ΑΠΘ-Έρευνα: Oι Έλληνες αναγνωρίζουν περισσότερο τη λύπη και οι Γερμανοί τον θυμό
Βάσει τις εκφράσεις του προσώπου των ανθρώπων.
Τα συναισθήματα στα πρόσωπα διαφορετικών ανθρώπων που απεικονίζονταν σε φωτογραφίες κλήθηκαν να αναγνωρίσουν άνδρες και γυναίκες από την Ελλάδα και τη Γερμανία, στο πλαίσιο έρευνας για τη σημασία του πολιτισμικού πλαισίου στην αντίληψη των συναισθηματικών εκφράσεων. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι Έλληνες ήταν, κατά μέσο όρο, περισσότερο ακριβείς στην αντίληψη της λύπης ενώ οι Γερμανοί ήταν περισσότερο ακριβείς στην αναγνώριση των εκφράσεων θυμού. Αυτό, σύμφωνα με τον καθηγητή του Τμήματος Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνο Καφέτσιο, είναι ενδεικτικό των χαρακτηριστικών των διαφορετικών λαών σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια. «Οι Έλληνες είναι περισσότερο αλλοκεντρικοί», τόνισε χαρακτηριστικά ενώ σημείωσε ότι στη «Γερμανία, μια περισσότερο ιδιοκεντρική χώρα, ο θυμός είναι πολύ πιο έντονος».
Μιλώντας στην ημερίδα του τμήματος Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με θέμα «Από την κινηματογραφική παιδεία και εκπαίδευση στην κινηματογραφική παραγωγή» που πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά, ο κ. Καφέτσιος επισήμανε ότι «το πολιτισμικό πλαίσιο όντως επηρεάζει τον τρόπο θέασης των πραγμάτων και τον τρόπο αντίληψης των εκφράσεων του προσώπου» και υπογράμμισε ότι «η εκπαίδευση σε τέτοια οπτικοακουστικά μέσα μπορεί να προωθήσει την καλύτερη κατανόηση όχι μόνο των τεχνικών μερών αλλά του ποιοι είμαστε, ποια είναι η κοινωνία μας και ποια η δράση μας».
Ο κ. Καφέτσιος παρουσίασε τα αποτελέσματα ομάδων ερευνών από την Ελλάδα και τη Γερμανία, που έγιναν τα τελευταία χρόνια και βασίστηκαν στα συμπεράσματα προηγούμενης έρευνας, σύμφωνα με τα οποία κατά την παρακολούθηση εικόνων προσώπων, οι συμμετέχοντες από τις ΗΠΑ εστίασαν περισσότερο την προσοχή τους στο συναίσθημα του κεντρικού ήρωα, ενώ οι συμμετέχοντες από την Ιαπωνία επηρεάστηκαν περισσότερο από τα συναισθήματα που εξέφρασαν οι περισσότεροι στην ομάδα. Το εύρημα αυτό ήταν ενδεικτικό, κατά τον ίδιο, του ολιστικού τρόπου σκέψης των Ιαπώνων και του τρόπου με τον οποίο επηρεάζονται από τις σκέψεις της ομάδας. Αντίθετα ο ανεξάρτητος, πιο ιδιοκεντρικός τρόπος σκέψης, αποκαλύπτει το γεγονός ότι οι ανάγκες του ατόμου έρχονται πρώτες και η ομάδα έρχεται σε δεύτερη θέση, όπως συνέβη στην περίπτωση των αμερικανών συμμετεχόντων στην έρευνα.
Σε ό,τι αφορά ειδικά την Ελλάδα, επισήμανε ότι τέτοιου είδους διαφορές δεν διαπνέουν μόνο διαφορετικούς πολιτισμούς αλλά μπορούν να εκδηλωθούν και στους ίδιους πολιτισμούς, ανάλογα με τον τρόπο ζωής. Για παράδειγμα, ο κόσμος λειτουργεί πιο ολιστικά στο χωριό και πιο ιδιοκεντρικά στην πόλη. Παράλληλα, η Ελλάδα εκτός από υψηλά επίπεδα αλλοκεντρισμού, χαρακτηρίζεται και από υψηλά επίπεδα ιδιοκεντρικότητας που δημιουργεί πολλές φορές συγκρούσεις μέσα στην ελληνική κοινωνία. Σε αυτές τις συνθήκες, όπως σχολίασε, η δυνατότητα των ανθρώπων να αντιλαμβάνονται τη λύπη του διπλανού τους μπορεί να επιτρέπει να επέλθει μια αρμονία, αποφεύγοντας ενδοομαδικές και διαομαδικές συγκρούσεις.
Η ενσυναίσθηση, άλλωστε, που επιδεικνύουν οι Έλληνες εκδηλώνεται περισσότερο στις στενές τους διαπροσωπικές σχέσεις, όπως έδειξε μια ακόμη μελέτη που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή Ελλήνων και Γερμανών στην έρευνα. Συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναγνωρίσουν τις εκφράσεις στις φωτογραφίες προσώπων, να τις αξιολογήσουν και για μια εβδομάδα μετά από τη διαδικασία αυτή να κρατούν ημερολόγιο με τα συναισθήματά τους κατά τις διαπροσωπικές τους επαφές, στενές ή μη. Οι Έλληνες έδειξαν πολύ μεγάλη ενσυναίσθηση στις στενές τους σχέσεις και όχι πολύ μεγάλη ενσυναίσθηση κατά τις κοινωνικές τους επαφές όταν βγαίνουν έξω. Αντίθετα, στη Γερμανία, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις δεξιότητες της ενσυναίσθησης και της αντίληψης του συναισθήματος στις καθημερινές κοινωνικές επαφές αλλά όχι στις στενές διαπροσωπικές τους σχέσεις.
«Το πολιτισμικό πλαίσιο επηρεάζει την αντίληψη του προσώπου και το πρόσωπο μας λέει πράγματα για το πολιτισμικό πλαίσιο», υπογράμμισε ο καθηγητής του Τμήματος Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ