Τα πιο τρυφερά Χριστούγεννα – Οι συντάκτες της Parallaxi γράφουν…

Μαγεία, αγάπη και αγκαλιές.

Parallaxi
τα-πιο-τρυφερά-χριστούγεννα-οι-συντά-862004
Parallaxi

Μετά από αρκετούς μήνες παύσης, η στήλη μας επιστρέφει. Tρεις διαφορετικές γενιές ενωθήκαμε και γράψαμε για τα δικά μας τρυφερά Χριστούγεννα. Ελπίζουμε φέτος οι γιορτές να σας φέρουν όσα στερηθήκατε τα τελευταία δυο χρόνια. Μαγεία, αγάπη και αγκαλιές.

Ας δούμε λοιπόν τους συντάκτες της parallaxi μέσα από μια διαφορετική ματιά, να θυμούνται και να διηγούνται στιγμές από γιορτές που τους έχουν μείνει στο μυαλό.

Φαίνεται ότι είχα από μικρός το «μικρόβιο»

 

Χριστούγεννα 1993 (αν είναι δυνατόν έχω ζήσει τέτοια χρονιά;;;) αν κρίνω από το background του σπιτιού που μέναμε τότε. Εγώ 3 χρονών, αλλά από μικρός είχα δείξει την κλίση μου ότι θέλω να ασχοληθώ με κάτι που να έχει να κάνει με την επικοινωνία με τους άλλους. Η χριστουγεννιάτικη λοιπόν ιστορία της φωτογραφίας που τη συνοδεύει είναι ότι εγώ είμαι παρουσιαστής στον Τροχό της Τύχης!

Ναι, παρακαλώ, κάποτε κυκλοφορούσε σε επιτραπέζιο και εγώ ήμουν ένας επίδοξος Γιώργος Πολυχρονίου και Δάνης Κατρανίδης, με την αδελφή μου στον ρόλο της Κρίστα. Γενικότερα, πάντως τα τηλεπαιχνίδια ήταν το φόρτε μου από ότι μου λένε, γιατί μετά τον Τροχό της Τύχης, η γιαγιά μου και ο παππούς μου έπρεπε να περάσουν ως «διαγωνιζόμενοι» και από το Μεγάλο Παζάρι.

«Σφιχτός» βέβαια οικοδεσπότης εγώ, σε αντίθεση με τον Μικρούτσικο, αφού ότι… κουρτίνα ή κουτί και να διάλεγαν, όλως τυχαίως έπεφταν στον Ζονκ! Κάθε Χριστούγεννα έχουν τη δική τους ιστορία. Είναι ημέρες αναμνήσεων, αλλά κυρίως μια ευκαιρία για να τις ζήσεις και να δημιουργήσεις νέες. Καλά Χριστούγεννα σε όλους!

*Ραφαήλ Γκαϊδατζής

Στο μέσα δωμάτιο κρυβόταν η μαγεία

Την φωτογραφία αυτή την θυμάμαι κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες. Ήμουν 4 χρονών, 1η Ιανουαρίου του 2003, μόλις είχαμε ανοίξει τα δώρα που μας έφερε ο Άγιος Βασίλης. Μικρή έκανα συλλογή με polly pocket, είχα τόσες που θα μπορούσα να ανοίξω μουσείο, το δώρο μου λοιπόν ήταν ένα τεράστιο κουκλόκρουαζιερόπλοιο καταλαβαίνετε λοιπόν τί σπίθες έβγαλαν τα μάτια μου. Σκίσαμε το περιτύλιγμα με την αδερφή μου και στρώσαμε τα νέα μας παιχνίδια στο χαλί του παιδικού δωματίου και εκεί που ξεκινήσαμε να παίζουμε  ακούστηκε η φωνή του πατέρα μου “Ελάτε να σας βγάλουμε μία φωτογραφία στο δέντρο.”

Θυμάμαι να σηκωνόμαστε από το χαλί και να τρέχουμε στο δέντρο γρήγορα για να μην χάσουμε λεπτό από το παιχνίδι διότι σε λίγη ώρα θα χτυπούσαν την πόρτα οι παππούδες για το γνωστό οικογενειακό τραπέζι, φυσικά το νου μου ήταν στο χαλί μας (εκεί με την αδερφή μου έμαθα να φαντάζομαι και να ονειρεύομαι, ήταν το αγαπημένο μου μέρος σε όλο τον κόσμο, μία απλή λευκή βελέτζα), γι αυτό και κοιτάω τόσο έντονα δεξιά ενώ η μητέρα μου με έχει αγκαλιά.

Νοσταλγία με πιάνει κάθε φορά που βλέπω αυτή την φωτογραφία, και όταν την περιγράφουν οι γονείς μου εκεί να δείτε γέλιο. “Σαν σίφουνες ήρθατε σαν σίφουνες φύγατε.” Χαμογελαστοί, αγαπημένοι και ανέμελοι, τρεις λέξεις που μέχρι σήμερα πρέπει να περιγράφουν αυτές τις ημέρες. Ας αφήσουμε για λίγο πίσω τις χρονιές που πέρασαν και όλα τα προβλήματα που μας προκάλεσαν και ας απολαύσουμε το τώρα, τους ανθρώπους, τις στιγμές. Σας εύχομαι τα πιο τρυφερά Χριστούγεννα, εκείνα που τέτοιες μέρες θα θυμάστε πάντα, μία μαγεία και μία επιθυμία να έρθουν και να σας χτυπήσουν την πόρτα, και εσείς να τις αρπάξετε από τα μαλλιά, για όλες εκείνες τις αγκαλιές που χάσατε μέχρι σήμερα, τα μηνύματα που δεν στείλατε, τους ανθρώπους που δεν είδατε, τα σ’αγαπώ που δεν φωνάξατε.

*Μυρτώ Τούλα

Τα πιο λευκά Χριστούγεννα

Ξεφυλλίζοντας τα παιδικά άλμπουμ για να βρω μία φωτογραφία «πέφτω» πάνω σε κάτασπρα τοπία, μεγάλα χαμόγελα, χορούς και μία έντονη αίσθηση νοσταλγίας με πιάνει. Προσπαθώ να βρω όλο και περισσότερες φωτογραφίες μιας και οι βιντεοκασέτες μας έχουν προδώσει εδώ και χρόνια. Όπως και να το κάνεις αυτά είναι που σου θυμίζουν εκείνες τις στιγμές που σου φάνηκαν τότε μικρές και ασήμαντες και τώρα λαχταράς για ένα φωτογραφικό τους καρέ, για μία θύμηση τους. Ψαχουλεύοντας έπεσα πάνω σε μία φωτογραφία από τα Χριστούγεννα του 2011. 

Θυμάμαι εκείνα τα Χριστούγεννα, πρώτη φορά είχαμε εγκλωβιστεί στο χωριό λόγω του χιονιού ακόμα και κατά την άφιξη μας το αμάξι είχε κολλησει στην πλατεία του χωριού. Το τοπίο όλο λευκό, οι χιονισμένες κορυφές των βουνών που φαίνονταν από την βεράντα της γιαγιάς, τον παππού να «πολεμάει» με όπλο την μαγκούρα του με τους σταλακτίτες που είχαν σχηματιστεί από την σκεπή του σπιτιού. Τα ξαδέρφια μου και την αδερφή μου που προσπαθούσαμε να κάνουμε τον τέλειο – για εμάς- χιονάνθρωπο. Το μπαμπά μου με τον θείο που έβγαλαν τα σακιά με το σιτάρι και με λίγη μαγεία γίνανε έλκηθρα στην κατηφόρα του χωριού. Την γιαγιά που φώναζε πώς θα παγώσουμε στο κρύο και πώς θα αρρωστήσουμε.

Μπορεί να μην κάναμε τον τέλειο χιονάνθρωπο, ο παππούς να μην κέρδισε την μάχη με τους σταλακτίτες και η γιαγιά να μην κατάφερε να μας μαζέψει μέσα για να μην αρρωστήσουμε όμως εκείνα τα Χριστούγεννα κατάφεραν να γίνουν τα αγαπημένα μου.

*Εύα Καβάζη

Τα μακρινά Χριστούγεννα ενός 4χρονου

Χριστούγεννα 2003. Αν πω ότι θυμάμαι ακριβώς την ιστορία πίσω απ’ αυτή τη φωτογραφία θα είναι ένα μεγάλο ψέμα. Γι’ αυτό ρώτησα τους γονείς μου και τα αδέρφια μου, που επίσης δεν είχαν να μου πουν κάτι συγκεκριμένο, παρά μόνο ότι τραβήχτηκε λίγες μέρες πριν την ημέρα των Χριστουγέννων.

Έτσι χωρίς να ξέρω με σιγουριά τι έγινε εκείνη την ημέρα, φαντάζομαι πως ξύπνησα, μάλλον έτρεξα να τσεκάρω κάτω από το δέντρο αν ο Άγιος Βασίλης έφερε το δώρο μου, όπως έκανα κάθε μέρα του Δεκεμβρίου όλα τα χρόνια, και αφού διαπίστωσα πως ακόμα δεν είχε φτάσει εκείνη η μέρα, ανέβηκα στο ποδήλατο που μου είχε κάνει δώρο η γιαγιά μου και άρχισα το παιχνίδι. Όλα αυτά σίγουρα αφού θα γκρίνιαξα, πιστεύοντας πως ο Άγιος Βασίλης με έχει ξεχάσει ή πολύ πιθανόν να έχει μπερδέψει το δώρο μου.

Όμως, με τέτοια ποδηλατάρα ξεχνάς εύκολα όσα κακά μπορούν να σου συμβούν, ειδικά όταν είσαι 4χρονών. Με λίγα παιχνίδια και λίγο παραπάνω «Last Christmas» ή «All I want for Christmas» ότι και να είχε γίνει, το ξεχνούσα και φωτογραφιζόμουν σαν μην είχε συμβεί. Τώρα θα σκεφτείτε τι δουλειά είχε το ποδήλατο μέσα στο σπίτι. Ε, τι να κάνω; Ας μην αργούσε ο Άγιος Βασίλης την πίστα Ηot Wheels Καρχαριάκιας για να μην χρειαζόταν να κόβω βόλτες με το ποδήλατο.

Αν ψάξω καλά μάλλον θα βρω πολλές παρόμοιες φωτογραφίες σαν αυτήν – με εμένα μπροστά από το χριστουγεννιάτικο δέντρο να παίζω και πίσω από την κάμερα πάντα οι αδερφές μου, η μαμά μου και ο μπαμπάς μου. 

18 χρόνια μετά βρίσκομαι ακόμα μπροστά από το ίδιο δέντρο και παίζω με τα ανίψια μου, με την χαρά ότι μετά από έναν χρόνο απουσίας μπορώ με ασφάλεια να σφίξω τους δικούς μου ανθρώπους στην αγκαλιά μου, άλλωστε αυτό είναι το φετινό δώρο από τον Άγιο Βασίλη και να βγω και άλλες φωτογραφίες που θα με συντροφεύουν για χρόνια. Καλά Χριστούγεννα!

*Νίκος Γκάγιας

Χριστούγεννα, τυλιγμένα με πολύχρωμη ζελατίνα

Πάντα τη μέρα των Χριστουγέννων ξυπνούσαμε νωρίς στο σπίτι. Ήταν οι μυρωδιές από την κουζίνα της μαμάς που ετοίμαζε το τραπέζι του μεσημεριού, ήταν η μέρα τέτοια που θέλαμε να τη ζήσουμε όλη. Ήταν το σπίτι που ήταν μικρό και όταν ξυπνούσε ένας, ξυπνούσαμε όλοι από την φασαρία. 

Ωραία μέρα τα Χριστούγεννα! Έχουν πάντα ένα “μαζί”, κρυμμένο πίσω από το στολισμένο δέντρο και ανάμεσα στους δίσκους με τα γλυκά. 

Αισθάνεστε κι εσείς πως οι γιορτές που έρχονται τα τελευταία χρόνια είναι λίγο πιο αδιάφορες από τις παλιότερες; Πως μοιάζουν κι αυτές σε εκείνους τους τύπους που σε προσπερνάνε στο πεζοδρόμιο, σε σπρώχνουν κατά λάθος αλλά βρίσκουν χάσιμο του χρόνου τους να γυρίσουν να σου ζητήσουν μια συγνώμη; Αισθάνεστε κι εσείς πως οι χειμώνες πριν μερικά χρόνια ήταν πιο όμορφοι, πιο χρωματιστοί, πιο χαμογελαστοί ίσως;

Όχι παιδιά, δε γίνεται να το θυμάμαι μόνο εγώ αυτό… 

Δε γίνεται μόνο εγώ να περίμενα με λαχτάρα τα δώρα κάτω από το δέντρο και να χαμογελούσα τόσο μέχρι να πονέσουν τα μάγουλα μου, δε γίνεται μόνο εγώ να έτρεχα πρώτος στο οικογενειακό τραπέζι να προλάβω να καθίσω σε όποια καρέκλα ήταν πιο κοντά στα πιάτα που μου άρεσαν περισσότερο. Οι χειμώνες τότε είχαν πιο χρωματιστά Χριστούγεννα!  Είχαν πιο πράσινα, πελώρια δέντρα! είχαν πιο νόστιμα φαγητά και μυρωδιές που μου τρυπούσαν τη μύτη.

Δε ξέρω, ίσως μόνο εγώ να το θυμάμαι έτσι…

Θυμάμαι τη μέρα που ο μπαμπάς μου έφερε ένα αμπαλαρισμένο κουτί, πελώριο μπροστά μου, που το άφησε κι εγώ είχα μείνει με γουρλωμένα μάτια να κοιτάω μια το κουτί, μια τον μπαμπά… μια το κουτί, μια τον μπαμπά! 

«Μη το κοιτάς, δικό σου είναι. Άνοιξε το…» μου είπε και σκεφτόμουν πώς να το ανοίξω, ώστε να μη σκίσω την πολύχρωμη ζελατίνα που το είχε καλύψει κάποια πωλήτρια καταστήματος παιδικών παιχνιδιών. Πιθανόν, από το μαγαζί στη πόλη που περάσαμε με τη μαμά πριν μερικές εβδομάδες και της ξέφυγα από το χέρι για να κολλήσω το πρόσωπο μου στη βιτρίνα και σε εκείνο το υπέροχο τρενάκι με τις πολλές πλαστικές σιδηροδρομικές γραμμές του και τα βουνά, τα δέντρα, τους σταθμούς του… τι να σας λέω, ολόκληρος κόσμος ήταν εκεί!

«Θα το σκέφτεσαι πολύ ακόμα ρε μπαγάσα; Άνοιξε το» μου είπε πάλι ο μπαμπάς και με τη μία, θυμάμαι, έσκισα τη ζελατίνα για να γουρλώσω και πάλι τα μάτια… μια το κουτί, μια τον μπαμπά!

Ήταν εκείνο το τρένο! Με όλο τον κόσμο του που με χαιρετούσε εκείνο το πρωινό στη βιτρίνα του καταστήματος! Η μαμά μου κατάλαβε (ή μπορεί και να άκουσε αυτό που ευχήθηκα από μέσα μου. Ξέρετε, έχω βάσιμες υποψίες πως οι μαμάδες και οι μπαμπάδες έχουν υπερφυσικές δυνατότητες. Αλλιώς αποκλείεται να μπορούσαν να αντέξουν εμένα με τις αδερφές μου, εσένα με τα δικά σου αδέρφια, τις ζημιές, τα νεύρα μας, τα ξενύχτια μας).

Το τρενάκι το έχω ακόμα στο σπίτι μου. Μέχρι και τώρα σας λέω! Μου θυμίζει για πάντα πως οι γιορτές δεν είναι μόνο κάποιες μέρες που έρχονται και φεύγουν. Οι γιορτές των Χριστουγέννων είναι ευχές και όνειρα, τυλιγμένα σε πολύχρωμες ζελατίνες που με τα χρόνια μπορεί να αλλάζουν, αλλά για πάντα θα έχουν ως εικόνα τους, συγκεκριμένους ανθρώπους και πόνους.

Οι γιορτές πλέον είναι λίγο πιο αδιάφορες από παλιά. Ίσως επειδή κάποιοι από τους πιο δικούς μου ανθρώπους δεν είναι εδώ να τις ζήσουμε μαζί. Ίσως επειδή έχουμε πλέον κενές καρέκλες στο οικογενειακό τραπέζι και, να σας πω την αλήθεια, βαριέμαι να τρέξω να καθίσω στην καλύτερη καρέκλα πλέον.

Ίσως επειδή ο χειμώνας έχει ακόμα ωραία χρώματα αλλά εγώ μεγάλωσα κι έχω πάψει να τα βλέπω. Φέτος όμως, θέλω να τα δω. Το έχω ανάγκη. Θέλω πάλι να σταθώ κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο και να βγω  μια γελαστή φωτογραφία σαν εκείνη τότε. Με αυτούς που αγαπάω. Με αυτούς που αγαπάμε. Τέτοιες μέρες να ζούμε παιδιά. Και να τις κάνουμε ωραίες φωτογραφίες…

*Γιώργος Σταυρακίδης

Βυσσινί γυαλιστερά παπούτσια

Η μόνη μέρα που δεν ασχολούνταν μαζί σου. Το πρωί τουλάχιστον. Ξυπνούσες στις παιδικές σου πιτζάμες που αναγκαστικά έπρεπε να είχαν ελαφρώς κοντύνει για να σηματοδοτήσουν το ότι μεγάλωσες αυτή τη χρονιά που πλησιάζει. Μα όμως είναι η γιορτή σου, σου εύχονται, σε φιλάνε, σε αγκαλιάζουν, σου δίνουν τα δώρα σου, βασικά μπορεί και να μην στα δίνουν, επειδή τα φυλάνε για το βράδυ. Δεν χρειαζόταν τότε να απογοητευτείς, αφού για σένα δούλευαν από το πρωί. Τότε δεν μπορούσες να το καταλάβεις, κι όμως η γιαγιά και η μαμά ήταν από το πρωί στην κουζίνα για σένα. 

Εσύ στο λίγο χρόνο που απέμενε μέχρι να καταφθάσει η άλλη γιαγιά στο σπίτι, πάντα πρώτη και προλάβαινε και καφέ πριν το τραπέζι, έλιωνες στην τηλεόραση βλέποντας κάποια βιντεοκασέτα από τις πάμπολλες, που είχες μάθει να τη βάζεις. Το να σε προλάβει μια γιαγιά με τις πιτζάμες δεν είναι κάτι δα και τόσο κακό. Όμως οι υπόλοιποι δεν γινόταν να σε δουν λες και σηκώθηκες από το κρεβάτι. Σε παίρνει η μαμά στο δωμάτιό σου σε βάζει να καθίσεις κι αυτή σκαρώνει τις ενδυματολογικές της αλχημείες για να σε ντύσει. Προφανώς και σε έντυνε η μαμά σου όταν ήσουν πέντε ετών, τι εννοείς; Θυμάσαι ακόμα εκείνα τα βυσσινί γυαλιστερά μποτάκια, τη γραβάτα που ακόμα δεν ήξερες αν είναι ρούχο ή κάτι άλλο, άσχετα που αργότερα στη ζωή σου θα την έβαζες για να ορκιστείς δικηγόρος, θα την έδενες μόνος σου και η μαμά σου θα δάκρυζε. Παιχνιδιάρικη κόκκινη με ένα λευκό πουκάμισο. Το μαλλί σου το για τα καλά στην παιδική μόδα στυλ καπελάκι. Υπήρξες κάποτε μπόμπιρας. Εσύ ήσουν έτοιμος. 

Τότε ένιωθες για πρώτη φορά μέσα στη μέρα εσύ το πρόσωπο της ημέρας. Τότε που πλησίαζε η ώρα για να καταφθάσουν όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς. Έτρεχες στο τζάμι του δωματίου σου που είχε θέα στην αυλή και σχηματίζοντας τα χνώτα σου και σχέδια πάνω τους, εκείνα που ενοχλούσαν απίστευτα τη μαμά για το καθάρισμα και άφηναν σημάδια, δαχτυλιές.  Αυτή η γλυκιά ανησυχία της αναμονής που με την όψη ενός αυτοκινήτου να καταφθάνει γινόταν έκρηξη ενθουσιασμού. Έτρεχες οργώνοντας το σπίτι και το πέπλο των μυρωδιών που είχαν τυλίξει την ατμόσφαιρα, φωνάζοντας ήρθαν, ήρθαν. 

Ένιωθες μεγάλος επειδή σου γέμιζαν ένα δάχτυλο κόκα κόλα και ποτέ δεν δεχόσουν να καθίσεις σε άλλο τραπέζι, αυτό που λένε τα παιδιά εκεί, ήθελες πάντα στων μεγάλων. Εσύ έτρωγες γρήγορα, δεν ήξερες ακόμα τι σημαίνει φαγοποσία και κρασοκατάνυξη, άσχετα αν χρόνια αργότερα θα βιδωνόσουν σε καρέκλες ουζερί. Από ένα σημείο και μετά η τραπεζαρία του σπιτιού, που μόνο τέτοιες μέρες είχε κάποιο λόγο ύπαρξης σου φαινότα πληκτικός χώρος και το πολύφωτο άνωθέν της βαρύ, έπαιζες με τα μάτια σου και τους ιριδισμούς των κρυστάλλων, ώσπου να μπορέσεις να επιστρέψεις στο γνώριμο τόπο του σαλονιού. 

Τότε, από το μεγάλο σου κατάστρωμα, τον καναπέ τους έβλεπες όλους σε ένα τραπέζι συγκεντρωμένους, να μιλάνε, να τρώνε, να πίνουν, να γελάνε. Γλυκές πτυχές που δεν εμφανίζονται συχνά στη ροή των κοινών ημερών, αν φυσικά μπορείς να πεις πως υπάρχουν κοινές μέρες. Τους χαζεύεις και ξέρεις ότι στον καφέ που θα ακολουθήσει θα έχεις πολλές επιλογές για να στριμωχτείς ανάμεσα σε κάποιους, πολλά πόδια να σε ταχταρίσουν, πολλά αυτιά να σε ακούσουν, χέρια να σε χαϊδέψουν και να σε αγκαλιάσουν. 

Ξανακάθεσαι χρόνια μετά στο κατάστρωμα. Πλέον λίγες στιγμές έχεις να καταφύγεις εκεί και τώρα πια συνειδητοποιείς τη θαλπωρή του και γιατί και τότε την ένιωθες μα δεν την καταλάβαινες. Κοιτάς προς την τραπεζαρία, που κοίτα να δεις ακόμα υπάρχει, ίδια κι απαράλλαχτη. Καλής ποιότητας έπιπλο. Βλέπεις τώρα τις καρέκλες άδειες και αύριο μεθαύριο λες θα ξαναγεμίσουν. Θα ξαναγεμίσουν πράγματι, αλλά οι άνθρωποι όσο καλής ποιότητας κι αν είναι δεν αντέχουν όσο τα έπιπλα. Κάποιες καρέκλες φιλοξένησαν κόσμο που δεν θα ξαναφάει μαζί ούτε Χριστούγεννα, ούτε ποτέ ξανά. Πάνε κάποια χρόνια που δεν πίστευες πως δεν θα ανταποκριθούν στην πρόσκληση.  Εναλλάσσονται οι ζωές σαν μουσικές καρέκλες. 

Σηκώνεσαι πηγαίνεις στο δωμάτιό σου. Στέκεσαι απέναντι από την ντουλάπα σου και τρώγεσαι να βρεις ξανά εκείνη την παιδική γραβάτα. Φοράς ένα άσπρο πουκάμισο, ένα παντελόνι, πηγαίνεις εκεί που ξέρεις ότι κρατάτε τα ενθύμια και βρίσκεις τα κοντά στα 20 νούμερα μικρότερα από αυτά που σήμερα φοράς, βυσσινί γυαλιστερά παπούτσια. Δεν τα φοράς , αλλά τα σφηνώνεις στα ακροδάχτυλά σου, ίσα για να στέκονται. Πηγαίνεις και κολλάς στο τζάμι πάλι ξανά μετά από 20 σχεδόν χρόνια. Κάνεις χα και πάνω στα χνώτα σου γράφεις ονόματα, που πια δεν υπάρχουν. Το δικό υπέρ, αναπαύσεως. Τώρα δεν τρέχεις να οργώσεις το σπίτι και να τρυπήσεις το πέπλο μυρωδιών. Είναι βράδυ και όλοι κοιμούνται. Πηγαίνεις στην τραπεζαρία, ανάβεις το πολύφωτο και κάθεσαι. Και να τώρα γεμίζουν οι καρέκλες με όσους δεν θα τις γεμίσουν τα φετινά Χριστούγεννα. Ποτέ δεν σε έσφιξε ξανά τόσο πολύ μια γραβάτα και ειδικά αυτή. 

*Xρήστος Ωραιόπουλος 

Και η ανάμνηση του Γιώργου Τούλα

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα