Θύρα 7, 16:58, 8/2/81: Η ημέρα που πάγωσε ο χρόνος

Το αίμα των 21 θυμάτων δεν έχει ακόμη στεγνώσει και τα μαύρα καθίσματα στο γήπεδο «Γ. Καραϊσκάκης» θα τους θυμίζει για πάντα - Το ιστορικό και οι συγκλονιστικές μαρτυρίες της αποφράδας ημέρας.

Ραφαήλ Γκαϊδατζής
θύρα-7-1658-8-2-81-η-ημέρα-που-πάγωσε-ο-χρόνος-720585
Ραφαήλ Γκαϊδατζής

8 Φεβρουαρίου 1981. Στάδιο «Γ. Καραϊσκάκης». Ώρα 16:58. Ο Ολυμπιακός σκορπάει την ΑΕΚ με 6-0 και ντελίριο ενθουσιασμού ξεσπάει στις κερκίδες της έδρας των «ερυθρολεύκων». Τίποτα δεν προμήνυε ότι η ανυπομονησία των φίλων της ομάδας να βρεθούν κοντά στα ινδάλματα τους με το σφύριγμα της λήξης θα οδηγούσε σε μία από τις μεγαλύτερες οπαδικές τραγωδίες της χώρας.

Το παιχνίδι που περίμεναν όλοι

Ο Ολυμπιακός βρισκόταν στην κορυφή της βαθμολογίας του πρωταθλήματος νιώθοντας όμως την καυτή ανάσα της ΑΕΚ που βρισκόταν στο -2. Επομένως το παιχνίδι στο φαληρικό στάδιο αποκτούσε τον χαρακτήρα ντέρμπι τίτλου με τα εισιτήρια να γίνονται ανάρπαστα λίγες ημέρες πριν από τη διεξαγωγή του. Οι εξέδρες άρχισαν να γεμίζουν από νωρίς και περισσότεροι από 35.000 άνθρωποι δίνουν το παρών για να παρακολουθήσουν από κοντά το μεγάλο παιχνίδι.

Οι γηπεδούχοι προηγήθηκαν στο πρώτο μέρος με τον Γαλάκο στο 30′ και στο δεύτερο ημίχρονο ήταν καταιγιστικοί ανεβάζοντας τον δείκτη του σκορ στο 6-0 με άλλα δύο γκολ του Γαλάκου, καθώς και των Κουσουλάκη, Ορφανού, Βαμβακούλα. Το ντέρμπι μετατρέπεται σε περίπατο για τον Ολυμπιακό και το πάρτι τίτλου ξεκινάει αρκετά λεπτά πριν από τη λήξη στις εξέδρες του «Γ. Καραϊσκάκης».

Πανικός και τραγωδία

Στις κερκίδες της Θύρας 7 επικρατεί παροξυσμός μετά το τελικό αποτέλεσμα και όλοι θέλουν να αποθεώσουν τους παίκτες του Καζίμιεζ Γκούρσκι. Κανείς δεν πίστευε ότι σε λίγα λεπτά τα χαμόγελα θα μετατρέπονταν σε δάκρυα και η χαρά θα έδινε τη θέση της στην παγωμάρα, το θάνατο, την απέραντη θλίψη.

Οι πόρτες προς την έξοδο δεν έχουν ανοίξει. Αυτό βέβαια δεν το γνώριζαν οι φίλοι του Ολυμπιακού. Οι οπαδοί για να βγουν έπρεπε να περάσουν από ένα μακρύ ημικυκλικό διάδρομο και στη συνέχεια να στρίψουν σε έναν κατηφορικό τούνελ με πολύ μικρά σκαλιά. Όλη αυτή η διαδρομή, σε σχήμα Γ, ήταν τυφλή. Δηλαδή κανείς από όσους έρχονταν από τις εξέδρες δεν είχε οπτική επαφή με την έξοδο, καθώς η θύρα ήταν στο αριστερό μέρος της σκάλας.

Ένα γλίστρημα ήταν αρκετό να σκορπίσει πανικό. Ο ένας αρχίζει να πέφτει πάνω στον άλλον. Συνωστισμός, ασφυξία, θάνατος. Μέσα σε λίγα λεπτά. Αστυνομικοί με δυσκολία ξηλώνουν ένα από τα τουρνικέ και αρκετός κόσμος σώζεται την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή. Κάποιοι όμως δεν ήταν το ίδιο τυχεροί. Το κακό είχε ήδη συμβεί.

Ασθενοφόρα αρχίζουν να μεταφέρουν νεκρούς και τραυματίες. Στις υπόλοιπες θύρες του γηπέδου ακόμη δεν έχουν καταλάβει τι έχει συμβεί.

Συγκλονισμένη η ελληνική κοινή γνώμη αρχίζει να μαθαίνει τις πρώτες σοκαριστικές πληροφορίες από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Πανικόβλητοι συγγενείς και φίλοι ατόμων που γνώριζαν ότι θα βρίσκονται στο γήπεδο σπεύδουν στο Τζάνειο να μάθουν τι συνέβη.

19 άτομα έχουν χάσει ακαριαία τη ζωή τους. Παγωμάρα. Εκείνη τη στιγμή όλη η χώρα έχει γίνει ένα. Δεν υπάρχουν χρώματα, ομάδες, διαφορές. Γίνεται έκκληση για αιμοδοσία καθώς δεκάδες τραυματίες μεταφέρονται στο ΚΑΤ. Η ανταπόκριση είναι μεγάλη. Άλλος ένας υποκύπτει στα τραύματα του στο Τζάνειο και ο τραγικός απολογισμός ανεβαίνει στους 20. Έξι μήνες μετά ακόμη ένας φίλος του Ολυμπιακού φεύγει από τη ζωή καθώς δεν ξύπνησε ποτέ από το κώμα.

Έξω από το Τζάνειο επικρατεί πανικός. Όλοι θέλουν να μάθουν τα ονόματα των θυμάτων. Τρεις περίπου ώρες μετά το συμβάν αρχίζουν τα πρώτα θύματα να αναγνωρίζονται από τους συγγενείς τους. Η τότε πολιτική ηγεσία της χώρας ενημερώνεται για τα όσα είχαν συμβεί, την ίδια ώρα που τα ερωτήματα φουντώνουν. Πώς; Γιατί;

«Όχι ρε Σπύρο μην μου το κάνεις αυτό…»

Οι μαρτυρίες όσων επέζησαν της φρίκης που σημειώθηκε στην Θύρα 7 του γηπέδου του Ολυμπιακού προκαλούν σοκ μέχρι και σήμερα.

Πώς περιγράφει ο Μανώλης το χαμό μπροστά στα μάτια του, του αδελφικού του φίλου, Σπύρο Λεωνιδάκη:

– «Πάμε ρε! Πάμεεεεεε!!!».

– «Πού πάνε όλοι ρε Σπύρο, που να πάμε;».

– «Πάμε ρε σου λέω, πάμε να τους βρούμε ρεεεεε! Τα αγόρια μας, τους άρχοντες μας, πάμε που σου λέω!».

– «Κάτσε ρε Σπύρο, δεν τελείωσε, ένα λεπτό έχει ακόμα, κάτσε…».

– «Γαλάκο, σου ‘ρχομαι!», φώναζε κι άρχισε να τρέχει προς την έξοδο μαζί με τόσους άλλους.

– «Μην χαθούμε, ρε!», του φώναζα.

Λίγο πριν το πρώτο σκαλί, ξαφνικά, τον είδα να χάνεται, να πέφτει. Να πέφτουν όλοι από πάνω του, ο ένας μετά τον άλλον, με φόρα, με ορμή. Παντού φωνές, κραυγές, σπαραχτικές κραυγές…

– «Ρεεεεεεεεεεεεεεε! Ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε!!!», φώναζα. «Σταματήστε, πέσαμε ρεεεεε!!!».

Αποτέλεσμα εικόνας για θύρα 7 νεκροί

– «Ανοίξτε ρεεεεεεεε!!! Ανοίξτε καθάρματα τις πόρτες!!! Ανοίξτε γαμώ το στανιό μου… ΣΠΥΡΟΟΟΟΟΟ, που είσαι ρεεεεεε… Ανοίξτε μαλάκες!!! Μηηηηηηη, μην τρέχετε, είμαστε κάτω ρεεεεεεε!!!»…

Βλέπω, μέσα στον χαλασμό, τον Σπύρο σφηνωμένο στην γωνία της πόρτας, να φωνάζει: «Ααααααααααααα το κεφάλι μου, το κεφαλάκι μουυυυυυ…».

Πήγα κοντά του. Του έβγαλα το κεφάλι μέσα από το κάγκελο. Ήταν σαν ένα ξένο σώμα πάνω του, δεν το αισθανόταν. Βρήκαμε ένα άνοιγμα, μια τρύπα που προσπάθησαν να ανοίξουν στην πόρτα. Βγήκαμε έξω. Έσυρα σαν τσουβάλι τον Σπύρο στον περίβολο της θύρας, και τον πήρα στην αγκαλιά μου. Δεν ένιωθε τίποτα πάνω του. Του στερέωσα το κεφάλι στον τοίχο. Έβαλα τα κλάματα…

– «Σπύρο… Μίλα ρε φίλε. ΜΙΛΑΑΑΑ!!!».

– «Πονάω…Το κεφάλι μου… Πονάω… Τι γίνεται;… Tι έγινε;… Πονάω Μανωλιό. Πονάωωωωωω…».

– «Σώπα, σώπα. Έρχονται ρε, έρχονται. Θα σε φτιάξουν ρε, μη μιλάς… Σώπα…».

– «Γιατί φωνάζουν; Τί γίνεται ρε Mανωλιό; Τί γίνεται, τί μας κάνανε;».

– «Τίποτα, σταμάτα αγόρι μου, έρχονται».

Τον αφήνω, πάω προς την είσοδο να βοηθήσω. Περνάω το χέρι μου μέσα από την τρύπα, 10 άτομα το αρπάζουν. Προσπαθούσαν να γλιτώσουν, να βγουν. Δεν μπορούσα να πιάσω κανέναν. Έπιανα ένα χέρι, αλλά ήταν αδύνατον να ξεχωρίσω το υπόλοιπο σώμα. Μια μάζα όλα, χέρια, πόδια, μυαλά, όλα ένα… Έξω από την είσοδο, κόσμος να τρέχει να βοηθήσει, πανικός, κραυγές, κραυγές που σου έκαιγαν την ψυχή. Όλα μία κόλαση…

– «Σπύρακλα, έλα φτάσανε τα ασθενοφόρα, έλα πάμε στον γιατρό, πάμε! Ακούς; Θα σε πάρω αγκαλιά να σε πάω μέχρι εκεί, ακούς; Κάνε υπομονή, ήρθαν…».

Δεν μιλούσε. Τα μάτια του τρεμόπαιζαν κλειστά, δεν μίλαγε, δεν κουνιόταν. Τα έχασα…

– «Όχι ρε! Όχι… Σπύρο, κάνε κουράγιο, ήρθανε ρε. Έλα, και θα σου φέρω τον Γαλάκο να σε δει, ακούς;… Ακούς Σπύρο μου;… Έλα πάμε, πάμε αγόρι μου, πάμε…».

Τον παίρνω στην αγκαλιά μου. Το κεφάλι του κρεμόταν κάτω. Τον πάω στο πρώτο ασθενοφόρο που είδα μπροστά μου, είχαν μέσα αλλά δυο παιδιά.

– «Πάρτε τον, πάρτε τον σας παρακαλώ. Δεν μιλάει, δεν σαλεύει, πάρτε τον!».

– «Στο δίπλα, είναι άδειο. Στο δίπλα…», μου λέει ο νοσοκόμος.

Πάω δίπλα, τον παίρνει ένας γιατρός, τον βάζουν στο φορείο, του περνάνε ορούς και την μάσκα οξυγόνου και στο τέλος του φοράνε ένα κολάρο στον λαιμό. Μπαίνουμε μέσα και κατευθυνόμαστε προς το Τζάνειο. Στη διαδρομή, ο νοσοκόμος του μέτραγε την πίεση και του έκανε συνέχεια ενέσεις.

– «Γιατρέ τι…Τι γίνεται, πες μου… Πες, ζει; Θα γίνει καλά; Πες μου, σε παρακαλώ, είμαι φίλος του, πες μου!».

– «Πρέπει να έχει σπάσει τον λαιμό του, δύσκολα… Θα δούμε…».

– «Όχι… Όχι ρε Σπύρο, μην μου το κανείς αυτό, όχι… Έλα, ξύπνα! Ξύπνα!!!».

Με έπιασε πανικός. Έπεσα πάνω του και άρχισα να τον κουνάω πέρα δώθε. Του έβγαλα τον ορό από το χέρι κατά λάθος. Δεν καταλάβαινα τι μου γινόταν. Κρύωνα, ίδρωνα, είχα πάθει σοκ. Ο γιατρός με τράβηξε μακριά, έβαλε τον ορό στον Σπύρο, και μου είπε ότι δεν του κάνω καλό με αυτό τον τρόπο. Με ρώτησε αν ήθελα να μου κάνει μια ηρεμιστική ένεση.

– «Όχι δεν θέλω τίποτα, καλά είμαι», του είπα.

Φτάσαμε στο νοσοκομείο. Ήδη ο πανικός είχε μεταφερθεί εκεί. Βγήκαμε, πήραν τρέχοντας στην εντατική τον Σπύρο. Εγώ πήγα στα ιατρεία να μου περάσουν μια γάζα στο κεφάλι, το είχα σκίσει. Μετά βγήκα και περίμενα τα νέα για τον φίλο μου. Άρχισα να κλαίω, μόλις συνειδητοποιούσα τι είχε γίνει. Ζήτησα από τους γιατρούς να πάρω τηλέφωνο την οικογένεια του Σπύρου. Πήρα τηλέφωνο σπίτι του…

– «Μαρία, δώσε μου την μαμά σου… Κυρία Κατερίνα…».

Δεν πρόλαβα να τελειώσω την φράση μου…

– «Μανωλιό, πες μου ότι είσαστε καλά! Βλέπουμε τηλεόραση, μάθαμε τι έγινε, πες μου μόνο αυτό…Γιατί κλαις αγόρι μου; Μην κλαις, πέρασε τώρα… Δώσε μου τον Σπύρο να ησυχάσω, δώσε μου να του μιλήσω στο τηλέφωνο…».

– «Κυρία Κατερίνα, ελάτε από δω… Δεν είναι καλά ο Σπύρος».

Η γυναίκα έπεσε, λιποθύμησε στο λεπτό. Επικράτησε πανικός. Ο θείος του πήρε το τηλέφωνο σαν πιο ψύχραιμος (ο πατέρας του είχε πεθάνει), ένας δεύτερος πατέρας για αυτόν. Του εξήγησα τι είχε συμβεί… Σε 15 λεπτά φτάσανε. Το χάος έξω από το νοσοκομείο επιβάρυνε την κατάσταση της κυρίας Κατερίνας, η οποία έχασε πάλι τις αισθήσεις της. Την πήγαν οι γιατροί να ξαπλώσει. Ο θείος του Σπύρου έκλαιγε ασταμάτητα. Πήγε να τον δει. Όταν βγήκε δεν μας μίλησε. Κατευθύνθηκε προς την έξοδο, πήρε φόρα, και κοπάνισε την γροθιά του στον τοίχο…

– «Γιατί Θεέ μου…», φώναξε, «ΓΙΑΤΙ; Γιατί το παλικάρι μου ρε…».

Η μικρή του αδερφή έτρεξε προς το μέρος του, του έπιασε το πόδι και άρχισε να κλαίει. Αυτή την εικόνα την έβλεπες παντού, σε κάθε γωνία μέσα στο νοσοκομείο. Η πιο συγκλονιστική αναγνώριση ήταν του πιο μικρού παιδιού, του Παναγιωτάκη Τουμανίδη. Οι θείοι του, όταν τον αναγνώρισαν, άρχισαν με λυγμούς να του φωνάζουν: «Αυτό… Αυτό είναι το παλικάρι μας. Σήκω Παναγιώτη μου… Σήκω αγόρι μου να φύγουμε, σήκω λεβέντη μου».

Ξαφνικά, είδα έναν γιατρό να κατευθύνεται προς εμάς. Δεν το ήθελα, αλλά η ώρα είχε φτάσει… Πλησίασε προς το μέρος μας. Το ύφος του, παγερό, αλλά ταυτόχρονα γεμάτο θλίψη. Η μητέρα του κατάλαβε… Άρχισε να κλαίει και να φωνάζει το όνομα του παιδιού της: «Σπύρο μου… Αγόρι μου… Όμορφέ μου…». Όλοι πέσανε πάνω της να την κρατήσουν. Ο γιατρός γύρισε σε εμένα, τα μάτια μου τρέχανε, δεν έβγαλα μιλιά. Μίλησε αυτός: «Λυπάμαι, το χάσαμε το παλικάρι, λυπάμαι ειλικρινά».

Έπεσα, κάθισα στο πάτωμα: «Όχι ρε Σπύρο, όχι ρε φίλε… Φίλε μου… Καλέ μου φίλε… Οχι…».

Το αίμα των 21 θυμάτων της Θύρας 7 δεν έχει στεγνώσει ακόμα

«Όποιος κατεβαίνει πεθαίνει»

Ο Σταύρος Ζακυνθινός εκ των τραυματιών των γεγονότων της Θύρας 7 περιέγραψε σε τηλεοπτική του συνέντευξη τις δραματικές εκείνες στιγμές. Τις στιγμές χωρίς γυρισμό, όπως είπε χαρακτηριστικά. «Οι μισοί φωνάζαν ΓΚΟΛ, ΓΚΟΛ, ΓΚΟΛ και οι άλλοι μισοί όποιος κατεβαίνει κάτω πεθαίνει. Είχα τον ανιψιό μου δέκα χρονών. Φώναζα το παιδάκι θα πεθάνει. Αισθανόμουν το σώμα μου να φουσκώνει από την ασφυξία. Δεξιά και αριστερά στους τοίχους ήταν κολλημένα παιδιά με τα αίματα να τρέχουν από τα αυτιά τους.

Ο Νίκος Αγγουρίδης θυμάται: «Πέφταμε σαν ντόμινο. Από την πτώση έφτασα στο πλατύσκαλο. Έφτασα στο σημείο που δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Από πάνω μου πέσαν πολλά άτομα».

«Να σας πνίξει το αίμα των παιδιών μας»

Στις 7 Μαρτίου 1984 οι δικαστές παρέστησαν στη Θύρα 7 για αυτοψία. Συνολικά υπήρχαν 180 αστυφύλακες για να αστυνομεύσουν 40.000 φιλάθλους. Κατά τη διάρκεια της αυτοψίας στη μοιραία θύρα, υπήρχε διχογνωμία αν το διαχωριστικό κιγκλίδωμα των θυρών 7 και 8 ήταν ανοιχτό. Οι αστυνομικοί είπαν ότι ήταν κλειστό. Οι φύλακες ότι ήταν ανοιχτό.

Από την άλλη, ο συνήγορος των θυμάτων, ονόματι Πανταζόπουλος, προσπάθησε να αποδείξει ότι τα τουρνικέ δεν είχαν απομακρυνθεί, με αποτέλεσμα οι φίλαθλοι να πηδήξουν τα εμπόδια για να σωθούν. Κοινή διαπίστωση ήταν η προχειρότητα των εγκαταστάσεων, που εγκυμονούσαν κινδύνους για την ασφάλεια των φιλάθλων. Μετά την αυτοψία τοποθετήθηκε κουπαστή στο μέσον, έγινε διαπλάτυνση στον κεντρικό διάδρομο των εξεδρών και ανοίχθηκαν τρεις επιπλέον έξοδοι για την εκκένωση της θύρας.

Ο Εισαγγελέας Πειραιά, Ναπολέων Παντιώρας, με πρόταση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ζητάει την παραπομπή 11 ατόμων με τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας και πρόκλησης σωματικών βλαβών. Οι φύλακες Σκανδάλης, Δουρέκας, Τσούτσικας, Σουκαράς και Τσουρέκας καταδικάστηκαν πρωτόδικα σε 10 χρόνια φυλάκιση. Ο Εισαγγελέας της έδρας, Αρ. Δαγριτζάκης ζήτησε τη φυλάκιση 10 μηνών για κάθε θάνατο και τριών μηνών για κάθε τραυματισμό. Το δικαστήριο αποσύρθηκε για να επιβάλλει ποινή 10 χρόνων και χρηματικό πρόστιμο. Αμέσως μετά την καταδίκη τους, οι 5 κατηγορούμενοι άσκησαν έφεση και αφέθησαν ελεύθεροι.

Η δίκη κράτησε 28 ημέρες, εξετάστηκαν 100 μάρτυρες και αγόρευσαν 16 συνήγοροι. Το απόγευμα της 17ης Φεβρουαρίου του 1984, το Δικαστήριο ανακοίνωσε την αθώωσή 4 αστυνομικών και του διευθυντή του Σταδίου, Β. Σπανόπουλου, λόγω αμφιβολιών. Η απόφαση του Δικαστηρίου προκάλεσε την οργή των συγγενών των θυμάτων, κάποιοι εκ των οποίων όρμηξαν να λιντσάρουν τους κατηγορούμενους. «Να σας πνίξει το αίμα των παιδιών μας», ακουγόταν εντός κι εκτός της αίθουσας, με τις μαυροφορεμένες μάνες να θυμίζουν αρχαία τραγωδία.

Η αμφιλεγόμενη ταινία

Το 1983 σε σενάριο και σκηνοθεσία του Νίκου Φώσκολου η τραγωδία της 8ης Φεβρουαρίου έρχεται στη μικρή οθόνη. Τίτλος: «Θύρα 7 η μεγάλη στιγμή», με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Πετρόχειλο, Τόνια Βυθούλκα, Χρήστο Κάλοου και guest εμφάνιση τους Αντώνη Αντωνιάδη και Κώστα Νεστορίδη.

Η προβολή της ταινίας θα προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, κυρίως από τις οικογένειες των θυμάτων. «Δεν μπορεί ο καθένας να παρομοιάζει τα παιδιά μας με χούλιγκανς και αλήτες. Η ταινία δεν αντιπροσωπεύει τη Θύρα 7», ήταν τα οργισμένα λόγια της μητέρας του Γιάννη Κανελλόπουλου, που έχασε τη ζωή του σε ηλικία 17 ετών.

Στις 24 Νοεμβρίου του 1983 η Επιτροπή Συγγενών των θυμάτων προσέφυγε στη Δικαιοσύνη χαρακτηρίζοντας τούς Νίκο Φώσκολο και Νίκο Παπαδόπουλο (παραγωγός) ως αδίστακτους εμπόρους που δεν αποσκοπούσαν στην αφηγηματική παράθεση των γεγονότων που έγιναν την ημέρα εκείνη και ότι αποσκοπούσαν στην κερδοσκοπία. Να προσελκύσουν δηλαδή θεατές, μόνο και μόνο για εισπρακτικούς λόγους. Τελικά, οι οικογένειες των θυμάτων δικαιώθηκαν και η ταινία αποσύρθηκε από τις κινηματογραφικές αίθουσες.

Τα 21 θύματα

Παναγιώτης Τουμανίδης (ετών 14)

Κώστας Σκλαβούνης (ετών 16)

Ηλίας Παναγούλης (ετών 17)

Γεράσιμος Αμίτσης (ετών 18)

Γιάννης Κανελλόπουλος (ετών 18)

Σπύρος Λεωνιδάκης (ετών 18)

Γιάννης Σπηλιόπουλος (ετών 19)

Νίκος Φίλος (ετών 19)

Γιάννης Διαλυνάς (ετών 20)

Ευστράτιος Λούπος (ετών 20)

Βασίλης Μάχας (ετών 20)

Μιχάλης Κωστόπουλος (ετών 21)

Ζωγραφούλα Χαϊρατίδου (ετών 23)

Σπύρος Ανδριώτης (ετών 24)

Κώστας Καρανικόλας (ετών 26)

Μιχάλης Μάρκου (ετών 27)

Κώστας Μπίλας (ετών 28)

Αναστάσιος Πιτσόλης (ετών 30)

Χρήστος Χατζηγεωργίου (ετών 34)

Αντώνης Κουρουπάκης (ετών 34)

Δημήτρης Αδαμόπουλος (ετών 40)

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα