100 χρόνια ελληνικό σινεμά: Part 3 (1994-2014)
της Λίνας Μυλωνάκη Αρχική εικόνα: Πολίτικη Κουζίνα του Τάσου Μπουλμέτη, 2003 Σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος Το «Τέλος εποχής» (1994) του Αντώνη Κόκκινου, που κερδίζει πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποκτά κυριολεκτική σημασία για το ελληνικό σινεμά. Μετά από μια μακρόχρονη περίοδο μαρασμού, ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος της δεκαετίας του ’90 διαγράφει νέα πορεία και προσπαθεί να […]
της Λίνας Μυλωνάκη Αρχική εικόνα: Πολίτικη Κουζίνα του Τάσου Μπουλμέτη, 2003
Σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος
Το «Τέλος εποχής» (1994) του Αντώνη Κόκκινου, που κερδίζει πέντε βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποκτά κυριολεκτική σημασία για το ελληνικό σινεμά. Μετά από μια μακρόχρονη περίοδο μαρασμού, ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος της δεκαετίας του ’90 διαγράφει νέα πορεία και προσπαθεί να αποκαταστήσει τη σχέση του με τους θεατές. Η δεκαετία του ’90 είναι η εποχή του Σύγχρονου Ελληνικού Κινηματογράφου, ο οποίος ακροβατεί ανάμεσα σε εμπορικές και καλλιτεχνικές παραγωγές. Το σινεμά επιστρέφει στα κινηματογραφικά είδη, ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Κοινωνικά δράματα («Νοκ άουτ», 1986 του Π.Τάσσιου, «Η τιμή της αγάπης», 1984 της Τ. Μαρκετάκη), κωμωδίες («Ρεπό», 1982 του Β. Βαφέα, «Ο δράκουλας των Εξαρχείων», 1983 του Ν. Ζερβού, «Άρπα κόλλα», 1982, «Λούφα και Παραλλαγή», 1984 και «Βίος και Πολιτεία», 1987 του Ν. Περράκη), φιλμ νουάρ και θρίλερ («Πρωινή περίπολος», 1987, “Singapore Sling”, 1990 και «Θα σε δω στην κόλαση αγάπη μου», 1999 του Ν. Νικολαΐδη) εμπλουτίζουν την κινηματογραφική παραγωγή.
Από την άκρη της πόλης του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, 1998
Ιδιαίτερη άνθιση γνωρίζει η κωμωδία, με ταινίες παλιότερων, όπως ο Σταύρος Τσιώλης («Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε», 1992 και «Ο χαμένος θησαυρός του Χουρσίτ Πασά», 1996) και νέων σκηνοθετών, όπως η Όλγα Μαλέα («Ο οργασμός της αγελάδας», 1996, «Η διακριτική γοητεία των αρσενικών», 1998) και ο Σωτήρης Γκορίτσας («Βαλκανιζατέρ», 1997, «Μπραζιλέρο», 2001). Οι κωμωδίες δανείζονται στοιχεία από το παλιό ελληνικό σινεμά τόσο στην αφήγηση όσο και στην αξιοποίηση βετερνάνων πρωταγωνιστών.
Μια κωμωδία, το “Safe Sex” (1999) των Μ. Ρέππα και Θ. Παπαθανασίου σημειώνει εντυπωσιακή πρωτιά σε αριθμό εισιτηρίων (1,5 εκατομμύριο πανελλαδικά) και ξαναφέρνει τους θεατές στις αίθουσες. Οι σκηνοθέτες επανέρχονται σε κοινωνικά θέματα μεγάλων ακροατηρίων και θίγουν με χιούμορ καθημερινές καταστάσεις. Νέοι σκηνοθέτες έρχονται στο προσκήνιο και αποσπούν βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπως ο Περικλής Χούρσογλου («Λευτέρης Δημακόπουλος»,1993, «Ο κύριος με τα γκρι»), ο Σωτήρης Γκορίτσας («Απ’ το χιόνι», 1993), ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης («Από την άκρη της πόλης», 1998), ενώ παλιότεροι δημιουργοί (Β. Βαφέας, Ν.Παναγιωτόπουλος, Ν.Νικολαΐδης, Γ.Τσεμπερόπουλος) παραμένουν ενεργοί και πιστοί σε ένα πιο προσωπικό ύφος.
Στη δεκαετία του ’90 το ελληνικό σινεμά κερδίζει μια σημαντική παγκόσμια διάκριση. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γίνεται και επισήμως «διεθνής» με την ταινία «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» (1998), ελληνική δημιουργία που κερδίζει για πρώτη —και μοναδική μέχρι σήμερα— φορά το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. Πάντως, η συνύπαρξη ταινιών τέχνης με πιο εμπορικές παραγωγές δεν καταφέρνει να διαμορφώσει μια ξεκάθαρη ταυτότητα στην εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή, που δείχνει να βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής.
Κυνόδοντας του Γιώργου Λάνθιμου, 2009
Το «παράξενο ελληνικό σινεμά»
Το ελληνικό σινεμά γίνεται πιο ανήσυχο και δημιουργικό περνώντας τη νέα χιλιετία. Παλιότεροι (Ν.Νικολαΐδης, Γ. Πανουσόπουλος, Π.Βούλγαρης, Ν.Περράκης) και νεότεροι (Γ.Οικονομίδης, Κ. Γιάνναρης, Κ.Καπάκας) δημιουργοί εξακολουθούν να συνυπάρχουν και να γυρίζουν ταινίες με αναγνωρίσιμη προσωπική γραφή, που αποκτούν το δικό τους φανατικό κοινό. Η «Πολίτικη κουζίνα» (2003) του Τάσου Μπουλμέτη ξυπνά μνήμες του μικρασιατικού ελληνισμού και γίνεται τεράστια εισπρακτική επιτυχία, ξεπερνώντας το “Safe Sex”, με 1.600.000 εισιτήρια. Η ταινία γνωρίζει και καλλιτεχνική αναγνώριση με οκτώ βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2003).
Οι εμπορικές ελληνικές ταινίες πολλαπλασιάζονται, δημιουργώντας ένα μικρό εμπορικό κύκλωμα ταινιών τηλεοπτικής αισθητικής, που ανακυκλώνουν θέματα και πρωταγωνιστές. Παράλληλα, διαμορφώνεται ένα διαφορετικό ρεύμα του ελληνικού σινεμά, που ξαναβγάζει τον κινηματογράφο εκτός συνόρων. Ελληνικές ταινίες, όπως ο «Κυνόδοντας» (2009) του Γιώργου Λάνθιμου, η «Στρέλλα» (2009) του Πάνου Κούτρα, η «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου, το «Attenberg» (2010) της Αθηνάς-Ραχήλ Τσαγγάρη, η «Χώρα προέλευσης» (2010) του Σύλλα Τζουμέρκα, κερδίζουν βραβεία και εντυπώσεις σε διεθνή φεστιβάλ (Κάννες, Βερολίνο, Λοκάρνο, Βενετία), ενώ μία από αυτές —ο «Κυνόδοντας» — φτάνει μέχρι τα Όσκαρ.
Στρέλλα του Πάνου Κούτρα, 2009
Η συγκυρία της οικονομικής κρίσης, η κρατική αδιαφορία και η αδυναμία του ΕΚΚ να χρηματοδοτήσει ουσιαστικά το ελληνικό σινεμά, στρέφει τους σκηνοθέτες σε άλλες λύσεις: ανεξάρτητες, σχεδόν «χειροποίητες» παραγωγές, που γίνονται με ίδιους πόρους ή με συμμετοχική χρηματοδότηση (crowdfunding).
Η ορμή του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, ενός κινηματογράφου που οι ξένοι κριτικοί αποκαλούν «παράξενο νέο κύμα» (Weird Greek Wave ή Weird Greek Cinema), σαρώνει τα βραβεία στο διεθνές κύκλωμα των κινηματογραφικών φεστιβάλ και προτείνει μια εξωστρεφή εικόνα του ελληνικού πολιτισμού σε εποχή έντονης κρίσης. Από μια «κλειστή» κινηματογραφία στην περιφέρεια της Ευρώπης, ο ελληνικός κινηματογράφος θεωρείται σήμερα εξωστρεφής και πολλά υποσχόμενος. Οι εκπρόσωποί του απασχολούν εκτεταμένα τους κριτικούς, που γράφουν για τη δημιουργία ενός ιδιότυπου, «αντάρτικου σινεμά» (guerilla cinema), από νέους Έλληνες σκηνοθέτες, οι οποίοι αξιοποιούν τις τεχνικές γνώσεις στις νέες ψηφιακές τεχνολογίες, γυρίζοντας τις δικές τους ανεξάρτητες παραγωγές. Ένα σινεμά που αντιστέκεται στην κρίση, τη θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και δημιουργεί ελπιδοφόρες προοπτικές, με καινοτομίες στην αφήγηση, στη γλώσσα και στη θεματική του.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί μία ακόμη έντονη αντίφαση: Οι νέοι Έλληνες σκηνοθέτες δεν επιμένουν στην εθνικότητα του κινηματογράφου τους και επιδιώκουν να εντάξουν τις ταινίες τους σε διεθνές πλαίσιο. Η διευρυμένη, παγκόσμια ταυτότητα που διεκδικούν αντιτίθεται με την εξωστρέφεια που οι ταινίες τους αποκτούν ως δείγματα μιας εθνικής «παράξενης» κινηματογραφίας. Κατά συνέπεια, η δυναμική των σύγχρονων ελληνικών ταινιών δημιουργείται και ανατροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από τη ματιά των ξένων προς το ελληνικό σινεμά.
Το πεδίο του «παράξενου ελληνικού σινεμά» μοιάζει ακόμη ανεξερεύνητο, καθώς κριτικοί κινηματογράφου, προγραμματιστές και ερευνητές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, προσπαθούν να προσδιορίσουν το χαρακτήρα του. Ωστόσο, το “Weird Greek Cinema” είναι αναμφίβολα ένα δυναμικό φαινόμενο σε εξέλιξη, που κάνει το ελληνικό σινεμά το πιο εξαγώγιμο πολιτιστικό προϊόν στη σημερινή Ελλάδα.
Μικρό ψάρι του Γιάννη Οικονομίδη
Miss Violence του Αλέξανδρου Αβρανά