Στην εποχή του Απόλυτου Πολιτικού Μηδέν
Μετά τις δηλώσεις της κ. Λατινοπούλου, εύλογα δημιουργήθηκε η απορία αν πρέπει να αναπαράγονται και να αποκτούν δημοσιότητα περιθωριακές απόψεις ατόμων.
Μετά τις δηλώσεις της κ. Λατινοπούλου, εύλογα δημιουργήθηκε η απορία αν πρέπει να αναπαράγονται και να αποκτούν δημοσιότητα περιθωριακές απόψεις ατόμων. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα είναι ότι δεν είναι περιθωριακές. Ούτε και μεμονωμένες. Ότι συμβολίζουν ευρύτερες τάσεις στην πολιτική και ότι προσωποποιούν κυρίαρχες στάσεις ζωής. Ποιες; Δύο λόγια για την άνοδο του πολιτικού Μηδέν…
«Εξέφρασα την άποψη μου, αυτό είναι η δημοκρατία». Αυτά ανέφερε (πολλάκις) η κα. Λατινοπούλου στην σκηνοθετημένη τηλεοπτική απολογία της, για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ήταν μάλιστα η φωνή της τρεμάμενη, και πράγματι τη λυπηθήκαμε γιατί παρά τη μεγάλη της πορεία στην πολιτική από τα social media, είναι και ταπεινής καταγωγής.
Σε αντίθεση δηλαδή με το εγχώριο σύστημα ανάδειξης των ελίτ, σε αντίθεση πχ. με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό ή ανθρώπους όπως ο κ. Κυρανάκης, η κ. Λατινοπούλου εκτός από τη ΔΑΠ (σημείωση: την καριέρα στα νυχτερινά μαγαζιά της πόλης), δεν είχε τριβή με επαγγελματίες πολιτικούς και δεν μεγάλωσε σε καμία μεγαλοαστική οικογένεια με όρεξη να επεκτείνει την οικονομική της επιρροή στην πολιτική. Το ενδιαφέρον της για αυτήν ήταν πιο πηγαίο και δεν κληρονόμησε από τους γονείς της δίκτυα.
Επίσης, σε αντίθεση με μία άλλη εκδοχή, αυτή του κ. Μπογδάνο, δεν πήρε την ώθηση της από τις βαρύγδουπες, διχαστικές, και άρα δημοφιλείς στα κοινά του δηλώσεις, ούτε και σπρώχτηκε (μάλλον) από τον ιδιοκτήτη του καναλιού της. Εικάζεται μάλιστα ότι δεν έχει κάνει ακόμα αυτό τον ακριβό γάμο με το μεγάλο επιχειρηματία που θα τη στηρίξει στη ζωή, και όχι μόνο.
Όπως αναφέρει τότε στο βιογραφικό της η κ. Λατινοπούλου, μεγάλωσε «σε μια υπέροχη, τρίτεκνη, ένθεη, παραδοσιακή οικογένεια με πολλή αγάπη, αλλά και αυστηρούς κανόνες», από γονείς καθηγητές μέσης εκπαίδευσης. Αυτή είναι μία σχετικά δύσκολη ταξική αφετηρία. Ελκυστική μεν για το μέσο ψηφοφόρο της παράταξης της. Αλλά όχι αρκετή δε για την εποχή που χρειάζεται ένας σκασμός χρήματα για να προσπαθήσει κανείς να γίνει κάτι που αποφασίζει για τα δημόσια πράγματα αν ξεκινήσει χωρίς δίκτυα και γνωστά επίθετα. Σε αντίθεση όμως με τα υπόλοιπα πουλέν του πολιτικού μας συστήματος, που επίσης μεγάλωσαν από νοικοκύρηδες ανθρώπους, και των οποίων οι δηλώσεις κατά καιρούς έχουν ξεσηκώσει παρόμοιες θύελλες κακών αντιδράσεων, η λαμπρή της πολιτική καριέρα φαίνεται να τελείωσε άδοξα.
Η κ. Λατινοπούλου δεν τα πήγε και πολύ καλά με τη δύσκολη ισορροπία που προσπαθεί να διατηρήσει ο κ. Μητσοτάκης στο κόμμα του. Στο δίλημμα τεχνοκράτισσα, ή από κανάλι σε κανάλι και διχαστικός λόγος, επέλεξε να παίξει με το δεύτερο. Όμως δεν χρησιμοποίησε επαρκώς τις μπαζ λέξεις της σύγχρονης όλο και πιο φιλελεύθερα συντηρητικής δεξιάς – «μετανάστες», «πρόσφυγες», «συνδικαλιστές», «κηφήνες δημόσιοι», «ανομία» κτλ. Είπε βέβαια τη λέξη κλειδί – «μειοψηφίες» – αλλά δεν το εξέφρασε καλά το σκεπτικό της, εκνευρίζοντας ακόμα και τα πιο συντηρητικά ακροατήρια. Με αποτέλεσμα να εμφανιστεί τελικά ως ένα αλαζονικό άτομο που μιλάει για τον εαυτό του, μία αριστοκράτισσα.
Η κ. Λατινοπούλου έχει να μάθει πάρα πολλά ακόμα στην τέχνη του πως να πολιτευτεί κανείς χωρίς να έχει διαπρέψει σε τίποτα που να αγγίζει το νόημα της πολιτικής. Το παράδειγμα, από το οποίο θα μπορούσε να μάθει πολλά, είναι οι δηλώσεις του έτοιμου κατά τον ίδιο να υπουργοποιηθεί κ. Κυρανάκη.
Αυτός, κάποτε, είχε να διαλέξει ανάμεσα στο να καταδικάσει απερίφραστα τα χρυσαυγίτικα μπάρμπεκιου με χοιρινό έξω από τις δομές προσφύγων ή να κλείσει το μάτι σε όλους αυτούς τους ανθρώπους με τα τόσα κόμπλεξ κατωτερότητας που πήγανε μπροστά στους ξεριζωμένους για να ψήσουν. Και τους έκλεισε το μάτι. Έτσι ανέξοδα για μία ζωή τοτέμ των απανταχού νέο-συντηρητικών.
Η κ. Λατινοπούλου σε αντίθεση με τον κ. Κυρανάκη εμφανίστηκε ως αριστοκράτισσα μόνο επειδή δεν προσδιόρισε τη μειοψηφία της πολιτικά. Θα μπορούσε να πει, όλες αυτές με τις μπούρκες και μετά να προσθέσει τα σχόλια για τις δικές μας πατριωτικές συνήθειες και για την αρετή του να ντύνεται κανείς με Lacoste και πουλοβεράκι απλωμένο στον ώμο, αλλά δεν το σκέφτηκε.
Πάντως, δηλώσεις ανάλογου ύφους από τους δύο νεαρούς πολιτευτές της ΝΔ, θα σκεφτεί κάποιος παρατηρητικός. Όχι μόνο η κ. Λατινοπούλου, αλλά και ο κ. Κυρανάκης έσπευσε να τονίσει ότι είναι «δικαίωμα» των ακροδεξιών με το μπάρμπεκιου να κάνουν όσα κάνουν, αφού αυτοί σε αντίθεση με τους άλλους είναι τελικά στη χώρα τους. Σε αυτήν τη δημοκρατία που ο καθένας έχει από ένα δικαίωμα, όλοι έχουμε δικαίωμα να κάνουμε ότι θέλουμε.
Πολύ περίεργη αντίληψη για τη δημοκρατία…
Τι και αν τα λόγια μας πληγώνουν τους άλλους ανθρώπους; Σώματα που ήδη πληγώθηκαν. Επειδή διασχίζουν θάλασσες, λαθρέμπορους, άθλιες δομές, για ένα όνειρο να γλιτώσουν από τη φτώχεια (στην καλύτερη) ή επειδή που στοχοποιούνται καθημερινά σε χώρους εργασίας ή μέσα μαζικής μεταφοράς επειδή είναι διαφορετικοί. Πολύ διαστροφικό αυτό το, «να μωρέ η γνώμη μου είναι, και τι; Να μην την εκφράσω;».
Να το πούμε ξανά, να τελειώνει. Οι λέξεις δεν είναι αθώες. Χειρότερες και από μαχαίρια. Όσο εσύ εκφράζεις τη γνώμη σου ως αυτή που είσαι, με τη δημόσια προβολή και τα επίπεδα αποδοχής που έχουν τα πρότυπα ζωής των γύρω σου που σου αρέσουν, δεν θα μπορέσουν να το κάνουν και οι άλλοι άνθρωποι που δεν σας μοιάζουν. Αλλά δεν σε νοιάζει. Ο κόσμος είναι χωρισμένος στα δύο τελικά. Εμείς. Και αυτοί.
Και ποιοι είμαστε Εμείς τελικά;
Στη νέα alt δεξιά είναι το αρμονικό σύμπαν των ανθρώπων, των τέλειων και άριστων σε όλα.
Με τον ίδιο τρόπο που απαιτείται μία καθαρή βόλτα σε ένα χλιδάτο μαγαζί με wine tasting την Πέμπτη, όπου μαζεύονται όλες οι καλές κυρίες και κύριοι της καλής κοινωνίας, και μετράνε τα ρούχα τους και τα πορτοφόλια τους, με αυτό τον τρόπο τελικά κατασκευάζεται και το μεγάλο κακό Άλλο που δεν πρέπει να γίνουμε ποτέ. Βρώμα, δυσωδία, ατέλειες, αποτυχία στη δουλειά, όλα αυτά αποδίδονται αυθαίρετα ως στιλιστικές επιλογές σε μεμονωμένα άτομα. Αυτά είναι πάντα ανώνυμα φυσικά. Είναι τα άτομα που δεν γίναν κάποιοι. Και το μεγαλύτερο κρίμα στη ζωή τους ήταν όχι ότι γεννήθηκαν σε γωνιές αυτής της γης ή αυτής της κοινωνίας που τα άτομα δεν απολαμβάνουν ίσα τα δικαιώματα τους (δεν έχουν πχ. τις ίδιες ευκαιρίες και το ίδιο κεφάλαιο για να ανοίξουν business), αλλά ότι τάχα επιλέγουν να χαλάν την σούπερ αισθητική Μου και την αρμονία Μου. Για αυτό στο τέλος νομίζουμε χωρίς πολύ ανάλυση ότι απέτυχαν ως άτομα. Τόσο σπουδαία άτομα νομίζουμε ότι είμαστε.
Το πρότυπο της κας. Λατινοπούλου δεν είναι μόνο της κας. Λατινοπούλου πάντως. Όπως στα μαγαζιά κερδίζει η πιο όμορφη, στο ίνσταγκραμ το καλύτερο φίλτρο, στην αγορά ο πιο εργατικός, έτσι και στον κόσμο γενικά κερδίζει η πλειοψηφία. Όλα τα βαρετά κλισέ μίας κοινωνίας που δεν έμαθε να επικοινωνεί με άλλο μέσο εκτός από την τέλεια εικόνα της. Η άνοδος μάλλον του μηδενισμού. Η showbiz στην πολιτική.
Όσα γράφονται παραπάνω πάντως, το τονίζω, τα γράφω καλοπροαίρετα. Η καλύτερα, ως αλήθειες που εξηγούν μία όψη της πραγματικότητας που δεν την κάνει λιγότερο πραγματικότητα. Στην εποχή των σόσιαλ και της αποχής του ατόμου από συλλογικές διεκδικήσεις και διαδικασίες, το μόνο που απέμεινε είναι η γλώσσα του ατομικού δικαιωματισμού και του ο καθένας λέει ότι θέλει. Που ζει χωρίς κοινωνία. Νομίζω, επιπλέον, ότι συμβολίζουν και μία τομή στην ποιότητα του κοινοβουλευτισμού που είναι δομική, εφόσον είναι άλλο να λες κάτι με ένα φίλο και άλλο να είσαι υποψήφια για βουλευτής εκτοξεύοντας μύδρους μίσους. Ε λοιπόν, δεν ήταν πάντα έτσι η κατάσταση των ελίτ. Το κέντρο βάρους δεν ήταν το Μηδέν, και για αυτό δεν υπήρχε και μία ελίτ έτσι αποκομμένη και ασύνδετη με τον κόσμο.
Δεν υπήρχε, για παράδειγμα, ούτε μισή περίπτωση ένας Χαρίλαος Φλωράκης, ένας Λεωνίδας Κύρκος, ένας Κωνσταντίνος Καραμανλής, να τοποθετηθεί έτσι. Άνθρωποι με ταπεινή καταγωγή αναδείχθηκαν στην πολιτική από τα συνδικάτα τους, από τους χώρους της κοινωνίας που ονομάζουμε συλλογικότητες, από τα τοπικά προβλήματα. Παρά τα ελαττώματα τους, διεκδίκησαν αλλαγές με τα μανίκια σηκωμένα και τη γαλότσα στο έδαφος. Όσα βίωσαν πολλές φορές δεν διέφεραν και από την κατάσταση του σημερινού πρόσφυγα (εξορίες, χούντες, ακραία ταξική πόλωση), αν δεν ξεχάσαν ότι ήταν πρόσφυγες και μετανάστες και οι ίδιοι…
Και ενώ είναι βέβαιο ότι η κοινωνία δεν είχε τότε «μεταναστευτικό ζήτημα» για να λύσει, ούτε ένας δεν θα έβγαινε έτσι χυδαία από εκδήλωση σε εκδήλωση και από κανάλι σε κανάλι και από το Instagram για να πει όσα κατά καιρούς λέγονται (και που πολλές φορές κερδίζουν μέχρι και εκλογές) για έναν άνθρωπο εκτοπισμένο. Το μαχαίρι ο ισχυρός δεν το έμπηγε με αυτή την αλαζονεία. Να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη είχε σημασία, να μην ξανά γυρίσουμε πίσω στο Μηδέν και στον εθνικό κανιβαλισμό.
Το Μηδέν είναι η νέα συντηρητικοποίηση της κοινωνίας που την καπηλεύονται αυτοί που έχουν τα μέσα και την όρεξη να διχάσουν τον κόσμο. Καμία σύγκρουση που να βασίζεται σε αρχές. Κανένας σοβαρός προβληματισμός για την ισότητα. Και από κάτω, άρα, μόνο άτομα χωρίς συλλογική ζωή, απελπισμένα από την Κρίση, έτοιμα να ενδώσουν σε κάθε ρητορική μίσους αρκεί κάπου να ξεσπάσουν, και να βγαίνει το χρήμα.
Κρίμα που φτάσαμε ως εδώ… Το Μηδέν να μην είναι η ρουφήχτρα της αξιοπρέπειας μας, αλλά το σημείο για να πάμε μόνο παρακάτω. Να ξεκινήσουμε από το μηδέν, να κάνουμε το μηδέν περιθωριακό. Να ντρέπεται να εκφράσει τη γνωμάρα του…
Διαβάστε επίσης:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ