Ο υποδόριος ρατσισμός μας κατά των αλλοδαπών

Αργά ή γρήγορα, ο ρατσισμός θα διοχετευτεί με διαφορετικό πρόσωπο στην ίδια την ελληνική κοινωνία,

Κωστής Τσιτσελίκης
ο-υποδόριος-ρατσισμός-μας-κατά-των-αλλ-629825
Κωστής Τσιτσελίκης

Η διαφοροποιημένη συμπεριφορά από την πλευρά του κράτους απέναντι στους αλλοδαπούς σε σχέση με τους πολίτες του μπορεί κατ’ αρχήν να είναι επιτρεπτή. Κλασικό είναι το παράδειγμα των περιορισμών εισόδου-εξόδου από την επικράτεια του κράτους ή οι όροι παραμονής και εργασίας.

Ωστόσο, η διαφοροποίηση μεταξύ αλλοδαπών και πολιτών δεν είναι πάντα επιτρεπτή. Πόσο μάλλον όταν υποκρύπτει μορφές διάκρισης που συνεπάγονται παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων αλλά και καταπάτηση ηθικών αξιών.

Συχνά η μη επιτρεπτή διακρισιακή μεταχείριση εν τέλει πηγάζει από ή εκβάλει στο πολύπλοκο και δυναμικό φαινόμενο του ρατσισμού. Όταν μορφές ρατσισμού υποβοηθούνται -αν δεν υπαγορεύονται- από κανόνες δικαίου, επίσημες πολιτικές, δικαστικές αποφάσεις και διοικητικές πρακτικές, τότε η αντιμετώπιση των αλλοδαπών προσλαμβάνει μια κρίσιμη διάσταση: αποτελεί τεστ για το κράτος δικαίου και την ποιότητα της δημοκρατίας μας.

Οι μεικτές μετακινήσεις ανθρώπων (οικονομικοί μετανάστες και πρόσφυγες) που για διαφορετικούς λόγους εγκαθίστανται στην Ελλάδα ή επιχειρούν να τη διασχίσουν πυροδότησαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες αντανακλαστικά φόβου και αποστροφής.

Τα αντανακλαστικά αυτά εδραιώθηκαν σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο φυσικοποιώντας έναν ξενοφοβικό και ρατσιστικό λόγο ως τον μόνο που μπορεί τάχα να υπηρετήσει πατριωτικά ιδανικά αλλά και το ίδιο το συμφέρον της Ευρώπης.

Η πολιτική νομιμοποίηση του ρατσιστικού λόγου επηρέασε το ίδιο το ευρωπαϊκό νομικοπολιτικό οικοδόμημα, το οποίο δια των οργάνων της ΕΕ, ενστερνίστηκε την ιδέα της «Ευρώπης-φρούριο» και επέτρεψε την εμπέδωση του ρατσισμού.

Ασφαλώς, ρατσισμός προϋπήρχε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά πλέον συνδέθηκε με τη νέα μετανάστευση και μπόρεσε να εκφράζεται ανοιχτά ως μια άποψη που ηθικά διεκδικεί τη δική του ορθότητα.

Η εξάπλωση και η μετατόπιση του πολιτικού λόγου της ακροδεξιάς είχε σημαντικές επιπτώσεις στον τρόπο που τα κράτη και η ΕΕ εφαρμόζουν το δίκαιο που αφορά τους αλλοδαπούς είτε αυτοί επιχειρούν να διαπεράσουν τα σύνορα, είτε βρίσκονται εγκατεστημένοι εντός της επικράτειάς τους, νόμιμα ή παράτυπα. Η ελληνική περίπτωση δεν διαφέρει από την γενική ευρωπαϊκή τάση.

Το ελληνικό δίκαιο και πολιτική τα τελευταία χρόνια εφαρμόζονται με σκληρότητα αλλά και με υποκρισία, καθώς τσαλακώνουν βασικές πολιτικές και θεσμικές σταθερές όπως η κοινωνική αλληλεγγύη, το κράτος δικαίου και η δημοκρατία.

Τα ΜΜΕ ρίχνουν νερό στον μύλο της ξενοφοβίας χωρίς να βοηθούν τον δημοκρατικό διάλογο, στρέφοντας τα φώτα από τις διαδικασίες διαφάνειας και λογοδοσίας τις οποίες θα έπρεπε καταστατικά να υπηρετούν, ειδικά όταν αλλοδαποί είναι θύματα ρατσισμού.

Για παράδειγμα, πουθενά στον δημόσιο λόγο δεν αναφέρεται ότι οι πρόσφυγες έχουν κάθε δικαίωμα να διαπερνούν παράτυπα τα σύνορα και να αναζητούν καταφύγιο σε ασφαλή χώρα, ούτε ότι η υποχρέωση για τη διάσωση ανθρώπων που βρίσκονται σε κίνδυνο είναι καθολική και δεν μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς.

Η όρθωση τειχών, οι βίαιες επαναπροωθήσεις και η πλημμελής εξέταση των αιτημάτων ασύλου παραβιάζουν βασικές νομικές σταθερές τις οποίες η Ελλάδα (αλλά και η ΕΕ) προσχηματικά πλέον επικαλείται.

Η καθολική σιωπή που καλύπτει τις εν θερμώ επαναπροωθήσεις προς στη χώρα εισόδου ή ύστερα από απαγωγές στην ενδοχώρα, όπως και οι προωθήσεις αλλοδαπών στο έδαφος τρίτων χωρών, δημιουργεί μια πρωτόγνωρη ομερτά όλου του πολιτικού φάσματος.

Ο υποβόσκων ρατσισμός εδράζεται και σε άλλες μορφές πολιτικής διαχείρισης του μεταναστευτικού-προσφυγικού. Εκείνων των ανθρώπων που, παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, δεν διαθέτουν παρά ελάχιστες ευκαιρίες ένταξης στην ελληνική κοινωνία: για παράδειγμα οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες χάνουν και αυτή την ελάχιστη στήριξη του κράτους πρόνοιας λίγο μετά την απόκτηση του καθεστώτος ασύλου.

Παρόμοια, όσοι έχουν πλέον ριζώσει στην Ελλάδα βλέπουν τις πιθανότητες να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια να εξατμίζονται, καθώς η διαδικασία για να γίνει κανείς Έλληνας ή Ελληνίδα από το 2020 συνδέεται με εισοδηματικά κριτήρια.

Η αδιαφορία των αρχών να εμβολιάσουν τους πρόσφυγες που βρίσκονται σε καταυλισμούς, οι περιορισμοί στην πρόσβαση των παιδιών σε σχολικές δομές, οι περιορισμοί στην πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση και την αγορά εργασίας εξυφαίνουν ένα μοντέλο αποκλεισμού που στηρίζεται στην αλλοδαπότητα, δηλαδή την καταγωγή, τη θρησκεία και τη γλώσσα του κατεξοχήν «άλλου/ξένου» που «δεν αξίζει το ίδιο με τους Έλληνες» ή που «αποτελεί κίνδυνο για την κοινωνία μας». Οι υποθέσεις αστυνομικής βίας κατά αλλοδαπών, οι οποίες κατά κανόνα χάνονται σε διαδρομές ατιμωρησίας, αλλά και οι χιλιάδες αλλοδαποί χωρίς χαρτιά που κρατούνται παράτυπα στα αθέατα αστυνομικά κελιά αποτελούν άλλα δύο σκοτεινά σημεία της ελληνικής περίπτωσης.

Όλα αυτά θρέφουν τον ρατσισμό. Είτε αυτός είναι θεσμικός, είτε εκφράζεται υποδόρια αλλά σκληρά απέναντι σε ανθρώπους που είναι ψυχικά και σωματικά ευάλωτοι, φτωχοί και κοινωνικά αποκλεισμένοι. Αν δεν υπάρξουν σημάδια εγρήγορσης των πολιτικών κομμάτων, των κυβερνήσεων, των δικαστών και των βουλευτών με στόχο την αναστροφή της κατάστασης αυτής και την απονομιμοποίησή της, αργά ή γρήγορα, ο ρατσισμός θα διοχετευτεί με διαφορετικό πρόσωπο στην ίδια την ελληνική κοινωνία. Θα ριζώσει και θα αναδιαταχθεί ως παθογένεια ενός πολιτικού παραδείγματος που θα έχει την ισχύ να αποσαθρώσει όσες κεντρομόλες δυνάμεις κοινωνικής συνοχής απομένουν ζωντανές μετά την οικονομική και την υγειονομική κρίση.

#1χρονομετα

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα