Το αναπάντητο ερώτημα του τάφου των Choch στο καθολικό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης
Τι σηματοδοτεί το «1775» στον τάφο των Choch;
Πρόσφατα κάναμε μια απόκοσμη περιήγηση στο άγνωστο για πολλούς Καθολικό Νεκροταφείο της πόλης, που κρύβεται ακριβώς πίσω από τα συμμαχικά κοιμητήρια του Ζέιτενλικ στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης. Με ιστορία περίπου 160 χρόνων, εντός του θα βρει κανείς ένα ασυνήθιστο για τα ελληνικά δεδομένα, σχεδόν γοτθικό, επιβλητικό τοπίο που στοιχειώνει τον επισκέπτη.
Ο λόγος για το καθολικό νεκροταφείο του Αγίου Βικεντίου του Παύλου, που ιδρύθηκε στην σημερινή του θέση μεταξύ του 1860 και του 1867. Μέχρι το 1860 τουλάχιστον, οι νεκροί των καθολικών ενταφιάζονταν στο καθολικό νεκροταφείο που βρισκόταν έξω από την πύλη της Καλαμαριάς. Το παλαιότερο αυτό νεκροταφείο, “La cimetiere de Calamarie”, όπως το σημειώνουν οι ιερείς των καθολικών που συνέτασσαν τα βιβλία θανάτων, περιβαλλόταν στα 1769 από έναν μικρό τοίχο και στον χώρο του γίνονταν ενταφιασμοί τουλάχιστον μέχρι το 1860. Από εκείνη τη χρονική στιγμή και μετά, οι τάφοι εικάζεται ότι μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο του Αγίου Βικεντίου του Παύλου, όπου από τον Ιούνιο του 1867 και μετά, θάβονταν οι νεκροί των καθολικών. Η ίδρυση του νέου κοιμητηρίου λέγεται πως συνδέεται με τις μεταρρυθμίσεις που υιοθέτησε η οθωμανική κυβέρνηση κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με αυτές, «υποχρεώνονταν οι κοινότητες να ιδρύουν νεκροταφείο «τακτικά», σε μέρη που διαλέγονταν μετά από πολλές διατυπώσεις εκ μέρους της υγειονομικής αρχής, και στα οποία και μόνον επιτρεπόταν η ταφή των νεκρών».
Στο νεκροταφείο συναντά κανείς απίστευτους, μνημειακού χαρακτήρα, οικογενειακούς και μη τάφους, περίπου 800 στον αριθμό, ενώ οι χρονολογίες στις πλάκες τους σε γυρνούν πίσω τουλάχιστον ενάμιση αιώνα, με τους παλαιότερους να χρονολογούνται στις αρχές του 1860. Πολλά από τα ονόματα που θα βρεις στις μαρμάρινες πλάκες είναι οικεία για τους γνώστες της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, καθώς πρόκειται για πρόσωπα που έχουν αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι τους πάνω της, κι ας έχουν ξεχαστεί σήμερα στην ησυχία και φθορά του νεκροταφείου. Ονόματα όπως Ακουαρόνε, Μαρόκο, Τσίτεριχ, μεγάλες προσωπικότητες του παρελθόντος της πόλης που πάνε πίσω στον 19ο αιώνα.
Σε προηγούμενα αφιερώματα εξερευνήσαμε την ιστορία των δύο κορυφαίων αρχιτεκτόνων της Θεσσαλονίκης, Βιταλιάνο Ποζέλι και του Πιέτρο Αρριγκόνι, τους τάφους των οποίων συναντάμε στο καθολικό κοιμητήριο, αλλά και την ιστορία του Βαρόνου de Charnaud, τον επιβλητικό οικογενειακό τάφο του οποίου βρίσκουμε να δεσπόζει στο πιο κεντρικό σημείο του νεκροταφείου.
Με αφορμή μια ενδιαφέρουσα ιστορία γύρω από την αινιγματική ημερομηνία ενός πιο λιτού, αλλά παρόλα αυτά ιστορικού τάφου του κοιμητηρίου, αυτόν της οικογένειας Choch, ανατρέχουμε στην ιστορία ενός ακόμα ονόματος που άφησε το στίγμα του στις σελίδες της πορείας της Θεσσαλονίκης.
Όπως αφηγείται ο Γρηγόρης Μπρέντας στο βιβλίο «Οι Φράγκοι της Σαλονίκης»:
Ο Pietro Choch ήταν γιατρός. Εκμεταλλευόμενος την σχέση του με τον βάϊλο Andrea Da Lezze επελέγη ως πρόξενος της Βενετίας στην Θεσσσαλονίκη το 1751, σε αντικατάσταση του Κεφαλλονίτη ευγενή Δημητρίου Χοϊδά.
Ήρθε από την Κωνσταντινούπολη στην Θεσσαλονίκη στις 16 Φεβρουαρίου του 1752, αλλά για τυπικούς λόγους ονομάστηκε επίσημα πρόξενος στις 25 Νοεμβρίου. Το 1756, μετά την παρέλευση της πενταετίας που οριζόταν ως όριο για την άσκηση του αξιώματος του προξένου της Βενετίας, ο Χοϊδάς ορίστηκε νέος πρόξενος για να παραδώσει με την σειρά του και πάλι στον Pietro Choch την 1η Ιουλίου του 1761.
Ανέλαβε επισήμως καθήκοντα στις 26 Ιανουαρίου του 1762 και συνέχισε να τα ασκεί αδιαλείπτως ως το 1786. Η μακροχρόνια παραμονή του στο προξενικό αξίωμα μόνο λόγω της διαγωγής του και της ποιοτικής εργασίας του μπορεί να ερμηνευθεί. Σε ανταπόδοση οι βενετικές αρχές τον τίμησαν αποδίδοντάς του την βενετική ιθαγένεια και τον τίτλο του Βενετού υπηκόου.
Είχε τουλάχιστον τέσσερα παιδιά τα οποία απέκτησαν επίσης την βενετική υπηκοότητα. Ο μεγαλύτερος, με προτροπή του πατέρα του, ο οποίος ταυτόχρονα μεσολάβησε για ευνοϊκότερη μεταχείριση του γιου του από τις βενετικές αρχές, προοριζόταν για να εξασκήσει το στρατιωτικό επάγγελμα. Ο δεύτερος, Antonio, όπως και ο τρίτος, Domenico, υπηρέτησαν στο σώμα των διερμηνέων στην Κωνσταντινούπολη. Το τέταρτο παιδί του Pietro Choch πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1784 από κακοήθη πυρετό.
Το 1784 ο Pietro Choch, σε ηλικία άνω των 70 ετών, αποχωρεί λόγω γήρατος και την θέση του καταλαμβάνει ο γιος του, Giuseppe Choch, ο οποίος για ικανό διάστημα εργαζόταν ως γραμματέας του προξενείου δίπλα στον πατέρα του. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για τον μεγάλο του γιο, ο οποίος αρχικά προοριζόταν για στρατιωτικός. Από το 1895 και ο Antonio, με πρόταση του αδελφού του, υπηρετούσε ως γραμματέας του προξενείου Θεσσαλονίκης. Ο Giuseppe άσκησε ανελλιπώς τα καθήκοντά του έως τον Απρίλιο του 1797, έως τον χρόνο δηλαδή της καταλύσεως της βενετικής δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα, τον Μάιο του 1797.
Έκτοτε, ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για την οικογένεια του Choch. Σε έκθεση του 1796, ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Felix de Beaujour, συμπεριλαμβάνει ανάμεσα στους σημαντικότερους εμπορικούς οίκους της Θεσσαλονίκης και του G. Choch Αυστριακών συμφερόντων.
Στις εντυπώσεις που απεκόμισε από την παραμονή του στη Θεσσαλονίκη ο Άγγλος γιατρός και περιηγητής Henry Holland, ο οποίος βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη στα τέλη Νοεμβρίου 1812, αναφέρει ότι «ο Αυστριακός πρόξενος M. Choch είναι ένας ευγενής που κατείχε παλαιότερα κάποιο αξίωμα στη Βενετία, αλλά υπέφερε κατά τη διάρκεια των επαναστάσεων στο κράτος αυτό και υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την παρούσα θέση του στη Θεσσαλονίκη, όπου φαίνεται ότι τον σέβονται όσο του αξίζει».
Υπάρχει ένα μάλλον αναπάντητο ερώτημα που αφορά την αρχική θέση του οικογενειακού τάφου των Choch.
Η μοναδική χρονολογία που αναγράφεται στον τάφο τους είναι το «1775». Δεδομένου ότι στα μητρώα θανάτων της καθολικής εκκλησίας πριν το 1860 δεν αναφέρεται ταφή σε άλλο χώρο πέραν του καθολικού νεκροταφείου πλησίον της πύλης της Καλαμαριάς – το οποίο καταγράφεται ως Cimetiere de Calamarie – γεννιέται το εύλογο ερώτημα περί του τι σηματοδοτεί η χρονολογία «1775».
Ερευνητές δημοσιογράφοι, όπως ο Ε. Χεκίμογλου και ο Σπ. Λαζαρίδης διερωτώνται αν ο τάφος έχει μεταφερθεί από το ανατολικό νεκροταφείο ή αν η ταφή έγινε εξ αρχής στον σημερινό της χώρο. Στην εκδοχή της μεταφοράς συν τοις άλλοις συνηγορεί το γεγονός της ύπαρξης σπαραγμάτων παλαιότερων ταφικών μαρμάρινων πλακών με χρονολογίες προγενέστερες του 1860, που συνθέτουν τουλάχιστον δύο ακόμη παρακείμενους τάφους.
Ο Σπ. Λαζαρίδης όμως αναρωτιέται ευλόγως, γιατί να μην γινόταν παράλληλες ταφές καθολικών που διέμεναν στον Φραγκομαχαλά και δυτικά, όπου υπήρχαν παλαιόθεν χώροι ταφής μουσουλμάνων, Ελλήνων και Βουλγάρων.
Κατά την άποψη του Γρηγόρη Μπρέντα, η χρονολογία «1775» δεν σηματοδοτεί χρονολογία ταφής, αλλά κάποιο άλλο γεγονός. Πιθανότατα το έτος κατά το οποίο ο Pietro Choch έλαβε τον τίτλο του Βενετού υπηκόου, ο οποίος συνοδευόταν ίσως και από κάποιον τίτλο ευγενείας, εξ ου και το οικόσημο.
Άλλωστε, ο πρώτος γνωστός θάνατος που σημειώθηκε στην οικογένεια των Choch κατά την περίοδο που διέμενε στην Θεσσαλονίκη συνέβη, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, το 1784 και αφορούσε ένα από τα τέσσερα παιδιά του Pietro Choch.
Όπως αφηγείται ο φύλακας του καθολικού κοιμητηρίου, πριν λίγα χρόνια, επισκέφτηκε τον τάφο ένας διατεινόμενος απόγονος της οικογένειας από το εξωτερικό, με την επιθυμία να αφαιρέσει το οικόσημο με την χρονολογία «1775» και να το πάρει μαζί του με την αιτιολογία ότι αποτελεί οικογενειακό κειμήλιο. Με τις αντιρρήσεις του φύλακα, καθώς δεν υπήρχαν αποδείξεις για την ταυτότητά του ατόμου, αλλά και λόγω της μνημειώδους φύσης του τάφου, το οικόσημο παραμένει, ανάμεσα στα φθαρμένα μνήματα και την ερημιά του αλλοτινού νεκροταφείου, όπως και το ερωτηματικό του τι σηματοδοτεί.
Διαβάστε επίσης:
Στο κρυμμένο Καθολικό Νεκροταφείο της πόλης «κοιμούνται» δύο κορυφαίοι της αρχιτέκτονες
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ