Χαμένοι στην Ανάγνωση: Γιατί νιώθουμε ανίκανοι πλέον να διαβάσουμε όπως παλιά;
Ας γίνει το διάβασμα ξανά ζωτική συνήθειά μας.
«Έτσι είχε καταλάβει πως η ανάγνωση ήταν ένα είδος συνεχούς ξεδιπλώματος μέσα στο ίδιο του το σώμα μιας ιστορίας που είχε επινοήσει ο ίδιος» / Μαργκερίτ Ντυράς
Η φράση που χρησιμοποίησε η Ντυράς σε ένα από τα βιβλία της είναι για μένα ο πιο βαθύς ορισμός της ανάγνωσης. Ένα ξεδίπλωμα μιας ιστορίας που τη διαβάζεις στο χαρτί αλλά ταυτόχρονα την επινοείς με τη φαντασία σου. Οι λέξεις δέντρο, σπίτι, περαστικός, ταράτσα, δείπνο, ολόκληρο το λεκτικό οπλοστάσιο που έχει στα χέρια του ένας συγγραφέας, χτίζεται χιλιάδες φορές και με μοναδικό τρόπο με βάση τις αναμνήσεις και τις καταγραφές που έχει για πρώτη ύλη κάθε διαφορετικός αναγνώστης. Και αυτή είναι συνοπτικά η ακλόνητη μαγεία των βιβλίων.
Ωστόσο, στην εποχή που διανύουμε, ακόμα και ο πιο διψασμένος αναγνώστης βρίσκει τον εαυτό του σε δεινή θέση, ανήμπορο να διαβάσει όπως και όσο το έκανε παλιότερα. Πρόκειται για μια κοινή διαπίστωση που πέφτει όλο και συχνότερα στο τραπέζι των συζητήσεων ανάμεσα σε βιβλιόφιλους. Συνοδεύεται από μια πίκρα κι έναν συγκρατημένο αναστεναγμό, γιατί ξαφνικά η αίσθηση του να χάνεσαι σε γραμμένες σελίδες που σε τραβούν κοντά τους σαν μαγνήτης απομακρύνεται από την καθημερινότητά σου και μένεις ανοχύρωτος απέναντι στις κενολογίες και την απύθμενη ανοησία του κόσμου γύρω σου.
Ω, Θεοί της Ανάγνωσης, γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Γιατί δεν μπορούμε πια να διαβάσουμε όπως παλιά;
«Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ των αναγνωστών του χθες και του σήμερα, που κυρίως έχει να κάνει με τον γρήγορο ρυθμό ζωής που έχουμε υιοθετήσει οι περισσότεροι, με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και το άγχος που μας διακατέχει. Βιαζόμαστε να φάμε, να ντυθούμε, να μετακινηθούμε, άρα γιατί όχι να μην βιαστούμε να διαβάσουμε; Έχουμε ξεχάσει τι σημαίνει αφοσιώνομαι σε κάτι. Προσπαθούμε συνεχώς να συμπτύξουμε τον χρόνο για να προλάβουμε περισσότερα», αναφέρει στην Parallaxi η Ντόρα Τσακνάκη, υπεύθυνη επικοινωνίας στις Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Σκέψου το για ένα λεπτό: το multitasking εν έτει 2019 έχει αναδειχθεί σε τεράστιο ατού του σύγχρονου (υπερ)ατόμου και ταυτόχρονα από το πρωί μέχρι το βράδυ χιλιάδες δεήσεις κατακλύζουν τον ουρανό για να αποκτήσει η μέρα περισσότερες από 24 ώρες. Μήπως ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε στις ανθρώπινες ρίζες μας και να πάψουμε να πιστεύουμε πως κατοικούμε στο σώμα ενός ρομπότ;
Από την άλλη, τα τρίσβαθα του Διαδικτύου και η επίδραση του Internet στην ενημέρωση και την ψυχαγωγία μας έχουν αλώσει τις συνήθειές μας, από τον τρόπο που ζούμε μέχρι τον τρόπο που διαβάζουμε.
«Η χαώδης γνώση που υπάρχει στο Ίντερνετ δεν έχει αρχή, μέση και τέλος, όπως συμβαίνει σε ένα βιβλίο. Βρίσκουμε διαρκώς σκόρπια πράγματα, σκόρπιες πληροφορίες, που δεν μας βοηθούν ούτε να κατανοήσουμε αυτό που αναζητάμε ούτε να το αφομοιώσουμε», προσθέτει ο εκδότης Αναστάσιος Κυριακίδης, από τις Εκδόσεις Αφοί Κυριακίδη. Και τονίζει: «ενώ θα περίμενε κανείς όσο προχωρούν τα χρόνια και η τεχνολογία, τα πράγματα να βελτιώνονται και η γνώση να είναι πιο αβίαστη, τελικά προκύπτει το αντίστροφο αποτέλεσμα».
Στην τρομακτική ανάπτυξη του Διαδικτύου στέκεται και η κ. Τσακνάκη. «Εκεί που είναι όλα τόσο γρήγορα και γίνονται με ταχύτητα: Ίντερνετ, Social Media, βιντεοπαιχνίδια. Μέσα από την επιδερμική επαφή, π.χ. στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χάνουμε το βάθος και την αφοσίωση. Η ανάγνωση γίνεται πιο επιφανειακή. Θέλουμε όλο και περισσότερο να διαβάζουμε διαγώνια, δίνουμε έμφαση στην αρχή και το τέλος και χάνουμε το ενδιάμεσο, δυσανασχετούμε με τα μεγάλα κείμενα. Ειδικά το τελευταίο προκύπτει και από την επιλογή των βιβλίων που αγοράζονται: ανάμεσα σε βιβλία που εκδίδονται την ίδια σεζόν, ίδιας θεματολογίας, φεύγουν πολύ πιο γρήγορα εκείνα με λιγότερες σελίδες σε σύγκριση με όσα έχουν περισσότερες», περιγράφει.
***
«Τα πράγματα ήταν αρκετά καλύτερα σε σχέση με σήμερα: υπήρχαν περισσότερα βιβλιοπωλεία, ο κόσμος είχε περισσότερα χρήματα για να ξοδέψει και να αγοράσει βιβλία και περιοδικά. Δεν υπήρχε το διαδίκτυο που σήμερα απορροφά μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου των ανθρώπων, νέων αλλά και συνομηλίκων μου. Ήταν ένα αρκετά διαφορετικό περιβάλλον» | Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Γιώργου Κορδομενίδη στην Parallaxi, Δεκέμβριος 2018, σχόλιο επάνω στις αναγνωστικές συνήθειες της Θεσσαλονίκης, διαβάστε περισσότερα εδώ: Ο Γιώργος Κορδομενίδης εδώ που έφτασε, λίγο δεν είναι
***
Ποια είναι, λοιπόν, η λύση που προκρίνεται για να αφήσουμε στην άκρη tablet και κινητά και να ξαναπιάσουμε τα βιβλία, να ξεφυλλίσουμε πυκνογραμμένες σελίδες ικανοί και πάλι να απορροφηθούμε στις εμπνεύσεις των συγγραφέων και τους πλασματικούς κόσμους που δημιουργούν για χάρη μας;
«Πρέπει να κάνουμε διάφορες ασκήσεις», επισημαίνει η Ντόρα Τσακνάκη, υπεύθυνη επικοινωνίας στις Εκδόσεις Μεταίχμιο. «Το παράδειγμα έρχεται πρώτα από το οικογενειακό και μετά από το σχολικό περιβάλλον. Οι μικροί αναγνώστες είναι σημαντικό πεδίο. Αν ένα παιδί βλέπει συνεχώς τους γονείς στον υπολογιστή, ή να διαβάζουν ένα βιβλίο και συγχρόνως να έχουν ανοιχτό μπροστά τους το tablet, θα πάρει αυτό το ερέθισμα. Και στα σχολεία, θα πρέπει οι παιδαγωγοί να διδάσκουν στους μαθητές τον μεθοδικό τρόπο ανάγνωσης: να τους μαθαίνουν να δίνουν προσοχή πρώτα στον τίτλο, στο κεφάλαιο, στους πλαγιότιτλους. Να δημιουργήσουν Λέσχες Ανάγνωσης μέσα στα σχολεία, να δώσουν προτεραιότητα στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα. Να βάλουν στο τακτικό πρόγραμμά τους επισκέψεις σε δημοτικές βιβλιοθήκες, να φτιάξουν επίσης βιβλιοθήκες μέσα στα σχολικά κτίρια».
***
– Είναι προτιμότερο να διαβάζει ο κόσμος έστω και κακά βιβλία από το να μη διαβάζει καθόλου;
Αν τα κακά βιβλία οδηγήσουν κάποιον, έστω και κατά τύχην, να διαβάσει ένα καλό που θα του αρέσει και, κυρίως, θα του δώσει να καταλάβει γιατί τόσον καιρό διάβαζε κακά βιβλία, ναι. / Από τη συνέντευξη του Αχιλλέα Κυριακίδη στην Parallaxi, Δεκέμβριος 2018, μια πιθανή αναρώτηση πάνω στην περσινή έρευνα της Eurostat η οποία ανέδειξε τους Έλληνες στις πρώτες θέσεις των ευρωπαϊκών λαών που έχουν το διάβασμα ως μία κύρια δραστηριότητα στον ελεύθερο χρόνο τους
***
Κάντε την ανάγνωση συνήθειά σας. Διαβάστε δυνατά τη λίστα για τα ψώνια, διαβάστε με στόμφο ένα παραμύθι στο παιδί σας. Διαβάστε όσο περισσότερο μπορείτε σε καθημερινή βάση. Στο τέλος θα δράσει στην ψυχή σας όπως η θέα ενός καλοκαιρινού ηλιοβασιλέματος με την αλμύρα ακόμα στα χείλη.