Κόσμος

H μεταμόρφωση της μνήμης: Απο την ποίηση της εισβολής στην Κύπρο στις νέες καλλιτεχνικές δημιουργίες

Συνομιλώντας με δύο νέους Κύπριους καλλιτέχνες

Ανδρέας Νεοκλέους
h-μεταμόρφωση-της-μνήμης-απο-την-ποίηση-1191210
Ανδρέας Νεοκλέους

Είχα την τύχη στις 15 Ιουλίου να παραβρεθώ στην εκδήλωση, με αφορμή την επέτειο του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, στο 43ο Φεστιβάλ βιβλίου (αφιερωμένο στα Κυπριακά γράμματα και την ποίηση), με τίτλο: «Από τα φυλακισμένα Μνήματα στους φυλακισμένους λαούς».

Μια εκ των ομιλητριών που στελέχωνε το πάνελ συζήτησης ήταν η κ. Αναστασία Καραογλάνη (Πρόεδρος πολιτιστικού ομίλου “Λογείον”, ποιήτρια και φιλόλογος αγγλικών). Μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στην κυπριακή ποίηση της εισβολής, στα κοινά χαρακτηριστικά που εντόπισε η ίδια στα ποιήματα αυτά και στη σημαντικότητα που ενέχουν αναφορικά με την μνήμη, την πραγματικότητα και την απώλεια. Ακολουθούν λίγα λόγια από την ίδια, έτσι ώστε να μας εισάγει ομαλά στον κόσμο της Κυπριακής ποίηση της εισβολής.

“Ας πάμε στα γενικά χαρακτηριστικά, αυτό που διαπίστωσα σκύβοντας πάνω στα ποιήματα ποιητών που δεν γνώριζα, τις πιο πολλές φορές, αλλά και των πιο γνωστών ήταν ότι πρόκειται για υψηλού επιπέδου ποίηση. Ο καθείς με τις φαρέτρες του, κάποια ποιήματα λυρικά, κάποια ποιήματα πιο υπαρξιακά, φιλοσοφικά. Μέγα θέμα κοινό η απώλεια ,τι χάνουμε;

Την καθημερινότητα και την παιδικότητα – απώλεια, αυτό που προξενεί μεγάλο ενδιαφέρον είναι λοιπόν οι πολλαπλές αναφορές σε αρκετά ποιήματα στην καθημερινότητα. Στις απλές, ανθρώπινες, οικογενειακές συνήθειες που χάθηκαν σε σχέση με τον γενέθλιο τόπο. Ο πρόσφυγας δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτές τις μνήμες, μέσα από τις οποίες τόσο γλαφυρά περιγράφεται η αντίστροφη μέτρηση, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, πριν βγει-διωχτεί η οικογένεια από την εστία.”

Η απαγγελία ποιήματων του Κώστα Μόντη, της Νόρα Νατζαριάν, του Λεύκιου Ζαφειρίου και πολλών άλλων.. με έφεραν αντιμέτωπο με μια πραγματικότητα που δεν είχα ποτέ άλλοτε αναλογιστεί. 50 χρόνια από τον βίαιο εκτοπισμό. 50 ολόκληρα χρόνια από το τελευταίο διασωθέν δια της εμπειρίας γεγονός..

Δάκτυλα (Κύπρος, 1974) 

Κρατιέσαι σφιχτά πάνω σ’ εκείνη την ώρα, όπως ένα νεογέννητο πάνω σ’ εκείνη την καλοκαιρινή ώρα τότε που όλα συνέβηκαν. Όταν όλα άλλαξαν.

Ακουγόταν μουσική στο ραδιόφωνο. Στην κουζίνα η Μαμά και η μαμά της καθάριζαν μπάμιες, (περίπου μια ώρα για να ψηθούν) κι εσύ έκανες ποδήλατο ή διάβαζες για την Αλίκη και τα δάκτυλά της που μίκραιναν στην Χώρα των Θαυμάτων. Πενήντα λεπτά.

Άρχισες να νιώθεις τη ζέστη εκείνου του Ιούλη. Μυρμήγκια σκαρφάλωναν πάνω στα δάκτυλα των ποδιών σου καθώς φυσούσες φούσκες πάνω στη φλούδα της συκιάς με τα φύλλα της σαν μεγάλα, πράσινα χέρια. Το γρασίδι κάτω από τα σανδάλια σου έτριζε ακριβώς σαν το τρίξιμο πυρκαγιάς. Τριάντα-πέντε.

Δέκα λεπτά, και το παγωτό σου έλιωσε την βανίλια πάνω στ’ αυτιά του αδέσποτου γάτου και κάτι βούισε μέσα από το γαλάζιο του ουρανού και η μουσική σταμάτησε. Η μαμά ήρθε, σε άρπαξε, σ’έσπρωξε μέχρι που τα δάκτυλα σου άφησαν το παγωτό να πέσει χάμω.

Ο πατέρας είχε κιόλας επιστρέψει (μα πολύ νωρίς) και κάτι στα μάτια του φώναζε. Η μαμά έκλαιγε πάνω στο τραπέζι. Η κατσαρόλα είχε ξεχειλίσει αλλά κανείς δεν έδινε σημασία. Κι εσύ έκλαψες για την βανίλια που αγαπούσες κι ολόκληρη η κουζίνα ούρλιαζε. Πέντε.

Και φεύγατε, μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο. Πέντε. Ο γάτος έγλειφε τις πατούσες του. Τέσσερα. Οι μπάμιες έκλαιγαν με λυγμούς μες στην κουζίνα. Τρία. Τα φύλλα της συκιάς έγνεφαν αντίο. Δύο. Και άφηνες τον τόπο σου, δάκτυλο προς δάκτυλο. Ένα. Πού να ’ξερες πως το νησί σου μοιραζόταν.

Πού να ’ξερες πως μία ώρα μονάχα μπορούσε να φέρει τόση καταστροφή.

της Νόρα Νατζαριάν (Η φωνή στην κορυφή της σκάλας, 2001)

Παρά τη φυσική τάση του χρόνου να ξεθωριάζει τις αναμνήσεις και την αέναη πάλη της μνήμης με τη λήθη, το ομηρικό έπεα πτερόεντα έρχεται να συμπληρώσει το λατινικό scripta manent υπογραμίζοντας την σημαντικότητα που ενέχει ένα γραπτό κείμενο.

Λόγια που πετούν, γραπτά που μένουν λοιπόν. Σε μια περίοδο όπου η πρώτη γενιά του προσφυγικού πληθυσμού έχει σχεδόν εξαλειφθεί, η ποίηση της εισβολής όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η κυρία Καραογλάνη μένει ως “παρακαταθήκη στους πιο νέους για να μάθουν και στους μεγάλους για να θυμηθούν”.

Η ποίηση δεν είναι πεπερασμένη. Η ικανότητα της να αποτυπώνει ανθρώπινα συναισθήματα, σκέψεις και ιστορίες είναι διαρκής και αμετάβλητη.

Ωστόσο, η μείωση της αναγνωσιμότητας είναι γεγονός. Οι παραδοσιακοί τρόποι παρουσίασης-όπως οι έντυπες συλλογές ποιημάτων ή οι αναγνώσεις σε φυσικούς χώρους-φαίνεται να απομακρύνονται απο την καθημερινότητα των νέων γενιών. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ποίηση χάνει τη δύναμη της, αλλά ότι οι τρόποι με τους οποίους φτάνει στους αναγνώστες και το κοινό αλλάζουν. Προσαρμόζεται στις ανάγκες των νέων εποχών και εξελίσσεται για να προσφέρει μια νέα φωνή στη συλλογική μνήμη.

Ο χορός ως μέσο διεκδίκησης

Για την Μαρίτα Αναστάση, “Δεν ξεχνώ” σημαίνει ενεργή ανάκτηση. Δεν είναι απλώς μια μνήμη ή ένα σύνθημα αλλά μια ενεργή πράξη για να διασφαλιστεί ότι αυτό που είναι σημαντικό συνεχίζει να έχει παρουσία και νόημα. Σημαντικό: Ξέρεις καθόλου για την Μαρωνίτικη κοινότητα της Kύπρου; 

«Είμαι Μαρωνίτισσα, η μαμά μου είναι από τον Κορμακίτη και ο μπαμπάς μου από την αγία Μαρίνα Σκυλλούρας-αλλά ο πατέρας μου μετακόμισε προπολεμικά στη Λευκωσία. Η μητέρα μου ζούσε στον Κορμακίτη μέχρι την εισβολή. Ξέρεις καθόλου για την Μαρωνίτικη κοινότητα; Έχει αρκετό κόσμο που δεν είναι ενημερωμένος-ευθύνεται το εκπαιδευτικό μας σύστημα.» 

Με ρίζες που εκτείνονται στον 16ο αιώνα, η Μαρωνίτικη κοινότητα, του Κορμακίτη, το 1974 μου εξηγεί η Μαρίτα – από όσα έχει ακούσει προφορικά απο την κοινότητα της , “ήταν το τελευταίο χωριό που κατέλαβαν οι Τούρκοι, μετά από 6 με 7 μέρες μετά τις 20 Ιουλίου. Οπότε κάπως η βία είχε κατασταλάξει. Υπήρξε διαμεσολάβηση των Τουρκοκυπρίων της Αγίας Ειρήνης, αλλά και απο τον Πάπα σε μεταγενέστερη φάση επειδή θεωρείται καθολική κοινότητα, μικρή και δεν είχε κάποια ουσιαστική σύνδεση με τα τεκταινόμενα που έλαβαν χώρα στην Κύπρο το 1974. Σε γενικές γραμμές  το χωριό ήταν ουδέτερο σε όλη την κατάσταση.” 

Ξεκάθαρες εικόνες

Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα χωριά της Κύπρου, στον Κορμακίτη έτσι όπως έγινε η πρώτη φάση του πολέμου, αρκετοί κάτοικοι εγκλωβίστηκαν στο χωριό. Η Μαρίτα μου ανέφερε μεταξύ άλλων πως οι Μαρωνίτες που έφυγαν απο το χωριό και ζούσαν στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου, όπως επίσης και οι συγγενείς των εγκλωβισμένων αντιμετώπιζαν μεγάλες δυσκολίες στην επικοινωνία και στις επισκέψεις στα κατεχόμενα εδάφη, καθώς αυτές επιτρέπονταν κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις και υπό αυστηρούς όρους. Ωστόσο η ίδια αναφέρει για την ίδια κατάσταση:

«Εγώ προσωπικά είχα την μοναδική εμπειρία-να περνάω από τα οδοφράγματα πριν από το 2003, περνούσαμε με ειδική άδεια. Οπότε πήγαινα στα κατεχόμενα πριν καν ανοίξουν τα οδοφράγματα από το 1997 μέχρι και το 2003. Πόσο να ήμουν τότε 7-8 χρονών… αλλά έχω πολύ ξεκάθαρες αναμνήσεις. Να πηγαίνουμε με την άδεια από το Ledra Palace, είχες χάρτη πορείας, έπρεπε να σταματήσουμε σε τρεις διαφορετικούς αστυνομικούς σταθμούς για να μας βάλουν στάμπα στην άδεια πορείας για να σιγουρευτούν ότι δεν λοξοδρομήσαμε. Νομίζω πως αφήναμε και τα διαβατήρια μας σε έναν από τους σταθμούς. Για να τα έχουν, για να ξέρουν ποιος είναι και ποιος δεν είναι μέσα στο χωριό.»

Στη συνέχεια της συζήτησης μας μου μετέδωσε την αίσθηση ότι απο πόλη σε πόλη, μιλόντας για τις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου- ο τρόπος με τον οποίο ο κόσμος αντιλαμβάνεται, βιώνει το όλο ζήτημα της εισβολής, της σχέσης με τον τόπο που βρίσκεται στην “άλλη” πλευρά, διαφέρει κατά πολύ. Είναι μόνιμη κάτοικος Λονδίνου, αλλά το πατρικό της σπίτι βρίσκεται στη Λευκωσία-μου ανέφερε χαρακτηριστικά πως «στην Λευκωσία το ζεις. Έχουμε μπαρ που είναι κάτω από σκοπιές της Εθνικής Φρουράς. Μιλάμε για σουρεάλ καταστάσεις». Σε αντίθεση με την πόλη της Λεμεσού και τους κατοίκους της όπου μου είπε πως:

«Είναι δύσκολο να βρεις κάποιον που θα πάει στα κατεχόμενα, είναι διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο βιώνουν ή σκέφτονται για την “άλλη” πλευρά. Εντάξει ναι, ο λόγος που ο περισσότερος κόσμος στην Λευκωσία πάει στην άλλη πλευρά είναι για να βάλουν βενζίνη, η αλήθεια να λέγεται, δεν είναι για κάτι άλλο, αλλά ας είναι κι’ αυτό. Μόνο και μόνο αυτός ο οικονομικός λόγος μας κάνει να έχουμε μια άλφα τριβή. Στην Λεμεσό δύσκολα να έχεις αυτή την τριβή. Οπότε είναι πιο εύκολο να μασήσεις και παραμύθια που σου πουλάνε-και απλά μου έκανε εντύπωση που δεν είχαν αυτή την εμπειρία, αλλά και ο τρόπος που βιώνουν οι κάτοικοι της Λεμεσού την πόλη τους.

Ουσιαστικά, στη Λεμεσό δεν καταλαβαίνουν τι πάει να πει περπατάω στην παλιά πόλη της Λεμεσού και φτάνω σε ένα σημείο όπου δεν μπορώ να πάω παρακάτω. Για μένα αυτό ήταν πολύ σοκαριστικό.»

Όντας χορεύτρια που ασχολείται με την χορογραφία, το performance, τη συγγραφή και την παραγωγή, η Μαρίτα που συμπεριλαμβάνει σχεδόν σε κάθε της δουλειά το στοιχείο της τεκμηρίωσης-δημιούργησε με αφορμή τα προσωπικά της βιώματα και την άγνοια που παρατήρησε ότι κυριαρχεί στη πόλη της Λεμεσού αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στο νησί τα τελευταία 50 χρόνια μια live performance που έφερε το όνομα “The Other Side” (Η άλλη πλευρά). Στο πιο ήσυχο δρομάκι της πόλης, όπως το αποκαλούμε εμείς που έχουμε καταγωγή απο τη Λεμεσό, το “Ζιγκ Ζαγκ”:

«Η επιλογή για τον τόπο του “Ζιγκ-Ζαγκ” έγινε γιατί αρχικά ήταν εύκολο να το κόψεις. Το τζαμί δίπλα που κάθεται στα ερείπια μιας βυζαντινής εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης. Οπότε είναι ένας αρκετά ιερός τόπος και έχεις πολλά πράγματα να πάρεις, είναι επίσης πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι ένα τζαμί κτίστηκε πάνω από τα θεμέλια μιας εκκλησίας.» 

Ενώ όταν αναφέρθηκε στους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να δημιουργήσει αυτό το performance είπε πως «ουσιαστικά, στη Λεμεσό δεν καταλαβαίνουν τι πάει να πει περπατάω στην παλιά πόλη της Λεμεσού και φτάνω σε ένα σημείο όπου δεν μπορώ να πάω παρακάτω. Για μένα αυτό ήταν πολύ σοκαριστικό. Ο λόγος που ήθελα να κάνω κάτι ήταν για να φέρω την εμπειρία της Λευκωσίας, μέσα στην Λεμεσό. Τι σημαίνει “Δεν μπορώ να πάω παρακάτω”. Για αυτό και το ονομάσαμε “Η άλλη πλευρά”, σάκοι με άμμους γενικά ήταν αναφορά στα οδοφράγματα και στο συρματόπλεγμα-γενικά ήταν μια διαπραγμάτευση του πως πάω στην άλλη πλευρά.» 

Παράλληλα με την εκτύλιξη του live performance, ηχητικά ντοκουμέντα από νεαρούς κατοίκους της Λεμεσού αντηχούσαν στην στοά, η οποία έμοιαζε βγαλμένη από λαβύρινθο. Αυθόρμητες απαντήσεις νέων σε ερωτήματα που δεν θέτονται και τόσο εύκολα στον ίδιο τον εαυτό. Τι σκέφτεσαι όταν ακούς “Άλλος”, “Άλλη πλευρά”, “Γραμμή”, “Πράσινη Γραμμή”;

«Ένα τείχος χτίζεται με άμμο. Ένας δρόμος και ένα ακροατήριο χωρίζονται. Πώς μπορεί αυτός ο τοίχος να επηρεάσει τη δυναμική της αστικής μας εμπειρίας και της ενσώματης μνήμης μας γι’ αυτήν;

Μπορεί ένας τοίχος να λειτουργήσει ως σημείο στήριξης και αλληλεγγύης ή μπορεί να υπάρξει μόνο ως σημείο έντασης και αμφισβήτησης; Και στο τέλος της ημέρας, πόσο ανθεκτικός είναι ένας τέτοιος τοίχος;

Πόσο εύκολο είναι να καταρρεύσει; Και αν καταρρεύσει, τι θα συμβεί στη συνέχεια;

Τελικά, τι μπορεί να βρεθεί στην άλλη πλευρά;» 

Χορογραφία: Marita Anastasi | Απόδοση: Marita Anastasi, Eleana Charalambous , Julie Charalambidou | Δραματουργία: Marina Kakoulli | Ήχος: Manos Stratis | Κοστούμια: Veronika Hadjistefanou | Παραγωγή: Nea Kinisi Summer Dance Festival 2022 | Επιτόπια βοήθεια: Giannos Hadjivasiliou | Φωτογράφηση: Pavlos Vryonides

Μερικά λόγια που μου είπε η Μαρίτα τα κράτησα για το τέλος… «Μας αφορά όλους αυτό. Δεν είναι και τόσο μεγάλο το νησί μας. Γιατί να μην με νοιάζει τι γίνεται στον Ακάμα, Γιατί έναν από τη Λεμεσό να μην τον νοιάζει τι γίνεται στη Λευκωσία; Δεν ξέρω νοιώθω ότι περνάει και η Κύπρος σε μια άλλη φάση-που χάνεται η ιδέα της κοινότητας, της αλληλεγγύης. Ο πόλεμος ίσως να επιτάχυνε λίγο αυτή την νέα πραγματικότητα. Πλέον η κερδοσκοπία, δυστυχώς, επισκιάζει όλα τα υπόλοιπα ιδανικά που μπορούμε να έχουμε σαν κοινωνία στην Κύπρο.» 

Το performance που οργανώθηκε απο τη Μαρίτα Αναστάση δεν είναι απλά μια καλλιτεχνική έκφραση, αλλά μια ισχυρή υπενθύμιση της σημασίας της κοινότητας και της αλληλεγγύης. Μέσα από την παράσταση, μας προσκαλεί να σκεφτούμε τις διαχωριστικές γραμμές, φυσικές και μεταφορικές, που μας χωρίζουν και μας απομονώνουν. Ένα γόνιμο σκούντημα για σκέψη και συλλογική δράση – αναγνωρίζοντας ότι η μοίρα μας είναι κοινή. Γιατί στο τέλος της ημέρας, η αλληλεγγύη και η κοινότητα είναι οι θεμέλιοι λίθοι που μπορούν να κρατήσουν μια κοινωνία ζωντανή και ανθεκτική.

Σύντομα πρόκειται να κυκλοφορήσει μια μικρού μήκους ταινία, ένα ντοκιμαντέρ χορού για το Βαρώσι-την πόλη φάντασμα που βρίσκεται στην Αμμόχωστο, βόρεια της πράσινης γραμμής – που βρίσκεται υπό την κατοχή του τούρκικου στρατού.  Το “CAPSULE” (η κάψουλα) καταγράφει προσωπικές μαρτυρίες απο τον Μάιο του 2021. Όταν για πρώτη φορά μετά από 47 χρόνια, ο τουρκικός στρατός επέτρεψε την πρόσβαση πολιτών σε ένα τμήμα της συνοικίας των Βαρωσιών. Εκ τότε αρκετοί έχουν επισκεφθεί τον τόπο τους-αναζητώντας τα σπίτια, τις περιουσίες και τις αναμνήσεις τους.

Μουσική αφύπνιση

ο ΑριΣτοτέλης (Αριστοτέλης Αριστοτέλους) είναι συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής και μουσικός παραγωγός. Έχει γεννηθεί στη Λεμεσό της Κύπρου το 1995 – αναφέρει πως «οι γονείς μου έζησαν στις ελεύθερες περιοχές, οπότε δεν θεωρούμε πρόσφυγας». Παρόλα αυτά πρόκειται για μια περίπτωση ατόμου που έρχεται να κουμπώσει σε όσα προανέφερε η Μαρίτα-ο Αριστοτέλης δεν βγάζει τον εαυτό του έξω απο την κατάσταση που επικρατεί στην μεγαλόνησο-αντιθέτως:

«Στο στιχουργικό κομμάτι  με επηρεάζει το οτιδήποτε μου προκαλεί έντονα συναισθήματα και το θέμα της Κύπρου είναι ένα ζήτημα που μου προκαλεί ποικίλα συναισθήματα. Εκτός από τα συναισθήματα της οργής, το πως φτάσαμε σε αυτή την κατάσταση, μου δημιουργείται και το συναισθημα της νοσταλγίας ενός ειρηνικού χτες που ουσιαστικά δεν βίωσα. Παραλληλα, σε αυτό το ζήτημα με κυριεύει μια μεγάλη απογοήτευση για την αδιαφορία και την απάθεια μιας πλειονότητας της νέας γενιάς, που έχουν αποδεχτεί την πραγματικότητα και την de facto διχοτόμηση.» 

Η απάθεια που βλέπεις στη νέα γενιά σε συνδιασμό με την σχεδόν εξάλειψη της πρώτης γενιάς προσφύγων-θέτει την διατήρηση της ιστορικής μνήμης σε κίνδυνο; 

«Στην Κύπρο υπάρχει ένα γενεαλογικό τραύμα που ακόμα και όταν φύγει η πρώτη γενιά προσφύγων, κάπως θα διατηρηθεί η ιστορική μνήμη – μέσα από την παιδεία και άλλα μέσα, που έχουν τη δύναμη να επηρεάζουν συνειδήσεις. Ποιο είναι το θέμα όμως στην προκειμένη περίπτωση; Για ποια ιστορική μνήμη μιλάμε; Αν μιλάμε για την ιστορική μνήμη που οι μόνοι που έφταιγαν είναι οι μεν ή οι δε, την ιστορική μνήμη που διατηρει το μίσος προς το άλλο, την ιστορική μνήμη του “Δεν ξεχνώ”, δεν συγχωρώ, δεν κάνω τίποτα αν δεν υποχωρήσει ταπεινωτικά ο “άλλος” τότε, για μένα είναι καλύτερα να μην διατηρηθεί. Χρειαζόμαστε μια νέα προοπτική τόσο στο πεδίο της συνεννόησης όσο και σ’αυτό της συμφιλίωσης. Προφανώς και έχει πονέσει πολύς κόσμος, ο θάνατος, η απώλεια της γης που αγαπάς και μεγάλωσες – είναι πολύ σκληρά τραύματα. Πρέπει όμως να κινηθούμε προς τα εμπρός, μαθαίνοντας από το παρελθόν. Απο την άλλη πρέπει να αφήσουμε κάποιες πρακτικές πίσω, να γίνουμε δηλαδή πιο διαλλακτικοί, να μπουν οι καλές προθέσεις στο επίκεντρο και έτσι να υπάρξει μια αντιμετώπιση του προβλήματος.» 

Η τέχνη και στη συγκεκριμένη περίπτωση η μουσική μπορεί να βοηθήσει, να καταπραΰνει τα τραύματα του παρελθόντος και να συνδράμει σε μια ενδεχόμενη, σε όποιο βαθμό, συμφιλίωσης τους με αυτά;

«Η μουσική είναι μια πανανθρώπινη μορφή επικοινωνίας. Ένα πολιτικό τραγούδι μπορεί να μεταφέρει μηνύματα συμφιλίωσης και ειρήνης, αλλά αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό για να επιτύχει την αλλαγή που χρειαζόμαστε. Μια συναυλία στην πράσινη γραμμή ή μια συνεργασία καλλιτεχνών από τις δύο κοινότητες μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την άρση της αποξένωσης που υπάρχει μεταξύ μας. Η μουσική έχει τη δύναμη να μας ενώσει, αλλά δεν μπορεί να φέρει την αλλαγή μόνη της. Απαιτούνται πολλά περισσότερα για να επιτευχθεί μια ουσιαστική αλλαγή.» 

Τέλος – βλέπεις κάποιο μέλλον στην,για την Κύπρο; Αν ναι αποτυπώνεται αυτή η οπτική στο έργο σου; 

«Όσον αφορά το Κυπριακό, από τη μια με διακατέχει ένα αίσθημα απαισιοδοξίας λόγω της αδιαφορίας που υπάρχει στην κοινωνία για το ζήτημα, αλλά από την άλλη, οι κοινές δράσεις των δύο κοινοτήτων, μουσικές και μη, δίνουν ελπίδες. Έχω γράψει κατά καιρούς κομμάτια που αφορούν την κυπριακή κοινωνία και το Κυπριακό. Το μόνο δημοσιευμένο είναι “Η Γειτονιά του ’63”. Σε αυτό το κομμάτι ήθελα να θίξω τις διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις που υπήρχαν στο νησί πριν τον πρώτο διαχωρισμό με τα γεγονότα του ’63 και πώς εξελίχθηκαν μετά. Πώς φίλοι, γείτονες, ζευγάρια μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, μέσα από τη φρίκη των ακραίων εθνικιστικών δράσεων, κατέληξαν να πρέπει να είναι εχθροί. Δυστυχώς, όταν μιλάμε για ιστορικά γεγονότα, μένουμε στους αριθμούς, στις μάχες, στα γεωπολιτικά συμφέροντα, αλλά ξεχνάμε το τι μπορεί να ζούσαν και να ένιωθαν αυτοί οι άνθρωποι που ήταν παρόντες. Αυτό είναι που με συγκινεί, και αυτό ήθελα να παρουσιάσω σε αυτό το κομμάτι»  

Στίχοι,Μουσική: ΑριΣτοτέλης | Τρομπέτα,Φωνητικά: Αναστασία Αμαξοπούλου | Φλάουτο: Γιάννης Αντώνογλου | Μπουζούκι: Μάριος Χατζηχαραλάμπους | Mίξη,Παραγωγή: ΑριΣτοτέλης | Μάστερινγκ: Γιάννης Χριστοδουλάτος Sweetspot Studιo | Εικονογραφία,Γραφιστικά: Ελιάνα Ζυγά

Αντί επιλόγου κάποιες σκέψεις. Απο την ποίηση της εισβολής σε νέες καλλιτεχνικές δημιουργίες-όχι μόνο τέχνη ίσων έκφραση αλλά μέσο εντοπισμού και κατανόησης των πολυπλοκοτήτων της ανθρώπινης εμπειρίας. Συνεχίζοντας το ταξίδι, ας θυμόμαστε ότι κάθε βήμα, κάθε σκέψη και κάθε πράξη συμβάλλει στο μεγαλύτερο σύνολο στο οποίο, καλώς η κακώς, όλοι είμαστε μέρος.

Πηγές:  https://antoniettamarita.com/?page_id=54

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα