Χρόνος: η κινούμενη μορφή της ακίνητης αιωνιότητας

Η ιστορία του χρόνου και του ημερολογιακού κύκλου και η μυθολογία των 12 μηνών στον δυτικό πολιτισμό.

Parallaxi
χρόνος-η-κινούμενη-μορφή-της-ακίνητης-81361
Parallaxi

του Παναγιώτη Καμπάνη – Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού

 Μην κοιτάζεις τον χρόνο, κάνε ό, τι κάνει, προχώρα!!!                                                             

yannis_tsarouchis_1972_the_12_months

Οι Δώδεκα Μήνες, Γιάννης Τσαρούχης

Ιουλιανό και Γρηγοριανό ημερολόγιο

Το Ιουλιανό ημερολόγιο εισήχθη από τον Ιούλιο Καίσαρα το 46 π.Χ. και αποτελούσε μεταρρύθμιση του ρωμαϊκού ημερολογίου. Δέχθηκε αρκετές τροποποιήσεις μέχρι να πάρει την τελική του μορφή το 8 μ.Χ. Το επεξεργάστηκαν Έλληνες αλεξανδρινοί αστρονόμοι με επικεφαλής τους Φλάβιο και Σωσιγένη. Οι ημέρες στο ημερολόγιο αυτό θεωρούνται ότι αρχίζουν τα μεσάνυχτα.

Το Γρηγοριανό ημερολόγιο είναι μία παραλλαγή του Ιουλιανού ημερολογίου που προτάθηκε από τον Αλοΐσιους Λίλιους (Aloysius Lilius), Ναπολιτάνο γιατρό, και θεσπίστηκε από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄, από τον οποίο πήρε το όνομά του, στις 24 Φεβρουαρίου του 1582.

Το κίνητρο της Καθολικής Εκκλησίας στην αλλαγή του ημερολογίου ήταν να εορτάζεται το Πάσχα τον καιρό που πίστευαν ότι είχε συμφωνηθεί στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ.. Παρ’ όλο που ένας κανόνας της Συνόδου υπονοεί ότι όλες οι εκκλησίες χρησιμοποιούν την ίδια ημερομηνία για το Πάσχα, στην πραγματικότητα δεν ήταν έτσι. Για παράδειγμα, η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας εόρταζε το Πάσχα την Κυριακή μετά την 14η ημέρα της σελήνης που πέφτει πάνω ή μετά από την εαρινή ισημερία, την οποία τοποθετούσαν στις 21 Μαρτίου. Ωστόσο, η Εκκλησία της Ρώμης ακόμα τοποθετούσε την ισημερία στις 25 Μαρτίου και χρησιμοποιούσε διαφορετική ημέρα της σελήνης. Μέχρι τον 10ο αιώνα, όλες οι εκκλησίες (εκτός από μερικές στα ανατολικά σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) είχαν υιοθετήσει το Αλεξανδρινό Πάσχα.

Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία επί αιώνες δεν δεχόταν να χρησιμοποιήσει το Γρηγοριανό ημερολόγιο με τον φόβο μήπως αυτό γίνει αιτία παραπλάνησης των πιστών. Όταν το 1582 ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ κάλεσε μέσω επιστολής τον πατριάρχη Ιερεμία Β΄ τον Τρανό να το εισαγάγει και στην Ορθόδοξη εκκλησία, ο πατριάρχης δεν το δέχτηκε ύστερα από συνοδική απόφαση, θεωρώντας ότι αποτελεί απόπειρα προσηλυτισμού. Η εξέλιξη του πολιτισμού, όμως, επέβαλε νέες ανάγκες και το θέμα άρχισε να αντιμετωπίζεται από άλλη σκοπιά. Ο Οικουμενικός πατριάρχης Άνθιμος Ζ΄, το 1895 εξέφρασε την ευχή να υπάρξει ενιαίο ημερολόγιο για όλους τους χριστιανικούς λαούς και ο Ιωακείμ Γ΄ έστειλε το 1902 εγκύκλιο σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να μελετήσουν το ζήτημα του ημερολογίου ζητώντας τις απόψεις τους. Η Εκκλησία της Ελλάδος απάντησε ότι δεν απορρίπτει καταρχήν την προοπτική αλλαγής του ημερολογίου. Συστήθηκε μάλιστα επιτροπή μελέτης, η οποία αποφάνθηκε το 1919 ότι: «η μεταβολή, μη προσκρούουσα εις δογματικούς και κανονικούς λόγους, ηδύνατο να γίνη μετά συνεννόησιν πασών των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ιδία δε του Οικουμενικού Πατριαρχείου». Περιμένοντας να γίνει μια τέτοια συνεννόηση, η Εκκλησία της Ελλάδος συνέχισε να χρησιμοποιεί το Παλαιό Ιουλιανό ημερολόγιο, συμφώνησε δε να εισαγάγει η Πολιτεία το Γρηγοριανό ημερολόγιο μόνο για πολιτική χρήση. Την 10η Μαρτίου 1924 εισήχθη το Γρηγοριανό ημερολόγιο στη χώρα μας και για εκκλησιαστική χρήση και η μέρα αυτή υπολογίστηκε στις 23 Μαρτίου.

Από το αφήλιο στο περιήλιο της τροχιάς του Χρόνου

Tsarouxis_8-horz

Ο Ιανουάριος είναι ο πρώτος μήνας του πολιτικού έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Είναι ο πέμπτος μήνας του χριστιανικού έτους, του καλούμενου ενιαυτού και ο πρώτος μήνας του έτους για τους Ρωμαίους. Στα πρώτα χρόνια της ιστορίας τους, πρώτος μήνας ήταν ο Μάρτιος, από το όνομα του πολεμικού θεού τους Mars-Martis (δηλαδή του Άρη των Ελλήνων). Πρωτοχρονιά ήταν τότε η πρώτη Μαρτίου, η οποία εξακολούθησε να εορτάζεται και στα κατοπινά χρόνια. Και επειδή θυμούνταν πως αυτή ήταν η αρχική τους πρωτοχρονιά, την ονόμαζαν «πάτριον». Ο Ιανουάριος έγινε πρώτος μήνας αργότερα, όταν ο μυθικός βασιλιάς των Ρωμαίων Νουμάς Πομπίλιος οργάνωσε το ημερολόγιο με βάση τον ήλιο.

Ο Ιανουάριος αντιστοιχεί κατά το πρώτο ήμισυ με τον Ποσειδεώνα και κατά το έτερο με τον Γαμηλιώνα του αρχαίου ελληνικού αττικού ημερολογίου, καθώς επίσης με τον Σαββάθ των Εβραίων και τον Τωβί των Αιγυπτίων.

Ο Ιανουάριος πήρε το όνομά του από τον Ιανό, θεό κάθε αρχής στη ρωμαϊκή μυθολογία. Ο Ιανός ήταν θεός δίμορφος, που παριστάνεται πότε με κλειδιά ή με τριακόσιες ψήφους στο δεξί του χέρι και εξήντα πέντε στο αριστερό, όσες οι μέρες του ενιαυτού. Εκαλείτο δε και «Αιωνάριος» αντί Ιανουάριος, επειδή θεωρούσαν ότι ανήκει στον «Αιώνιο Πατέρα». Είχαν μάλιστα οριστεί δώδεκα πρυτάνεις να τον υμνούν και υπήρχε δωδεκάβωμο στο ναό του, όσοι και οι μήνες του έτους.

Στον Ιανουάριο ο λαός μας έχει δώσει διάφορες ονομασίες, όπως το Γενάρης επειδή τότε γεννούν τα γιδοπρόβατα, και Μεσοχείμωνας επειδή είναι ο μεσαίος από τους μήνες του χειμώνα. Είναι επίσης και ο μήνας με το λαμπρότερο φεγγάρι: «Του Γενάρη το φεγγάρι παρά ώρα μέρα μοιάζει». Οι αλκυονίδες ημέρες του έχουν δώσει και την ονομασία «γελαστός».

Ο Ιανουάριος είναι επίσης γνωστός και ως καλαντάρης από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς και τα δώρα των Καλενδών του Ιανουαρίου. Τα δώρα αυτά είναι το σημερινό «δώρο των Χριστουγέννων», ο 13ος μισθός, ο οποίος στη Βυζαντινή εποχή ήταν πράγματι δώρο κι όχι μισθός. Με την αρχή του χρόνου άρχιζε η θητεία των υπάτων, οι οποίοι σε σχετική πομπή στους δρόμους σκορπούσαν νομίσματα, που αρχικώς ήσαν χρυσά, αλλά αργότερα, επί Ιουστινιανού, περιορίστηκαν σε αργυρά. Μικρά νομίσματα συνέλεγαν όμως και τα παιδιά, που περιέρχονταν τα σπίτια συγγενών και φίλων για να ευχηθούν. Έτσι γεννήθηκαν τα «Κάλαντα», που φθάνουν μέχρι τις μέρες μας, αλλά αφετηρία τους υπήρξαν οι Καλένδες του Ιανουαρίου, άσχετα αν σταδιακά επεκτάθηκαν από τα παιδιά σε όλες τις εορταστικές ημέρες του Δωδεκαήμερου.

Ο δεύτερος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο είναι ο κουτσός Φεβρουάριος ή Φλεβάρης, ο Κουτσοφλέβαρος.

Στα λατινικά η λέξη Φεβρουάριος (februarius) προέρχεται από το ουσιαστικό februum, που σημαίνει καθαρμός ή κάθαρση, λόγω των θρησκευτικών εορτών εξαγνισμού και καθαρμού (Februa ή Februatio) που τελούνταν στη Ρώμη στη διάρκεια του μήνα.

Η προσθήκη μιας επί πλέον ημέρας των δίσεκτων ετών ξεκίνησε το 44 π.Χ. όταν ο Ιούλιος Καίσαρ άλλαξε το ρωμαϊκό ημερολόγιο με τη βοήθεια του Έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη από την Αλεξάνδρεια,ο οποίος βασισμένος στους υπολογισμούς του πατέρα της αστρονομίας Ίππαρχου θέσπισε ένα ημερολόγιο του οποίου τα έτη είχαν 365 ημέρες, ενώ σε κάθε τέταρτο έτος πρόσθεταν ακόμη μία ημέρα, μετά την «έκτη προ των καλενδών του Μαρτίου», που ονομαζόταν «bis sextus». Έτσι η ημέρα αυτή, επειδή μετριόταν δύο φορές, ονομάζεται ακόμη και σήμερα «δις έκτη» και το έτος που την περιέχει «δίσεκτο».

Η παρανόηση του λαού ότι τα δίσεκτα έτη είναι «γρουσούζικα» («κι αν έρθουν χρόνια δίσεχτα και μήνες οργισμένοι» όπως λέει το δημοτικό τραγούδι) ίσως να προέρχεται από τη λανθασμένη αντίληψη της ετυμολογίας και της ορθογραφίας του πρώτου συνθετικού της λέξης «δίσεκτο». Δηλαδή αντί του σωστού «δις» (που σημαίνει δύο φορές) να εννοείται λανθασμένα το αχώριστο προθεματικό μόριο «δυς» που έχει την έννοια της δυστυχίας, «της δυσκολίας, της κακής καταστάσεως ή του απευκταίου αποτελέσματος». Αρχικά, πάντως, ο Φεβρουάριος είχε 29 ημέρες στα κοινά και 30 ημέρες στα δίσεκτα έτη, το 4 π.Χ. όμως ο αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος που αφαίρεσε μία ημέρα, την οποία πρόσθεσε στο μήνα Αύγουστο που έφερε το όνομά του.

martis-horz

  Ο Μάρτιος είναι ο τρίτος μήνας του πολιτικού έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.

Η αντιστοιχία του Μαρτίου με το αρχαίο αττικό ημερολόγιο είναι κατά το πρώτο 15νθήμερο με τον 8ο μήνα τον Ανθεστηριώνα, κατά δε το 2ο 15νθήμερο με τον 9ο τον Ελαφηβολιώνα. Ήταν ο μήνας που γιόρταζε η Δήλος τον μουσηγέτη θεό της, ενώ γιορτάζονταν επίσης και ο Διόνυσος των Ελευθερών, μιας μικρής κωμόπολης στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας. Αργότερα οι πολυήμερες γιορτές των «Διονυσίων εν άστει» στην Αθήνα ξεπέρασαν σε μεγαλείο όλες τις άλλες παρόμοιες γιορτές της περιφέρειας. Με τα Διονύσια συνδέθηκαν επίσης και τα Ασκληπιεία με θυσίες προς τιμήν του Ασκληπιού και η πρώτη εμφάνιση των δραματικών αγώνων, όπου διαγωνίζονταν τρεις τραγικοί ποιητές με μία τετραλογία και πέντε κωμικοί με μια κωμωδία ο καθένας.

Κατά το αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο το έτος άρχιζε από τον Μάρτιο συνεπώς τότε ήταν ο πρώτος μήνας του έτους κι έτσι η Πρωτοχρονιά γιορτάζονταν την 1η Μαρτίου (Καλένδες Μαρτίου). Την ημέρα εκείνη η «εσπερία δύσις» του Ταύρου (όταν δηλαδή ο αστερισμός του Ταύρου έδυε μαζί με τον Ήλιο) σήμαινε και την αρχή του νέου έτους, ενώ οι Εστιάδες Παρθένες άναβαν νέα ιερή φωτιά στον ναό της Εστίας στην αγορά της Ρώμης. Την Πρωτοχρονιά γιορτάζονταν επίσης και τα Ματρωνάλια, προς τιμή της θεάς Ήρας και μητέρας του Άρη, καθώς και τα γενέθλια του ίδιου του Άρη (λατινικά Mars) προς τιμήν του οποίου ο γιος του, ο μυθικός Ρωμύλος, έδωσε στον Μάρτιο το όνομα του πατέρα του που θεωρούνταν γενάρχης των Ρωμαίων. Για τούτο και κατά τον Πλούταρχο (Βίος Νουμά, 19) αναφέρεται πως ο Μάρτιος απεικονίζεται ως άνδρας ενδεδυμένος με δέρμα λύκαινας. Κατά τους χρόνους όμως της «ελεύθερης ρωμαϊκής πολιτείας» ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος στον θεό Ερμή. Κατά την υπό του Νουμά όμως διαρρύθμιση μετακινήθηκε ως τρίτος μήνας και πρώτος ο προς τιμή του ειρηνικού θεού Ιανού. Κατ΄ άλλους η μετατόπιση αυτή έγινε μετά το 153 π.Χ. από τους υπάτους εξακολουθώντας να παραμένει ο Μάρτιος πρώτος μήνας του θρησκευτικού έτους.

Παρόλο που επίσημα η άνοιξη αρχίζει το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου (με την άφιξη του Ήλιου στο εαρινό ισημερινό σημείο της τροχιάς του στις 20-21 Μαρτίου), εντούτοις ολόκληρος ο Μάρτης λογίζεται ως ανοιξιάτικος μήνας μαζί με τον Απρίλιο και τον Μάιο.

     Ο Απρίλιος είναι ο τέταρτος μήνας του έτους και των δυο ημερολογίων, του Ιουλιανού και του Γρηγοριανού και ο δέκατος του αττικού, ο οποίος ονομάζονταν Μουνιχιών και αντιστοιχούσε στο χρονικό διάστημα 24 Μαρτίου-22 Απριλίου του Γρηγοριανού ημερολογίου.

Η λέξη Απρίλιος ετυμολογείται από το λατινικό Aprillis, από το ρήμα aperire, που σημαίνει «ανοίγω». Είναι ο μήνας κατά τον οποίο ο καιρός «ανοίγει» και έρχεται η Άνοιξη. Το 65 μ.Χ. ο Νέρων προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να μετονομάσει τον Απρίλιο σε Νερώνιο (Neronius) σε ανάμνηση της σωτηρίας του μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του στην οποία συμμετείχε και ο δάσκαλός του Σενέκας, που τελικά αυτοκτόνησε για να αποφύγει τον εξευτελισμό.

   Ο Μάιος είναι ο πέμπτος μήνας του έτους κατά το Ιουλιανό και Γρηγοριανό ημερολόγιο. Στο αττικό ημερολόγιο ήταν ο ενδέκατος μήνας Θαργηλιών που αντιστοιχεί με το χρονικό διάστημα 23 Απριλίου-23 Μαΐου. Οι λατίνοι συγγραφείς τον εκφέρουν πάντα με τη λέξη «mensis» (μήνας) ή Kalendae (καλένδες).

Κατά τον Πλούταρχο (Βίος Νουμά 19) η ονομασία του Μήνα (Maja) προήλθε από το όνομα της νύμφης Μαίας που ήταν η ομορφότερη από τις Πλειάδες τις επτά κόρες του Άτλαντα (τις Ατλαντίδες) και της Πλειόνης μητέρας και του θεού Ερμή στον οποίο ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος. Από άλλους υποστηρίζεται ότι αυτό το όνομα είναι προσδιοριστικό πρεσβύτερης ηλικίας εκ του major (μεγαλύτερος): «Μαϊώρεις γαρ οι πρεσβύτεροι» (Πλούταρχος), ο δε Οβίδιος παράγει το όνομα του μήνα από το Majestas (Μεγαλειότης) που έχει αποδεχθεί και ο τεκτονισμός.

Στην αρχαία Ρώμη κατά τον μήνα Μάιο τελούνταν γιορτές προς τιμή της πηγαίας Νύμφης Ηγερίας, στο άλσος της, προς ανάμνηση των συμβουλών της, που παρέσχε στον Νουμά για τις θρησκευτικές αρχές που εισήγαγε στη Ρώμη. Κατά δε την 1η (Μπόνα Ντέα) και 2η Μαΐου συνεχίζονταν τα από 28 Απριλίου αρχόμενα Φλοράλια, εορτές προς τιμή της θεάς της βλάστησης της χλωρίδας (Flora). Επίσης κατά τον ίδιο μήνα οι Ρωμαίοι τελούσαν τα “Lemuria” ή Μειλίχια που ήταν εορτές προς ιλασμό των ψυχών των νεκρών.

Ο Μάιος συνδέεται επίσης και με την όλη πορεία της Βασιλεύουσας πόλης του Μεγάλου Κωνσταντίνου του οποίου τη μνήμη γιορτάζουμε στις 21 του μήνα. Δέκα ημέρες νωρίτερα γιορτάζονται τα γενέθλια ή εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης κατά το έτος 330 μ.Χ., ενώ στις 29 η μνήμη μας γυρνάει πίσω στην Άλωσή της (1453).

Tsarouxis-Mines-Iounis-horz

 Ο Ιούνιος είναι ο έκτος μήνας του έτους κατά το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο.

Ο Ιούνιος πήρε το όνομά του από την σύζυγο του Δία την Ήρα, η οποία στα λατινικά ονομάζονταν Juno. Στο αττικό ημερολόγιο ήταν ο δωδέκατος μήνας και ονομάζονταν Σκιροφοριών.

Το Θερινό Ηλιοστάσιο: Στις 21-22 Ιουνίου ο Ήλιος φτάνει στο βορειότερο σημείο της εκλειπτικής τροχιάς του και αρχίζει να κατέρχεται και πάλι «τρεπόμενος» προς τον ουράνιο ισημερινό. Το σημείο αυτό, ονομάζεται θερινό τροπικό σημείο ή απλά θερινή τροπή, επειδή ο Ήλιος τρέπεται και πάλι προς τον ισημερινό, και από την ημέρα αυτή αρχίζει το καλοκαίρι. Επειδή, μάλιστα, για μερικές ημέρες πριν και μετά τη θερινή τροπή ο Ήλιος φαίνεται να αργοστέκει πάνω στην εκλειπτική, σαν να είναι έτοιμος να σταματήσει, το θερινό τροπικό σημείο ονομάζεται επίσης και θερινό ηλιοστάσιο.

Πριν από 2.000 χρόνια το σημείο του θερινού ηλιοστάσιου βρίσκονταν στον αστερισμό του Καρκίνου γι’ αυτό και ο Βόρειος Τροπικός Κύκλος ο οποίος διέρχεται από το σημείο αυτό ονομάστηκε «Τροπικός του Καρκίνου». Μετά τη θερινή τροπή, ο Ήλιος αρχίζει να κατεβαίνει προς το Νότο, άρα «καρκινοβατεί», κάνει δηλαδή μια οπισθοδρομική κίνηση σαν τον κάβουρα.

Ο Ιούλιος είναι ο έβδομος μήνας του έτους κατά το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Στο αττικό ημερολόγιο ήταν ο πρώτος μήνας του έτους και ονομάζονταν Εκατομβαιών. Κατά το παλαιό ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο πέμπτος μήνας γι’ αυτό και αρχικά στα λατινικά ονομάζονταν Quintilis. Αργότερα, όμως, ο Αύγουστος Καίσαρας για να τιμήσει τον Ιούλιο Καίσαρα του έδωσε το όνομα Ιούλιος.

Το Αφήλιο της Γης: Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, τις πρώτες ημέρες του Ιουλίου η Γη βρίσκεται στο πιο απομακρυσμένο σημείο της ετήσιας τροχιάς της, στο αφήλιο της δηλαδή, γεγονός που δεν πρέπει να ξενίζει κανέναν αφού η απόστασή μας από τον Ήλιο δεν σχετίζεται με τις θερμοκρασίες που επικρατούν πάνω στη Γη. Αυτό, όπως είναι γνωστό, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην κλίση του άξονα της Γης κι όχι από του αν βρισκόμαστε στο αφήλιο ή στο περιήλιο της γήινης τροχιάς. Έτσι στη διάρκεια του Καλοκαιριού ο Ήλιος ευνοεί το βόρειο ημισφαίριο, οι ακτίνες του πέφτουν πάνω μας περισσότερο κάθετα και ενώ εμείς έχουμε Καλοκαίρι, στο νότιο ημισφαίριο έχουν Χειμώνα.

Ο Αύγουστος είναι ο όγδοος μήνας του έτους κατά το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο.

Στο αττικό ημερολόγιο ο Αύγουστος ήταν ο δεύτερος μήνας του έτους και ονομάζονταν Μεταγειτνιών. Ο Αύγουστος, κατά το παλαιό ρωμαϊκό ημερολόγιο, ήταν ο έκτος μήνας, γι’ αυτό αρχικά στα λατινικά ονομάζονταν Sextilis. Το έτος 8 π.Χ. ο Αύγουστος Καίσαρας του έδωσε το όνομά του για να τιμήσει τον θάνατο της Κλεοπάτρας η οποία, όπως εικάζεται, έθεσε τέλος στη ζωή της στις 12 Αυγούστου του 30 π.Χ. Κατά το Βυζαντινό ημερολόγιο που ακολουθεί ακόμη και σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία, και το οποίο αρχίζει τον Σεπτέμβριο, ήταν ο τελευταίος μήνας του χρόνου κι έτσι η 31η Αυγούστου εορτάζονταν ως παραμονή της Πρωτοχρονιάς.

         Η ανατολή του Σείριου: Σε μερικές περιοχές θεωρούνταν ότι οι μέρες του Αυγούστου συμπίπτουν με την «εώα επιτολή» του Σείριου, την ανατολή δηλαδή του λαμπρότερου άστρου της νύχτας λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου. Ο Σείριος είναι το λαμπρότερο άστρο του αστερισμού του Μεγάλου Κυνός και η «εώα επιτολή» του σ’ αυτή τη χρονική περίοδο είχε συνδεθεί στην αρχαιότητα με τα κυνικά καύματα (τα dies caniculariae των Λατίνων), δηλαδή με τις θερμότερες ημέρες του έτους, τα οποία καύματα οι αρχαίοι απέδιδαν στην επί πλέον αύξηση της θερμοκρασίας από την υποτιθέμενη προσθήκη της ακτινοβολίας του Σείριου στην ακτινοβολία του Ήλιου.

c73be87515f52b78cac9102d22576918-horz

   Ο Σεπτέμβριος είναι ο ένατος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και πρώτος μήνας του Φθινοπώρου. Ο Σεπτέμβριος ήταν ο 7ος μήνας του Ρωμαϊκού ημερολογίου εξ ου και η ονομασία του.

Από τις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. ο Σεπτέμβριος καθιερώθηκε ως η αρχή του εκκλησιαστικού αλλά και του πολιτικού έτους, επειδή η 1η Σεπτεμβρίου συνέπιπτε με την αρχή της ινδικτιώνος. Ακόμη και σήμερα, άλλωστε, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να εορτάζει την 1η Σεπτεμβρίου ως «αρχή της ινδίκτου». Η λέξη ινδικτιών σημαίνει κατ’ αρχήν τον προσδιορισμό του ετήσιου ποσού που έπρεπε να καταβάλλουν οι Ρωμαίοι πολίτες ως φόρο. Συνεκδοχικά, πήρε τη σημασία της οικονομικής χρονιάς, και όταν οι φόροι ρυθμίζονταν με βάση μια περίοδο περισσοτέρων ετών, ινδικτιών ονομάστηκε το σύνολο αυτών των ετών. Κατέληξε έτσι να σημαίνει ένα θεσμοθετημένο κύκλο 15 ετών, συνεχώς επαναλαμβανόμενο (όπως η εβδομάδα ή ο μήνας), που χρησιμοποιήθηκε για τη χρονολόγηση πράξεων και γεγονότων που τελικά παγιώθηκε ως το δημοφιλέστερο σύστημα χρονολόγησης για τους Βυζαντινούς, και η 1η Σεπτεμβρίου ως η αρχή του έτους τους».

        Ο Οκτώβριος είναι ο δέκατος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Επειδή το πιο σημαντικό δώρο του Οκτωβρίου στους γεωργούς είναι οι πολλές βροχές του, γι’ αυτό σε πολλά μέρη ονομάζεται «Βροχάρης», αλλά και μήνας της σποράς, εξ ου και τα ονόματα «Σποριάτης», «Σποριάς» και «Σπαρτός». Ήταν ο τέταρτος μήνας του αττικού έτους και ονομάζονταν Πυανεψιών από τα ιερά Πυανέψια ή Πυανόψια, εορτή προς τιμήν του Απόλλωνα.

 Ο Νοέμβριος είναι ο ενδέκατος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο.

Από την αρχαιότητα ακόμη διάφορα, ιδιαίτερα εμφανή ουράνια αντικείμενα, προειδοποιούσαν τους ανθρώπους ως σημάδια των αλλαγών του καιρού. Για παράδειγμα, αναφέρουμε το πανέμορφο ανοιχτό αστρικό σμήνος των Πλειάδων, γνωστότερο στο λαό μας με την ονομασία Πούλια. Από την εποχή ακόμα του Ησίοδου, η δύση των Πλειάδων αμέσως μετά την δύση του Ήλιου, που συμβαίνει στα μέσα Νοεμβρίου, σηματοδοτούσε την περίοδο της έλευσης του κρύου και προειδοποιούσε τους γεωργούς να σπεύσουν να ολοκληρώσουν την σπορά, αλλά και τους κτηνοτρόφους να κατηφορίσουν στα χημαδιά.

Ένα ιδιαίτερα θεαματικό ουράνιο φαινόμενο συμβαίνει γύρω στις 17 Νοεμβρίου κάθε χρόνου, οπότε μια ετήσια «βροχή διαττόντων» στολίζει με δεκάδες φωτεινά πεφταστέρια τον ουρανό όταν μια ροή σωματιδίων μερικών δεκάδων διαττόντων την ώρα σχηματίζουν την «βροχή των Λεοντιδών».

  Ο Δεκέμβριος είναι ο δωδέκατος και τελευταίος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Στα Λατινικά, decem σημαίνει δέκα, αφού ο Δεκέμβρης ήταν ο 10ος μήνας σύμφωνα με το Ρωμαϊκό ημερολόγιο.

Ο Δεκέμβριος, πάντως, όπως κι αν το δει κάποιος, είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με τον εορτασμό των Χριστουγέννων στις 25 του μήνα. Ο κύριος, μάλιστα, λόγος που έκανε την Εκκλησία να προσδιορίσει τον εορτασμό των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου είναι η προσπάθεια των Πατέρων, όπως αναφέρει ο Πάπας Γρηγόριος Α΄ «να μετατραπούν βαθμιαίως αι εορταί των εθνικών εις Χριστιανικάς», αφού η 25η Δεκεμβρίου ήταν για τη Ρώμη η κεντρική εορτή των Σατουρναλίων και της γέννησης του «αήττητου ηλίου», η γνωστή ως Dies Natalis Invicti Solis. Παράλληλα οι αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν τα Κρόνια (αφιερωμένα στον Κρόνο) και τα Διονύσια, καθώς επίσης και τα Θεοφάνια ή επιφάνεια του ηλιακού θεού Φοίβου-Απόλλωνα.

Τα Σατουρνάλια ήταν η αρχαιότερη γιορτή των Ρωμαίων και την απέδιδαν στον Ρωμύλο ή στους Πελασγούς. Ξεχώρισε όμως από τις άλλες αγροτικές γιορτές τους το 217 π.Χ. Οι γιορτές αυτές έπαιρναν πανηγυρικό χαρακτήρα και είχαν κατακτήσει ολόκληρο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Άρχιζαν με τα Βρουμάλια από τις 24 Νοεμβρίου έως τις 17 Δεκεμβρίου και ακολουθούσαν τα Σατουρνάλια από τις 18 έως τις 24 Δεκεμβρίου. Κατά την κεντρική ημέρα της γιορτής του «αήττητου ηλίου» στις 25 Δεκεμβρίου, εορταζόταν το γεγονός της τροπής του ηλίου, που άρχιζε και πάλι να ανεβαίνει στον ουρανό, να μεγαλώνουν οι ημέρες, και μαζί τους οι ζωογόνες ακτίνες του ήλιου ξανάκαναν τη Γη να καρποφορήσει.

Επειδή, λοιπόν, οι πρώτοι χριστιανοί ήσαν εκτός νόμου στη Ρώμη, και δεν τους επιτρεπόταν να συναντιούνται ή να εκκλησιάζονται μαζί, οι συναντήσεις τους γίνονταν κρυφά και σε μικρές ομάδες στις κατακόμβες τους, όπου και τελούσαν τις θρησκευτικές τους εορτές. Για να αποφύγουν λοιπόν τους διωγμούς αποφάσισαν να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου, όταν οι Ρωμαίοι ήσαν απασχολημένοι με τις δικές τους γιορτές των Σατουρναλίων. Μ’ αυτόν τον τρόπο έλπιζαν να μην ανακαλυφθούν από τους εορτάζοντες Ρωμαίους.

Έτσι η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού των Χριστουγέννων, καθιερώθηκε για πρώτη φορά στη Ρώμη κατά τα μέσα περίπου του 4ου μ.Χ. αιώνα, ενώ κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου ξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την Ανατολή εκτός από την Αρμενία όπου διατηρήθηκε η 6η Ιανουαρίου.

Ο εορτασμός όμως των Χριστουγέννων την ίδια ημέρα που οι εθνικοί γιόρταζαν τα δικά τους Σατουρνάλια ή Κρόνια είχε και τις δυσμενείς του επιπτώσεις. Γιατί, σιγά-σιγά, και ιδιαίτερα μεταξύ του 5ου και 8ου αιώνα, πολλά από τα απαράδεκτα για την εκκλησία έθιμα των αρχαίων εορτασμών πέρασαν και στην Χριστιανική εορτή και ιδιαίτερα στο Βυζάντιο, όπου ο λαός τα ακολουθούσε με υπερβολή και γι’ αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας ή οι Κανόνες των Συνόδων τα πολεμούσαν. Το 729 μ.Χ. ο Πάπας Ζαχαρίας αναγκάστηκε να απαγορεύσει με αυστηρότητα τους εορτασμούς των Χριστουγέννων του τύπου των αρχαίων Καλενδών.

Εντούτοις πολλά από τα έθιμα αυτά των Σατουρναλίων και των Καλενδών, που διαρκούσαν 12 συνολικά ημέρες, διατηρούνται ακόμη και σήμερα στους εορτασμούς του «Δωδεκαημέρου» του χρονικού δηλαδή διαστήματος μεταξύ των δυο μεγάλων ακινήτων εορτών της Χριστιανοσύνης, των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου, και των Θεοφανίων στις 6 Ιανουαρίου.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα