Ο θρυλικός Βασίλης Ζαφειρόπουλος ή ΒΑΖΑ

Λέξεις: Μιχάλης Στρατάκης Κάποιοι φίλοι, Σαλονικείς, θυμήθηκαν ξαφνικά τον μοναδικό στα πολιτικά χρονικά της Σαλονίκης πολιτικό αρχηγό Βασίλη Ζαφειρόπουλο ή ΒΑ-ΖΑ ή Va-Za και μου ζήτησαν να γράψω πέντε αράδες, για να τον θυμηθούν όσοι τον ξέχασαν και να τον μάθουν όσοι δεν είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν. Άλλο που δεν ήθελα, αφού κι […]

Parallaxi
ο-θρυλικός-βασίλης-ζαφειρόπουλος-ή-βα-173120
Parallaxi

Λέξεις: Μιχάλης Στρατάκης

Κάποιοι φίλοι, Σαλονικείς, θυμήθηκαν ξαφνικά τον μοναδικό στα πολιτικά χρονικά της Σαλονίκης πολιτικό αρχηγό Βασίλη Ζαφειρόπουλο ή ΒΑ-ΖΑ ή Va-Za και μου ζήτησαν να γράψω πέντε αράδες, για να τον θυμηθούν όσοι τον ξέχασαν και να τον μάθουν όσοι δεν είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν.
Άλλο που δεν ήθελα, αφού κι εγώ αρχηγό μου τον θεωρούσα και πάλευα μαζί του αφενός για ν’ αλλάξουμε το σύμπαν και αφ’ ετέρου για να κάνουμε γνωστό στην οικουμένη πώς ακριβώς περνούνε την ώρα τους ο θρύλος κι ο Πειραιάς.
Χατίρια, λοιπόν, δεν χαλώ, ανασκουμπώνομαι, θυμούμαι και γράφω.
Ήταν αρχηγός μας ο ΒΑ – ΖΑ
Οι Θεσσαλονικείς, στην πλειοψηφία τους, είναι άνθρωποι που τους αρέσουν οι πλάκες. Ο χαβαλές αποτελεί βασικό συστατικό της καθημερινότητάς τους και δεν χάνουν ευκαιρία προκειμένου να το αποδείξουν και ταυτόχρονα να ικανοποιήσουν μια εσωτερική ανάγκη τους.
Ο θρυλικός ΒΑ – ΖΑ, κατά κόσμον Βασίλης Ζαφειρόπουλος ήταν μια τέτοια διαρκής ευκαιρία για χιλιάδες Θεσσαλονικείς, και όχι μόνο.
Εμφανίστηκε, κατά τρόπο θορυβώδη, στο αθλητικοπολιτικό σκηνικό της πόλης τη δεκαετία του ΄80. Πρώτα σαν αρχηγός της πιο χαβαλετζίδικης κερκίδας του ΠΑΟΚ και μετά σαν αρχηγός κόμματος.
Την πρώτη ιδιότητά του προσκυνούσαν μόνο οι ΠΑΟΚτζήδες, οι οποίοι θεωρούσαν τον ΒΑ –ΖΑ σαν τον αδιαμφισβήτητο αρχηγό τους. Αυτός ξεσήκωνε τον περιούσιο λαό του ΠΑΟΚ όχι μόνο στους αγώνες αλλά και ανά πάσα στιγμή και εν παντί τόπω. Όποτε του κάπνιζε και όποτε δεν είχε τι να κάνει – και συνήθως δεν είχε τίποτα να κάνει – έπαιρνε τους κεντρικούς δρόμους της Σαλονίκης ακολουθούμενος από στρατιές ορκισμένων οπαδών του και όλοι μαζί πραγματοποιούσαν συλλαλητήρια με μόνιμο αντικείμενο να πληροφορήσουν τους κατοίκους της πόλης για τις ιδιαίτερες στιγμές και τα προσωπικά δεδομένα του «θρύλου» και του Πειραιά.
Βρε δε πα να έψελνε εκείνη την ώρα ο παπάς της Αγίας Σοφίας το «Χριστός Ανέστη», ο Βασίλης και ο στρατός του περνώντας έξω από την εκκλησία ξελαρυγγιαζόντουσαν διαλαλώντας αυτό που, κατά την εκτίμησή τους, έκανε ο «θρύλος» και ο Πειραιάς.
Σήκωνε ψηλά τα δυο χέρια του ο ηγέτης και άρχιζαν να κόβουν φλέβες οι λεγεωνάριοί του.
Φώναζε ένα σύνθημα ο αρχηγός – το οποίο πάντα αφορούσε στη σεξουαλικότητα του «θρύλου» και του Πειραιά – και το σύνθημα αυτό έφτανε αυτοστιγμή από την Καλαμαριά μέχρι τα Διαβατά.
Γεννημένος ηγέτης ο Βασίλης Ζαφειρόπουλος.
Δεν είχε δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή του.
Γόνος εύπορης οικογένειας είχε βρει τον τρόπο να ακυρώνει καθημερινά το «ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω».
Αυτός και δεν εργαζόταν και μια χαρά την έβγαζε. Μόνο όταν το πουγκί των οικογενειακών οικονομικών άδειασε, αναγκάστηκε να ψάχνει και να βρίσκει τα αναγκαία προς το ζειν χρήματα. Και τα έβρισκε χωρίς ιδιαίτερο κόπο.
Αρκετοί Θεσσαλονικείς χαβαλετζήδες επιχειρηματίες τον είχαν «υιοθετήσει» και ποτέ δεν τον άφηναν χωρίς λεφτά. Άλλωστε ήταν και ο ΠΑΟΚ που τον βοηθούσε, αναγνωρίζοντάς τον, καθοριστικής σημασίας, ρόλο που διαδραμάτιζε στο ξεσήκωμα της εξέδρας.
Η απουσία του Βασίλη από έναν αγώνα του ΠΑΟΚ μπορούσε να αποτελέσει και αιτία αναβολής του αγώνα.
Πέραν τούτου, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στην υφήλιο που εγνώριζε ακριβώς τι έκαναν οι μάνες όλων των διαιτητών και όλων των ποδοσφαιριστών του ελληνικού πρωταθλήματος.
Πλην, βεβαίως, των μανάδων των παικτών του ΠΑΟΚ οι οποίες, στο σύνολό τους, ήταν οσιομάρτυρες.
Εξομολογούμαι την αμαρτία μου. Το σκουλήκι της πολιτικής του το έβαλα εγώ στο μυαλό του.
Είδα μπόλικο κενό χώρο στον εγκέφαλο και έπρεπε κάτι να κάνω για να τον γεμίσω.
Του είπα την ιδέα μου ότι έπρεπε, πάση θυσία, στις εκλογές του 1985 να κατεβεί επικεφαλής δικού του κόμματος, και αμέσως συμφώνησε.
Από κει και πέρα τα πράγματα ήρθαν μόνα τους.
Άλλωστε ο ΒΑ – ΖΑ διέθετε τα πρώτα και αναγκαία προσόντα που πρέπει να διαθέτουν οι πολιτικοί στην Ελλάδα.
Πρώτον δεν δούλεψε ποτέ του, δεύτερον δεν ήταν άξιος να κάνει τίποτε άλλο στη ζωή του, γι αυτό και η μόνη επιλογή του ήταν να καταντήσει πολιτικός. Από την ημέρα που τα μιλήσαμε και τα συμφωνήσαμε, η εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» αφιερώθηκε στη σωτηρία του τόπου δι αυτού του νέου εθνοσωτήρα.
Τα πύρινα κείμενά μου ξεσήκωναν καθημερινά τούτον τον καταπιεσμένο λαό και σιγά – σιγά ο Βασίλης άρχισε να προσλαμβάνει διαστάσεις μύθου!
Στο χορό της πλάκας μπήκαν και κάποια ραδιόφωνα και κάποια τοπικά κανάλια, σύσσωμος ο ΠΑΟΚ συστρατεύθηκε μεθ΄ ημών, ο ΒΑ ΖΑ άρχισε να την ψωνίζει χονδρικώς, αφίσες άρχισαν να πλημμυρίζουν την πόλη και σε χρόνο μηδέν είχα έναν πανέτοιμο «σωτήρα» να προσφέρω στην ψωροκώσταινα.
Αποφασίσαμε να οργανώσουμε την πρώτη προεκλογική συγκέντρωσή μας στο άγαλμα του Μεγαλέξανδρου.

Φοβόμουνα ότι θα ξευτιλιζόμασταν, διότι άλλο πράγμα είναι να συμμετέχεις στο χαβαλέ καθισμένος στην πολυθρόνα σου και άλλο να τρέχεις σε προεκλογικές συγκεντρώσεις.
Οι φόβοι μου απεδείχθη ότι εστερούντο βάσης.
Εκείνη η συγκέντρωση ήταν από τις μεγαλύτερες που είχαν ποτέ γίνει στη Θεσσαλονίκη. Δεκάδες χιλιάδες λαού από νωρίς το απόγευμα άρχισαν να συγκεντρώνονται στο πλακόστρωτο της νέας παραλίας και όταν έφτασε η ώρα να αρχίσει ο αρχηγός την ομιλία του, ο κόσμος έφτανε κοντά στο «Μακεδονία Πάλας».
Το μόνο πρόβλημά μας ήταν ότι ο αρχηγός δεν μπορούσε να φτάσει στην εξέδρα! Ο κόσμος που είχε σαρδελοποιηθεί σε μεγάλη ακτίνα γύρω από το σημείο της ομιλίας «απαγόρευε» στον ΒΑ ΖΑ να την πλησιάσει! Ήταν η πρώτη φάση της μεγάλης πλάκας. Δεν είχε ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο στο παρελθόν. Να προσπαθεί ο αρχηγός να πάει στην εξέδρα και ο λαός του να μην τον αφήνει, αλλά να τον κρατά όμηρο, μόνο και μόνο για να σπάζει πλάκα.
Μέχρι και … περιπολικό της αστυνομίας επιστράτευσα για να μπορέσω να γλιτώσω τον αρχηγό από τα χέρια των φανατικών οπαδών του, οι οποίοι επέμεναν, σώνει και καλά, να τον βγάλουν από τα ρούχα και να τα κρατήσουν για πολύτιμα σουβενίρ.
Με τα πολλά, και με τη βοήθεια κάποιων «σωματοφυλάκων» γομαριών, βάλαμε τον αρχηγό μέσα στο περιπολικό. Αυτό με αναμμένο το φάρο και με τη σειρήνα του να σπάζει αφτιά, μπόρεσε να ανοίξει δρόμο και τοιουτοτρόπως ο μέγας αρχηγός εμφανίστηκε, κουρελής, στην εξέδρα, με καθυστέρηση τουλάχιστον δύο ωρών. Όμως ούτε ένας πιστός οπαδός του δεν είχε φύγει από τη θέση του.
Αντίθετα, αυτές τις δύο ώρες της καθυστέρησης είχαν φτάσει στο χώρο της συγκέντρωσης και άλλες χιλιάδες πιστών, οι οποίοι, προφανώς, ασπάζονταν την ιδεολογία του αρχηγού.
Μετά από κανα δυο γαμοσταυρίδια – λόγω των όσων είχε υποστεί προσφάτως – ο ΒΑ ΖΑ σήκωσε τα δυο χέρια του προς τον ουρανό και η πρώτη μνημειώδης φράση της βαρυσήμαντης όσο και εμπνευσμένης ομιλίας του, εξήλθε της ντουντούκας από την οποία μιλούσε στα πλήθη, καθώς λεφτά δεν είχαμε για μικροφωνική.
– «Γαμιέται ο θρύλος και ο Πειραιάς!»
Τότε έγινε σεισμός, καταποντισμός, χαμός, λιμός, χαλασμός και όλα τα εις «σμος».
Μυριάδες λαού άρχισαν να παραληρούν. Γυναίκες τραβούσαν τα μαλλιά τους. Άντρες έσκιζαν τα ρούχα τους. Όλοι με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο επιβεβαίωναν αυτό που εκείνη τη στιγμή είχε αποκαλύψει ο μεγάλος αρχηγός περί του «θρύλου» και του Πειραιά.
Και μέσα σε εκείνες τις εκδηλώσεις λατρείας, άρχισαν κάποιοι να ραίνουν τον αρχηγό, όχι με λουλούδια, αλλά με … ζωντανά κοτόπουλα! Εντός λεπτών η εξέδρα επί της οποίας ίστατο ο Βασίλης είχε γεμίσει με κοτόπουλα τα οποία μη έχοντας τρόπο διαφυγής, χαλούσαν τον κόσμο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ο αρχηγός να αναπτύξει στον λαό του τα σημαντικότερα στοιχεία της ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητάς του.
Ζοχαδιάστηκε ο ηγέτης. Και άρχισε να κλωτσά τις κότες πετώντας τις πάνω στα κεφάλια των οπαδών του που βρισκόντουσαν από κάτω.
Ζοχαδιάζονταν κι αυτοί λόγω της αγένειας του αρχηγού. Έπιαναν τις κότες και του τις ξαναπετούσαν στην εξέδρα. Εκείνες οι κότες εκείνη τη βραδιά θα πρέπει να διήνυσαν χιλιάδες μίλια πτήσης.
Όχι στην Αθήνα, στο Μπαγκλαντές θα είχαν φτάσει αν πετούσαν σε ευθεία πορεία. Πέρασε κανά μισάωρο με τις κότες να πηγαινοέρχονται από την εξέδρα στα κεφάλια των συγκεντρωμένων και από κει να επιστρέφουν στην εξέδρα και μετά τα πράγματα ηρέμησαν.
Κάποια στιγμή έπρεπε να μιλήσει και ο αρχηγός. Άλλωστε ο κόσμος από κάτω το ζητούσε επιτακτικά, με συνθήματα που αδυνατώ να γράψω διότι δεν συνάδουν με την αγωγή και το ήθος μου. Πάντως, όλα τα συνθήματα ήταν σχετικά με τον τρόπο αναπαραγωγής του ανθρώπινου γένους καθώς και με την κακή συνήθεια του «θρύλου» και του Πειραιά.
Ηρέμησαν τα πνεύματα – πού στο διάολο εξαφανίστηκαν οι κότες ποτέ δεν έμαθα – ο αρχηγός πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε τη δεύτερη πρόταση της ομιλίας του.
– «Γαμιέται ο θρύλος και ο Πειραιάς!»
΄Αντε, πάλι, νέος χαμός. Μέχρι και λιποθυμίες είχαμε. Ένας νεαρός ΠΑΟΚτζής, τρελαμένος, βούτηξε στη θάλασσα, προφανώς από τη χαρά του γιατί άκουσε και από τα χείλη ενός τεράστιου πολιτικού αρχηγού αυτό που και ο ίδιος ισχυριζόταν για το «θρύλο» και τον Πειραιά. Άρα, ο ισχυρισμός του απεδείχθη περιτράνως!
Αυτή τη φορά δεν εκτοξεύθηκαν επί της εξέδρας όρνιθες. Εκτοξεύθηκαν, όμως … καρβέλια ψωμί! Μιλάμε για πραγματική καρβελοβροχή. Φάνηκε ότι οι ορδές των φανατικών οπαδών είχαν προσέλθει σε εκείνη τη μυσταγωγία της δημοκρατίας οργανωμένοι και αρκούντως εξοπλισμένοι. Η πρώτη φράση του αρχηγού είχε επιδοκιμασθεί με σμήνη ορνίθων, η δε δεύτερη με φουρνιές ψωμιών.
Όση ώρα οι «καταπέλτες» εκτόξευαν εναντίον του καρβέλια, ο αρχηγός είχε τυλίξει τα χέρια του πέριξ της κεφαλής του προφανώς επειδή ήθελε να προφυλάξει τα καρβέλια από τις … κεφαλιές του. Όταν τα «πυρομαχικά» των πιστών του εξαντλήθηκαν, ο Βασίλης έκανε κάτι το απίστευτα έξυπνο. Έσυρε φωνή μεγάλη από τη ντουντούκα και εσείσθησαν τα κάστρα του Γεντί Κουλέ.
– «Γονατίστε ρε!»
Δεν χρειάστηκε να το επαναλάβει. Χιλιάδες κόσμος γονάτισε! Πρώτοι έπεσαν στα γόνατα οι «Χμερ» που έζωναν την εξέδρα και το μαζικό γονάτισμα πήρε τη μορφή ντόμινο. Σαν γονάτισαν όλοι, ο αρχηγός πήρε ένα καρβέλι από τον σωρό που κόντευε να τον σκεπάσει ολόκληρο και άρχισε να το κόβει κομμάτια και να το πετά στον κόσμο.
– «Οι άλλοι σας ταΐζουν σκατά, εγώ σας ταΐζω ψωμί. Φάτε ρε!» φώναζε και πετούσε κομμάτια ψωμί σε ένα πλήθος που παραληρούσε. Όλοι σκοτωνόντουσαν για να πιάσουν ένα κομμάτι «ευλογημένο» από τον αρχηγό ψωμί. Έκοβε τα ψωμιά και τα πετούσε κάτω. Αυτός έκοβε τα ψωμιά και οι από κάτω έκοβαν φλέβες.
Τελικά, ο κόσμος άρχισε να φεύγει όταν ο μεγάλος αρχηγός άρχισε να μιλά για … πολιτικά πράγματα, και να λέει αηδίες, που και άλλοι πριν από αυτόν είχαν πει. Οι πιστοί του προσπαθούσαν να τον επαναφέρουν στην τάξη υπενθυμίζοντάς του τον «θρύλο» και τον Πειραιά αλλά αυτός έκανε ότι δεν καταλάβαινε. Το κλίμα ξαναζεστάθηκε στο τέλος της εκδήλωσης όταν ο ΒΑ ΖΑ άρχισε να διαβάζει από τη ντουντούκα τα μηνύματα συμπαράστασης που του είχαν «στείλει» διάφοροι μαζικοί φορείς της Σαλονίκης.
Ανάμεσα στους συμπαραστάτες του ήταν ο «Σύλλογος Εκδιδομένων γυναικών», «Η ένωση τραβεστί Βόρειας Ελλάδας», το «συνδικάτο νταβατζήδων» και πολλοί άλλοι που μέσα από ψηφίσματα και ανακοινώσεις τους εξέφραζαν την απόφασή τους να αγωνιστούν μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός τους για να γίνει πρωθυπουργός ο Βασίλης Ζαφειρόπουλος
Ανάλογες συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν στη συνέχεια στην Πλατεία Αγίας Σοφίας, στην πλατεία Αριστοτέλους και σε πολλά άλλα κεντρικά σημεία της πόλης. Η κάθε συγκέντρωση αποτελούσε και πολιτικό γεγονός, μείζονος σημασίας για τους Θεσσαλονικείς και ιδιαίτερα για τους ΠΑΟΚτζήδες, οι οποίοι αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος του μεγάλου αρχηγού.
Όταν επρόκειτο να μιλήσει στην πλατεία Αριστοτέλους, δεν είχαμε τη δυνατότητα να στήσουμε εξέδρα, χώρια που για να το κάναμε χρειαζόμασταν ειδική άδεια από την Αστυνομία και από το δήμο.
Λύση στο πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε προσφέρθηκε να μας δώσει ένας φίλος χειριστής ενός τεράστιου γερανού που βρισκόταν στην άκρη της πλατείας, προς τη μεριά της θάλασσας. Στην άκρη του βραχίονα του γερανού υπήρχε ένα τετράγωνο κλουβί και εκεί βάλαμε τον αρχηγό. Στη συνέχεια ο χειριστής σήκωσε ψηλά το κλουβί και από εκεί ο ΒΑ -ΖΑ εκφώνησε τη νέα βαρυσήμαντη ομιλία του με θέμα «Ιδού τι κάνει ο θρύλος και ο Πειραιάς».
Όλα πήγαν μια χαρά, κάναμε για ακόμη μια φορά την πλάκα μας και έφτασε η ώρα για να κατεβάσουμε τον αρχηγό από τον ανυψωμένο γερανό. Έλα, όμως, που ο κερατάς ο χειριστής είχε εξαφανιστεί και δεν μπορούσαμε να τον βρούμε πουθενά! Ο Βασίλης ούρλιαζε εκεί στα ύψη που βρισκότανε, πότε φώναζε ότι διψούσε, πότε απειλούσε να μας … κατουρήσει, εμείς τον διαβεβαιώναμε ότι όπου να ήταν θα τον κατεβάζαμε και τελικά όσες ώρες ο ηγέτης παρέμενε κρεμασμένος στην πλατεία Αριστοτέλους πραγματοποιούνταν μια … δεύτερη συγκέντρωση πλακατζήδων Σαλονικιών.
Τον χειριστή του γερανού τον είδα μετά από ώρες να είναι κρυμμένος πίσω από μια κολώνα στη Λεωφόρο Νίκης και να κρατά την κοιλιά του από τα γέλια.
Ο Βασίλης Ζαφειρόπουλος όπως ξαφνικά είχε μπει στη ζωή μου, το ίδιο ξαφνικά εξαφανίσθηκε.
Έμαθα, πέθανε και πολύ λυπήθηκα.
Άλλος ένας αρχηγός μου, δεν υπάρχει πιά.
*Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι δημοσιογράφος. Εργάστηκε επί δεκαετίες σε εφημερίδες της Θεσσαλονίκης 
**Ο Βασίλης Ζαφειρόπουλος πέθανε στις 25 Ιουνίου 2012.
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα