Αναζητώντας μια νέα σχέση: Ευρήματα της έρευνας για το κοινό και τη χρήση των ΜΜΕ στη Θεσσαλονίκη
Μια αποκαλυπτική έρευνα για τα ΜΜΕ και τους Θεσσαλονικείς.
Του Νίκο Παναγιώτου∗
H αναγκαιότητα να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο ασκείται η δημοσιογραφία αλλά και το υπάρχον επιχειρηματικό μοντέλο των ΜΜΕ, είναι το ζητούμενο που προκύπτει από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της Δημοτικής Εταιρείας Πληροφόρησης Θεάματος και Επικοινωνίας (ΔΕΠΘΕ) κ του Δήμου Θεσσαλονίκης, και τη συνεργασία της ΕΣΗΕΜ-Θ και του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ.
Τα ευρήματά της επιβεβαιώνουν τις θεμελιώδεις αλλαγές στη σχέση του κοινού με τα «παραδοσιακά» μέσα ενημέρωσης (εφημερίδες, ραδιόφωνα, τηλεοπτικά δίκτυα) ως αποτέλεσμα της καθοριστικής επιρροής που έχουν οι τεχνολογικές εξελίξεις ( διείσδυση διαδικτύου, νέες συσκευές, φορητότητα κλπ) η οποία τείνει να ανατρέψει και να επαναπροσδιορίσει την παραδοσιακή σχέση μεταξύ του κοινού και των φορέων ενημέρωσης.
Τα χαρακτηριστικά της νέας αυτής σχέσης είναι:
Α)Ανατροπή βεβαιοτήτων, μέσα που κυριαρχούσαν παλαιότερα δέχονται ισχυρά πλήγματα. Ο τύπος επιλέγεται από το 2-3% ως μέσο καθημερινής ενημέρωσης ενώ τηλεόραση χάνει την πρωτοκαθεδρία έναντι του διαδικτύου.
Β) Ρευστότητα του Κοινού, η προσέγγιση του κοινού ως ενιαίας οντότητας είναι πλέον ξεπερασμένη. Ειδικό και διαμοιρασμένο κοινό είναι αυτό που χαρακτηρίζει πλέον τα ΜΜΕ και το κοινό τους. Είναι αυτό το κοινό που θα πρέπει να είναι στο επίκεντρο των μελετών και των αναγνώσεων μας προκειμένου να μπορέσουμε να αναλύσουμε ουσιαστικά και σε βάθος τις αλλαγές που συντελούνται. Απαιτείται συνδυασμός στοιχείων και ποιοτικές αναλύσεις προκειμένου να μπορέσουμε να επεξηγήσουμε τις στάσεις και τις προτιμήσεις του κοινού για να μην οδηγηθούμε σε εύκολα και λανθασμένα συμπεράσματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό που εντοπίζεται για τις εφημερίδες που εμφανίζουν ραγδαία πτώση τοπικές και «αθηναϊκές», εξακολουθούν να είναι μέσο καθημερινής ενημέρωσης μόνο για το 2% και 3% του κοινού αντίστοιχα ωστόσο το κοινό αυτό είναι αφιερώνει πολύ περισσότερο χρόνο από ότι σε άλλα μέσα και έχει ποιοτικά καλύτερα χαρακτηριστικά.
Γ) Η εμπιστοσύνη, θεμελιώδες στοιχείο της σχέσης μεταξύ του κοινού και των ΜΜΕ, έχει χαθεί. Όπως προκύπτει από την έρευνα αυτή αλλά και την αντίστοιχη που δημοσιεύσαμε από το Reuters Institute for the Study of Journalism, η εμπιστοσύνη των Ελλήνων είναι για τις ειδήσεις (20%), για τους δημοσιογράφους (11%) και για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (16%). Πρόκειται για τα χαμηλότερα ποσοστά από τις 26 χώρες της παγκόσμιας έρευνας. Αντίθετα σε χώρες, όπως οι Σκανδιναβικές, τα ποσοστά αυτά είναι ιδιαίτερα υψηλά. Τα ευρήματα αποτυπώνουν μια ιδιαίτερα ανησυχητική κατάσταση με πολλές και σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις. H στροφή προς τη ενημέρωση από το διαδίκτυο είναι αποτέλεσμα αυτής της σταδιακής αλλά επιδεινούμενης έλλειψης εμπιστοσύνης και της αντίληψης περί ελέγχου των παραδοσιακών ΜΜΕ. Η βαθύτατη κρίση εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και το πολιτικό σύστημα περιλαμβάνει αλλά και ανατροφοδοτεί την κρίση αξιοπιστίας των μέσων ενημέρωσης. Τα μνημόνια υπονόμευσαν τα ΜΜΕ και ειδικά τα τηλεοπτικά κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας, που δέχονται τη μεγαλύτερη αμφισβήτηση. Αυτό εντάσσεται και στο ευρύτερο πλαίσιο αμφισβήτησης των θεσμών, ενώ από την άλλη πλευρά ερμηνεύει γιατί επικρατούν ψευδείς ειδήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πολίτες εμπιστεύονται περισσότερο τον στενό τους κύκλο, την επέκταση του οποίου συναντούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνιστούν ουσιαστικά μια διεύρυνση επέκτασης της εμπιστοσύνης που αποδίδουν στα δίκτυα φιλίας οι χρήστες τους. Ωστόσο το εύρημα αυτό θα πρέπει να το εξετάσουμε πάλι συνδυαστικά προκειμένου να αποφύγουμε την εντυπωσιοθηρία αλλά και τα εύκολα συμπεράσματα.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιλέγονται ως πύλες ενημέρωσης, καθώς ο χρήστης οδηγείται σε άλλα μέσα για την ενημέρωση του και κατά τεκμήριο όπως προκύπτει από τις έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στις ηλεκτρονικές ενημερωτικές σελίδες και δη των παραδοσιακών ΜΜΕ. Ταυτόχρονα ενώ υπερισχύει η εξατομικευμένη προσέγγιση των ειδήσεων μέσω σχετικών μέσων και συσκευών, η χρήση ειδησεογραφικού περιεχομένου δεν συγκροτεί, για τις ηλικίες αυτές, μια ατομική διαδικασία αντιθέτως συχνά επιλέγουν να διαμοιραστούν και να σχολιάσουν τις ειδήσεις μέσω των κοινωνικών τους δικτύων.
Οι εξελίξεις αυτές υπογραμμίζουν παράλληλα και την αναγκαιότητα αλλαγής του υπάρχοντος επιχειρηματικού μοντέλου που δύναται να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα τη βιωσιμότητα στα ΜΜΕ, καθώς το 10% του δείγματος (που διπλασιάζεται στις νεότερες ηλικίες 18%) εκφράζει την πρόθεση πληρωμής για αγορά διαδικτυακού ενημερωτικού περιεχομένου. Αυτό που απαιτείται όμως είναι να υπάρξουν οι προϋποθέσεις και να αλλάξει παράλληλα το υπάρχον μοντέλο άσκησης της δημοσιογραφίας. Να υπάρξει αλλαγή παραδείγματος από τη δημοσιογραφία του copy-paste στη δημοσιογραφία που θα αναδεικνύει το περιεχόμενο και θα επεξηγεί τα γεγονότα. Το μοντέλο της «περιγραφικής δημοσιογραφίας» όπως το ονομάζω είναι πεπερασμένο και αναποτελεσματικό, μέρος και αίτιο της κρίσης των ΜΜΕ. Οι νέες τάσεις δεν μπορούν να απαντηθούν με παλιά υλικά, η δημοσιογραφία της νερατζιάς του Μαξίμου είναι πεπερασμένη και πολύ μακριά από το ένα κοινό ειδικό και όχι ομογενοποιημένο.
*Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία δημοσκοπήσεων PALMOSANALYSIS σε δείγμα 756 κατοίκων των επτά Δήμων του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο 19-22 Δεκεμβρίου 2016. Τα ευρήματά της επιβεβαιώνουν την θεμελιώδη ανατροπή στη σχέση του κοινού με τα «παραδοσιακά» μέσα ενημέρωσης (εφημερίδες, ραδιόφωνα, τηλεοπτικά δίκτυα) ως αποτέλεσμα δύο, σχεδόν ταυτόχρονων, φαινομένων: της καθοριστικής επιρροής που είχε η διείσδυση του διαδικτύου η οποία τείνει να ανατρέψει την παραδοσιακή σχέση μεταξύ του κοινού και των παραδοσιακών επαγγελματικών φορέων ενημέρωσης, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση η οποία συρρίκνωσε τη διαφημιστική δαπάνη και το διαθέσιμο εισόδημα του κοινού (αγορά εφημερίδων).
Συμπεράσματα:- Το διαδίκτυο (ενημερωτικές ιστοσελίδες) εμφανίζεται στην πρώτη θέση (49%) των μέσων που χρησιμοποιούν οι Θεσσαλονικείς για την καθημερινή τους ενημέρωση. Ακολουθούν τα τηλεοπτικά δίκτυα εθνικής εμβέλειας (47%), τα μέσα «κοινωνικής δικτύωσης» (facebook, twitter κλπ) με 40%, το ραδιόφωνο (33%), τα τοπικά-περιφερειακά τηλεοπτικά δίκτυα (18%), ενώ οι εφημερίδες, τοπικές και «αθηναϊκές», εξακολουθούν να είναι μέσο καθημερινής ενημέρωσης μόνο για το 2% και 3% του κοινού αντίστοιχα. – Το 85% των Θεσσαλονικέων δηλώνει ότι δεν διαβάζει καμία τοπική εφημερίδα, το 76% δεν παρακολουθεί καθόλου τον «αθηναϊκό» Τύπο, το 41% εξακολουθεί να μην έχει την παραμικρή σχέση με τα μέσα «κοινωνικής δικτύωσης», το 40% δεν ενημερώνεται ποτέ από το ραδιόφωνο ή τα τοπικά- περιφερειακά τηλεοπτικά δίκτυα, το 26% δεν «επισκέπτεται» καμία ενημερωτική ιστοσελίδα και το 19% δεν ενημερώνεται ποτέ από τα τηλεοπτικά κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας. – Οι τάσεις αυτές δεν είναι ομοιόμορφες. Οι νεαρές ηλικίες (17-29) και οι πολίτες με ανώτερη εκπαίδευση εμφανίζονται να «εγκαταλείπουν» την τηλεόραση ως μέσο ενημέρωσης προς όφελος του διαδικτύου (ενημερωτικές ιστοσελίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Αντίθετα, «πιστοί καταναλωτές» των τηλεοπτικών ενημερωτικών προγραμμάτων είναι τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας καθώς και χαμηλότερης εκπαίδευσης. – Αν εξαιρέσει κανείς εκείνους που δηλώνουν ότι δεν ενημερώνονται καθόλου από το συγκεκριμένο μέσο, ο χρόνος που διαθέτει ο μέσος κάτοικος Θεσσαλονίκης για την ενημέρωσή του κυμαίνεται μεταξύ των 72 λεπτών (μέσα κοινωνικής δικτύωσης), 70 λεπτών (ενημερωτικές ιστοσελίδες), 66 λεπτών (ραδιόφωνο), 65 λεπτών για τα τηλεοπτικά δίκτυα εθνικής εμβέλειας, 53 λεπτών για τις τοπικές-περιφερειακές τηλεοράσεις και 46 και 42 λεπτών για τις εφημερίδες («αθηναϊκές» και τοπικές αντίστοιχα). – Μεγάλο ενδιαφέρον εμφανίζει ο «βαθμός εμπιστοσύνης» σε κάθε μέσο, όπου στην πρώτη θέση των θετικών απαντήσεων (40%) βρίσκεται ο άμεσος κοινωνικός περίγυρος των Θεσσαλονικέων και ακολουθούν το ραδιόφωνο (27%), τα τοπικά ΜΜΕ (τηλεοράσεις, ιστοσελίδες και εφημερίδες) με 24%, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (21%), ενώ το χαμηλότερο βαθμό εμπιστοσύνης (13% θετικών απαντήσεων και 54% αρνητικών) απολαμβάνουν τα ΜΜΕ εθνικής εμβέλειας («αθηναϊκές» εφημερίδες και ιστοσελίδες, πανελλαδικά τηλεοπτικά κανάλια). Ωστόσο το 81% διάκειται – Δημοτική Εταιρεία Πληροφόρησης Θεάματος και Επικοινωνίας Νικολάου Γερμανού 1, 54621 Θεσσαλονίκη, τηλ. +30 2310 261 100 fax +30 2310 267 532 θετικά απέναντι στη Δημόσια Τηλεόραση («πρέπει να υπάρχει») και το 91% απέναντι στα ιδιωτικά τηλεοπτικά δίκτυα. – Τέλος, το 14% των Θεσσαλονικέων δηλώνει ότι επισκέπτεται καθημερινά τις ιστοσελίδες των εφημερίδων (σε σχέση με το 2%-3% που τις αγοράζει καθημερινά), ενώ το 10% θα ήταν διατεθειμένο να πληρώσει κάποια συνδρομή για την ενημέρωσή του μέσω διαδικτύου.
*Ο Νίκος Παναγιώτου είναι Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης