Γιατί ο Ντοστογιέφσκι έγραψε το Έγκλημα και Τιμωρία;
Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας δεν είχε άλλη επιλογή
Ο Ιησούς συναντά τον Ντοστογιέφσκι. Του ρίχνει μια ματιά, αρκετή για να βγάλει διάγνωση στο λεπτό και κοιτώντας μέσα σε αυτά τα μάτια, ωσάν σήραγγες του κόσμου των μαρτυρίων, προβαίνει άμεσα σε εξορκισμό. Ταχύ και δυναμικό, σιωπηλό, έτσι είναι το στυλ του Ιησού: ”Το πάρτι τελείωσε, μικρέ διάολε, βγες έξω τώρα.” Ένα ελαφρύ βουητό και έγινε. Και ο Ντοστογιέφσκι, απαλλαγμένος πια από το κολασμένο ζιζάνιο που εκτόξευσε ο Ιησούς από μέσα του, ανακουφίζεται στη στιγμή από τις αιμορροΐδες του, το πάθος του για το τζόγο, τις κρίσεις του, τους πυρετούς, την κατάθλιψη, την υποχονδρία του, τις φρικτές φουτουριστικές διαισθήσεις και εμμονές του. Απελευθερώνεται από την ειρκτή τού ίδιου του του κεφαλιού και δεν γράφει άλλα βιβλία, ποτέ ξανά.
Ο Αμαρτωλός και ο Άγιος, η εμπνευσμένη αφήγηση του Κέβιν Μπέρμιγχαμ για τη γένεση —φιλοσοφική και νευρολογική— του Εγκλήματος και της Τιμωρίας, σας παρουσιάζει δύο εκδοχές για τον Ντοστογιέφσκι, όπως και ο ίδιος διέβλεπε για τον εαυτό του. Τουλάχιστον δύο, δηλαδή. Από τη μια πλευρά, θα αισθανθείτε δέος για τη συγγραφική του αντοχή, την αφοσίωσή του να βιώνει βαθιά τις καταστάσεις και τις εμπειρίες, την καλλιτεχνική του πίστη και προσήλωση, την ευθραυστότητα/αντοχή του, την απροστάτευτη φαντασία του και ούτω καθεξής. Από την άλλη, θα αναρωτιέστε αν ένα καλό κομμάτι του Έγκλημα και Τιμωρία—ενός γεμάτου βιβλίου, αλλά και γεμάτου ιδρώτα, όπως το κομμάτι για την εξάπλωση των ιδεών ή αυτό της δίκης, όπως θα παραδεχτούν ακόμη και οι θαυμαστές της – μπορεί να μην είναι καθαρή παθολογία.
Δύσκολα μπορείς να το πεις πλοκή: Ολόκληρο το βιβλίο περιστρέφεται και αναπτύσσεται από και εξαιτίας ενός λεπτού βίας. Ο Ρασκόλνικοφ, ένας αγέρωχος και δίχως πονηριά φοιτητής που ταξιδεύει στις φτωχογειτονιές της Αγίας Πετρούπολης, δολοφονεί βάναυσα μιαν άσχημη ηλικιωμένη κυρία -ενεχυροδανείστρια- και την καημένη την αδερφή της, που σε τίποτα δεν έφταιξε κι έτυχε απλώς να βρίσκεται εκεί. Γιατί το κάνει; Γιατί σηκώνει το τσεκούρι; Όχι για λεφτά, ούτε για να κλωτσήσει απλά για να κλωτσήσει, ούτε για το πάθος, εκτός κι αν αυτό είναι το ψυχρό πάθος των ιδεών, που εκφράζεται έτσι, αλλά γιατί ο Ρασκόλνικοφ —εκτός από λειτουργικά παράφρων— είναι ένας κατά κάποιον τρόπο φιλόσοφος: συλλογίζεται την αξία (ή όχι) της ζωής ενός ανύπαντρου ανθρώπου, το σφάλμα των εγκληματιών και τη δύναμη μιας πράξης, ενός αποφασιστικού εγκεφαλικού επεισοδίου, να μεταμορφώσει την πραγματικότητα. Η αποσύνδεσή του από την κοινωνία, και από τη μήτρα της ανθρώπινης καλοσύνης, είναι ολική. Είναι ένα απομονωμένο τρολ, ένας μοναχικός λύκος. Με άλλα λόγια, για να αναφέρω τον Iggy Pop, είναι απλώς ένας σύγχρονος τύπος. Εμφανίζεται σαν αυτούς που έχουν χαθεί, τους μπεκετικά χαμένους. Κυνηγάει τη συνείδησή του σαν ήρωας του Κάφκα. Μουρμουρίζει στον εαυτό του σαν τον Τράβις Μπικκλ.
«Το να βλέπεις μόνο το σκληρό κάλυμμα κάτω από το οποίο μαραζώνει το σύμπαν», έγραψε ο Ντοστογιέφσκι, πριν από το Έγκλημα και Τιμωρία σε μια επιστολή προς τον αδελφό του Μιχαήλ, «το να ξέρεις ότι μια και μόνο μια έκρηξη της επιθυμίας είναι αρκετή για να το συντρίψει και να συγχωνευτεί με την αιωνιότητα, να ξέρεις και να είσαι σαν το τελευταίο πλάσμα … είναι απαίσιο! » Ήταν όμως το τελευταίο πλάσμα ή ένα από τα πρώτα μιας νέας εποχής;
Η βιογραφία του είναι μια αλληλουχία γεγονότων για τα οποία μόνο ο χαρακτηρισμός ”ντοστογιεφσκικά” θα ταίριαζε. Το Φάντασμα φαίνεται να τον καταδιώκει, το εγελιανό πανανθρώπινο πνεύμα φαίνεται να έχει ένα σκληρό, πειραματικό ενδιαφέρον για εκείνον. Η μητέρα του πεθαίνει από φυματίωση όταν είναι 15 ετών. Δύο χρόνια αργότερα, ο πατέρας του χάνεται μυστηριωδώς, πιθανότατα δολοφονημένος από ξεσηκωμένους δουλοπάροικους. Ξεκινώντας μια λογοτεχνική καριέρα στη δύσοσμη Αγία Πετρούπολη, ο νεαρός Ντοστογιέφσκι πέφτει στην εξαθλίωση και γεμίζει χρέη μέχρι το λαιμό. Πέρα από αυτά είναι και η περίοδος των πολιτικών μεταρρυθμίσεων, που φουσκώνει σε όλη τη χώρα και δημιουργεί μια Ρωσία υπό αρχαίου τύπου καθεστώς: μυστικές συναντήσεις, ένθερμα μανιφέστα κ.α..
Το 1849 συλλαμβάνεται σε σαρωτικές επιχειρήσεις των τσαρικών υπηρεσιών πληροφοριών και κατηγορείται για εξέγερση και συνωμοσία. Έχοντας συρθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα του στο Σεμενόφσκι, μπροστά σε ένα μεγάλο πλήθος, ο Ντοστογιέφσκι και οι συνάδελφοί του ελεύθεροι στοχαστές γλιτώνουν θεατρικά (τύμπανα, ιππείς) τη θανατική ποινή από μια χάρη της τελευταίας στιγμής του ίδιου του Τσάρου Νικόλαου Α’. Με δεσποτική γενναιοδωρία, αλλά με αρκετές δόσεις παραλογισμού η ποινή τους μετατρέπεται. Όχι θάνατος, αλλά εξορία: Σιβηρία. Ο Ντοστογιέφσκι κάνει τέσσερα χρόνια σκληρής δουλειάς στο στρατόπεδο φυλακών του Ομσκ και άλλα πέντε ως στρατιώτης στον στρατό της Σιβηρίας.
Κι ύστερα, στα 38 του, επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη. O Μπέρμιγχαμ το λέει καταπληκτικά, στο ο Αμαρτωλός κι ο Άγιος, το πνευματικό περιβάλλον, τον παλμικό βρασμό, που τον υποδέχεται εκεί. Μηδενισμός, εγωισμός, υλισμός… Γίνεται μια εκ νέου σύλληψη και ερμηνεία του ανθρώπου ως οντότητας. Ένας φυσιολόγος δημοσιεύει ένα βιβλίο με επιρροή που ονομάζεται ”Reflexes of the Brain”. Με βάση τα πειράματά του πάνω σε κάποιους άτυχους βατράχους, είναι έτοιμος να πει ότι η διανοητική δραστηριότητα είναι αποκλειστικά αντανακλαστικά. «Το κινούμενο σχέδιο, το πάθος, η κοροϊδία, η λύπη, η χαρά κ.λπ., είναι απλώς αποτελέσματα μιας μεγαλύτερης ή μικρότερης συστολής ορισμένων ομάδων μυών». Ο Ντοστογιέφσκι βλέπει πού πηγαίνουν όλα αυτά: το άτομο, παγιδευμένο στο ίδιο του το κεφάλι βρίσκεται πια στο έλεος των νευρώνων του.
Στο μεταξύ, ο δικός του εγκέφαλος συνεχίζει να του προκαλεί κρίσεις —επιληψία κροταφικού λοβού, αυτό που ο Ντοστογιέφσκι αποκαλεί «η ασθένειά του». Και υπάρχει και κάτι άλλο. Διάβαζε για τη δίκη δολοφονίας, στη Γαλλία, ενός άνδρα που ονομαζόταν Pierre-François Lacenaire. Ο Lacenaire είναι είναι απτόητος, σταθερά αμετανόητος. Διαβάζει Ρουσσώ, γράφει ποίηση. Είναι ένας επιτηδευμένος κοινωνιοπαθής, ένα νέο είδος ανθρώπου. Όταν τον βάζουν στη γκιλοτίνα, γυρνά ανάσκελα για να μπορεί να δει τη λεπίδα να κατεβαίνει. Ο Ντοστογιέφσκι δημοσιεύει στο λογοτεχνικό του περιοδικό Vremya ένα δοκίμιο 50 σελίδων, μεταφρασμένο από τα γαλλικά, για τον Lacenaire —«μια αξιοσημείωτη προσωπικότητα». Οι δίκες δολοφονίας, γράφει σε ένα εισαγωγικό σημείωμα, είναι «πιο συναρπαστικές από όλα τα πιθανά μυθιστορήματα επειδή φωτίζουν τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχής που η τέχνη δεν πολυθέλει να πλησιάζει».
Όλο αυτό το χαώδες μα και θαρραλέο πράγμα, φτάνουν με εκείνα και με τα άλλα στο Έγκλημα και Τιμωρία, το οποίο ο Ντοστογιέφσκι ξεκινά τον Σεπτέμβριο του 1865, έχοντας μείνει μισός, σχεδόν υποσιτισμένος και παραμένοντας για μέρες ή και μήνες άυπνος σε ένα ξενοδοχείο στο Βισμπάντεν, έχοντας χάσει όλα του τα χρήματα στη ρουλέτα. Είναι ένα μυθιστόρημα με επιμέρους δαιδαλώδη μονοπάτια, πόρτες με αιθάλη, μικρά δωμάτια νοτισμένα με τη μυρωδιά του δέρματος και των ποντικιών. Οι ψευδαισθήσεις τσιμπολογούν στην άκρη της πραγματικότητας. Οι εκφυλισμένοι μέθυσοι και οι έκφυλοι μεθυσμένοι λένε γλαφυρά και όμορφα πράγματα. Οι εσωτερικοί μονόλογοι γίνονται ακουστικοί. Πάνω από όλα είναι ένα μυθιστόρημα υποκειμενικότητας: η καταπίεσή του, οι ταραχώδεις εσωτερικές του διαμάχες, τα ουρλιαχτά της μοναξιάς του. «Εντελώς περιττές και απροσδόκητες λεπτομέρειες πρέπει να ξεπηδούν κάθε στιγμή στη μέση της ιστορίας», έγραψε ο Ντοστογιέφσκι στο σημειωματάριό του. Τα κίνητρα του Ρασκόλνικοφ, η λύτρωση ή η απουσία του, οι ανατροπές της πλοκής – τρίχες κατσαρές στην τελική. Το Έγκλημα και η Τιμωρία αφορά τον εγκέφαλό σας, τον φτωχό σας εγκέφαλο, που είναι η έδρα της σύγχρονης συνείδησης. Έχει να κάνει με το πώς πραγματικά αισθάνεται.
«Τι είναι η κόλαση;» Ρωτάει ο πατήρ Ζωσιμά στους Αδελφούς Καραμάζοφ. «Υποστηρίζω ότι είναι το βάσανο του να μην μπορείς να αγαπήσεις». Αναζητώντας την απελευθέρωση από τον τελικό εαυτό σας, από τον απόλυτο κρανιακό εγκλεισμό, μπορείτε είτε να κόψετε το κεφάλι σας, όπως ο Lacenaire είτε να εγκαταλείψετε τον εαυτό σας στην αγάπη-όπως κάνει ο Raskolnikov στον όχι και τόσο πειστικό επίλογο του βιβλίου. Η αγάπη της γυναίκας του, Σόνια, τον αγγίζει επιτέλους, τον λυτρώνει και το μυαλό του μεταμορφώνεται: «Τώρα δεν αποφάσιζε τίποτα συνειδητά. Ένιωθε μόνο. Αντί για τη διαλεκτική, είχε βρεθεί μπροστά στην ίδια τη ζωή και στη συνείδησή του έπρεπε να επεξεργαστεί κάτι εντελώς διαφορετικό». Όπως συμβαίνει γενικά με τον Ντοστογιέφσκι, το θρησκευτικό στοιχείο, ο Ιησούς είναι κάπου εδώ μέσα—χαμογελαστός κι αινιγματικός. Ο Ρασκόλνικοφ έχει τα Ευαγγέλια κάτω από το μαξιλάρι του και θυμάται πώς η Σόνια του διάβασε κάποτε την ιστορία του Λαζάρου. Αγάπη, τρελή. Αγαπήστε και αναστηθείτε από την κατάσταση του θανάτου.
Και αν δεν το κάνετε; Στον ίδιο επίλογο, ο Ρασκόλνικοφ, ξαπλωμένος στο νοσοκομείο των φυλακών της Σιβηρίας, βλέπει ένα όνειρο μέσα στον πυρετό του: Βλέπει μια μεγάλη πανούκλα να εξαπλώνεται «από τα βάθη της Ασίας». Αλλά περιμένετε – είναι μια πνευματική πανούκλα, μια ψυχική επιδημία. «Οι άνθρωποι που επηρεάστηκαν έγιναν αμέσως δαιμονισμένοι και τρελοί. Αλλά ποτέ, ποτέ αυτοί οι άνθρωποι δεν θεώρησαν τους εαυτούς τους τόσο έξυπνους και τόσο αλάνθαστους σχετικά με την αλήθεια όσο όταν μολύνθηκαν». Ο ατομικισμός έχει φτάσει στο αποκορύφωμά του. Η εξάπλωση είναι πλήρης. «Όλοι ήταν ανήσυχοι, κανείς δεν καταλάβαινε κανέναν άλλον, ο καθένας νόμιζε ότι η αλήθεια κατοικούσε μέσα του και μόνο μέσα του και για όλους τους άλλους υπέφερε, χτυπούσε τα στήθη του, έκλαιγε και έσφιγγε τις γροθιές του».
*Ελεύθερη μετάφραση του άρθρου του James Parker ”Why Did Dostoyevsky Write Crime and Punishment?” που δημοσιεύτηκε στο The Atlantic.
Διαβάστε επίσης:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ