Δυο άνθρωποι που οι ζωές τους συναντήθηκαν μετά το Ολοκαύτωμα

Ο Ισαάκ Ρέβα και η Έλενα Κολίτο ήταν μοιραίο να συναντηθούν.

Parallaxi
δυο-άνθρωποι-που-οι-ζωές-τους-συναντήθ-347530
Parallaxi

Συναντήθηκαν πρώτη φορά το 2011, αλλά θεωρούν πλέον ότι ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Ταξίδεψαν από την Ιταλία και από τη Γαλλία και βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη για να φωτίσουν πτυχές της προσωπικότητας του ανθρώπου που διασταύρωσε τις ζωές τους, του Sebastian de Romero Radigales (Σεμπάστιαν ντε Ρομέρο Ραδιγκάλες), ο οποίος την περίοδο της γερμανικής κατοχής με επίμονες προσπάθειες κατόρθωσε να διασωθούν πάνω 367 Σεφαραδίτες Εβραίοι της πόλης.

Ο 84χρονος, Ισαάκ Ρέβα ένας από τους διασωθέντες της ομάδας της Θεσσαλονίκης που οδηγήθηκε στο Μπέργκεν – Μπέλζεν και τελικά επαναπατρίστηκε στην Ισπανία και η Έλενα Κολίτο, εγγονή του Γενικού Προξένου της Ισπανίας στην Αθήνα, Ρομέρο Ραδιγκάλες, ο οποίος με συνεχείς διαπραγματεύσεις με τις γερμανικές και ισπανικές αρχές οδήγησε σε προστατευμένο έδαφος τους Σεφαραδίτες Εβραίους, συμμετείχαν σε συζήτηση στη Θεσσαλονίκη για τον «Ισπανό Σίντλερ» και στα εγκαίνια της έκθεσης «Πέρα από το καθήκον: η ανθρωπιστική απάντηση της Εξωτερικής Υπηρεσίας της Ισπανίας στο Ολοκαύτωμα».

Οι Ισαάκ Ρέβα και Έλενα Κολίτο μίλησαν στο ΑΠΕ – ΜΠΕ για τον Ρομέρο Ραδιγκάλες, τον άνθρωπο που τους συνέδεσε και τον στόχο που πέτυχαν από κοινού, την ανακήρυξή του σε «Δίκαιο των Εθνών» (Righteous among the Nations) από το Γιαντ Βασέμ, το Ίδρυμα για τη Μνήμη των Μαρτύρων και των Ηρώων του Ολοκαυτώματος.

Ακολουθεί η συνέντευξη των Ισαάκ Ρέβα και Έλενα Κολίτο στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στην Κατερίνα Γιαννίκη

Πώς αισθάνεστε που βρίσκεστε μαζί στη Θεσσαλονίκη, την πόλη, από την οποία ξεκίνησε η ιστορία διάσωσης, για να τιμήσετε τον Σεμπάστιαν ντε Ρομέρο Ραδιγκάλες;

Ι. Ρέβα: Γεννήθηκα το 1934 στη Θεσσαλονίκη και σωθήκαμε από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν – Μπένζεν τον Φεβρουάριο του 1944. Ήμουν τότε σχεδόν 10 ετών.

Ήρθαμε εδώ για να μιλήσουμε για τον Ρομέρο Ραδιγκάλες, η εγγονή του, Έλενα Κολίτο Καστέλι, η εκπρόσωπος του Centro Cefarad Madrid, Τζέσικα Σαν Ρομάν και εγώ ο Ισαάκ Ρέβα που ετοιμάσαμε την πρόταση για να απονεμηθεί στον Ραδιγκάλες ο τίτλος του «Δικαίου των Εθνών».

Έσωσε μία ομάδα Εβραίων και ρίσκαρε όχι τη ζωή του, επειδή ήταν διπλωμάτης, αλλά ρίσκαρε τη θέση ευθύνης που είχε. Το υπουργείο Εξωτερικών της Ισπανίας μπορούσε να αποφασίσει να τον τιμωρήσει και προσπαθούσε να τον αποτρέψει να προστατεύσει τους Εβραίους. Συνέχισε όμως τις προσπάθειές του και πέτυχε να σώσει μεταξύ άλλων και εμάς, μία ομάδα Σεφαραδιτών Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη. Με τις ενέργειές του διασώθηκαν περισσότεροι από 800 Σεφαραδίτες Εβραίοι των κοινοτήτων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Έλενα Κολίτο: Για μένα φυσικά είναι μία πολύ σημαντικό να έχω πληροφορίες για τα όσα έκανε ο παππούς μου για τους Εβραίους στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα.

Είμαι Ιταλίδα, αλλά πήγαινα κάθε καλοκαίρι διακοπές στην Ισπανία, όταν συνταξιοδοτήθηκε ο παππούς μου. Ποτέ δεν μιλούσε γι αυτή την ιστορία.

Ήξερα την ιστορία λίγο από τη μητέρα μου, μου είπε πολλά πράγματα όσον αφορά την προσήλωσή του να σώσει τους Εβραίους. Το 2008 το ίδρυμα Wallenberg, το υπουργείο Εξωτερικών της Ισπανίας και το Centro Cefarad Israel άρχισαν να ενδιαφέρονται για την ιστορία του παππού μου.

Η Ισπανίδα συγγραφέας, Ματίλντε Ροσίγιο έγραψε ένα βιβλίο για εκείνον και ανακάλυψα αυτό τον υπέροχο άνθρωπο, τον Ισαάκ Ρέβα, που έγραψε την μαρτυρία για τον παππού μου. Έτσι έμαθα καλύτερα την ιστορία του και το 2014 αισθάνθηκα μεγάλη ικανοποίηση και χαρά που ανακηρύχθηκε «Δίκαιος των Εθνών», είναι πολύ μεγάλο επίτευγμα.

Ποιες είναι οι αναμνήσεις από τα παιδικά σας χρόνια στη Θεσσαλονίκη;

Ι. Ρέβα: Ήμουν οκτώ χρόνων, θυμάμαι τη σχέση με την οικογένειά μου, τη μητέρα μου, Σούζαν Ρέβα και τον πατέρα μου, Μπενίκο Ρέβα, αλλά επίσης και με τη γιαγιά μου, τη μητέρα της μητέρας μου, Εστέρ Αρούχ που ζούσε στη Θεσσαλονίκη με φρόντιζε, βοηθώντας την κόρη της.

Θυμάμαι ένα ακόμη πρόσωπο, με το οποίο περνούσα αρκετό χρόνο, την αδερφή του πατέρα μου, Σολ Ματαλόν που ζούσε στην οδό Μιαούλη. Πήγαινα πολύ συχνά στο σπίτι της, μου έδινε να φάω ό,τι μου άρεσε και προσπαθούσε να οργανώσει τη ζωή μου. Η μητέρα μου με έστελνε στο σπίτι της, όταν ήμουν έξι χρόνων και μου έδινε να φάω μπροστά από ένα μπολ με νερό. Χτυπούσα τα χέρια στο νερό και μου έδινε να φάω. Η κίνηση των χεριών μου μέσα στο νερό με έκανε να ξεχνιέμαι, να σκέφτομαι άλλα πράγματα και να τρώω, επειδή αλλιώς δεν έτρωγα.

Αυτά τα πράγματα θυμάται ένα μικρό αγόρι. Θυμάμαι ακόμη την περίοδο προτού γεννηθεί η αδερφή μου το 1939. Ήμουν πέντε χρόνων, ήμουν μοναχοπαίδι και μου μιλούσαν συχνά για την αδερφή που θα γεννηθεί και με προετοίμαζαν για την ιδέα ότι θα έπρεπε να μοιραστώ τη στοργή της μητέρας και του πατέρα μου με ένα άλλο μωρό, την αδερφή μου.

Στη Θεσσαλονίκη οι Γερμανοί έφθασαν το 1941 και άρχισαν την απέλαση των Εβραίων της πόλης δύο χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1943. ‘Αρχισαν να στέλνονται σε στρατόπεδα εξόντωσης 46.000 Εβραίοι, αυτό σημαίνει το 98% του εβραϊκού πληθυσμού. Απελάθηκαν από τον Μάρτιο έως τον Αύγουστο του 1943. Μέσα σε τέσσερις μήνες η πόλη της Θεσσαλονίκης ολοκληρωτικά εκκενώθηκε, δεν υπήρχαν Εβραίοι.

Τι θυμάστε από το ξέσπασμα του πολέμου και τις αλλαγές που επέφερε στη ζωή σας;

Ι.Ρέβα : Αυτό που θυμάμαι είναι ότι οι γονείς μου άρχισαν να μου λένε ότι αν άκουγα σειρήνες να ηχούν θα έπρεπε να κατεβώ κάτω στο υπόγειο και να προστατευθώ. Επίσης μου έλεγαν ότι προτιμούσαν να μην πηγαίνω άλλο μόνος μου από το σπίτι μας στο σπίτι της θείας μου και ότι θα με πήγαιναν εκείνοι.

Δεν μπορώ να πω κάτι παραπάνω για την περίοδο της κατοχής, καθώς τα πράγματα ήταν λίγο – πολύ ήσυχα ανάμεσα σε εμάς, τους Ισπανούς Εβραίους και τους Γερμανούς. Μόνο αργότερα, όταν η Ισπανία αρνιόταν να μας επαναπατρίσει στη Μαδρίτη, οι Εβραίοι που είχαν ισπανική υπηκοότητα δεν ήταν σε θέση να προστατεύσουν τους εαυτούς τους.

Δεν απελαθήκαμε αρχικά επειδή η Ισπανία ήταν φίλη χώρα της Γερμανίας και η ισπανική κυβέρνηση μάς επέτρεψε να μείνουμε στη Θεσσαλονίκη, ήμασταν προστατευμένοι, καθώς είχαμε ισπανικά διαβατήρια.

Οι Γερμανοί αποφάσισαν να μας στείλουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κοντά στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα και από εκεί στο Μπέργκεν -Μπέλζεν τον Αύγουστο του 1943. Είπαν ότι είχαν προτείνει στην Ισπανία να μας επαναπατρίσει πληρώνοντας τα έξοδα μεταφοράς μας έως τη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη. Η Ισπανία δεν το αποδέχθηκε δηλώνοντας ότι είχε ήδη πολλές εβραϊκές κοινότητες.

Οδηγηθήκαμε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία, ώστε να μας προωθήσουν αργότερα στην Ισπανία. Η απόφαση της Ισπανίας δεν ήρθε ποτέ και επέτρεψε να μείνουμε φυλακισμένοι σε ένα τμήμα του Μπέργκεν – Μπέλζεν, «γκέτο» για τα άτομα που μπορεί να ελευθερώνονταν αργότερα. Δεν είχαμε αριθμό στο χέρι, δεν έκαναν καταναγκαστικά έργα οι άνδρες, μείναμε εκεί έως ότου η Μαδρίτη τελικά αποδέχθηκε τον επαναπατρισμό μας. Μας έστειλαν στη Βαρκελώνη για τέσσερις μήνες και στη συνέχεια οδηγηθήκαμε στη Βόρεια Αφρική, μέχρι να αποφασίσουμε τι θέλαμε να κάνουμε από εκεί και πέρα.

Μιλούσατε στην οικογένειά σας για τον Ισπανό Πρόξενο και τις προσπάθειές που κατέβαλε για να οδηγηθείτε στην Ισπανία;

Ι.Ρέβα: Για τον Ισπανό Πρόξενο δεν μιλούσαμε πολύ συχνά στην οικογένεια. Οι γονείς μου γνώριζαν για τις ενέργειές του από την αρχή, τις πολλές επαφές του με τους Γερμανούς, με την ισπανική κυβέρνηση για να μας επαναπατρίσει.

Μείναμε στο Μπέργκεν -Μπέλζεν χάρη στις προσπάθειες του Ρομέρο Ραδιγκάλες, ο οποίος προσπαθούσε να πείσει τον υπουργό Εξωτερικών της Ισπανίας, Φρανσίσκο Γκόμεζ Χορδάνα να μας δώσει βίζα για μετανάστευση στην Ισπανία.

Πότε αποφασίσατε να ξεκινήσετε τις προσπάθειες διεκδίκησης του τίτλου «Δίκαιος των Εθνών» για τον Ρομέρο Ραδιγκάλες.

Το 2008 αποφάσισα να προτείνω να απονεμηθεί ο τίτλος του «Δικαίου των Εθνών» στον Σεμπαστιάν ντε Ρομέρο Ραδιγκάλες. Ήμουν 74 ετών και θύμωσα με τον εαυτό μου, είπα ότι μπορούσα να είχα ξεκινήσει την προσπάθεια, όταν ήμουν 20, όταν ήμουν 30 ετών. Αλλά μετά διαπίστωσα ότι από την ομάδα των Σεφαραδιτών Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη που ήταν Ισπανοί κανένας δεν σκέφτηκε να γράψει ένα κείμενο εξηγώντας τι έκανε ο Ραδιγκάλες. Ξεκίνησα πολύ αργά, αλλά οι άλλοι δεν έκαναν τίποτα. Αν δεν ήταν ο Ραδιγκάλες δεν θα ήμουν εδώ. Είμαι εδώ και μιλάω χάρη στον Ραδιγκάλες.

Στη σύνταξη της πρότασης με βοήθησε πολύ η Έλενα Κολίτο. Την περίοδο 2008 – 2010 έγραψα την πρώτη μου μαρτυρία. Από το Γιαντ Βασέμ μου απάντησαν ότι ήταν πολύ καλή και ότι η ιστορία ήταν πολύ σημαντική, αλλά δεν κατέδειξα ότι ο Ραδιγκάλες ενεργούσε ενάντια στις εντολές των ανωτέρων του, του υπουργείου Εξωτερικών της Ισπανίας. Τους είπα ότι θα το αποδείξω και ζήτησα τη βοήθεια του Centro Cefarad Israel στη Μαδρίτη, από το οποίο ζήτησα τα τηλεγραφήματα που αντάλλαξαν ο Ραδιγκάλες και το ισπανικό υπουργείο Εξωτερικών από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο του 1943. Στα τηλεγραφήματα αυτά το υπουργείο Εξωτερικών τού έλεγε ρητά να σταματήσει τις ενέργειες προστασίας των Εβραίων. Ήταν αυτό που έψαχνα. Ο Ραδιγκάλες ενεργούσε χωρίς την άδεια των προϊσταμένων του.

Έστειλα τη νέα μαρτυρία στο Γιαντ Βασέμ τον Ιανουάριο του 2012 και μου απάντησαν έναν χρόνο αργότερα, μου ανακοίνωσαν ότι θα απονεμηθεί μετά θάνατον ο τίτλος του «Δικαίου των Εθνών» στο Ισπανό πρόξενο.

Είναι μία ιστορία αλτρουισμού, ανιδιοτέλειας, ήταν άφοβος, ήταν επίμονος;

Ι. Ρέβα: Είναι αλτρουισμός, δεν ήταν υποχρεωμένος να το κάνει, ήταν Ισπανός, ήταν Γενικός Πρόξενος της Ισπανίας στην Ελλάδα είχε πολύ δουλειά να κάνει για την Ισπανία και όχι να στέλνει επιστολές για να ζητά από τις αρχές να παρέμβουν για εμάς.

Ε. Κολίτο: Ήταν επίμονος. Απ΄ ό,τι μου έλεγε η μητέρα μου και από τις επιστολές που διάβασα στο βιβλίο της Ματίλντε Μοσίγιο κατάλαβα ότι προσπαθούσε να σώσει αυτούς τους ανθρώπους μόνος του. Η κυβέρνησή του ήταν εναντίον του, οι Γερμανοί ήταν εναντίον του, κανένας δεν τον βοηθούσε. Ήταν πιστός καθολικός και πίστευε πολύ στους ανθρώπους, για αυτόν τα ανθρώπινα όντα ήταν κάτι πολύ πολύ σημαντικό. Έτσι κάθε μέρα προσπαθούσε να κάνει κάτι για να σώσει αυτούς τους πολίτες. Δεν έπαιζε ρόλο για εκείνον αν ήταν Εβραίοι ή όχι, η ζωή τους ήταν σημαντική, η οικογένειά τους ήταν σημαντική .

Ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό που έκανε η ισπανική κυβέρνηση με τους ανθρώπους αυτούς. Οι Γερμανοί είχαν διαμηνύσει στην ισπανική κυβέρνηση ότι αν δεν έπαιρνε γρήγορα απόφαση, θα μεταφέρονταν όλοι στο ‘Αουσβιτζ. Ο μόνος που καταλάβαινε ότι ήταν επικίνδυνο ήταν ο παππούς μου. Πίεζε, πίεζε την κυβέρνησή του να τους επαναπατρίσει.

Ποιο θεωρείτε ότι είναι το σημαντικότερο μάθημα από το Ολοκαύτωμα;

Ι. Ρέβα: Μαθαίνουμε ότι οι ενέργειες εναντίον μειονοτήτων και ειδικών ομάδων πολιτών εξαρτώνταν από τις προθέσεις μιας άλλης κυβέρνησης. Αυτό συνέβη, το Ολοκαύτωμα ήταν απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης. Κανένας δεν μπορούσε να προσπαθήσει να υπερασπιστεί τους Εβραίους που διώκονταν από τους Γερμανούς στρατιώτες στις περιοχές που είχαν καταλάβει. Από την άλλη, την ιστορία αυτών των ομάδων πρέπει να την γνωρίζουν, να την διδάσκονται, να την καταλάβουν οι επόμενες γενιές, ώστε να μην επαναληφθούν τέτοιες πράξεις: μία μειονότητα να δέχεται επίθεση, να εκδιώκεται, να εξοντώνεται από μία χώρα, χωρίς καμία αντίδραση από τις άλλες χώρες. Είναι πολύ σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη, τι ήταν αυτό που συνέβη στους Εβραίους, το ότι οι Γερμανοί αποφάσισαν να τους επιτεθούν και το τι πρέπει να γίνει, ώστε μία τέτοια κατάσταση να μην επαναληφθεί.

Ο Ραδιγκάλες είναι ένα παράδειγμα ανθρώπου που προσπάθησε να αποτρέψει αυτό που αποδέχθηκαν ως φυσιολογικό άλλες χώρες, την απέλαση ομάδων ανθρώπων λόγω της θρησκείας τους. Ήταν εκείνος που προσπάθησε να το αποτρέψει, να τους υπερασπιστεί , να τους οδηγήσει εκεί, όπου ήταν προστατευμένοι.

Ε.Κολίτο: Στις μέρες όποιος κάνει μία καλή πράξη γίνεται ήρωας, εμφανίζεται στα τηλεοπτικά δίκτυα. Ο παππούς μου ήταν γεννημένος τον 19ο αιώνα, ήταν ένας τζέντλεμαν του 19ου αιώνα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν μιλούν ποτέ για όσα κάνουν, ακόμη κι αν γίνονται ήρωες, το κάνουν κι αυτό είναι όλο.

Ποια συναισθήματα τρέφετε ο ένας για τον άλλον;

Ε. Κολίτο: Είμαστε πλέον οικογένεια.

Ι. Ρέβα: Είμαστε κομμάτι της ίδιας οικογένειας. Βρήκαμε ο ένας τον άλλον το 2008 χάρη στην ύπαρξη των emails και των τηλεφώνων. Συναντηθήκαμε πρώτη φορά τρία χρόνια αργότερα. Συνεργαζόμασταν εξ αποστάσεως. Στη συνέχεια συναντηθήκαμε και από τότε αισθανόμαστε ότι ανήκουμε στην ίδια οικογένεια.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα