Ψηφιακοί νομάδες – άλλη μια χαμένη ευκαιρία;
Η Θεσσαλονίκη στη θέση 641 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 13Mbps
Λέξεις: Μπάμπης Παπαϊωάννου
Ο όρος «ψηφιακός νομάδας» μπήκε στη ζωή μας το 1997 με το βιβλίο των Tsugio Makimoto και David Manners ‘Digital Nomad’. Το βιβλίο περιέγραφε τις τρέχουσες και μελλοντικές τεχνολογικές δυνατότητες, σε συνδυασμό με τη φυσική μας επιθυμία να ταξιδέψουμε και την τάση κάποτε η ανθρωπότητα να ζήσει, να εργαστεί και να υπάρχει εν κινήσει. Αποτέλεσε μια εικόνα για τον τρόπο ζωής στο μέλλον.
Αυτό το μακρινό ψηφιακό μέλλον τα τελευταία χρόνια ήρθε όχι μόνο κοντά μας αλλά για μεγάλη μερίδα του κόσμου έγινε η καθημερινότητα και πραγματικότητά του. Στις μέρες μας ψηφιακοί νομάδες (digital nomads) είναι άτομα που χρησιμοποιούν τεχνολογίες τηλεπικοινωνιών στην καθημερινή τους εργασία και εργάζονται απομακρυσμένα χωρίς να υπάρχει λόγος να πάνε στη μόνιμη θέση εργασίας τους ή στην έδρα της επιχείρησης για την οποία εργάζονται. Πριν εξοικειωθούμε λόγω πανδημίας με την έννοια «τηλεργασία» ως ψηφιακούς νομάδες είχαμε στο νου μας αυτούς που εργάζονται από απόσταση από ξένες χώρες, καφετέριες, δημόσιες βιβλιοθήκες, συνεργατικούς χώρους ή το σπίτι τους με τη χρήση συσκευών που διαθέτουν δυνατότητες ασύρματου διαδικτύου.
Τα τελευταία χρόνια οι ψηφιακοί νομάδες έπαψαν πλέον να είναι μια ακόμα ειδική και εξειδικευμένη ομάδα εργαζόμενων που έχουν τη δυνατότητα ή τα χρήματα ή την παραξενιά να εργάζονται από ένα ηλιόλουστο μπαλκόνι της Λισαβώνας για μια εταιρία στη Νορβηγία. Γίναν πολλοί, χιλιάδες και εκατομμύρια φτιάξαν κοινότητες, μεθοδολογία και προϋποθέσεις- αξιολόγηση πόλεων και κρατών σε όλο τον πλανήτη και ταυτόχρονα έγιναν μια τάση για το μέλλον της εργασίας με όλες τις δυσκολίες και την ανάλυση που μπορούμε να κάνουμε βάσει των εργατικών δικαιωμάτων που ξέρουμε και της νομοθεσίας που ισχύει στα διάφορα κράτη. Δε θα μπω σε αυτά τα θέματα. Διευκρινίζω όμως για να μην έχουμε παρεξηγήσεις πως ψηφιακοί νομάδες δεν είναι σίγουρα τα παιδιά στα call center, όσοι εργάζονται από το σπίτι τους λόγω της πανδημίας ή αυτοί που βγάζουν τα μεροκάματο μπροστά σε μια οθόνη υπολογιστή.
Η δυνατότητα της τεχνολογίας 5G αλλά και οι νέες συνθήκες της πανδημίας ωθούν όλο και περισσότερες εταιρίες και οργανισμούς να προσφέρουν και να προτείνουν στους εργαζόμενούς τους συμβόλαια απομακρυσμένης εργασίας. Έτσι τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί μια νέα, δυναμική παγκόσμια αγορά υποδοχής ψηφιακών νομάδων, έχουν τεθεί προϋποθέσεις, έχουν κατηγοριοποιηθεί χώρες και πόλεις και έχει δημιουργηθεί ένα νέο προϊόν, αυτό της υποδοχής των ανθρώπων που έχουν τη δυνατότητα απομακρυσμένης εργασίας. Οι ψηφιακοί νομάδες είναι πλέον εκατομμύρια σε όλο τον πλανήτη και οι χώρες και οι πόλεις ανταγωνίζονται να τους πάρουν και να τους φιλοξενήσουν. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα για την Ελλάδα.
Έχοντας μια τεράστια τουριστική βιομηχανία η οποία όμως αδυνατεί να ακολουθήσει νέες τάσεις ή να δημιουργήσει νέες τάσεις δείχνει να μένει έξω κι από αυτό το παιχνίδι. Και πως θα μπορούσε άλλωστε να είναι μέσα όταν στους 4 δείκτες που έχουν γίνει αποδεκτοί για μια χώρα/ πόλη για να μπορέσει να γίνει ελκυστική για τους ψηφιακούς νομάδες η χώρα μας δεν είναι ανταγωνιστική. Η σύγκριση – ανταγωνισμός περιλαμβάνει 4 κατηγορίες- δείκτες. Το (χαμηλό) κόστος διαβίωσης, την ποιότητα και το κόστος της σύνδεσης στο διαδίκτυο, την κοινωνική ζωή και την ασφάλεια. Το https://nomadlist.com που καταγράφει τα στατιστικά για 201 χώρες και 1345 πόλεις μας δίνει μια εικόνα της πραγματικότητας και της απουσίας της Ελλάδας αλλά και της Θεσσαλονίκης.
Οι δέκα πιο ελκυστικές πόλεις του πλανήτη για τους ψηφιακούς νομάδες είναι:
Η Λισαβόνα με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 18Mbps Το Γκανκού, στην Ινδονησία με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 23Mbps Η Πόλη του Μεξικού με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 18Mbps Το Βερολίνο με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 33Mbps Η Playa del Carmen του Μεξικό με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 9Mbps Η Las Palmas, στα Κανάρια Νησιά της Ισπανίας με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 31Mbps Η Τενερίφη της Ισπανίας με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 25Mbps Το Cape Town της Νότιας Αφρικής με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 7Mbps Η Σιγκαπούρη με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 93Mbps Η Ericeira στην Πορτογαλία με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 29Mbps
Οι ελληνικές πόλεις; Από το σύνολο των 1345 πόλεων που προσφέρουν δυνατότητες φιλοξενίας και βάσει των αρχικών 4 κριτηρίων που είπαμε:
Η Αθήνα είναι στη θέση 100 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 11Mbps Η Θεσσαλονίκη στη θέση 641 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 13Mbps Το Ρέθυμνο στη θέση 896 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 13Mbps Η Σαντορίνη στη θέση 1042 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 12Mbps Η Μύκονος στη θέση 1247 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 12Mbps
Σε σχέση με τις χώρες η Ελλάδα είναι στη θέση 117 από 201 με τις χώρες των Βαλκανίων να είναι σε αρκετά καλές θέσεις λόγω του χαμηλού κόστους διαβίωσης και της καλής ποιότητας πρόσβασης στο διαδίκτυο . Η βαλκανική λίστα δίνει: Τη Σλοβενία στη θέση 5 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 52Mbps Τη Βουλγαρία στη θέση 7 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 24Mbps Την Ρουμανία στη θέση 9 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 36Mbps Τη Βοσνία στη θέση 26 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 9Mbps Την Αλβανία στη θέση 33 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 10Mbps Την Κροατία στη θέση 35 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 17Mbps Τη Βόρεια Μακεδονία στη θέση 40 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 21Mbps Τη Μολδαβία στη θέση 41 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 14Mbps Την Σερβία στη θέση 45 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 30Mbps Το Μαυροβούνιο στη θέση 78 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 22Mbps Την Κύπρο στη θέση 87 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 11Mbps Την Τουρκία στη θέση 92 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 10Mbps Το Κόσοβο στη θέση 96 με μέσο όρο πρόσβασης στο διαδίκτυο 7Mbps
Γιατί η Ελλάδα και οι ελληνικές πόλεις δεν είναι ελκυστικές και δεν μπορούν να επωφεληθούν από αυτή τη νέα παγκόσμια τάση;
1. Το καθεστώς για την υποδοχή ξένων για μόνιμη εγκατάσταση είναι δύσκολο έως απωθητικό. Ρωτήστε τι τραβάνε οι φοιτητές από το πρόγραμμα Erasmus που πρέπει για να βρουν σπίτι να νοικιάσουν. Πρέπει να ανοίξουν ελληνικό ΑΦΜ και να τα βγάλουν πέρα με την ελληνική γραφειοκρατία στα ελληνικά. Ας είναι καλά τα παιδιά του ESN που βοηθάνε και υποστηρίζουν όσους ήρωες παίρνουν την απόφαση.
2. Η ποιότητα και το κόστος της πρόσβασης στο διαδίκτυο. Η χώρα μας είναι από τις πιο ακριβές στον πλανήτη. Ειδικά στην κατηγορία της ασύρματης πρόσβασης στο διαδίκτυο, το GB στην Ελλάδα είναι από τα πιο ακριβά που μπορείς να βρεις. Οι ταχύτητες δε πρόσβασης τριτοκοσμικές (αν και μάλλον υποτιμάμε τις χώρες του τρίτου κόσμου).
3. Έλλειψη προβολής στις ειδικές ομάδες και μέσα. Οι ψηφιακοί νομάδες έχουν τους χώρους, τις κοινότητες, τα site και τα δίκτυά τους. Η χώρα απλά απουσιάζει.
4. Ειδική θεματική και γεωγραφική στόχευση. Ενώ η Πορτογαλία και η Ισπανία είναι στην κορυφή της λίστας, ενώ γενικά ο νότος της Ευρώπης πουλάει και θα μπορούσε και η Ελλάδα να πάρει μέρος απλά απουσιάσει από το γεωγραφικό αυτό προνόμιο της Μεσογείου, της Ευρώπης, των Βαλκανίων.
Όπως σε όλα το να γίνει μια πόλη προορισμός για μια ειδική ομάδα παγκόσμιου πληθυσμού απαιτεί ένα συνδυασμό δράσεων, υποδομών αλλά και θέλησης να μπεις σε αυτό το νέο πειρασμό – πρόκληση. Θα μπορούσε φυσικά η Ελλάδα να επενδύει σε πόλεις, να υποστηρίζει κοινωνικές πρωτοβουλίες και να δημιουργεί το θετικό εκείνο περιβάλλον για να μπορέσει ένα μικρό μέρος της κοινότητας των ψηφιακών νομάδων να έρθει για εγκατάσταση σε ελληνικές πόλεις. Θα μπορούσε φυσικά η Ελλάδα να προβάλει ειδικούς προορισμούς, νησιά, περιοχές ιδιαίτερου κάλους για να εγκατασταθούν οι άνθρωποι αυτοί. Αρκεί να υπάρχουν οι 4 παράμετροι που είπαμε από την αρχή. Το (χαμηλό) κόστος διαβίωσης, ποιοτική και οικονομική σύνδεση στο διαδίκτυο, κοινωνική ζωή και ασφάλεια.
Το παράδειγμα της Πορτογαλίας που έχει 10 πόλεις ψηλά στη λίστα με τη Λισαβώνα στη θέση 1 της παγκόσμιας κατάταξης μπορεί να είναι απλά ένας οδηγός. Για τα δικά μας δεδομένα θέλει πολιτική βούληση για να μπούμε στο νέο κλίμα, δουλειά σε όλα τα επίπεδα, τοπικό, εθνικό και διεθνές για να φτιάξουμε και να παρουσιάσουμε το προϊόν και τους προορισμούς και φυσικά μια αντίληψη διαφορετική σε τοπικό επίπεδο για το τι μπορεί να σημαίνει επένδυση και δημιουργία θέσεων εργασίας πέρα από τη λογική της φάμπρικας και του δημοσίου.
*Ο Μπάμπης Παπαϊωάννου, είναι Υποψήφιος Διδάκτορας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ