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα