Θεσσαλονίκη

Ο Γιώργος Κορδομενίδης εδώ που έφτασε, λίγο δεν είναι

Μια συνέντευξη με τον άνθρωπο πίσω από το θρυλικό λογοτεχνικό περιοδικό «Εντευκτήριο».

Κική Μουστακίδου
ο-γιώργος-κορδομενίδης-εδώ-που-έφτασε-386364
Κική Μουστακίδου
Εικόνα: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος

Είναι πρωινό καθημερινής στην κρύα Θεσσαλονίκη, η πόλη έξω απορροφάται από την ίδια της τη φασαρία, αλλά μέσα στη «Ζώγια», στην άκρη της Σβώλου, ο Γιώργος Κορδομενίδης επιβάλλει την ηρεμία ενός ανθρώπου που κοιτάζει πίσω τη ζωή του και νιώθει χορτασμένος. Η ψυχή και το σώμα του λογοτεχνικού περιοδικού «Εντευκτήριο», αδιάλειπτα από το 1987 μέχρι σήμερα, έχει επιμελώς τακτοποιημένα στη μνήμη του τα κομμάτια μιας πορείας τριάντα και πλέον χρόνων στην πνευματική και καλλιτεχνική πορεία της Θεσσαλονίκης. 

Έχοντας θητεύσει στο πλάι του Ντίνου Χριστιανόπουλου την εποχή της «Διαγωνίου», του περιοδικού που ίδρυσε ο μεγάλος ποιητής και κυκλοφόρησε από το 1958 έως το 1983, ο Γιώργος Κορδομενίδης πήρε την απόφαση να δημιουργήσει το «Εντευκτήριο» με σύμμαχο την σημαντική εμπειρία που απέκτησε από ένα πλήθος δραστηριοτήτων με επίκεντρο τον πολιτισμό: υπεύθυνος Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων στην Εθνική Τράπεζα για τη Βόρεια Ελλάδα, μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Εμείς» που εξέδιδε η Εθνική Τράπεζα για το προσωπικό της, συνεργάτης εφημερίδων και περιοδικών (Ελληνικός Βορράς, Το Τέταρτο, Το Δέντρο, Διαγώνιος, Διαβάζω, Θεσσαλονικέων Πόλις), ραδιοφωνικός παραγωγός στο Δημόσιο Ραδιόφωνο.

«Πήρα την απόφαση να αρχίσω να στήνω το περιοδικό με τα κείμενα που ήδη είχα συγκεντρώσει την ίδια βραδιά που κηδέψαμε τον πατέρα μου. Όταν τελείωσε η διαδικασία της κηδείας και των συλλυπητηρίων, ανέβηκα στο δώμα της οικογενειακής οικοδομής όπου περνούσα τον περισσότερό μου χρόνο και άρχισα να βάζω σε μια τάξη το υλικό. Άρχισα να δημιουργώ το Εντευκτήριο. Σαν να ήθελα ενδόμυχα στη θέση μιας σημαντικής απώλειας να γεννηθεί κάτι καινούργιο». 

Εικόνα: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος

Με αφορμή το ετήσιο Φεστιβάλ της Λογοτεχνικής Σκηνής, που ξεκίνησε χθες και ολοκληρώνεται σήμερα (7 & 8 Δεκεμβρίου, στο Δημοτικό Θέατρο Άνετον, είσοδος ελεύθερη, 19.30 με 22.30, δείτε περισσότερα ΕΔΩ), που αποτελεί επίσης καρπό της άοκνης ενασχόλησης του Γιώργου Κορδομενίδη με τα γράμματα, αφηγείται στην Parallaxi την ιστορία της σωσίβιας λέμβου του, της σανίδας που του επέτρεψε να επιπλέει, να διατηρεί νόημα στη ζωή, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει το «Εντευκτήριο».

***

«Έπρεπε να δημιουργηθεί ένα έντυπο από το πουθενά. Εγώ είχα συνεργαστεί με κάποια περιοδικά πριν και είχα μια μικρή εμπειρία, αλλά  το να ξεκινάς ένα έντυπο από την αρχή και να το φτιάχνεις ουσιαστικά μόνος σου, χωρίς ομάδα που να συναποφασίζει, είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Φυσικά, συμβουλευόμουν ακόμη και τότε, όπως κάνω και τώρα, ανθρώπους, αλλά οι αποφάσεις από τη γραμματοσειρά έως τις στήλες ήταν πράγματα που έπρεπε να τα αποφασίσω μόνος μου. Αν έπρεπε να θυμηθώ μια εικόνα θα έλεγα η μοναδική που έχω από την αρχή όλου αυτού είναι μια πιεστική ανάγκη να ληφθούν σε μικρό χρονικό διάστημα αποφάσεις που θα μπορούσαν να είναι καθοριστικές ή καταστρεπτικές για το περιοδικό».

«Σε μια περίεργη συγκυρία, όταν σταμάτησαν όλες οι συνεργασίες που είχα είτε με περιοδικά είτε με το κρατικό ραδιόφωνο, για ένα διάστημα βρέθηκα απλώς με τη δουλειά μου στην τράπεζα. Μολονότι εκεί εργαζόμουν στον τομέα των Δημοσίων Σχέσεων και των πολιτιστικών, πράγματα πολύ κοντά στα προσωπικά μου ενδιαφέροντα, παρά ταύτα δεν με κάλυπτε να έχω μόνο αυτό να κάνω. Θεώρησα ότι ένα λογοτεχνικό περιοδικό που θα έφτιαχνα εγώ ο ίδιος θα μπορούσε να μου δώσει μια δημιουργική διέξοδο και θα με απήλασσε ταυτοχρόνως από τη δυσαρέσκεια που μου προκαλούσε η συνεργασία μου με άλλα περιοδικά, τα οποία για τους δικούς τους λόγους είτε ανέβαλαν μια δημοσίευση είτε έκοβαν αυθαίρετα πολλές φορές τα κείμενα. Η αρχική μου ιδέα ήταν ένα μικρό, λίγων σελίδων έντυπο σχήματος 14Χ21, που να μπορεί να πιάνεται με καρφίτσα. Βέβαια, όταν άρχισα στην πράξη να φτιάχνω το περιοδικό, μεγάλωσε το σχήμα, έγινε 17Χ24, αυξήθηκε ο αριθμός των σελίδων άρα έπρεπε να υπάρχει ράχη και μέσα από αυτή τη διαδικασία οδηγήθηκα στην αρχική μορφή του περιοδικού. Άλλαξαν πολλά πράγματα στα χρόνια που ακολούθησαν: γραφίστες, γραμματοσειρές, στήσιμο. Αλλά η βασική αρχή, το να είναι το εντευκτήριο ένα περιοδικό γενικής παιδείας και πνευματικού προβληματισμού παραμένει στον πυρήνα του εντύπου ακόμη και σήμερα». 

«Δεν μπήκα εντελώς αδιάβαστος σε αυτή την ιστορία, αλλά υπήρχαν και πράγματα τα οποία αγνοούσα. Ήταν ένα τόλμημα η έκδοση του εντευκτηρίου σε ό, τι αφορά τα εκδοτικά πράγματα. Λίγο καιρό πριν, ενάμιση χρόνο πριν, είχαν κυκλοφορήσει το ιστορικό περιοδικό ΤΡΑΜ στην τρίτη του διαδρομή και επίσης ο λογοτεχνικός Παρατηρητής. Δηλαδή στη Θεσσαλονίκη έβγαιναν ήδη, όταν ξεκίνησε το Εντευκτήριο, άλλα δύο λογοτεχνικά περιοδικά. Τα πράγματα ήταν αρκετά καλύτερα σε σχέση με σήμερα: υπήρχαν περισσότερα βιβλιοπωλεία, ο κόσμος είχε περισσότερα χρήματα για να ξοδέψει και να αγοράσει βιβλία και περιοδικά. Δεν υπήρχε το διαδίκτυο που σήμερα απορροφά μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου των ανθρώπων, νέων αλλά και συνομηλίκων μου. Ήταν ένα αρκετά διαφορετικό περιβάλλον, αλλά μέσα στο κλίμα που σας περιέγραψα για μένα ήταν μονόδρομος εκείνη την εποχή». 

Εικόνα: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος

«Από τις σελίδες του Εντευκτηρίου έχουν περάσει οι βασικοί συγγραφείς της Θεσσαλονίκης: ο Πεντζίκης, ο Δημητριάδης, ο Τόλης Καζαντζής, ο Νίκος Μπακόλας, ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ο Σάκης Παπαδημητρίου, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, ο Ηλίας Κουτσούκος, η Βάνα Χαραλαμπίδου και πολλοί άλλοι. Δε νομίζω ότι υπάρχει κάποιος Θεσσαλονικιός που δεν έχει δημοσιεύσει. Δε θυμάμαι συγκεκριμένες στιγμές που να μπορώ να συνδέσω με την έκδοση του Εντευκτηρίου, γιατί τους ανθρώπους αυτούς τους γνώριζα ήδη, τους έβλεπα και τους συναναστρεφόμουν σε ένα τραπέζι φαγητού, σε εκδηλώσεις. Υπήρχαν πολλοί διαφορετικοί κύκλοι στη Θεσσαλονίκη, εγώ ας πούμε ανήκα στην παρέα της Διαγωνίου, το πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό στο οποίο δημοσίευσα και είχα τη φιλία με τον Χριστιανόπουλο, ένα είδος μαθητείας ζωής κοντά του, γιατί επηρέασε πολύ τον τρόπο που αντιμετωπίζω τα πράγματα».

«Στον Χριστιανόπουλο θαυμάζω την προσήλωσή του σε αυτά τα οποία έκανε, στο περιοδικό Διαγώνιος, στις εκδόσεις Διαγωνίου, στη Μικρή Πινακοθήκη και τον γενικότερο ρόλο που διαδραμάτισε στη πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της Θεσσαλονίκης μετά τον πόλεμο. Δεν επιχείρησα ποτέ να τον αντιγράψω, να γίνω Χριστιανόπουλος νούμερο δύο αλλά προσπάθησα να αξιοποιήσω όσα από αυτά που μου έλεγε νομίζω ότι ταίριαζαν σε αυτά που ήθελα να κάνω». 

Εικόνα: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος

«Η λέξη Εντευκτήριο σημαίνει χώρος που συγκεντρώνονται άνθρωποι, συνήθως είναι οι λέσχες κάποιων σωματείων. Ο Χριστιανόπουλος είχε βγάλει ένα βιβλίο με μεταφράσεις του, το έλεγε Εντευκτήριο και τον είχα ακούσει να λέει ότι χρησιμοποίησε αυτό τον τίτλο για να δηλώσει ότι το βιβλιαράκι αυτό είναι ένας τόπος όπου συγκεντρώνονται διαφορετικοί συγγραφείς με διαφορετικές φωνές. Αποφάσισα να χρησιμοποιήσω αυτόν τον τίτλο, λέγοντας εξαρχής ότι είναι παρμένος από μια φράση του Χριστιανόπουλου. Δεν θυμάμαι να με είχε απασχολήσει άλλος τίτλος, γιατί η έγνοια μου ήταν κυρίως ποιο θα ήταν το στίγμα που θα εξέπεμπε το περιοδικό, τι διαφορετικό θα είχε να πει. Τα τρία περιοδικά τότε έπρεπε να εξασφαλίζουμε συνεργασίες από τα ίδια πρόσωπα και η συγγραφική πίτα τη Θεσσαλονίκης εκείνη την εποχή δεν ήταν και τεράστια, για ρεκόρ Γκίνες. Και αυτού του είδους ο περιορισμός με κάποιον τρόπο με ανάγκασε να μην υπάρχουν γεωγραφικά όρια σε ό,τι αφορά την προέλευση των συγγραφέων. Και το Τραμ και ο Παρατηρητής έδιναν μεγάλη βαρύτητα και ανάλογο αριθμό σελίδων στους Θεσσαλονικείς συγγραφείς. Αν και το Εντευκτήριο έκανε το ίδιο, αφενός δεν θα διέφερε αφετέρου θα έπρεπε να διεκδικεί κομμάτια από αυτή την όχι μεγάλη πίτα και έτσι ευθύς εξαρχής φιλοξένησε και κείμενα συγγραφέων εκτός Θεσσαλονίκης. Αυτό στην αρχή δεν ενόχλησε κανέναν, αλλά όταν σταμάτησαν να βγαίνουν τα άλλα δύο και οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς συγγραφείς έπρεπε να βολέψουν τις δημοσιεύσεις τους εντός Εντευκτηρίου, άκουσα το ”οι Αθηναίοι έχουν τόσα περιοδικά, αν και το Εντευκτήριο τους δημοσιεύσει, οι Θεσσαλονικείς τι θα κάνουν;”». 

«Ο χρόνος είναι αυτός που καθορίζει ποιοι συγγραφείς μένουν και ποιοι δε μένουν. Εγώ αγαπώ πολλούς και σε κείμενά τους επιστρέφω συχνά, όπως είναι ο Ιωάννου, ο Χριστιανόπουλος, κάποια του Μαρωνίτη, κείμενα του Τόλη Καζαντζή, βιβλία του Μπακόλα. Και με νεότερους μετά, με το γράψιμό τους έχω εξαιρετική σχέση, αλλά το τι θα μείνει από αυτό… Υπάρχουν δυο πραγματικότητες: όταν ένας συγγραφέας ζει, είτε βγάζοντας καινούργια βιβλία είτε με άλλους τρόπους μπορεί να κατορθώνει να υπάρχει στη δημόσια συζήτηση, να διαβάζεται, με συνεντεύξεις, με άρθρα. Όταν πάψει να ζει, είναι το έργο του που συνομιλεί με τον χρόνο». 

«Πάντα υπάρχουν άνθρωποι νέοι που ξεχωρίζουν. Το Εντευκτήριο έχει κάνει δύο αφιερώματα σε νέες φωνές, βάζοντας συγγραφείς και από άλλες πόλεις, όχι μόνο από Θεσσαλονίκη. Κάποιοι άνθρωποι που είχαν πρωτοδημοσιεύσει στο περιοδικό εκπέμπουν ένα διακριτό σήμα. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο ποιητής Ένο Αγκόλλι, αλβανικής καταγωγής που ήρθε στη Θεσσαλονίκη σε μικρή ηλικία. Του βγάλαμε ένα βιβλίο με ποιήματά του με τίτλο Ποιητικό Αίτιο, το οποίο εκτός από την πολύ θετική υποδοχή που είχε, τιμήθηκε και με το βραβείο Βαρβέρη της Εταιρείας Συγγραφέων το 2016. Ένα περιοδικό είναι υποχρεωμένο να δίνει βήμα στους νέους ανθρώπους, γιατί αυτές οι φωνές μπορούν να τροφοδοτήσουν με νέο αίμα μια λογοτεχνία. Από την άλλη, δεν υπάρχει καμία νεολαγνεία. Δεν υπάρχει η οπτική ότι οποιοσδήποτε είναι 20 χρονών και γράφει πρέπει να ανακηρύσσεται αμέσως σε μεγάλο ταλέντο. Μπορεί να υπάρχει μια επιείκεια για έναν νέο άνθρωπο, αλλά ότι είναι νέος και μόνο δεν του δίνει κάρτα επιβίβασης στο περιοδικό». 

Εικόνα: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος

«Επιτυχία για ένα λογοτεχνικό περιοδικό είναι το να παραμένει ζωντανό, να το αντιλαμβάνονται συνδρομητές και αναγνώστες ως ζωντανό, να εξακολουθεί να τους προσελκύει το ενδιαφέρον. Να τους γνέφει με κάθε καινούργιο τεύχος ότι κάτι νέο έχει να τους πει. Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, απαιτεί μια διαρκή εγρήγορση, δεν σου επιτρέπει να εφησυχάσεις αλλά εγώ αισθάνομαι ότι αυτό στο Εντευκτήριο συμβαίνει σχεδόν από μόνο του. Δεν είναι κάτι που επιδιώκω, απλώς ως ανήσυχος αναγνώστης εγώ ο ίδιος αναζητώ τα καινούργια κείμενα, τα καινούργια πρόσωπα γιατί με ενδιαφέρει να διαβάζω φωνές που δεν έχω ακούσει και δεν έχω διαβάσει. Με αφορμή το πανηγυρικό τεύχος της 30ετίας, διαπίστωσα ότι υπάρχουν καμιά δεκαπενταριά άνθρωποι που είναι συνδρομητές από το πρώτο τεύχος μέχρι σήμερα. Παρότι ο αριθμός δεν είναι ”ουάου”, το γεγονός ότι υπάρχουν και επιμένουν, τα τηλεφωνήματα που δέχομαι όταν αργεί λίγο να βγει ένα τεύχος, είναι μια ικανοποίηση και μια αίσθηση επιτυχίας αλλά ούτε στην αρχή ούτε τώρα, θα έλεγα, ότι με ενδιαφέρει να είναι ένα πετυχημένο περιοδικό στα μάτια των άλλων. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν η ψυχική μου ικανοποίηση τις ώρες που το φτιάχνω. Φτιάχνω ένα περιοδικό που θα ήθελα να το διαβάσω. Ένα αστείο που εξακολουθώ να κάνω είναι να λέω ότι σε αυτό το περιοδικό δεν βρίσκω τίποτα να διαβάσω, με την έννοια ότι όλα τα ξέρω απ’ έξω». 

«Δεν σκέφτηκα ποτέ να τα παρατήσω. Υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι κουρασμένος, περίοδοι που δεν θέλω να ασχοληθώ με το περιοδικό και προτιμώ να βλέπω τούρκικα σίριαλ, για τα οποία οι φίλες και οι φίλοι μου με κράζουν. Αισθάνομαι ικανοποιημένος για αυτό που έκανα. Όταν κοιτάζω στη βιβλιοθήκη και βλέπω ότι τρία τέσσερα ράφια της καλύπτονται από τεύχη του περιοδικού και από βιβλία των εκδόσεων Εντευκτήριο σκέφτομαι και λέω στον εαυτό μου ”μπράβο, ρε παιδί μου, κάτι έκανες”. Και θυμάμαι πάντοτε τον τίτλο ενός ιδιόχειρου σημειώματος του Χριστιανόπουλου που χρησιμοποιεί έναν στίχο του Καβάφη, είναι ένα κείμενο που μου έδωσε για το τεύχος 100, και το κείμενο καταλήγει: ”εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι”. 115 τεύχη ενός περιοδικού και 50 τίτλοι βιβλίων από έναν άνθρωπο ο οποίος δούλεψε 35 χρόνια σε μία βιοποριστική δουλειά και παράλληλα έκανε ένα σωρό άλλα πράγματα είναι και ένας όγκος συγκινητικός και ως ποιότητα είναι αξιοπρόσεκτο, στο βαθμό που επιτρέπεται να το πω αυτό». 

Εικόνα: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος

«Ο πατέρας μου ήταν από την Κωνσταντινούπολη, η μητέρα μου από την Ξάνθη. Η καταγωγή μου είναι αυτό που θα λέγαμε προσφυγική αλλά εγώ μεγάλωσα στην Σταυρούπολη, εκεί ήταν το πατρικό μου όπου έζησα μέχρι τα 32, 33 μου χρόνια και μετά κατηφόρισα να μείνω στο κέντρο της πόλης. Γενικά όμως στην πόλη κατέβηκα αργά, 18 χρονών, όταν άρχισα να πηγαίνω φροντιστήριο για το Πανεπιστήμιο, για την Ιατρική που δεν πέρασα. Η ζωή τότε δεν επέτρεπε σε ένα παιδί μιας λαϊκής, όχι εύπορης οικογένειας, να κατεβαίνει στο κέντρο για καφέ για βόλτα».

«Αλλαγές στη Θεσσαλονίκη σίγουρα υπάρχουν πολλές και μεγάλες, αλλά δεν θα έλεγα ότι νοσταλγώ. Υπάρχουν πράγματα που θυμάμαι: παλιά βιβλιοπωλεία, παλιά καφέ, παλιές συναναστροφές, περισσότεροι κινηματογράφοι αλλά δεν είναι κάτι το οποίο νοσταλγώ με την έννοια ότι τότε τα πράγματα ήταν καλύτερα και τώρα δεν είναι. Άλλωστε, και μπορεί κάποιους να ξενίσει αυτό ή να τους κάνει να θυμώσουν, για μένα η Θεσσαλονίκη είναι ένα είδος ντεκόρ, μέσα στο οποίο τυχαίνει να ζω. Είναι η πόλη στην οποία είναι οι άνθρωποί μου αλλά ως εκεί. Περνώ πια μεγάλα διαστήματα και στην Αθήνα, ούτε εκεί μου αρέσει. Προτιμώ την Στοκχόλμη, αλλά δεν θα μπορούσα να ζήσω πολύ κι εκεί».  

«Δεν θυμάμαι ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα, θυμάμαι ποιο ήταν το πρώτο που αγόρασα. Ήταν η ‘’Ρεβέκκα’’ της Δάφνης Ντι Μωριέ από το βιβλιοπωλείο Μπίμπης στην Εγνατία. Ένα πορτοκαλί εξώφυλλο με ένα περίεργο ρο στη ράχη του. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που δεν υπήρχαν βιβλία, αλλά άρχισα να δανείζομαι από τα σπίτια συγγενών, από την τότε βασιλική πρόνοια».

– Πώς θα θέλατε να σας θυμούνται, κύριε Κορδομενίδη;

«Δεν με απασχολεί. Θα με θυμούνται για τις εικόνες που ο καθένας ή κάθε μια έχει πάρει από μένα. Εγώ αισθάνομαι καλός άνθρωπος. Κυκλοφορεί η φήμη ότι είμαι ο πιο στριμμένος άνθρωπος στον πλανήτη, δεν κάνω τίποτα για να αλλάξω αυτή τη φήμη, ίσως να με βολεύει για να μην με πλησιάζουν και πολλοί. Θα με θυμούνται ως τον άνθρωπο που έκανε δυο τρία πράγματα στη ζωή του. Για το ότι ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση του πρώην Ε’ Γυμνασίου Θεσσαλονίκης στην Ανάληψη που τώρα λειτουργεί ως Πολιτιστικό Κέντρο του ΜΙΕΤ, ως τον άνθρωπο που έφτιαξε το βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ στην Τσιμισκή, ως τον άνθρωπο που έφτιαξε το Εντευκτήριο». 

Εικόνα: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος

*Μέσα στο 2019, το Underground Εντευκτήριο αναμένεται να ανοίξει ξανά τις πόρτες του, ένας χώρος που φιλοξενεί πρωτότυπες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το Εντευκτήριο, δείτε ΕΔΩ και στη σελίδα του περιοδικού στο Facebook. Στις φωτογραφίες μαζί με τον Γιώργο Κορδομενίδη πρωταγωνιστεί και ο σκύλος του, κύριος Ίμο, που διατηρεί τη δική του σελίδα στο Facebook

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα