Το αστικό πράσινο σε Θεσσαλονίκη, Αθήνα μέσα από την ματιά των πολιτών
Κοινά προβλήματα και κοινές προκλήσεις.
Λέξεις: Διονύσης Λατινόπουλος
Πριν από λίγες ημέρες δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα μιας πρόσφατης μελέτης του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Υγείας (ISGlobal) της Βαρκελώνης, σύμφωνα με τα οποία η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα βρίσκονται πολύ ψηλά στη λίστα των πόλεων με την υψηλότερη θνησιμότητα λόγω απουσίας χώρων πρασίνου.
Ως αιτία της υψηλής αυτής θνησιμότητας αναδεικνύεται το πολύ υψηλό ποσοστό (άνω του 85%) του πληθυσμού της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης που δεν πληροί τον ελάχιστο στόχο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για (καθολική) πρόσβαση σε αστικούς χώρους πρασίνου, έκτασης τουλάχιστον 5 στρεμμάτων και σε μέγιστη απόσταση 300 μέτρων από το σπίτι κάθε κατοίκου.
Τα αποτελέσματα αυτά, αν και ιδιαίτερα δυσάρεστα, δεν πρέπει να προκάλεσαν μεγάλη έκπληξη στους αρμόδιους φορείς, στην επιστημονική κοινότητα αλλά και στους ίδιους τους κατοίκους των δύο πόλεων. Ήρθαν όμως την κατάλληλη χρονική περίοδο για να επιβεβαιώσουν και να συμπληρώσουν τα συμπεράσματα που προέκυψαν από δύο εκτεταμένες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν τους τελευταίους εννέα μήνες σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα με στόχο τη διερεύνηση της σχέσης των κατοίκων των δύο μεγάλων μητροπολιτικών περιοχών της χώρας με τους χώρους πρασίνου.
Πρώτη χρονικά πραγματοποιήθηκε η έρευνα στο Πολεοδομικό Συγκρότημα της Θεσσαλονίκης (από 3/2 ως 3/3/21), στην οποία συμμετείχαν 1049 κάτοικοι (άνω των 17 ετών) και για την οποία μερικά βασικά αποτελέσματα έχουν ήδη παρουσιαστεί από τον Μάρτιο του 2021.
Στη συνέχεια, αντίστοιχη έρευνα πραγματοποιήθηκε και στο Πολεοδομικό Συγκρότημα της Αθήνας (από 23/4 ως 10/8/21), στην οποία συμμετείχαν 1108 κάτοικοι (επίσης άνω των 17 ετών). Και οι δύο έρευνες πραγματοποιήθηκαν από την Ερευνητική Μονάδα Χωρικού Σχεδιασμού και Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΕΜΧΑ) του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης (ΤΜΧΑ) του ΑΠΘ σε συνεργασία (για την έρευνα στην Αθήνα) με το Ινστιτούτο Αστικού Περιβάλλοντος και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΙΑΠΑΔ) του Πάντειου Πανεπιστημίου και με την συμβουλευτική υποστήριξη της Ierax Analytix (ierax.gr).
Βασική επιδίωξη και στις δύο έρευνες ήταν η αποτύπωση/χαρτογράφηση της υφιστάμενης κατάστασης (σε διάφορες κλίμακες του χώρου) αλλά και η ανάδειξη του οράματος των κατοίκων των δύο πόλεων για το αστικό πράσινο. Συγκρίνοντας μεταξύ τους τα αποτελέσματα που προέκυψαν, προκύπτει ως βασικό συμπέρασμα ότι οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες, αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα και λίγο πολύ έχουν ένα κοινό όραμα για τη βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος και της καθημερινότητάς τους, ένα όραμα που προϋποθέτει τη δημιουργία νέων αλλά και την αναβάθμιση των υφιστάμενων χώρων πρασίνου.
Αρχικά, ένα αρκετά ενδιαφέρον ζήτημα και για τις δύο πόλεις, το οποίο διερευνήθηκε χρησιμοποιώντας δεδομένα επισκεψιμότητας των χώρων πρασίνου από τους ίδιους τους κατοίκους τους (σε αντιπαραβολή με τα αντίστοιχα αποτελέσματα της έκθεσης του ISGlobal που βασίζονται σε δορυφορικά δεδομένα και συγκεκριμένα στον δείκτη Normalised Difference Vegetation Index – NVDI), ήταν η εκτίμηση της απόστασης που διανύουν κατά μέσο όρο για να μεταβούν σε κάποιον χώρο πρασίνου.
Οι αποστάσεις αυτές υπολογίστηκαν συνδυάζοντας χαρτογραφικά δεδομένα: (α) της διεύθυνσης κατοικίας των συμμετεχόντων στην έρευνα και (β) των χώρων πρασίνου που επισκέπτονται συχνότερα. Αξίζει λοιπόν να σημειωθεί ότι οι αποστάσεις που προέκυψαν από αυτή τη διαδικασία επιβεβαιώνουν το πολύ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού των δύο πόλεων που δεν έχει πρόσβαση σε (ικανοποιητικούς) χώρους πρασίνου σε κοντινή απόσταση περπατήματος από την οικία του (σε απόσταση δηλαδή μικρότερη των 300 μέτρων). Συγκεκριμένα, στη Θεσσαλονίκη, μόνο το 14,4% των κατοίκων επισκέπτεται χώρους πρασίνου σε απόσταση ίση ή μικρότερη των 300 μέτρων από το σπίτι τους (Ευκλείδεια απόσταση – σε ευθεία γραμμή), ενώ στην Αθήνα το ποσοστό αυτό μοιάζει να είναι ακόμα μικρότερο καθώς αντιστοιχεί μόλις στο 11,3% του δείγματος που συμμετείχε στην έρευνα.
Ταυτόχρονα, περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους και των δύο πόλεων αναγκάζονται ή επιλέγουν να διανύσουν απόσταση μεγαλύτερη από ένα χιλιόμετρο, με τη μέση απόσταση τελικά μεταξύ οικίας και χώρου πρασίνου να είναι ακόμα μεγαλύτερη και να αγγίζει τα 1,8 χιλιόμετρα στη Θεσσαλονίκη και τα 2,5 χιλιόμετρα στην Αθήνα.
Όπως είναι αναμενόμενο, οι μεγάλες αυτές αποστάσεις δημιουργούν συχνά την ανάγκη χρήσης κάποιου μεταφορικού μέσου. Συγκεκριμένα, από το σύνολο των μετακινήσεων που έχουν ως σκοπό την επίσκεψη ενός χώρου πρασίνου, το 26% στη Θεσσαλονίκη και το 33% στην Αθήνα, δεν αφορούν πεζή μετακίνηση αλλά αντίθετα πραγματοποιούνται με κάποιο μέσο μεταφοράς. Μάλιστα, μεταξύ των εναλλακτικών μέσων (Ι.Χ. αυτοκίνητο, μηχανή, ποδήλατο, λεωφορείο, τραμ, μετρό, κτλ.), η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων και των δύο πόλεων επιλέγει τη χρήση του Ι.Χ. αυτοκινήτου, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην περαιτέρω αύξηση του κυκλοφοριακού φόρτου (με ότι αυτό συνεπάγεται σε χρόνο μετακίνησης και σε επιπτώσεις στο αστικό περιβάλλον). Έτσι, προκύπτει το παράδοξο της περαιτέρω πίεσης σε ένα ήδη επιβαρυμένο αστικό περιβάλλον κατά την πραγματοποίηση μιας δραστηριότητας (επίσκεψη σε πάρκο) που θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα φιλική στο περιβάλλον και χωρίς αρνητικές εξωτερικότητες (χωρίς δηλαδή αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις).
Εξετάζοντας στη συνέχεια τα υπόλοιπα κριτήρια βάσει των οποίων επιλέγονται οι χώροι πρασίνου (πλην αυτού της απόστασης που είναι το κυρίαρχο), διαπιστώνεται ότι υπάρχει ταύτιση απόψεων στη σημασία που αποδίδουν οι κάτοικοι και των δύο πόλεων στην έκταση (μέγεθος) των χώρων πρασίνου. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από την αναλυτική χαρτογραφική απεικόνιση και καταγραφή των χώρων πρασίνου που επέλεξαν οι συμμετέχοντες στις δύο έρευνες. Διαπιστώνεται επομένως πως στη μεγάλη πλειοψηφία τους οι πολίτες προτιμούν χώρους με έκταση μεγαλύτερη από τα 5 στρέμματα που ορίζει ως αναγκαία ο ΠΟΥ, αποτέλεσμα ιδιαίτερα σημαντικό για την ανάπτυξη ενός στρατηγικού σχεδιασμού αστικής ανθεκτικότητας των δύο μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας. Από την άλλη οι μεγάλες αποστάσεις έστω και από μικρούς χώρους πρασίνου αναδεικνύουν τη χρησιμότητα και των μικρότερων πάρκων (π.χ. «πάρκα τσέπης»). Ωστόσο, τα εν λόγω πάρκα – παρά το ότι τόσο οι δήμοι όσο και οι πολίτες (μέσω συμμετοχικών διαδικασιών) συχνά τα προωθούν ως τις πλέον εφικτές και άμεσα υλοποιήσιμες λύσεις – δεν επαρκούν από μόνα τους για να επιφέρουν την επιθυμητή (και αναγκαία) βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος και να ενισχύσουν τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα των ελληνικών μεγαλουπόλεων.
Ένα ακόμα ενδιαφέρον συμπέρασμα, από τη σύγκριση των κριτηρίων βάσει των οποίων επιλέγονται οι χώροι πρασίνου στις δύο πόλεις, προκύπτει αναφορικά με το κριτήριο της αισθητικής των πάρκων (που περιλαμβάνει και την υφιστάμενη ποιότητά τους). Έτσι, αν και η υφιστάμενη ποιότητα των χώρων πρασίνου δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης (καθώς αποτελεί για αυτούς το τελευταίο κατά σειρά κριτήριο επιλογής), στην Αθήνα εμφανίζεται ως ένας από τους κύριους λόγους που επιλέγεται ένας χώρος πρασίνου. Ως πιθανότερη αιτία για το συγκεκριμένο αποτέλεσμα εικάζεται η μεγαλύτερη διαφοροποίηση στην ποιότητα των χώρων πρασίνου εντός του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Αθήνας σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη.
Από τη συγκριτική αξιολόγηση των υφιστάμενων χώρων πρασίνου στις δύο πόλεις (ως προς την ποιότητα και την επάρκειά τους) παρατηρείται μια ταύτιση απόψεων, κυρίως όταν η αξιολόγηση γίνεται στην κλίμακα του Πολεοδομικού Συγκροτήματος. Σύμφωνα λοιπόν με τις απαντήσεις στις δύο έρευνες, το 88,9% των κατοίκων της Θεσσαλονίκης και το 88,7% των κατοίκων της Αθήνας αξιολογεί κάτω του μετρίου (μέχρι 5 σε μια κλίμακα από 1 έως 10) τους χώρους αυτούς, καταλήγοντας έτσι σε μια μέση τιμή αξιολόγησης σχεδόν ίδια για τις δύο πόλεις (3,3/10 στη Θεσσαλονίκη και 3,2/10 στην Αθήνα). Η διαφορά, ωστόσο, μεταξύ των δύο πόλεων εμφανίζεται όταν η αξιολόγηση γίνεται σε επίπεδο γειτονιάς.
Σε αυτή την περίπτωση οι κάτοικοι της Αθήνας αξιολογούν κατά μέσο όρο αρκετά υψηλότερα το πράσινο της γειτονιάς τους (4,3/10) από όσο οι Θεσσαλονικείς (3,5/10), φανερώνοντας έτσι και πάλι την ύπαρξη σημαντικών – χωρικών αυτή τη φορά – διαφοροποιήσεων της ποιότητας και της επάρκειας του αστικού πρασίνου στο Πολεοδομικό Συγκρότημα της Αθήνας (με υψηλές τιμές στα νότια και τα βόρεια προάστια). Αντίθετα, στη Θεσσαλονίκη, παρόλο που υπάρχει χωρική διαφοροποίηση στην αξιολόγηση, οι τιμές παραμένουν αρκετά χαμηλές ακόμα και στο επίπεδο της γειτονιάς (με εξαίρεση τις περιοχές πλησίον της νέας παραλίας αλλά και όσες βρίσκονται στα όρια του Πολεοδομικού Συγκροτήματος και σε εγγύτητα με το Σέιχ Σου).
Με βάση όλα τα παραπάνω, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι οι δύο πόλεις έχουν κοινά προβλήματα αλλά και κοινές προκλήσεις να αντιμετωπίσουν. Η βελτίωση της ποιότητας ζωής και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας των πόλεων σε μελλοντικούς κινδύνους από την κλιματική αλλαγή προϋποθέτει τη συνολική επαναξιολόγηση της σημασίας του αστικού πρασίνου.
Απαραίτητη συνθήκη για τον μελλοντικό σχεδιασμό είναι να αναγνωρίσουν αρχικά οι πολίτες ότι το πράσινο σε μια πόλη είναι δικαίωμα και υπόθεση όλων. Είναι επίσης αναγκαία η όλο και πιο άμεση συμμετοχή τους σε οποιαδήποτε διαδικασία σχεδιασμού του δημόσιου χώρου και ειδικότερα των χώρων πρασίνου.
Η ανάγνωση των υφιστάμενων προβλημάτων (όπως π.χ. προκύπτουν από τις προαναφερθείσες έρευνες) από τις αρμόδιες (δημοτικές) αρχές και η έναρξη ενός ευρύτερου κοινωνικού διαλόγου με στόχο τη χάραξη μιας νέας στρατηγικής για τους χώρους πρασίνου στις πόλεις μας είναι σήμερα περισσότερο αναγκαία από ποτέ.
*Ο Διονύσης Λατινόπουλος είναι Αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, ΑΠΘ