Περιμένοντας στην ουρά ή Καταναλωτισμός 2.0

Καμία εξουσία δεν επιβάλλεται απλώς με τη βία, η σημερινή ειδικά μόνο σπάνια.

Θάνος Στρατάκης
περιμένοντας-στην-ουρά-ή-καταναλωτισ-714057
Θάνος Στρατάκης
Φωτογραφία: Μάριος Δαδούδης

Ήταν, ακόμα και αν αποδειχθεί προσωρινό, ευτυχές, ότι άνοιξαν τα καταστήματα. Και ας άνοιξαν μόνο μερικά. Και ας κινδυνεύουν, όπως έγραψε πρόσφατα η Εύα Καβάζη στο Parallaxi, άλλοι πόσοι μικροί ιδιοκτήτες να βρεθούν εκτός απασχόλησης. Αυτό που έκλεψε πάντως την παράσταση ήταν οι ουρές που σχηματίστηκαν έξω από τα μεγάλα καταστήματά. Και αυτή τη διάκριση, ανάμεσα στον μικρό και στον μεγάλο, καλό να είναι να την έχουμε κατά νου. Να μην γίνουμε ο Άδωνις. Πολλές και πολλοί από εμάς άλλωστε διαμαρτυρηθήκαμε για το φαινόμενο, και άλλοι προσπαθήσαμε κατευθείαν να δικαιολογηθούμε εφόσον μπορεί να μας έθιξε αυτή η κριτική. Στην τελική, τι κακό έχει να περιμένω στην ουρά πχ. των Zara; 

κοσμοσυρροή κέντρο
Eικόνα: Tραβηγμένη 23/1

Είναι κατανοητό, όταν έχουμε στερηθεί τόσα και τόσα πράγματα, να μην είναι το κίνητρο για τη σπατάλη αυτό που οδήγησε τον άνθρωπο στην ουρά, αλλά η ανάγκη για μερικά προϊόντα που δεν ψωνίζονται διαφορετικά, η επιθυμία να ξανά αισθανθεί όπως πριν, γιατί όχι, «πηγαίνοντας μία βόλτα στην αγορά». Ο στόχος του άρθρου δεν θα είναι άρα να καβγαδίσουμε για τις συνήθειες μας ο καθένας, ούτε και να μαυρίσουμε ηθικά ορισμένες συμπεριφορές, που για κάποιους, κατανοητό, είναι πολύ φυσιολογικές. Τι δεν είναι φυσιολογικό;

Πρόσφατα έπεσε στην αντίληψη μου από μία συνάδελφο η μελέτη της Dana Thomas σχετικά με τη γρήγορη μόδα που δημοσιεύτηκε ως “Fashionopolis” το 2019. H ερεύνα της άλλοτε δημοσιογράφου της Washington Post είναι καταιγιστική σε πληροφορίες. Το Zara θα πουλήσει το 2018, 450 εκ. κομμάτια, με ένα τζίρο που ξεπερνά τα 25 δις. Ο ιδιόκτητής τους Amancio Ortega είναι το 2016 ο δεύτερος πλουσιότερος άνθρωπος στον πλανήτη με περιουσία που ξεπερνά τα 67εκ. Πρόσφατα, μάλιστα, όπως αναφέρει σε ρεπορτάζ της η El Pais, όταν γνωστοποίησε την απόφαση του να στηρίξει το δημόσιο σύστημα υγείας της Ισπανίας με 380 εκ. οι Podemos ανέδειξαν ότι θα ήταν καλύτερο πρώτα να αποδώσει το φόρο που του αναλογεί και που υπολογίστηκε στα περίπου 500 εκ. Τα νούμερα είναι τόσο ιλιγγιώδη που δεν έχει κανένα νόημα να τα αποπληθωρίσεις ή να αναφέρεις αν είναι σε ευρώ ή δολάρια. Για τους περισσότερους από εμάς χρειάζεται χιλιάδες και μία ζωές για να τα κερδίσουμε.

Τα στοιχεία που συλλέγει η Dana Thomas δεν επικεντρώνονται μόνο στα Zara. Από το 1980 ως το 2018 οι άνθρωποι καταναλώνουν 5 φορές περισσότερα ρούχα το χρόνο, περίπου 68 κομμάτια. Υπολογίζεται ότι σχεδόν τα μισά από τα 103 που συνήθως έχουμε, απλώς υπάρχουν στις ντουλάπες μας. Μεγάλο τίμημα αν σκεφτεί κανείς ότι η βιομηχανία της γρήγορης μόδας στοιχίζει το 20% της μόλυνσης των παγκόσμιων υδάτων και το 10% των αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ιδίως όταν υπολογίζεται ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα συνεχίσει να αυξάνεται για να φτάσει τα 8.5 δις το 2030-2040.

Τυχαίνει προσωπικά να απασχολούμε στο χώρο της αργής μόδας, του vintage και του μεταχειρισμένου. Λόγω αυτής της απασχόλησης έχει γίνει και μία σχετική έρευνα για τον τομέα της μόδας, αλλά κακώς κανείς θα συσχετίσει όσα αναφέρθηκαν αποκλειστικά με αυτό το χώρο. Το θέμα είναι ευρύτερο, αφορά στην κουλτούρα της κατανάλωσης. Παραπέμπω μόνο όσους ενδιαφέρονται στο κατατοπιστικό επεισόδιο του «Explained», της mini σειρά που streamάρει στο Netflix και εξηγεί πως η εφεύρεση του φούρνου μικροκυμάτων τη δεκαετία του 70 άλλαξε πλήρως τις διατροφικές συνήθειες (προς το χειρότερο). Επειδή ο άνθρωπος μπορούσε να ξανά ζεστάνει το φαγητό του, πολλαπλασιάστηκαν οι αλυσίδες εστίασης fast food και άρα και η «παραγωγή ζώων». Η αύξηση της παχυσαρκίας και οι αλλαγές στον τρόπο ζωής των ανθρώπων ήταν άνευ προηγουμένου. O ρυθμός του σύγχρονου κόσμου είναι φρενήρης. Το εμπόρευμα πολλαπλασιάζεται, παράγεται βιομηχανικά σε πολλές χώρες, δημιουργείται για να καλύψει νέες και νέες ανάγκες και στυλ ζωής. 

Αν επιστρέψουμε στη μόδα, η Dana Thomas δείχνει πως έχει αλλάξει εντελώς το τοπίο στο χώρο. Ως το 70, οι άνθρωποι απλώς ντύνονταν. Υπήρχε το ένα σύνολο που οι εργάτες φορούσαν στις δημόσιες εμφανίσεις τους στην εκκλησία, καλοντυμένοι όπως ήταν πάντα οι άνθρωποι του προηγούμενου αιώνα. Το κοστούμι ή το φόρεμα το έραβε ο ράφτης, η παραγωγή γινόταν στην χώρα που συνήθως φοριούνταν το ρούχο, αν όχι στην πόλη. Ο πωλητής λογοδοτούσε άμεσα στον πελάτη για την ποιότητα του υφάσματος, για τυχόν προβλήματα, γιατί ήταν κακός εργοδότης.

Σήμερα τα ρούχα παράγονται μαζικά, ανώνυμα και σε εργοστάσια σε χώρες της Ανατολής κυρίως. Η μεσαία τάξη που έκανε τον Amancio Ortega δισεκατομμυριούχο αγοράζει όχι για να επιβιώσει ή για να επιβεβαιώσει μία κοινωνική τάξη αλλά για να δηλώσει σήμερα το ένα στυλ και αύριο το άλλο. Και ότι μένει απούλητο (περίπου το 20%) πετιέται σε χωματερές σαν αυτές που θέλουν να δημιουργήσουν μαζικά στη Δυτ. Μακεδονία για να αντικαταστήσουν τις θέσεις απασχόλησης της ρυπογόνας ΔΕΗ που κλείνει. Έτσι, από το ράφτη, και την ετήσια παραγωγή που γίνεται ας πούμε σε πόλεις-βιοτεχνίες, όπως ήταν η Θεσσαλονίκη, η παραγωγή πλέον είναι outsourcing, σε άλλες χώρες από αυτή της μαζικής κατανάλωσης, λειτουργεί μαζικά, αντιγράφει τα πρωτότυπα σχέδια των σχεδιαστών μόδας, τα επενδύει με χαμηλής ποιότητας ύφασμα, και δίνει ημερομίσθια πόνου. 

Μόνο στην πόλη του Prato, στην Ιταλία, από έρευνα που παραθέτει ο Guy Standing, έχουν προκύψει στοιχεία ότι το 1/5 των εργαζομένων είναι φτηνά εργατικά χέρια από χώρες της Ασίας, όπως η Κίνα, που ιδρύει παραρτήματα κακών εργασιακών σχέσεων είτε μέσα στη δύση, σε περιοχές που η ίδια ελέγχει και εξασφαλίζει ανοχή, είτε σε άλλες χώρες που εποικίζει. Όχι ότι δεν ισχύει το αντίθετο. Σωστά άρα συμπεραίνει ο Standing ότι αυτοί οι άνθρωποι που είναι μέσα ακόμα στην εργασία είναι το πρεκαριάτο, με δουλειά μεν, αλλά χωρίς καμία ασφάλεια για το μέλλον, κάτω από την απειλή του φτηνού εργατικού δυναμικού. Και όσοι εισέρχονται απλώς δεν μπορούν να εξεγερθούν για καλύτερη ζωή, όπως οι Σύριοι πρόσφυγες που απασχολούν εταιρίες όπως τα H&M στην Τουρκία, άνθρωποι χωρίς δικαιώματα, ή απλώς εκείνοι που τα στερούνται επειδή κατοικούν και εργάζονται σε χώρες χωρίς καμία ελευθερία. 

Δεν είναι άρα τυχαίο που οι μεγάλοι της μόδας έχουν όχι μόνο αλγόριθμους που υπολογίζουν που είναι τα χαμηλότερα ημερομίσθια, αλλά αδιαφορούν για κάθε έννοια δημοκρατίας πλην εκείνης που δεν χαλάει την εικόνα τους στους καταναλωτές. Από τη μία δίνουν θέσεις εργασίας και αποδίδουν το ΦΠΑ, με άκρες σε όλα τα γραφεία όλων των κυβερνήσεων, από την άλλη παίρνουν σε αξιοπρέπεια εκεί που η νομοθεσία τους το επιτρέπει. Από τη μία, φοροαπαλλαγές στο εισόδημα, από την άλλη φιλανθρωπία και ευγνωμοσύνη (κυρίως στη Δύση). Και στο τέλος εμείς ως οι τελικοί χειροκροτητές και αποδέκτες τιμών. 

Είναι προφανές από τα νούμερα που παρατίθενται και από την κοινωνική-οικολογική βόμβα πάνω στην οποία καθόμαστε ότι δεν μπορούμε να συνεχίζουμε έτσι… 

Αφού θα χρειαστεί καιρός να μεταφραστεί αυτή η εξαιρετική μελέτη της Thomas, όπως συνηθίζω σε αυτά που λέω, παραθέτω από εδώ και στο εξής και μερικούς στοχαστές. Εκτός από την επίκαιρη έρευνα καλό είναι να τους συμβουλευόμαστε που και που για τα μεγάλα ερωτήματα, για τις τάσεις. Έχουν την πολυτέλεια των μακρών χρόνων. Δεν ψάχνουμε άρα για αυθεντίες, και δεν θέλω να κηρύξω κάποιο ευαγγέλιο όταν τους αναφέρω. Μόνο να πω πόσο διορατική ήταν η ματιά τους σε αυτό που μας φαντάζει τόσο αυτονόητο. Είναι άλλωστε τεράστια ήττα του πολιτισμού μας και άρα νίκη του δημοσιογραφικό-διοικητικού κατεστημένου μας, του χωρίς καμία φαντασία, που όσοι ασκούν κριτική στα κακώς κείμενα κατευθείαν τσουβαλιάζονται. Και είναι επίσης μεγάλη ήττα που δεν είναι πλέον κοινός τόπος τι σημαίνει για τις σχέσεις μας όλη αυτή η συνθήκη του καταναλωτισμού, που εύκολα μπορεί να αλλάξει αν άνθρωποι όπως η Dana Thomas ενημερώνουν σωστά το κοινό, κάτι που δεν κάνουν οι τηλεαστέρες μας…

Ο φιλόσοφος Jean Baudrillard έτσι, είχε υποστηρίξει με συνέπεια ότι το εμπόρευμα δεν ανταποκρίνεται σε κάποια ουσιαστική ανθρώπινη ανάγκη, αλλά μεταφέρει τον εσωτερικό μας κόσμο, μοναδικό, πλούσιο και αχανή, σε έναν κόσμο εξωτερικών αντικειμένων, έτοιμων, δοτών, που δημιουργούν ανεξάρτητα από την ανάγκη για ανθρώπινη διεπαφή ένα δικό τους σύστημα σημασιών. Έτσι ένα καλό αυτοκίνητο επιβεβαιώνει και ένα status, ένα prestige. Ο χρήστης του αυτάρεσκα διασχίζει τη λεωφόρο. Είναι όπως λέει και η διαφήμιση το πιο κουλ στοιχείο που διαθέτει.

Επικαιροποιούσε ο Baudrillard τη δεκαετία του 70, όταν πλέον δημιουργήθηκε το εισόδημα για να στηρίξει αυτή τη μαζική παραγωγή, η μεσαία τάξη, ένα παλιό σχήμα για το οποίο ήδη μας είχε μιλήσει ο Καρλ Μαρξ στο 19ο αιώνα, όταν η ιστορία είχε μόλις ξεκινήσει. Το εμπόρευμα μέσα από τη «φαντασμαγορία» του, στη φανταχτερή βιτρίνα του, κρύβει αυτό που το δημιούργησε, τις αληθινές ανθρώπινες σχέσεις. Αυτή η εκμετάλλευση των μερικών ανθρώπων ή των άδικων νόμων για τους οποίους συνεχώς πιέζουν, όλη αυτή η ιστορία που προσπαθώ να διηγηθώ, γίνεται μία καθημερινή βόλτα στην αγορά, ανέμελη, και μία αύξηση στα δημόσια έσοδα λόγω της αυξημένης κίνησης, κάτι που φαίνεται να απασχολεί και πολύ μονομερώς τις διοικήσεις μας και τους δημοσιολογούντες. Νούμερα και ΑΕΠ…

Έτσι, άνθρωποι όπως ο παρεξηγημένος Μαρξ, εννοούσαν κάτι πολύ συγκεκριμένο. Από το 19ο αιώνα κρατάμε τη δημιουργία και ανοιχτή εκμετάλλευση της εργατικής τάξης όπως την περιγράφουν μυθιστοριογράφοι όπως ο Μπαλζάκ ή ο Ντίκενς. Περάσαμε από τον αυτόνομο μικρό παραγωγό, που είχε ένα μικρό κομμάτι γης, όπως ήταν οι παππούδες μας (το 90% της παραγωγής ήταν αγροτική το 1789), στο 14ωρο, την παιδική ή την ανασφάλιστη εργασία, στο εργοστάσιο στις παρυφές της πόλης, στη βιομηχανική κοινωνία και την αστική εκμετάλλευση (ως το 1940 τουλάχιστον). Και σήμερα, μετά από αγώνες, ήττες και νίκες, περνάμε σε αυτό που γνωρίζουμε ως εγγυήσεις για την εργασία, και περιορισμούς για το κεφάλαιο. Όμως παράλληλα βιώνουμε τη συνθήκη της εκμετάλλευσης στα πιο εξωτικά μέρη, ίσως όχι στη γειτονιά μας ή στον κεντρικό δρόμο που την κρύβει, και βλέπουμε ότι όσο δεν αλλάζουμε, όσο δεν το περιορίζουμε, όσο δεν απαντάμε στην επισφάλεια, τις ανισότητες, την ανήθικη παραγωγή, το σύστημα είναι ανεξέλεγκτο και απειλεί μαζί με τον πλανήτη τα πάντα, τη ψυχολογία μας, τους όρους μίας ειλικρινούς, ανθρώπινης συμβίωσης, το κοινό σπίτι μας.

Δεν είναι άρα καθόλου τυχαίο που εκείνη τη μορφή εκμετάλλευσης την κατήγγειλε ο Μαρξ, ο πιο διάσημος από τους επικριτές, λέγοντας ότι ο άνθρωπος που στοιβάζεται στο εργοστάσιο δεν έχει καμία αξιοπρέπεια, ότι έχει πχ. το δικαίωμα στη μετακίνηση αλλά μόνο για να βρει μία άθλια δουλειά, τελικά είναι ένα τίποτα, αποκομμένος από τη γη, και το προϊόν του, που πλέον αποκτά μία δική του αυτόνομη μορφή ως εμπόρευμα, ενώ τα κείμενα και οι βιτρίνες γράφουν ότι είναι και κάποιος και με δικαιώματα. Ο ράπτης ήταν κάποιος. Ήταν τεχνίτης. Ένας μικρός αυτόνομος παραγωγός που παρήγαγε για τις ανάγκες του όπως οι αγρότες παππούδες μας ήταν κάποιοι. Ακόμα και ο εργοστασιάρχης που ενδιαφέρονταν και είχε φίλους τους εργαζόμενους του και δεν έδινε τα κλειδιά στον ανεύθυνο CEO ήταν κάποιος. Ο μαζικός εργάτης, είναι αναλώσιμος. Το έργο του ράπτη, όπως και του σχεδιαστή σήμερα, ήταν έργο τέχνης και προσωπικού μόχθου. Ο εργάτης απλώς μεταφέρει από τη μία μηχανή στην άλλη τα σχέδια της μεγάλης πολυεθνικής Βιομηχανίας εισηγμένης στο χρηματιστήριο. Η ζωή του είναι η ρουτίνα, και η εκμετάλλευση του δεν μπορεί να διατυπωθεί μέσα πχ. από μία απεργία.

Δεν είναι επίσης τότε καθόλου τυχαίο που στον ύστερο 21ο αιώνα, και ήδη από το 1970, κριτικοί στοχαστές υπενθύμιζαν ότι όλα τα επιτυχημένα συστήματα εξουσίας ορίζουν σύμβολα με τα  οποία οι άνθρωποι μπορούν να ταυτίζονται, και ένα από αυτά είναι σήμερα ο καταναλωτισμός. Καμία εξουσία δεν επιβάλλεται απλώς με τη βία, η σημερινή ειδικά μόνο σπάνια. Το ευαγγέλιο στην κοινωνία λέει ότι παράγουμε για να καταναλώσουμε, και ότι έχουμε μερίδιο ο καθένας στην απόλαυση, έχουμε το δικαίωμα στο επιχειρείν, έχουμε την ευκαιρία να γίνουμε διάσημοι κτλ.

Ότι αυτό που έχει σημασία πριν από όλα είναι η πρόσβαση μας στην «ευημερία» με τη μορφή των άπειρων εμπορευμάτων και των πολλών επιλογών. Ενώ ταυτόχρονα όταν κοιτάμε τις φωτισμένες βιτρίνες βλέπουμε συνεχώς περιβαλλοντικές νομοθεσίες που να ελαττώνονται, βλέπουμε εργασιακή επισφάλεια, εργοδοτικές αυθαιρεσίες, και το κυριότερο, ανθρώπους που ζουν σε άλλες γωνιές του πλανήτη να υφίστανται μορφές εκμετάλλευσης που ευτυχώς ως κοινωνία συμφωνήσαμε να μην αποδεχόμαστε στη Δύση καιρό τώρα (άλλο αν συμβαίνουν, ή αν οι διοικήσεις μας συνεχώς περιστέλλουν λίγο λίγο τα δικαιώματα μας). Θέλουμε άρα να συνεχίσουμε να ζούμε έτσι, να επιστρέψουμε σε αυτή την κανονικότητα;

Έγραψα από την αρχή ότι δεν σκοπεύω στο να τσακωθούμε. Ας πει καθείς τη γνώμη του. Είναι μάταιο να γκρινιάζω σε ένα φίλο που ήρθε στο σπίτι για μία μπύρα με μία σακούλα Pull&Bear. Ούτε όμως αποσκοπώ και στην ομοφωνία. Οι άνθρωποι επιλέγουμε πως θα ζήσουμε με πολλούς και διακριτούς τρόπους. Πρέπει όμως και κάποιος να διαφωνήσει με τον τρόπο που παράχθηκε τελικά η συνήθεια.

Μπορεί, έρευνες άλλωστε δείχνουν, ότι ψωνίζουμε φτηνά γιατί αυτό επιτρέπει το εισόδημα μας. Αυτή είναι η τάση. Όπως δείχνουν έρευνες ότι το πρεκαριάτο δεν έχει την πολυτέλεια στο χρόνο να επιλέγει ηθικά ως καταναλωτής. Από το να τρέχω στον μικρό φούρναρη, στο μικρό βιβλιοπώλη, στο μικρό e-shop με παιχνίδια και ενδύματα, να αγοράζω second hand ή από αληθινούς παραγωγούς, να επιλέγω οικολογικά προϊόντα μικρών παραγωγών, ή κοινωνικούς συνεταιρισμούς, να ψωνίζω για τη γειτονιά μου και το γλυκό καλημέρα, επιλέγω καμία φορά την εύκολη λύση των πολύ μεγάλων αλυσίδων. 

Μπορώ ωστόσο, είναι κουλ να το κάνω, να στηρίζω τους ανθρώπους που αγωνίζονται για δίκαιη παραγωγή και μισθούς, να επιλέγω όσο μπορώ στα μικρά πράγματα με όρους αξιοπρέπειας και με ηθική στάση, και να γνωρίζω πως πρέπει να αλλάξουν οι συνήθειες μου αν είναι να επιβιώσει η γειτονία μου, ο τόπος, οι άγνωστοι με τους οποίους τελικά μοιραζόμαστε μαζί μία κοινή ζωή, ένα χαμόγελο και μία πράξη ανιδιοτελούς αλληλεγγύης, σε ένα πάρκο ή στην πόλη. Αν είμαι έτσι στα μικρά, υπεύθυνος, θα είμαι υπεύθυνος και για τα μεγάλα, για να παραφράσουμε τον Beckett.

Κλείνω έτσι. Οι Εσκιμώοι λέει έχουν πολλές λέξεις για το χιόνι επειδή το θεωρούν σημαντικό. Εμείς έχουμε μόνο μία για την αγάπη επειδή θεωρούμε ότι είναι μοναδική. Και όμως μας ενθουσιάζουν τα ίδια και τα ίδια και τα μονότονα πράγματα, οι γεμάτες ντουλάπες, και τα πολλά. Για αυτό έχουμε ίσως 4-5 είδη τυποποιημένου νερού.

Για να πω και την εξυπνάδα να αλαφρύνω το κλίμα, «τι είναι σε ένα όνομα», που έλεγε και ο Σαίξπηρ. Νερό, όποιο όνομα και αν είχες, δεν θα έπαυες να είσαι τόσο δροσιστικό. Αρκεί να μην σε μολύνουν όλα εκείνα τα πράγματα που ποτέ δεν χρειαστήκαμε, που τα πήραμε για μία ακόμα εικόνα, που τα παράγουν άνθρωποι.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα