Μήπως καλύτερα έπρεπε να τρώγαμε το πνεύμα των Χριστουγέννων;
Μήπως δεν είμαστε τόσο κακοί, όσο νομίζουμε;
Μήπως δεν είμαστε τόσο κακοί, όσο νομίζουμε;
Ή μήπως καλύτερα έπρεπε να φάμε το πνεύμα των Χριστουγέννων μπας και γίνουμε; Φαντάσου, λέει να ήμασταν όλοι μαζί αγαπημένοι, μονοιασμένοι, ο χρόνος να κυλούσε δημιουργικά, η αστική ευγένεια να φορούσε το πιο αληθινό της κοστούμι, μπόμπες και τραμπουκισμοί να μην υπήρχαν, τα παιδικά γέλια να ηχούσαν σα μελωδία στα αυτιά μας κι η ζωή να φάνταζε μαγική.
Φαντάσου, λέει αυτές οι έρευνες και τα αστικά πειράματα που αποδεικνύουν πως η ανθρωπιά είναι αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης μας -από τα γεννοφάσκια μας- να έβγαιναν αληθινές. Η εγγενής επιθετικότητα κι η αυτονομία να εκφράζονταν με ώριμο τρόπο, καθώς επίσης και να αναγνωρίζονταν ως φυσιολογικές ανάγκες του καθενός. Φαντάσου, λέει τελικά όντως να υπήρχαν ψήγματα ελπίδας, πίστης κι αγάπης.
Φαντάσου, αυτό το συναίσθημα απέχθειας κι αναγούλας προς την ουτοπία, τον ρομαντισμό και τον ιδεαλισμό που προκύπτει διαβάζοντας αυτές τις γραμμές να διαμελίζονταν σα σκόνη. Μιας κι είναι πλέον βιωματικά αποδεδειγμένο πως η καταστροφική έκφραση του θυμού μόνο αποτελεσματική δεν είναι.
Φαντάσου να εμπιστευόμασταν τη ζωή χωρίς αιώνιο πλάνο, χωρίς αβάσιμες σταθερές. Να είχαμε κατακτήσει την ευελιξία στο εκάστοτε εδώ και τώρα. Τα ψυχοπιεστικά γεγονότα που συναντούμε, φαντάσου να έδειχναν μοναδικό τους μονοπάτι την αυτεπίγνωση κι ο μόνος τρόπος αυτοπροσδιορισμού να επιτυγχάνονταν μέσα από εσένα, μαζί με τους άλλους. Φαντάσου, λοιπόν, να καταφέρναμε να ξεπεράσουμε τα εμπόδια του παθολογικού ναρκισσισμού που μας ψευδοθωρακίζουν. Όχι, γιατί πρέπει να είμαστε καλά παιδιά και να σταθούμε αξιοπρεπώς ως πρόσκοποι. Αλλά, γιατί το σαθρό μας κατακερματίζει, σα λαίλαπα απλώνεται στα σωθικά μας.
Για φαντάσου.