Η παγίδα της τελειομανίας

Γιατί έχουμε φτάσει να είμαστε δυσαρεστημένοι επειδή είμαστε συνηθισμένοι;

Parallaxi
η-παγίδα-της-τελειομανίας-818651
Parallaxi
Εικόνα: unsplash.com

Η κοινωνία μας βομβαρδίζει με οδηγίες για το πώς να είμαστε πιο ευτυχισμένοι, πιο γυμνασμένοι και πιο πλούσιοι. Γιατί έχουμε φτάσει στο να είμαστε δυσαρεστημένοι με το να είμαστε συνηθισμένοι;

Ως νέος καθηγητής πανεπιστημίου πριν από δύο δεκαετίες, δίδασκα ένα μάθημα για την αμερικανική λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Αν και εμένα μου άρεσε η περίοδος, οι μαθητές μου έδειχναν λιγότερο ενδιαφέρον. Κάθονταν στις διαλέξεις σιωπηλά, ελπίζοντας ότι δεν θα τους ζητούσα να μιλήσουν.

Ο Roy ήταν διαφορετικός. Ήταν εξαιρετικά διαβασμένος και συζητούσε τα κείμενά μας με παθιασμένη ένταση, τα οποία οι συμφοιτητές του παρατηρούσαν με ένα μείγμα απορίας και δέους. Στο τέλος του τριμήνου, οι περισσότεροι μαθητές παρέδωσαν ανεπαρκείς και εντελώς αδιάφορες εργασίες. Αλλά ο Roy ήρθε στο γραφείο μου δύο ημέρες πριν από την προθεσμία ζητώντας παράταση.

Του εξήγησα ότι δεν θα μπορούσα να του δώσω επιπλέον χρόνο χωρίς ιατρική σημείωση και ότι θα έχανε βαθμούς για την καθυστέρηση της εργασίας. Τον προέτρεψα να πάει σπίτι και να γράψει το δοκίμιό του. Είχε ήδη αποδείξει ότι είχε πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να πει.

Ο Roy είπε ότι είχε ήδη γράψει την εργασία. Γιατί τότε δεν την έχεις υποβάλει; ρώτησα, «Γιατί είναι χάλια», απάντησε. Με παρακαλούσε για για μια μικρή παράταση αλλά επέμεινα ότι δεν μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο.

Το δοκίμιο ήρθε με μια μέρα καθυστέρηση. Παρά το γεγονός ότι μειώθηκε κατά πέντε πόντους, σημείωσε αρκετά υψηλό βαθμό.

Ο Roy συνέχισε να παραδίδει τις εργασίες του αργά για το υπόλοιπο του πτυχίου του και παρ’ όλα αυτά έφτασε στην κορυφή του έτους του. Την επόμενη χρονιά εγγράφηκε στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα που έτρεχα. Το έργο του έγινε όλο και πιο εντυπωσιακό και οι καθυστερήσεις στην υποβολή ακόμη πιο παρατεταμένες. Όταν ήρθε να με δει μια εβδομάδα πριν από την προθεσμία για την τελική του διατριβή, εντόπισα ένα εξάνθημα στο μέτωπό του. Ανησυχώντας, ρώτησα αν ήταν καλά.

«Μια χαρά», με έκοψε. «Απλώς τρίβω υπερβολικά πολύ το δέρμα μου όταν είμαι αγχωμένος, αυτό είναι όλο». Τότε παρατήρησα ότι τα νύχια του ήταν δαγκωμένα και τα δάχτυλα του πρησμένα.

Παρέπεμψα τον Roy στη συμβουλευτική υπηρεσία του πανεπιστημίου. Στην αρχή αρνήθηκε να ασχοληθεί με αυτό, αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να υποστηρίξει τα αιτήματά του για παράταση. Η επίσημη προθεσμία του Σεπτεμβρίου πέρασε, αλλά ο σύμβουλος του Roy τον βοήθησε να την παρατείνει μέχρι τον επόμενο Ιανουάριο.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα ο Ρόι ήρθε να με δει. Είπε πως δεν υπήρχε περίπτωση να ολοκληρώσει η διατριβή του εγκαίρως. Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι αυτή ήταν μια μεταπτυχιακή διατριβή όχι έργο της ζωής του. Δεν χρειαζόταν να είναι τέλεια.

Εικόνα: unsplash.com

«Πίστεψέ με», απάντησε με ένα άχαρο γέλιο, «απέχει πολύ από την τελειότητα. Δεν είναι καν στον ίδιο γαλαξία ». Υπέθεσα ότι την είχε γράψει, γεγονός το οποίο επιβεβαίωσε. «επίσης τη διάβασα και δεν είχα άλλη επιλογή παρά να τη διαγράψω», συμπλήρωσε. Μελαγχολικά, τον ρώτησα αν είχε κρατήσει ένα αντίγραφο. Δεν είχε. Είχε σβήσει έτσι απλά περισσότερες από 20.000 λέξεις. «Σας σέβομαι πάρα πολύ για να σας υποβάλλω στο να διαβάσετε κάτι τόσο άσχημο», μου είπε.

Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδα τον Roy. Για τον επόμενο ενάμιση χρόνο, του δόθηκαν διαδοχικές παρατάσεις λόγω του συνεχούς άγχους του. Όταν έληξε η τελική παράταση, δεν υπέβαλε ούτε διατριβή ούτε δικαιολογία. Του έγραψα και τον ρώτησα αν είχε έστω ένα προσχέδιο της εργασίας να μου δείξει. «Όχι κάποιο στο οποίο να θέλω να σας υποβάλω»,μου απάντησε. Δεν ξανάκουσα νέα του.

Εικόνα: unsplash.com

Στη σύγχρονη εποχή, η αλλαγή των διαστάσεων μύτης ή του στήθους μέσα από πλαστικές αντιπροσωπεύει την πολύ επιθυμητή αλλά ανέφικτη ελπίδα για ένα τέλειο μέλλον. Αυτή είναι μόνο μία από τις τελειομανείς φαντασιώσεις που μαστίζουν τις καταναλωτικές μας ζωές. Οι τέλειοι γάμοι, τα σπίτια και οι προορισμοί διακοπών μας βομβαρδίσουν μέσα από τις διαφημίσεις, τις τηλεοράσεις και τα social media, προκαλώντας συναισθήματα φθόνου, ανεπάρκειας και λαχτάρας σε δισεκατομμύρια θεατές.

Στη δουλειά μου ως ψυχαναλυτής συναντώ συχνά ανθρώπους που βρίσκονται δέσμιοι κάποιου τιμωρικού ιδεώδους επαγγελματικής, ρομαντικής, σωματικής ή ηθικής τελειότητας. Σπάνια περνάει μια μέρα χωρίς τουλάχιστον ένας ασθενής να θρηνεί ή να αυτοεπιτιμάται επειδή δεν έχει επιτύχει έναν απαιτητικό στόχο ή πρότυπο που είχε θέσει για τον εαυτό του. Αυτός ο “αυτοτραυματισμός” συνήθως ενισχύεται από την πεποίθηση ότι κάποιος άλλος που γνωρίζει (ένας συνάδελφος, αδελφός ή φίλος) στη θέση τους θα είχε καταβάλει την απαραίτητη προσπάθεια ή και δόλο για να πετύχει.

Στην αρχή της πανδημίας παρατήρησα ότι πολλοί από τους ασθενείς απαλλάχθηκαν από τις απαιτήσεις της τελειομανίας που η ίδιοι είχαν θέσει στον εαυτό τους. Τα ιδρύματα και οι επιχειρήσεις προσαρμόστηκαν στην εργασία από το σπίτι και πολλοί άνθρωποι είδαν μια χαλάρωση στο φόρτο εργασίας τους, ένα διάλειμμα από τη συνεχή παρακολούθηση και μια ευκαιρία να επαναξιολογήσουν τις προτεραιότητές τους. Ξεκίνησαν να ασχολούνται με απλά πράγματα και ήρθαν κοντά με τις οικογένειες τους. Αλλά μετά από μια περίοδο μερικών εβδομάδων οι παλιές απαιτήσεις επανεμφανίστηκαν.

Όπως και ο ίδιος ο ιός, η τελειομανία προσαρμόστηκε στις ίδιες τις συνθήκες που είχαν αρχίσει να την εξουδετερώνουν. Για παράδειγμα η Polly, μιας ασθενής μου που στην αρχή της καραντίνας είχε χαλαρώσει και απελευθερωθεί από τις απαιτήσεις της και είχε σκεφτεί ότι δουλεύοντας από το σπίτι θα μπορούσε να αποφύγει την παρακολούθηση και την κρίση του διευθυντή της, σκέφτηκε αργότερα ότι θα έπρεπε να γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτή στο Slack. Είχε βρει μια νέα πηγή ανταγωνιστικότητας στην εργασία στο σπίτι: ποιος θα μπορούσε να είναι πιο παραγωγικός κάτω από αυτές τις επιπρόσθετες πιέσεις;

Εικόνα: unsplash.com

Αυτό το συναίσθημα ήταν έκδηλο στις συνεδρείες μου με τους ασθενείς. Ήταν κυρίαρχη η αίσθηση ότι αυτή η επιβράδυνση ήταν μια προσωρινή ανάπαυλα, αλλά ήταν καιρός να σοβαρευτούμε ξανά. Η τελειομανία επέστρεψε, τόσο δελεαστική και ασυγχώρητη όπως πριν.

Αυτή η αναστολή του τελειομανικού ζήλου, που ακολουθήθηκε από την αδίστακτη επιστροφή του με έκανε να σκεφτώ ότι η τελειομανία μπορεί να είναι ένα βαθιά ριζωμένο και επίμονο στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης.

Κάποια έκδοση αυτής της ιστορίας προέλευσης της τελειομανίας μπορεί να βρεθεί σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Από αυτή την οπτική, η θρησκεία είναι ένα σχέδιο για την ανάκτηση της χαμένης μας τελειότητας, τουλάχιστον στις μονοθεϊστικές της παραλλαγές.

Αλλά η θρησκεία έχει επίσης έναν αντίθετο ή ίσως συμπληρωματικό σκοπό. Για αιώνες ήταν το κύριο μέσο μέσω του οποίου καταλήξαμε να θεωρούμε ότι είμαστε πεσμένοι και ελαττωματικοί – ατελείς, εν ολίγοις. Η θρησκευτική προσπάθεια για ηθική και πνευματική βελτίωση συμβαδίζει με τη αναγνώριση ότι η τελειότητα ανήκει μόνο στον Θεό.

Όταν θνητοί στη Βίβλο ή τη μυθολογία, όπως οι αρχιτέκτονες του Πύργου της Βαβέλ ή ο Προμηθέας, προσπάθησαν να σφετεριστούν τη θεϊκή θέση, τιμωρήθηκαν. Στη θρησκευτική φαντασία, η έννοια της ανθρώπινης τελειότητας είναι βλασφημία.

Με την έλευση της βιομηχανικής κοινωνίας οι δεσμοί της θρησκείας χαλάρωσαν. Ο Νίτσε παρατήρησε ότι οι κάτοικοι μιας κοσμικής νεωτερικότητας, έχοντας σκοτώσει τον Θεό, δεν ήταν σε θέση να ζήσουν χωρίς αυτόν. Στη θέση του εφηύραν μια σειρά νέων θεών: Πολιτισμός, Επιστήμη, Εμπόριο, Κράτος, Εαυτός. Πλέον η εκπαιδευτική, αισθητική και οικονομική βελτίωση και η ανάγκη επικύρωσης από άλλους είναι τα στοιχεία που διαμορφώνουν τον τελειομανικό αέρα που αναπνέουμε.

Σε ένα άρθρο το 2017, δύο Βρετανοί ψυχολόγοι, ο Thomas Curran και ο Andrew Hill, απέδωσαν μια εκθετική άνοδο της τελειομανίας μεταξύ της νέας γενιάς στις «ολοένα και πιο απαιτητικές κοινωνικές και οικονομικές παραμέτρους» μέσα στις οποίες αγωνίστηκαν να φτιάξουν τη ζωή τους. Κατηγόρησαν επίσης «και τις αυξανόμενες αγχωτικές και ελεγχόμενες πρακτικές των γονέων».

Οι κορεσμένες αγορές εργασίας, ιδίως για καλές και δημιουργικές θέσεις εργασίας, καθώς και η ακριβή στέγαση, οδηγούν τους νέους και τους γονείς τους σε όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια για να εξασφαλίσουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Έτσι πολλοί νέοι αρχίζουν μια ακόμη άμισθη πρακτική άσκηση, περαιτέρω εκπαίδευση ή κάποια άλλη παράπλευρη προσπάθεια.

Στο «The Tyranny of Merit», που δημοσιεύθηκε το 2020, ο Αμερικανός φιλόσοφος Μάικλ Σάντελ υποστηρίζει ότι ο αξιοκρατικός καπιταλισμός δημιούργησε μια μόνιμη κατάσταση ανταγωνισμού μέσα στην κοινωνία, η οποία διαβρώνει την αλληλεγγύη και την έννοια του «κοινού καλού». Αυτό το σύστημα διατηρεί μια σειρά νικητών και ηττημένων, δημιουργώντας «ύβρη και αυτο-συγχαρητήρια» μεταξύ των πρώτων, και χρόνια χαμηλή αυτοεκτίμηση μεταξύ των δεύτερων.

Σε μια τέτοια κουλτούρα, οι νέοι είναι πιθανό να δυσαρεστηθούν τόσο με το τι έχουν όσο και με το ποιοι είναι. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δημιουργούν πρόσθετη πίεση για τη δημιουργία μιας τέλειας δημόσιας εικόνας, επιδεινώνοντας τα συναισθήματά ανεπάρκειας μας.

Εικόνα: unsplash.com

Ελλείψει εσωτερικών συναισθημάτων αξίας, οι τελειομανείς άνθρωποι τείνουν να μετρούν τη δική τους αξία με εξωτερικά μέτρα: με το ακαδημαϊκό τους ρεκόρ, την αθλητική ικανότητα, τη δημοτικότητα, τα επαγγελματικά επίτευγμα, κτλ. Όταν υπολείπονται των προσδοκιών, αισθάνονται ντροπή και ταπείνωση.

Το βάρος των προσδοκιών της κοινωνίας δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, αλλά έχει γίνει ιδιαίτερα εξαντλητικό τις τελευταίες δεκαετίες, ίσως επειδή οι ίδιες οι προσδοκίες είναι τόσο ποικίλες και αντιφατικές. Η τελειομανία της δεκαετίας του 1950 είχε τις ρίζες της στα πρότυπα της μαζικής κουλτούρας και αποτυπώθηκε σε διάσημες διαφημιστικές εικόνες της ιδανικής λευκής αμερικανικής οικογένειας, που τώρα φαίνονται αυτοσατιριστικές.

Σε εκείνη την εποχή, η τελειομανία σήμαινε την απρόσκοπτη συμμόρφωση με τις αξίες, τη συμπεριφορά και την εμφάνιση: αδρή αυτοπεποίθηση για τους άνδρες, σεμνή ευγένεια για τις γυναίκες. Ο τελειομανής ήταν υπό πίεση να μοιάζει με όλους τους άλλους και να τους ξεπέρνα ελάχιστα. Αντίθετα, οι τελειομανείς του σήμερα αισθάνονται την υποχρέωση να ξεχωρίζουν μέσα από το ιδιότυπο ύφος και την εξυπνάδα τους, αν θέλουν να κερδίσουν μια θέση στη σημερινή οικονομία της προσοχής.

Ωστόσο, η τελειομανία δεν είναι μια αποκλειστικά κακοήθης δύναμη. Η επιζήτηση της τελειότητας μπορεί να είναι πνιγηρή, αλλά ένας τελειομανής μπορεί επίσης να αισθάνεται ότι τα επιτεύγματά του είναι το μόνο πράγμα που τον κρατά ζωντανό. Όταν είμαστε καταβεβλημένοι από τη ζωή και τιμωρούμε τον εαυτό μας για τις ανεπάρκειες μας, μια αστρική βαθμολογία σε ένα τεστ ή χίλια likes στο Instagram μπορεί να προσφέρουν μια φευγαλέα αίσθηση ότι όλα είναι υπό έλεγχο.

Το 1990, ο Randy Frost, ένας Αμερικανός ψυχολόγος, ανέπτυξε 35 ερωτήσεις σχεδιασμένες για να μετρήσουν την τελειομανία. Η «πολυδιάστατη κλίμακα τελειομανίας» που δημιούργησε διέκρινε μεταξύ τριών ευρέων τύπων τελειομανίας.

Ο πρώτος τύπος είναι η τελειομανία που προσανατολίζεται προς τον εαυτό του ατόμου, ένα διώκτη, που επιμένει ότι πρέπει να τα καταφέρει καλύτερα. Προκαλεί μια εξαιρετικά παρακινητική, αλλά τελικά εξαντλητική, υποχρέωση να γίνει το άτομο μια εξιδανικευμένη εκδοχή του εαυτού του: πιο ευτυχισμένο, πιο γυμνασμένο, πιο πλούσιο (συγκριτικά επίθετα βρίσκονται συχνά στα εξώφυλλα των βιβλίων αυτοβοήθειας).

Ο δεύτερος τύπος είναι η τελειομανία που καθορίζεται από την κοινωνία, η οποία μας αναγκάζει να προσπαθούμε να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες των άλλων. Αυτό ο τύπος συχνά εκφράζεται με φανταστικές κριτικές, σαν ένας εσωτερικός μονόλογος που μας λέει πώς πρέπει να είμαστε και τι πρέπει να κάνουμε. Ακούμε κακεντρεχείς αποδοκιμασίες για τους ανεπαρκώς ευγενικούς τρόπους μας, τα άσχημα ρούχα μας ή τη βαρετή συνομιλία μας

Τρίτη έρχεται η τελειομανία που έχει διαφορετικό προσανατολισμό και στρέφει αυτή τη διωκτική φωνή προς τα έξω καθώς απαιτούμε από τους γύρω μας να ανταποκριθούν στα αδύνατα ιδανικά μας. Αυτό είναι το πιο βλαβερό είδος τελειομανίας όταν χρησιμοποιείται ως όργανο δύναμης: πχ. ο γονέας που ρωτάει το παιδί του γιατί πήρε “Άριστα” μόνο σε εννέα μαθήματα και όχι παραπάνω, ή το αφεντικό που δεν μπορεί να καταλάβει γιατί ο υπάλληλος του δεν μπορεί πολύ απλά να αντιμετωπίσει τη γρίπη και να συνεχίσει τη δουλειά. Η τελειομανία με διαφορετικό προσανατολισμό αποτελεί σχεδόν πάντα “προβολή”. Εντοπίζουμε στους άλλους την αποτυχία και την απογοήτευση που δεν αντέχουμε να δούμε στον εαυτό μας.

Αν και αυτές είναι ενδιαφέρουσες έννοιες, στην πράξη είναι δύσκολο να κάνουμε διάκριση μεταξύ αυτών των κατηγοριών σε πραγματικούς ανθρώπους. Η επιτακτική ανάγκη να είναι κανείς πιο αδύνατος ή πιο έξυπνος τροφοδοτείται συχνά από μια χορωδία εσωτερικών και εξωτερικών φωνών. Είναι εύκολο όμως να δούμε πώς τα συναισθήματα αυτοκριτικής μπορεί να διοχετευθούν σε κριτική άλλων.

Η τελειομανία είναι ύπουλη. Κλινικά αντικατοπτρίζεται σε ένα πολύ μεγάλο φάσμα συμπτωμάτων: κατάθλιψη και άγχος, ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές, ναρκισσισμός, ψυχοσωματικές ασθένειες, αυτοκτονικές σκέψεις, σωματική δυσμορφία και διατροφικές διαταραχές. Η τελειομανία έχει μια χαμαιλεοόντια ικανότητα να προσαρμόζεται σε διαφορετικούς τύπους προσωπικοτήτων που έχουν διαφορετικά τρωτά σημεία, γι ‘αυτό ίσως δεν έχει κατηγοριοποιηθεί ποτέ ως διακριτή ψυχική διαταραχή.

Αυτό σημαίνει επίσης ότι η τελειομανία μπορεί να αναπτυχθεί από το έδαφος πολύ διαφορετικών παιδικών εμπειριών. Οι Curran και Hill έχουν δίκιο να σημειώνουν ότι οι “καταπιεστικοί γονείς” (αυτοί που επιβλέπουν καταπιεστικά τις ακαδημαϊκές και εξωσχολικές δραστηριότητες των παιδιών τους) συνέβαλαν στην αύξηση της τελειομανίας. Αλλά η εμπειρία δείχνει ότι πολύ διαφορετικά στυλ ανατροφής παιδιών μπορεί να έχουν παρόμοια αποτελέσματα.

Ο γονιός που κρατάει μια απόσταση από τη ζωή του παιδιού του μπορεί επίσης να προκαλέσει μια βαθιά λαχτάρα στο παιδί για το είδος της αναγνώρισης που πιστεύει ότι μπορεί να κερδηθεί μόνο μέσω της ατελείωτης συσσώρευσης επιτευγμάτων.

Ανεξάρτητα από τον τρόπο που προσεγγίζετε την ανατροφή των παιδιών σας, μπορεί να καταλήξετε να τους υποκινείται την απελπιστική ανάγκη να σας να ικανοποιήσουν και να τους δημιουργήσετε μια ισόβια δυσκολία στο να διακρίνουν τις δικές τους επιθυμίες από τις φιλοδοξίες σας γι ‘αυτά.

Αυτό μπορεί να ακούγεται σαν τη “φόρμουλα κατηγορίας των γονέων”, που πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι είναι η ουσία της ψυχανάλυσης. Αλλά θα μπορούσε επίσης να ερμηνευτεί ως μια ανθρώπινη αναγνώριση του πόσο δύσκολο είναι να γίνει κανείς σωστός γονιός. Το ιδανικό σημείο μεταξύ της υπερβολικής εμπλοκής και της μη συμμετοχής στη ζωή των παιδιών είναι υπερβολικά άπιαστο.

Η δυσκολία διαφυγής από τις παγίδες της τελειομανίας, υποδηλώνει ότι έχει μια θέση βαθιά στη δομή της ανθρώπινης ψυχής. Όπως και αν έχουμε μεγαλώσει, εσωτερικεύουμε ένα ιδανικό για το άτομο που φιλοδοξούμε να είμαστε.

Οι ψυχαναλυτές αναφέρονται σε αυτό ως το “ιδανικό εγώ”, μια εικόνα του τέλειου εαυτού, την οποία ως βρέφη είδαμε να αντανακλάται πίσω από το λατρευτικό βλέμμα των γονέων μας ή εκείνων που μας φρόντισαν. Αλλά σε εκείνο το σημείο της ζωής μας αποκτούμε επίσης ένα υπερεγώ, την εσωτερικευμένη φωνή ενός αυστηρά επικριτικού γονέα, το οποίο τυπικά ενισχύεται πολύ αργότερα από άλλους ενήλικες σε θέσεις εξουσίας όπως δάσκαλοι ή τα αφεντικά. Και τα δύο πρόσωπα που κατοικούν στην ψυχή μας μπορούν να αισθάνονται κατηγορητικά. Η τελειομανία αναπτύσσεται από την αγάπη προς τον εαυτό μας και την αυτοταπείνωση (σκληρή αυτοκριτική).

Ορισμένοι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι η τελειομανία δεν χρειάζεται να είναι παθολογική. Το 1978 ο D.E. Ο Hamachek, ένας Αμερικανός ψυχολόγος, έκανε μια διάκριση μεταξύ φυσιολογικής και νευρωτικής τελειομανίας. Ο “κανονικός τελειομανής” μπορεί να θέσει υψηλά πρότυπα για τον εαυτό του χωρίς να υποπέσει σε τιμωρητική αυτοκριτική.

Μεταγενέστεροι ερευνητές αμφισβήτησαν τη διάκριση του Hamachek, υποστηρίζοντας ότι η επιθυμία να είσαι τέλειος δεν μπορεί ποτέ να είναι «φυσιολογική». Η λαχτάρα για κάτι που είναι εγγενώς αδύνατο μπορεί να οδηγήσει μόνο σε αισθήματα απογοήτευσης και ανεπάρκειας. Ωστόσο, αν και η τελειομανία μπορεί να διαβρώσει την αίσθηση της αυτοεκτίμησής μας, λίγοι από εμάς θα ήθελαν να εγκαταλείψουν τη φιλοδοξία τους να εξελιχθούν και να προοδεύσουν.

Πώς μπορούμε να προστατεύσουμε αυτή τη φιλοδοξία από τις επιδρομές του τελειομανικού ζήλου; Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Κάτι στο να είμαστε άνθρωποι καθιστά δύσκολο να αισθανθούμε ότι έχουμε κάνει αρκετά ή ότι είμαστε αρκετοί. Δεν είμαστε ποτέ διατεθειμένοι να σβήσουμε την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα αναγνωριστούμε ως εξαιρετικοί: το τέλειο ον που κάποτε οι γονείς μας έβαλαν σε ένα βάθρο.

Ο Serge Leclaire, ένας Γάλλος ψυχαναλυτής, έθεσε την ενδιαφέρουσα ιδέα ότι η ζωή μας θέτει το καθήκον να σκοτώσουμε μεταφορικά αυτό το υπέροχο παιδί. Πρέπει συνεχώς να απαρνούμαστε τη φαντασίωση ενός ιδανικού εαυτού και να θρηνούμε για την αδυναμία του.

Η τελειομανία μπορεί να φαίνεται ότι μας ενθαρρύνει προς την επιτυχία στην ενήλικη ζωή μας αλλά στην πραγματικότητα είναι μια κατά βάση παιδική στάση. Μας εμπνέει την πεποίθηση ότι η ζωή στην πραγματικότητα τελειώνει όταν εγκαταλείψουμε την ελπίδα να γίνουμε η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Αντίθετα, αυτή είναι η στιγμή από την οποία μπορεί επιτέλους να ξεκινήσει η ζωή.

*Ο Josh Cohen είναι ψυχαναλυτής και καθηγητής σύγχρονης λογοτεχνικής θεωρίας στο Goldsmiths, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

Πηγή: The Economist

Δείτε επίσης:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα