Στάθης Παχίδης: Για τη χαρά του να πεις μιαν ιστορία και μόνον
Ο τραγουδοποιός μιλά στην Parallaxi για τις «33 ιστορίες μουσικών» που συγκέντρωσε σε ένα βιβλίο με τίτλο «Οι παιχνιδιάτορες» αλλά και τα επόμενα σχέδιά του στη δισκογραφία.
Εκ Νικομηδείας και Κωνσταντινουπόλεως επί τούτου Θεσσαλονικεύς, με σπουδές στη Νομική του Α.Π.Θ., εμπειροτέχνης μουσικός και παιχνιδιάτορας τραγουδοποιός, όπου και όταν η μουσική ζωντανεύει.
Ραδιοφωνικός παραγωγός υπερδεκαετούς θητείας με ειδικότητα, όπως του αρέσει να λέει «στο χαζεύειν και στο τιποτολογείν», καλλιτεχνικός υπεύθυνος του Α’ κύκλου της σειράς μουσικών ντοκιμαντέρ «Σύγχρονοι παραδοσιακοί μουσικοί» αλλά και -αραιά και που- διδάσκων Στιχουργική στο Μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαία ιδρυτικό μέλος της μουσικοθεατρικής ομάδας «ΑΓΑΜΟΙ ΘΥΤΑΙ» με πάνω από 1200 παραστάσεις στο κοντέρ, παίζοντας και τραγουδώντας, υπογράφοντας με μουσική και στίχο τα περισσότερα τραγούδια τους αλλά και δύο προσωπικούς δίσκους («Ωδή στα παπούτσια μου» & «Αγύριστα κεφάλια»).
Ο Στάθης Παχίδης είναι ένας άνθρωπος πολυδιάστατος με πηγαίο χιούμορ και μιλά μαζί μας με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου του «Οι Παιχνιδιάτορες, 33 μικρές ιστορίες Μουσικών» από τις εκδόσεις Μετρονόμος. Πρόκειται για ένα βιβλίο με φιλοδοξία χαμόγελου, από το οποίο λείπουν διευθύνσεις και ονόματα (πίιιισω κλειδαροτρυποκάρυδοι!) γιατί το «τι» και το «πώς» της πράξης υπερισχύει πάντα του «ποιος».
«Η αρχή είναι η χαρά του να πεις μιαν ιστορία – πέρα από στιλ και ύφη. Η κατάληξη είναι πάντα η χαρά του να απολαύσεις μιαν ιστορία.» Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο σου με τίτλο «Οι Παιχνιδιάτορες, 33 μικρές ιστορίες Μουσικών», θέλεις να μας μιλήσεις γι’ αυτό;
«Ας το πάρουμε χρονικά. Έχω πάνω από 30 χρόνια στο χώρο της μουσικής και της showbiz. Ο χώρος των μουσικών είναι ένας πάρα πολύ ιδιαίτερος χώρος για συγκεκριμένους λόγους και σκέφτηκα αρκετά μέχρι να φτάσω στο γιατί συμβαίνει αυτό. Δεν συναντάς τέτοιες ιστορίες εύκολα στη ζωή όλων των ανθρώπων. Οι μουσικοί, δηλαδή οι εκτεθειμένοι εραστές του ήχου, είναι άνθρωποι από τη μία ταπεινοί και αφοσιωμένοι με μοναχικότητα στην άσκηση και από την άλλη, κάποια στιγμή, όταν θέλουν να παρουσιάσουν το έργο τους, κάνουν ένα μεγάλο άλμα, αυτό της έκθεσης στο κοινό. Με αυτό το άλμα, από την απόλυτη μοναχικότητα στη δημόσια έκθεση συμβαίνουν πολλές αναταράξεις, κάποτε ανεπίστρεπτες. Αυτό είναι το ενδιαφέρον και ίσως το μοναδικό. Και όταν λέω μουσικούς εννοώ ένα ευρύ φάσμα – βάζω μέσα και τους τραγουδιστές, γιατί κι αυτοί μουσικοί είναι, άσχετα αν οι περισσότεροι είναι αυτοδίδακτοι.
Όταν φτάνεις σε αυτό που λέγεται καλλιτεχνική έκφραση και ο αυτοδίδακτος και ο πτυχιούχος και ο ανώνυμος και ο επώνυμος και ο έντεχνος και ο μη εκπαιδευμένος, όταν συνυπάρξουν σε μια σκηνή, γίνονται ένα με έναν μαγικό τρόπο, μπρος στο μεγαλείο του όποιου καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Αυτό το άλμα, από την απόλυτη μοναχικότητα στην απόλυτη έκθεση ήταν που γεννούσε γεγονότα, καταστάσεις, ιστορίες, οι οποίες είχαν ενδιαφέρον.
Αυτές τις ιστορίες τις μάζευα όλα αυτά τα χρόνια, τις σημείωνα επιμελώς και είχα μαζέψει πολλές. Το ζητούμενο είναι πάντα από ποια οπτική θα φωτίσεις κάθε ιστορία, αυτό ήταν που με παίδεψε, άσε που κάνω και πολλά πράγματα μαζί και δεν είμαι και ο πιο συνεπής στο γράψιμο. Το βιβλίο ολοκληρώθηκε κάπου στο τέλος του 2016 με αρχές του 2017. Ήθελα να καθίσει μέσα μου, οτιδήποτε γράφω συνήθως λέω ότι το «κοιμάμαι» πρώτα, αν δεν το «κοιμηθώ» δεν το βγάζω. Αυτό το «κοιμήθηκα» λίγο παραπάνω… και ήρθε η ώρα του να βγει.
Χαίρομαι πάρα πολύ για την αποδοχή που έχει παρά τις δυσκολίες που υπάρχουν, με τα βιβλιοπωλεία κλειστά, με χάος στα ταχυδρομεία. Η υποδοχή των ανθρώπων που το πήραν στα χέρια τους πραγματικά με ενθουσιάζει και λέω πως είναι πολύ μεγάλο κέρδος, αν καταφέρνει ένα βιβλίο να κάνει κάποιον, έστω κι έναν, να περάσει καλά, είναι κάτι που πραγματικά το θεωρώ δώρο κι ευλογία».
Αν έπρεπε να διαλέξεις μία από αυτές τις 33 μικρές ιστορίες ποια θα ήταν αυτή και γιατί;
«Δεν μπορώ να ξεχωρίσω μία, γιατί είναι φορές που σε κάποιες ιστορίες αναγκαστικά ταυτίζεσαι ή και αντιδικείς με αυτόν για τον οποίον γράφεις, άλλες φορές αρχίζει και σε πιάνει ο ναρκισσισμός και λες «ωραία το έκανα» ή σε πιάνει η αμφιβολία. Παρόλα αυτά δύσκολα μπορώ να ξεχωρίσω κάποιαν. Θα κάνω ίσως μιαν εξαίρεση και θα πω ότι υπάρχει μια ερωτική ιστορία, με την οποία έχω έναν παραπάνω σύνδεσμο. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μητέρα μου. Εκείνη ήταν η αφορμή για να ξεκινήσω να βρω στοιχεία γι’ αυτήν τη συγκεκριμένη ιστορία, όταν μου μίλησε για μια παλιά τραγουδίστρια και από εκεί και μετά ξεκίνησα να ψάχνω. Είναι, λοιπόν, μια καταπληκτική ερωτική ιστορία, που υπάρχει στο βιβλίο — αυτήν ξεχωρίζω κυρίως γιατί έχει αυτό το έναυσμα. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας μου, με μια κουβέντα που έλεγε: «να γειτονέψουμε», εννοώντας να κάνουμε παρέα, να είμαστε κοντά…»
Όλα αυτά τα χρόνια (επι)μένεις Θεσσαλονίκη, μια πόλη που αντιπροσωπεύει για εσένα και μια ιδέα, όπως έχεις δηλώσει «είναι άποψη ζωής πάνω σε σταυροδρόμι». Ποια θεωρείς πως είναι η σχέση της πόλης μας με τη μουσική; Ακούει πραγματικά η Θεσσαλονίκη μουσική;
«Μεγάλη κουβέντα. Η Θεσσαλονίκη έχει ακόμα κοινωνικό ιστό και τον διατηρεί κυρίως λόγω μεγέθους και παράδοσης. Εάν καταφέρεις να τη δεις πίσω από κάποιες χιλιάδες άσχημες πολυκατοικίες, αν μπορείς να καταλάβεις το ιστορικό βάρος που κουβαλάνε οι δρόμοι, που κυκλοφορείς και αποκωδικοποιήσεις όλο αυτό που κουβαλάει σαν ιστορία από πίσω της, είναι η διαρκέστερη ελληνική πόλη, το διαρκέστερο διαχρονικό ραντεβού ανθρώπων. Απόδειξη αυτού που λέω είναι ό,τι βρέθηκε κάτω από τον σταθμό του μετρό στη Βενιζέλου. Δηλαδή για ό,τι υπάρχει από πάνω σήμερα, υπάρχει και το περίπου αντίστοιχο σε μια πόλη από κάτω, η οποία είναι περίπου ίδια. Όταν είδα τις φωτογραφίες καθώς και κάποια βίντεο για το τι βρέθηκε εκεί κάτω, γωνία Βενιζέλου με Εγνατία, πραγματικά συγκλονίστηκα με την έννοια ότι έβλεπα όλο αυτό που υποψιαζόμουν ή θεωρητικά υπέθετα. Έβλεπα να ισχύει και να το επιβεβαιώνει το ίδιο το αρχαιολογικό τεκμήριο, ήταν επαλήθευση για εμένα πρέπει να πω, γι’ αυτό και θεωρώ αμαρτία το να τα μετακινήσουμε αυτά τα αριστουργηματικά ευρήματα.
Όλο αυτό το βάρος του σταυροδρομιού που κουβαλάει η Θεσσαλονίκη, σου δίνει έναν ανοιχτό ορίζοντα, για να καταλάβεις τι σημαίνει το να έλκονται τα ετερώνυμα. Είναι μια πόλη την οποία μπορεί εμείς να την έχουμε βιώσει ως ομογενοποιημένη, όμως δεν ήταν ποτέ έτσι. Είναι ένας χώρος που ακόμα και σήμερα μπορούν τα ετερώνυμα (μουσικές, λόγος, εικόνες) να συναντιόνται αλλά και να συνομιλούν. Ό,τι μ’ ενδιέφερε πάντα στη Μουσική είν’ αυτή η συνάντηση των διαφορετικών και είναι τύχη να ζεις σ’ ένα τέτοιο σταυροδρόμι, ακόμη κι όταν φαινόταν ότι τριγύρω αλυχτούσαν… σκυλάδικα.
Η κρίσιμη οπτική στη ζωή, όταν ασχολείσαι με την Τέχνη πάντα είναι το στοίχημα με τον χρόνο. Η Θεσσαλονίκη, επειδή έχει ακόμη κοινωνικό ιστό, μπορεί να σου δίνει τον έλεγχο των φίλων σου, άρα να μην καβαλάς καλάμι — εξάλλου οι σειρήνες δεν ακούγονται ευκρινώς ως εδώ και τα λεφτά είναι λίγα και αλλού. Παίζεις πολύ πιο ψύχραιμα και προσγειωμένα το στοίχημα του χρόνου, θες δε θες. Ξέρω ανθρώπους που έβγαλαν χρήματα, απόκτησαν φήμη, δόξα και ο χρόνος τους περιφρόνησε. Το θέμα πάντα για όλους τους δημιουργούς είναι να μείνει αποτύπωμα μακροπρόθεσμα, έστω κι ένα μικρό, ελάχιστο σημαδάκι».
Παρακολουθώντας την πορεία σου βλέπουμε πως είχες την τύχη να συνεργαστείς με πολλούς επώνυμους αλλά και με λιγότερο γνωστούς μουσικούς. Ποιες συνεργασίες σου θεωρείς πως υπήρξαν ξεχωριστοί σταθμοί στη ζωή σου;
«Καταρχάς ας ξεκαθαρίσουμε το ότι δεν πιστεύω στους ανώνυμους και τους επώνυμους. Στο βιβλίο οι μουσικοί-ήρωες του δεν κατονομάζονται, το κάνω επίτηδες ανώνυμα, είναι αρκετοί οι γνωστοί αλλά και κάποιοι, που είναι τελείως άγνωστοι. Να διευκρινίσω επίσης πως δεν υπάρχει καμιά ιστορία από την περίοδο των Αγάμων. Αυτό που με ενδιέφερε κυρίως δεν ήταν το να γράψω ονόματα και διευθύνσεις. Στην μεγάλη εικόνα του χρόνου εντέλει όλοι αφανείς είμαστε, με την έννοια ότι αυτοί που μένουν είναι οι ιδιοφυείς. Επομένως αυτόν τον διαχωρισμό με επώνυμους και ανώνυμους δεν τον υιοθετώ. Επικεντρώνω κυρίως στις πράξεις και το έργο, αυτά είναι που εμένα με εντυπωσιάζουν.
Αν μιλήσουμε επί του προσωπικού, είμαι ένας πάρα πολύ τυχερός άνθρωπος. Όντας από πολύ μικρός στο συγκεκριμένο χώρο, έχω την τύχη να λέω, ότι συνάντησα πολύ σπουδαίες προσωπικότητες του χώρου του τραγουδιού. Να θυμηθώ τον Γιώργο Ζαμπέτα ή τον Άκη Πάνου για αρχή; Δεκαοκτάχρονος πήγα με περισσό θράσος στο «Χάραμα» και γνώρισα τον Τσιτσάνη, δεν το έχω πει ποτέ αυτό, το ξέρει ο φίλος Σκαμπαρδώνης. Τους πρόλαβα την τελευταία στιγμή. Αλλά τους πρόλαβα και μίλησα μαζί τους.
Ήταν σχολείο επίσης η συνάντηση αλλά και η συνεργασία κάποιων σπουδαίων καλλιτεχνών και ας μου επιτραπεί να ξεχωρίσω τον Γιώργο Νταλάρα, τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Αγάθωνα Ιακωβίδη και την Αρλέτα. Είπα μόνο τέσσερις τώρα και έχω την αίσθηση πως υπάρχουν και άλλοι, που μπορεί και να αδικώ. Μεγάλο σχολείο ήτανε οι «Άγαμοι Θύται», που ήταν θητεία και μάθημα συνύπαρξης χρόνων με έξι-επτά ετερογενείς ταλαντούχους, με αποτελέσματα θαυμαστά. Εμπειρικό σχολείο, γιατί μαθαίναμε στου κασίδη το κεφάλι, αλλά ο κασίδης επέζησε γι’ αρκετά χρόνια. Να εξάρω τη διαρκή μου σχέση μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια με τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη αλλά και με τον Γιώργο Ανδρέου, με τον οποίον ξανασυναντιόμαστε δημιουργικά τώρα, μετά από πολλά χρόνια. Είχαμε συγκρότημα στα νιάτα μας, ήμασταν συμφοιτητές και ξανασυναντιόμαστε τώρα να κάνουμε μια καινούργια μουσική εργασία μαζί και το χαίρομαι.
Τέλος υπάρχει και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων που με διαμόρφωσαν καθοριστικά και τους είμαι ευγνώμων, ήταν οι καθηγητές μου στη Νομική. Τεράστιες προσωπικότητες, που και αυτούς στο τσακ τους πρόλαβα και μπορώ να θυμηθώ τον Αριστόβουλο Μάνεση, τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, τον Δημήτρη Τσάτσο, τον Νικ. Πανταζόπουλο».
Μετά από μια δύσκολη χρονιά, που μόλις ολοκληρώθηκε, και με την πανδημία να έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο ζωής μας καθώς και τις πολιτιστικές μας συνήθειες, πώς βλέπεις τα πράγματα για την ελληνική μουσική;
«Καταρχάς να ξεκινήσουμε από το ένα, το βασικό και το κύριο. Αυτήν τη στιγμή οι μουσικοί περνάνε πάρα πολύ δύσκολα. Όταν λέμε περνάνε πάρα πολύ δύσκολα, δεν το φαντάζεστε πόσο. Να εξάρω τις προσπάθειες που κάνει ο Σύλλογος Μουσικών Βορείου Ελλάδος και να συγχαρώ τα παιδιά που είναι στο Διοικητικό Συμβούλιο. Γίνεται ένας αγώνας εκεί, για να κρατηθούν πάρα πολλοί μουσικοί σε ένα ανεκτό επίπεδο ζωής. Δεν θεωρώ ότι η πολιτεία αυτήν τη στιγμή με τα 534€, που δίνει σε κάποιους μουσικούς, ασκεί κοινωνική πολιτική.
Ζούμε όλοι με την ελπίδα μιας νέας κανονικότητας, η οποία σίγουρα δεν θα είναι ίδια με αυτήν που ζούσαμε, αλλά θα επιτρέψει να ξαναλειτουργήσουν τα πράγματα και να αρχίσουν οι μουσικοί να δουλεύουν, να εκφράζονται. Οι δουλειές που κάνουμε τώρα και τα project που δουλεύουμε – κάνουμε πλάκα μεταξύ μας με συνεργάτες – τις έχουμε βγάλει «Ε.Ε», από τα αρχικά Επί Εμβολίου.
Όλο αυτό που περνάμε ας το δούμε θετικά, σαν μια δύσκολη άσκηση ενδοσκόπησης, αλλά θεωρώ ότι ακόμα και στις πιο δύσκολες και αντίξοες συνθήκες μπορείς να είσαι δημιουργικός, αν κάνεις τη τολμηρή βουτιά προς τα μέσα. Εξάλλου μην ξεχνάμε ότι σε αυτήν τη χώρα γραφτήκαν καταπληκτικά τραγούδια, σπουδαία λογοτεχνία, όταν έξω σφύριζαν οι σφαίρες. Εμείς ζούμε κάτι πολύ λιγότερο από αυτό».
Σε πρόσφατο κείμενο σου για την «Κλειδαρότρυπα Webex» μας δίνεις μια γεύση της πραγματικής κατάστασης που επικρατεί «στο νταμάρι της τηλεκπαίδευσης». Τί αντίκτυπο θεωρείς πως θα έχει αυτή η πρωτόγνωρη εκπαιδευτική διαδικασία στα παιδιά που φοιτούν αυτήν τη στιγμή στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αλλά και στους φοιτητές των πανεπιστημίων;
«Τι θέμα κι αυτό!!! Το κείμενο το συγκεκριμένο το έγραψα με αφορμή τον μικρό μου γιο, που είναι πρωτοετής και δεν έχει πάει ακόμη στη σχολή του και απ’ όσα άκουγα από φίλη εκπαιδευτικό, που μου έλεγε τις δυσκολίες που τραβάει καθημερινά: φωτογραφίες με διαγωνίσματα που από κάτω έχουν το σεμεδάκι της μαμάς. Το σχολείο πέρα από εκπαίδευση είναι και κοινωνικότητα. Ούτως ή άλλως οι γενιές του διαδικτύου έχουν ένα θέμα κοινωνικότητας, επαφής, συμπεριφοράς, λόγου και επικοινωνίας. Εύχομαι πως η καινούργια κανονικότητα που θα έρθει σε λίγους μήνες -είμαι αισιόδοξος άνθρωπος και λέω ότι σε λίγους μήνες θα είναι εδώ – θα διορθώσει και πολλά από τα κακά της παλιάς κανονικότητας, με πρώτο το μείζον θέμα της χώρας, την Παιδεία. Να μπορέσουν τα νέα παιδιά να κρατήσουν τη σχέση με το λόγο, την κοινωνικότητα, το άγγιγμα, την αγκαλιά, το χιούμορ, την πλακίτσα, έστω ακόμα και τον κανιβαλισμό, γιατί χρειάζονται όλα».
«Οι δύο άκρες του ανθρώπου» είναι «ο έρωτας και ο θάνατος», όπως λες στο κείμενο σου «Έρωτας στις ημέρες της καραντίνας». Είναι αλήθεια πως μέσα στις πρωτόγνωρες καταστάσεις που ζούμε «ανεπαίσθητα εξοικειωνόμαστε καθημερινά με τόσους θανάτους». Πιστεύεις πως θα «χρειαστεί να εξοικειωθούμε και με τον έρωτα»; Πιστεύεις πως ίσως όλο αυτό που ζούμε είναι η πρόβα τζενεράλε μιας νέας εποχής;
«Δεν μπορώ να περιγράψω τη νέα εποχή, τη νέα κανονικότητα — δεν είμαι μέντιουμ. Σίγουρα θα υπάρξει μεγάλη αλλαγή σε αυτό που λέγεται εργασιακός τομέας αλλά και γενικά στις σχέσεις των ανθρώπων… Θεωρώ ότι ήμασταν ήδη σε ένα διαστρεβλωμένο δρόμο ως προς την προσέγγιση, την επαφή . Βρίσκω το Facebook, το Twitter και το Instagram καταπληκτικά σαν εργαλεία. Όμως το θέμα είναι ότι στα χέρια όσων δεν έχουν το έρμα, την σκευή της παιδείας αυτά τα εργαλεία μπορεί να αποβούν καταστροφικά. Βλέπουμε δηλαδή ανθρώπους που ζουν μέσα από αυτά, να έχουν μια διαστρεβλωμένη κοινωνικότητα, μια wannabe ζωή κι έναν εικονικό και εντέλει συντηρητικό νέο-ερωτισμό. Τα inbox αναστενάζουν κοινώς και το ξέρουμε όλοι. Είναι το κλασικό παράδειγμα με το μαχαίρι. Κρατάς ένα μαχαίρι στα χέρια σου το οποίο μπορεί να βγάλει ραδίκια, να κόψει κρέας, να κάνει μια καταπληκτική συνταγή αλλά μπορεί και να σκοτώσει κόσμο. Κάποιοι άνθρωποι με τα σούπερ σόσιαλ μίντια σκοτώνουν και σκοτώνονται. Είναι αξία ανυπέρβλητη η προσωπική επαφή, το άγγιγμα, η αγκαλιά, η ανάσα του άλλου, το γέλιο του, ο ήχος του και όλα αυτά είναι δώρα αναντικατάστατα και δεν μπορούν να περάσουν επ’ ουδενί μέσα από καμία οθόνη. Επειδή είμαι και αισιόδοξος άνθρωπος, λέω ότι πάλι αυτό το θερμό, αυτό το ζεστό το άγγιγμα θα θριαμβεύσει».
Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς παραμένεις δημιουργικός και ετοιμάζεις όμορφα πράγματα με τον Γιώργο Ανδρέου. Θέλεις να μοιραστείς μαζί μας τα επόμενα μουσικά σου σχέδια;
«Δουλεύω δύο project αυτήν την περίοδο. Το ένα έχει μεγάλη πλάκα, γιατί το δουλεύουμε με βιντεοκλήσεις και με mail με τον Γιώργο Ανδρέου, διότι εκείνος είναι στην Αθήνα κι εγώ Θεσσαλονίκη. Είχαμε βρεθεί το προηγούμενο διάστημα και συμφωνήσαμε να κάνουμε ένα κόνσεπτ τραγουδιών με το γενικό τίτλο προς το παρόν «Υπέρ των Ανδρών»- ε, ναι, ΚΑΙ οι άνδρες είναι αδύνατο φύλο. Είναι τραγούδια στα οποία έχω γράψει τους στίχους, είμαστε σε δημιουργική φάση, έχουμε κάνει κάμποσα και συνεχίζουμε ακάθεκτοι. Δυστυχώς βέβαια όχι με την όσμωση που θα θέλαμε, γιατί για να παίξεις ping pong χρειάζονται μεν δύο… αλλά εμείς τώρα ρίχνει ο ένας την μπαλιά από τη Θεσσαλονίκη, πάει Αθήνα και ξαναγυρίζει πίσω. Όλο αυτό το πράγμα είναι πρωτόγνωρο αλλά η τεχνολογία βοηθάει, έτσι ώστε να έχουμε ώρες δημιουργικών επαφών, διαλόγων και κουβέντας. Θέλω επίσης να ξεκινήσω κι ένα άλλο project εδώ στη Θεσσαλονίκη με την καταπληκτική μπάντα που παίζαμε μέχρι που κλείσαν τα πάντα, με παιχταράδες μουσικούς από την πόλη και με προεξάρχοντα τον σπουδαίο Θεσσαλονικιό παραγωγό, τον Γιώργο Πεντζίκη. Είχε το καλό του δηλαδή όλος αυτός ο εγκλεισμός και όλη αυτή η περίοδος. Βέβαια όλα αυτά τα δουλεύουμε με κωδικό «Ε.Ε», Επί Εμβολίου».
Μια ευχή για το μέλλον…
«Τόσα χρόνια αυτό το «πρώτα η υγεία» το λέγαμε τυπικά. Τον τελευταίο χρόνο έχει αποκτήσει άλλο βάρος. Επομένως εγώ το πρώτο που θέλω να ευχηθώ είναι αυτό το «γεια σου» που λέμε, να το εννοούμε και να συμβαίνει. Είναι αλήθεια ότι κάμποσα δύσκολα βίωσα και άκουσα εδώ τριγύρω, όπως κι όλοι μας εξάλλου.
Το δεύτερο πράγμα που θέλω να ευχηθώ είναι να βγούμε από αυτό το κακό σοφότεροι και με λιγότερες ιδεοληψίες. Ας ελπίσουμε ότι έγινε βουτιά προς τα μέσα αυτές τις μέρες. Είναι δύσκολο, όταν βρίσκεσαι face to face με τον εαυτό σου και μάλιστα πολλές ώρες, χωρίς όλα αυτά που είναι οι μαζικές ψευδαισθήσεις μας, αυτά τα ηδύποτα, τα γλυκάκια που χρειαζόμαστε για να γλυκαινόμαστε, τα μπαράκια που κοπήκαν, οι έξοδοι, η τάχα ντόλτσε βίτα … Είναι μια καλή ευκαιρία επανεκκίνησης όλο αυτό, σε λίγο που θα ξαναβγούμε προς τα έξω. Ας βγούμε, λοιπόν, με λιγότερη φόρα και κάπως σοφότεροι».
INFO
Το βιβλίο του Στάθη Παχίδη «Οι Παιχνιδιάτορες, 33 μικρές ιστορίες Μουσικών» κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Μετρονόμος.
*Φωτογραφίες: Έλια Πατάγου, Ελένη Κατρακαλίδη & Νόπη Ράντη.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ