40 χρόνια Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας
Η επετειακή διοργάνωση ξεκινά.
Με 161 ταινίες από 54 χώρες στα προγράμματα του -εθνικό, διεθνές και παράλληλων ειδικών αφιερωμάτων- το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας κλείνει φέτος τα 40 του χρόνια σημειώνοντας νέο ρεκόρ αιτήσεων συμμετοχής.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Αντώνης Παπαδόπουλος, που βρίσκεται 18 χρόνια στο τιμόνι της διοργάνωσης, μίλησε στη Νάντια Μπακοπούλου και το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για τους σημαντικότερους σταθμούς στην ιστορία του θεσμού τονίζοντας πως «οι Έλληνες κινηματογραφιστές ήταν και παραμένουν στο κέντρο του ενδιαφέροντος του φεστιβάλ».
-Το Φεστιβάλ Δράμας κλείνει φέτος τα 40 του χρόνια, θέλετε να μας κάνετε έναν απολογισμό της πορείας του; Πώς ξεκίνησε, πώς εξελίχθηκε και πώς συνεχίζει;
Ξεκίνησε το 1978 ως ένα φεστιβάλ εναλλακτικό, ας πούμε, προς το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου, βέβαια, δεν είχε βρει ακόμα τον χαρακτήρα του μικρού μήκους. Στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 έγινε η θεσμοθέτηση του σε Εθνικό, με την τότε υπουργό Μελίνα Μερκούρη να υπογράφει τη σχετική απόφαση. Από τότε ακολούθησε μια ραγδαία εξέλιξη του θεσμού και συνακόλουθα της ελληνικής μικρού μήκους ταινίας. Γιατί από κει και πέρα, μπορούμε να πούμε χωρίς υπερβολή, πως η ιστορία του Φεστιβάλ είναι και η ιστορία της ελληνικής μικρού μήκους.
Το πρώτο μισό της δεκαετίας του ΄90, ήταν πολύ δύσκολο για την ελληνική παραγωγή, αφού είχε σχεδόν μηδενιστεί η χρηματοδότηση από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Κι ήταν το Φεστιβάλ Δράμας τότε που στήριξε την μικρού μήκους με την μεγάλη προβολή που έδωσε, βοηθώντας παράλληλα να μπουν και άλλοι παραγωγοί όπως η ΕΡΤ. Μεγάλος σταθμός στην εξέλιξη του Φεστιβάλ ήταν η διεθνοποίηση του το 1995, όπως επίσης, και η αναγνώριση του το 2001 από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου, ως ένα από τα σημαντικότερα φεστιβάλ μικρού μήκους της Ευρώπης. Η πιο πρόσφατη αναγνώριση ήταν πριν τρία χρόνια από τη Fipresci, την Διεθνή Ομοσπονδία Κριτικών Κινηματογράφου, η οποία δίνει και το δικό της βραβείο στο Διεθνές Τμήμα. Θεωρώ πως το Φεστιβάλ τώρα πια βρίσκεται σε μια ώριμη ηλικία και αυτή η ωριμότητα συμβαδίζει και με την ωριμότητα της ελληνικής παραγωγής.
-Φέτος οι αιτήσεις συμμετοχής στο Εθνικό Διαγωνιστικό ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Πώς το εξηγείτε αυτό;
Χρήζει κοινωνιολογικής ανάλυσης το γεγονός ότι, σε τόσους δύσκολους καιρούς, αυξάνεται η ανεξάρτητη παραγωγή και μάλιστα όχι μόνο ως προς την ποσότητα αλλά και ως προς την ποιότητα του περιεχομένου της. Και αυτό είναι και το πιο ελπιδοφόρο. Φαίνεται ότι η κρίση έχει ενεργοποιήσει τις συνειδήσεις, κυρίως των νέων από τους οποίους προέρχεται και το μεγαλύτερο μέρος των ταινιών μικρού μήκους.
-Αυτό το διαπιστώνετε και από τη θεματολογία των ταινιών;
Φυσικά, τα τελευταία χρόνια η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, η οικονομική κρίση και το προσφυγικό απασχολούν σταθερά μία μερίδα δημιουργών. Γι΄ αυτό τον λόγο, τον περασμένο Απρίλιο συνδιοργανώσαμε με το Πάντειο Πανεπιστήμιο και το Ανοικτό Πανεπιστήμιο μια διημερίδα για την κρίση στην ελληνική κοινωνία μέσα από την ταινία μικρού μήκους. Μάλιστα ένα μέρος της, θα παρουσιαστεί και τώρα στη Δράμα. Η μικρού μήκους ταινία είναι άμεσης απόδοσης. Δηλαδή σου έρχεται μια ιδέα τον Οκτώβρη και τον Μάιο φέρνεις την ταινία σου στο Φεστιβάλ της Δράμας. Λειτουργεί, θα λέγαμε, ως χρονικογράφος του καιρού μας αποτυπώνοντας αυτά που συμβαίνουν. Μπορεί εύκολα να αφουγκραστεί τον παλμό της εποχής, πράγμα που στις μεγάλου μήκους είναι εξαιρετικά δύσκολο επειδή απαιτείται πολύ περισσότερος χρόνος για να ολοκληρωθούν.
-Τι θα δούμε στο φετινό πρόγραμμα και στις παράλληλες εκδηλώσεις της διοργάνωσης;
Στο Ελληνικό Διαγωνιστικό στο οποίο συμμετέχουν 66 ταινίες θα έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε το έργο πολλών πρωτοεμφανιζόμενων δημιουργών, αλλά και αρκετών παλιών γνώριμων που έχουν διακριθεί στο παρελθόν. Επίσης, έχουμε ένα πολύ ενημερωμένο Διεθνές πρόγραμμα με 54 ταινίες από 48 χώρες, όπου οι περισσότερες από τις μισές που διαγωνίζονται είναι παραγωγής 2017.
Παράλληλα, έχουμε το Βαλκανικό Πανόραμα όπου δίνουμε έμφαση στην παραγωγή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης φιλοξενώντας και ένα αφιέρωμα στην Κροατία, ενώ θα προβληθούν και οι ταινίες που ήταν πέρυσι υποψήφιες για το βραβείο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Και φυσικά από το φετινό πρόγραμμα δεν θα μπορούσε να λείπει το μεγάλο ατού του Φεστιβάλ: τα «Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια», τα οποία ξεκινήσαμε δειλά πριν μια δεκαετία περίπου, με το σκεπτικό ότι ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία είναι συγκοινωνούντα δοχεία, όμως με τα χρόνια απέκτησαν τη δική τους δυναμική και το δικό τους κοινό.
-Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι η συνταγή για ένα επιτυχημένο φεστιβάλ κινηματογράφου;
Μεγάλη σημασία στην κινηματογραφική τέχνη και σεβασμός στον κινηματογραφιστή που για εμάς ήταν και παραμένει στο κέντρο του ενδιαφέροντος του Φεστιβάλ. Γι΄ αυτό άλλωστε δεν προσκαλούμε τους δημιουργούς για 2-3 μέρες, όπως συμβαίνει σε πολλά φεστιβάλ, αλλά για όλη την εβδομάδα, ακριβώς γιατί θεωρούμε ότι πρέπει να αποκομίσουν μια συνολική εικόνα της ετήσιας παραγωγής.
-Λίγα χρόνια πριν είχατε δηλώσει πως το Φεστιβάλ κινδυνεύει με συρρίκνωση ή κατάργηση. Σήμερα θεωρείτε ότι έχει διαφύγει αυτόν τον κίνδυνο;
Κοιτάξτε, η επιτυχία του Φεστιβάλ το έχει κάνει πολύφερνη νύφη για διάφορους φίλους ή μη φίλους. Υπάρχει μια τάση, λίγων ευτυχώς, να μεταφέρουν την διοργάνωση στην Αθήνα ή κάπου κοντά στην Αθήνα, πράγμα που νομίζω δεν θα έχει καμία επιτυχία. Γιατί ένα από τα συστατικά της επιτυχίας του είναι και ότι βρίσκεται στη Δράμα. Γιατί εκεί είναι το κυρίαρχο γεγονός, στην Αθήνα θα είναι μια από τις εκατοντάδες εκδηλώσεις που γίνονται την ημέρα. Το φεστιβάλ έχει ταυτιστεί με την πόλη της Δράμας, είναι το brand name της. Όπως έχει συμβεί και με άλλα φεστιβάλ-πόλης: το Oberhausen στη Γερμανία, το Clermont Ferrand στη Γαλλία ή το Tampere στη Φινλανδία…. Είναι φεστιβάλ που έκαναν γνωστή την πόλη τους.
-Φέτος, συμπληρώνετε 18 χρόνια στο τιμόνι της διοργάνωσης, ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που συναντήσατε όλα αυτά τα χρόνια;
Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις ήταν η διεθνοποίηση του θεσμού. Ήταν ένα στοίχημα που τέθηκε το ΄95 και στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Σαράντα χρόνια μετά την ίδρυση του, το φεστιβάλ έχει πλέον αληθινά διεθνή ακτινοβολία. Ωστόσο για μένα η μεγαλύτερη ικανοποίηση είναι η εμπιστοσύνη που δείχνουν στο φεστιβάλ οι Έλληνες κινηματογραφιστές.
-Πέρυσι, στην τελετή λήξης είχατε αναφερθεί στην προοπτική του να απλωθεί το Φεστιβάλ σε περισσότερες μέρες προκειμένου να διευκολυνθεί η δουλειά των κριτικών επιτροπών, ενώ είχατε τονίσει και την ανάγκη μιας αίθουσας.
Το αίτημα μιας μεγαλύτερης αίθουσας παραμένει καθώς οι τωρινές δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες της διοργάνωσης. Νομίζω ότι είμαστε σε καλό δρόμο, και ίσως μπορέσουμε να ανακοινώσουμε κάτι το επόμενο διάστημα. Σε ό,τι αφορά την παράταση της διάρκειας του Φεστιβάλ δεν είναι ακόμα εφικτή γιατί τα οικονομικά παραμένουν στο ίδιο επίπεδο. Μην ξεχνάτε ότι βρισκόμαστε ακόμα μέσα στην κρίση και το ότι γίνεται το Φεστιβάλ με ένα σχετικά άνετο τρόπο, είναι κι αυτό μία κατάκτηση.
-Για το μέλλον, τι προσδοκά το Φεστιβάλ;
Να διατηρήσει την ταυτότητά του και την αγάπη του για τον κινηματογραφιστή. Επίσης, να δώσουμε μεγαλύτερη βαρύτητα στο εκπαιδευτικό κομμάτι της διοργάνωσης, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει διευρύνει τις δράσεις του. Μία από αυτές είναι και το pitching forum, ένα εργαστήριο το οποίο δίνει την ευκαιρία στους συμμετέχοντες να παρουσιάσουν το πρότζεκτ τους σε σημαντικούς υποψήφιους χρηματοδότες και παραγωγούς από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Μέσα από αυτήν την διαδικασία πολλές ταινίες έχουν ολοκληρωθεί, ενώ μία από αυτές συμμετέχει φέτος στο Εθνικό Διαγωνιστικό. Και φυσικά αυτό που έλεγα προηγουμένως, να γίνει μια μεγάλη αίθουσα, αντάξια του Φεστιβάλ.
Πηγή: ΑΠΕ