Ο γραφικός χαρακτήρας των Ανήσυχων Άκρων
Mια κριτική για το βιβλίο του Νίκου Παναγιωτόπουλου.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι συγγραφέας της ενηλικίωσης. Είτε αυτήν την ορίσουμε ως την πρώτη, τη λάιτ, που συμβαίνει πολύ πριν τα δεκαοχτώ, στα πολύωρα και νευριασμένα, δηλαδή, κλειδώματα στο εφηβικό δωμάτιο, όπου συνειδητοποιείς πως είσαι λίγο μόνος σε αυτή τη ζωή, είτε στην ενηλικίωση που συντελείται πολύ μετά τα δεκαοχτώ (πλέον), όταν φεύγεις από το σπίτι να στήσεις το δικό σου και να τα βγάλεις πέρα τόσο με εσένα, όσο και με την ίδια τη ζωή. Σε αυτή την ενηλικίωση καταλαβαίνεις -για την ακρίβεια νομίζεις- ότι πια νοιάζεσαι περισσότερο εσύ για τη μάνα σου, παρά η μάνα σου για σένα.
Και πάμε στα ανήσυχα άκρα και στη μάνα του άνδρα συγγραφέα, η σχέση με την οποία γίνεται ορατή και στα ανήσυχα άκρα της μητέρας του Νίκου Παναγιωτόπουλου, της οποίας η δυσκολία στον ύπνο και η διάγνωση μιας νευρολόγου αποτέλεσαν την πηγή έμπνευσης του πρώτου στη συλλογή διηγήματος, αλλά και του τίτλου της συλλογής, στον οποίο αξίζει να σταθούμε λίγο παραπάνω ως γενικότερη σύλληψη. Ο τίτλος ενός μυθιστορήματος προκύπτει σαφώς ευκολότερα από τον τίτλο μιας συλλογής διηγημάτων, αφού ο τελευταίος πρέπει να διέπει με τον τρόπο του και με τον τρόπου του συγγραφέα όλες τις ιστορίες. Στα ανήσυχα άκρα ανακύπτει, αναδύεται τυχαία και όχι εύκολα, και το σπουδαιότερο και πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι έρχεται (αρκετά) εκ των υστέρων να αποτελέσει συνεκτικό ιστό δέκα ιστοριών γραμμένων σε διαφορετικούς καιρούς και αλλιώτικες περιόδους της τελευταίας εικοσαετίας.
Το στοιχείο που διέπει τα διηγήματα αυτά είναι το πόσο σκοτεινές μπορούν να γίνουν οι πτυχές του ερωτικού πάθους, αλλά και η αναγκαιότητα του έρωτα ως πλανεύτρα και πεπλανημένη απάντηση στη βεβαιότητα του θανάτου. Κοινώς, πρόκειται για μια παραδοχή, ότι για να μην πεθάνεις ζωντανός, πρέπει να πονάς για τα χτυπήματα της καρδιάς σου. Έτσι πάει. Sic transit…
Ο Παναγιωτόπουλος είναι ρεαλιστής, προσγειωμένος για τα καλά, στην εποχή και τον τόπο, που τοποθετεί τις ιστορίες του, τόσο ως προς το περιεχόμενο, δηλαδή την πρώτη ύλη, που γεννιέται από τις χωροχρονικές συνθήκες, ήτοι το ‘’ουσιαστικό κομμάτι’’, αλλά και ως προς τους περιγραφικούς τρόπους, τα προσεγμένα αφηγηματικά συμπληρωματικά μπαλώματα, το ‘’τυπικό’’, που συμβαδίζουν απόλυτα με την ηλικία των προσώπων, την εποχή τους, την κατάσταση/φάση που βιώνουν. Ιδιαίτερα ορατή είναι αυτή η λογοτεχνική του δεξιοτεχνία στα διηγήματα Χώμα και Αέρας και Το φάντασμα ή the way young lovers do.
Ειδική και ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει σε ένα (από τα προσωπικά αγαπημένα) διήγημα, το Άμοιρο Μαράκι, του οποίου η συγγραφική ιστορία αποτελεί ταυτόχρονη υπενθύμιση, αλλά και ερμηνευτικό κλείστρο του Παναγιωτόπουλου υπό την ιδιότητα του σεναριογράφου. Το διήγημα αφιερώνεται στην υπαίτια της δημιουργίας του, την Κατερίνα Ευαγγελάκου, αφού πρόκειται για μια διαφορετική εκδοχή, εξέλιξη του γενικότερου πλαισίου της ιστορίας του Μαρακίου, από την μεγάλη μήκους ταινία (εξαιρετική ειρήσθω εν παρόδω) της Κατερίνας «Θα το μετανιώσεις», της οποίας το σενάριο δουλεύτηκε μαζί με τον Παναγιωτόπουλο, όπου ο ίδιος να σημειωθεί παίζει και μια μικρή σκηνή. Ε, το Άμοιρο Μαράκι είναι μια από τις πολλές εκδοχές που θα μπορούσε να πάρει και σε αυτή τη μία και διαφορετική της ταινίας, ο Παναγιωτόπουλος έδωσε αυτοτελή υπόσταση.
Τα Ανήσυχα Άκρα δεν ξεχωρίζουν μόνο για τις ιστορίες τους. Συνιστούν την έντυπη αναδρομή, την αποτύπωση της εξέλιξης, των ασκήσεων ύφους, της λογοτεχνικής περιπλάνηση του Παναγιωτόπουλου στη μικρή φόρμα από το 1998 μέχρι την προηγούμενη βδομάδα. Είναι η πιο ενδεικτική σούμα του γραφικού του χαρακτήρα.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ