Παλιά Θεσσαλονίκη: Τα τραγούδια που τιμούσαν οι Θεσσαλονικείς στις χαρές και τις λύπες
Σύμφωνα με την έρευνα και τις γραπτές αναφορές ενός άλλοτε μόνιμου κατοίκου της, του Κώστα Τομανά.
Τα περισσότερα βιβλία που έχουν γραφτεί για την παλιά Θεσσαλονίκη δεν αναφέρουν τίποτε για τα τραγούδια που έλεγαν οι Θεσσαλονικείς στις χαρές και τις λύπες τους.
Ως σπουδαία χαρακτηρίζει την παράλειψη αυτή ο φροντιστηριακός και άλλοτε μόνιμος κάτοικος της πόλης Κώστας Τομανάς στο βιβλίο του «Η καλλιτεχνική κίνηση στη Θεσσαλονίκη».
Κι ύστερα- ευτυχώς για όλους εμάς- επιχειρεί να καλύψει την παράλειψη σημειώνοντας στις γραμμές του τα παρακάτω:
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους ο μεγάλος λαογράφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Φαίδων Κουκουλές στο βιβλίο του «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός γράφει για τους νέους που έκαναν καντάδες κάτω από τα παράθυρα των αγαπημένων τους θεωρώντας ότι «η ομορφιά και η μελωδία απαλύνουν την σκληράν καρδίαν». Διέσωσε και μερικά τραγούδια των παλιών εκείνων κανταδόρων:
-Eσύ ‘σαι φως των οφθαλμών,
ψυχή μου και ζωή μου,
και της καρδιάς μου ανασασμός,
εσύ ‘σαι, δέσποινά μου…
-Και κισσός ηδύ συμπλακείς δένδρου κλάδοις
Ηδύτερον δε συμπλοκής σής αγκάλης…
-Μετά το φέγγος έρχομαι,
κόρη, στο περιβόλιν,
ευγενική μου και ξανθή,
ξύπνησον, μην κοιμάσαι…
-Εξύπνησον, κυρία μου,
ψυχή μου, μην κοιμάσαι,
τον ενθυμάσαι, έρχεται
πρόθυρα εις εσένα…
Πάντως, ο καθηγητής δεν αναφέρει κάτι για τα τραγούδια που τραγουδούσε ο οργισμένος λαός στις εξεγέρσεις του εναντίον των αρχόντων, ούτε και για τα σκωπτικά άσματα, που έλεγε ο λαός για τους διεφθαρμένους κληρικούς που ποτέ δεν έλειπαν.
Σύμφωνα πάντα με τον Τομανά, τα τραγούδια του Πτωχοπρόδρομου τραγουδήθηκαν σαφέστατα και στη Θεσσαλονίκη, δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας μετά την Κωνσταντινούπολη. Τα εν λόγω άσματα «στηλιτεύουν την υπεροψία των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, καταδικάζουν την επιφανειακή θεοσέβεια πολλών κληρικών και εκφράζουν το παράπονο του ποιητή για την αλαζονεία των πλουσίων και την αδιαφορία τους για τη δυστυχία του κοσμάκη».
Ο πρώτος τραγουδιστής που αναφέρεται ότι δημιούργησε στην πόλη είναι ο προβηγκιανός τροβαδούρος Ραϋμόνδος ντε Βαγκέιρος, αυλικός του Βονιφάτιου του Μομφερατικού, που κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη το 1205.
Με την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, οι ραγιάδες τραγουδούσαν στα κρυφά λυπητερά τραγούδια για την άλωση της Πόλης («Πήραν την Πόλη, πήραν την, πήραν τη Σαλονίκη…»), για τις αρπαγές των παιδιών τους («Κλαίνε γονέοι τα παιδιά κι οι αδερφές τα’ αδέρφια…», για τα χαμένα κάστρα («Πήραν τα Κάστρα, πήραν τα, πήραν και τα δερβένια…») και μοιρολογούσαν τα’ αγαπημένα τους πρόσωπα.
Κατά τα μέσα και τα τέλη του 15ου αιώνα, έρχονται στη Θεσσαλονίκη οι εβραίοι Ασκενάζιμ (από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης) και οι Σεφαρδίμ (από την Ισπανία και τις κτήσεις της). Φέρνουν μαζί τους τον πολιτισμό, τη γλώσσα και φυσικά τα τραγούδια τους.
Γράφει ο Αλμπέρτο Ναρ στο βιβλίο του Οι Συναγωγές της Θεσσαλονίκης και τα τραγούδια μας:
“Στα 1935 , ο Αβραάμ Καπόν από το Σαράγιεβο, έγραψε ένα νοσταλγικό τραγουδάκι που άρχιζε με το τετράστιχο:
A ti Espana bienquerida
Nosostros madre te llamanos
y mientras toda nuestra vida
ta dulce lingua no dejamos
(Eσένα αγαπημένη μας Ισπανία, όλοι εμείς σε λέμε μητέρα και στη ζωή που μας απομένει να ζήσουμε, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τη γλυκιά σου γλώσσα).
Από τον 18ο αιώνα αρχίζουν να αφυπνίζονται εθνικά οι καταπιεσμένες εθνότητες και ν’ αναπτύσσονται τα απελευθερωτικά κινήματα των βαλκανικών λαών. Οι κλέφτες έβγαιναν στα βουνά και τα δημοτικά τραγούδια υμνούσαν τα ανδραγαθήματά τους.
Κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα, μετά την αποτυχία των επαναστάσεων του Λιτοχώρου και της Κοζάνης και άλλα γεγονότα πολλοί κάτοικοι της υπαίθρου εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και άρχισαν να εργάζονται στις οικοδομές, τις φάμπρικες, τα βυρσοδεψία και τα καπνομάγαζα. Παράλληλα, τα μεσαία στρώματα αστικοποιήθηκαν και μιμούνταν πια τους ξένους του Φραγκομαχαλά και τους πλούσιους Εβραίους.
Από αυτά τα ανώτερα σε πλούτο και μόρφωση στρώματα– που ενημερώνονται για όλες τις πνευματικές εξελίξεις στην Ευρώπη- μπαίνει στη Θεσσαλονίκη η ευρωπαϊκή μουσική.
Οι μικροαστοί, που αναζητούν καινούρια πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς και ψυχαγωγίας, αγκαλιάζουν το κωμειδύλλιο, που παρουσίαζαν οι διερχόμενοι από την πόλη ελληνικοί θίασοι και τραγουδούν τα τραγούδια του μαζί με τα δημοτικά, που τους κάνουν να αναπολούν τις ρίζες τους.
Παλιοί Θεσσαλονικείς δημοσιογράφοι έγραψαν στις εφημερίδες «Φως» και «Νέα Αλήθεια» ότι από τις αρχές του 20ου αιώνα άρχισαν να γίνονται του συρμού οι άριες και τα χορωδιακά τραγούδια από τις όπερες. Αυτά τραγουδούσαν οι νέοι, όταν αντάμωναν τα βράδια με συνοδεία κιθάρας και μαντολίνου. Πρώτοι τους δάσκαλοι μερικοί Ιταλοί μουσικοί που έμεναν μόνιμα στη Θεσσαλονίκη ή καλλιτέχνες του μελοδράματος που για προσωπικούς λόγους έμεναν προσωρινά στην πόλη, την πόλη που
Έχει φραγκοπούλες
ουβριές και αρμενιές,
τουρκάλες γιαβουκλούδες
γι’ αγάπες κι αγκαλιές
Αλλά δεν προσφέρεται να την κάνει εστία και πατρίδα του ο ξένο
γιατί εδώ τους ξένους δεν τους κλαιν
κι αν δεν τους παραχώνουν
γιατί είν’ του χώμα ακριβό
κι η γης αγουρασμένη…
(Tο τραγούδι υπαινίσσεται την ελληνική κοινότητα, που πουλούσε ακριβά τους τάφους των νεκροταφείων της Ευαγγελίστριας).
Μεταξύ άλλων ο Τομανάς γράφει πως τραγουδήθηκαν και γαλλικά και ιταλικά τραγούδια, κυρίως από τους μαθητές των ξένων σχολείων και τουρκικά, μετά την Μικρασιατική καταστροφή, απ’ τους ξεριζωμένους πρόσφυγες.
Μετά το 1915 ο Αττίκ άνοιξε καινούριους δρόμους στο ελληνικό τραγούδι με τα πικρά τραγούδια του: Είδα μάτια, Μαραμένα τα γούλια κι οι βιόλες, Το τρεχαντήρι, Θαρρώ θαρρώ, Τα καημένα τα νιάτα, Ζητάτε να σας πω, Κι όμως, Κι αν βγουν αλήθεια, Δε θα ‘σαι καλλονή και πάντα νέα, Το Φαληράκι, Την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι…
Αργότερα με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου τα ερωτομελωδικά τραγούδια γνώρισαν άνθηση. Παρόλα αυτά τα θυμόμαστε με φρίκη αφού οι Γερμανοί στην Κατοχή τα μετέδιδαν από τα μεγάφωνα.
«Πράγματι δεν έφταιγαν σε τίποτα τα τραγούδια Ακόμα ένα ποτηράκι, Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά, Δυο πράσινα μάτια […] αν η εγκληματική εφευρετικότητα των χιτλερικών τα χρησιμοποιούσε ως μουσική επένδυση στα Φερμπότεν και τις ανακοινώσεις τουφεκισμών», σχολιάζει ο Τομανάς.
Και συνεχίζει λέγοντας πως:
Κατά την Κατοχή, το Εαμικό κίνημα παρήγαγε δικά του τραγούδια, ορισμένα από αυτά αριστουργηματικά.
Το τραγούδι Στ’ άρματα του Νίκου Καρβούνη:
Bροντάει ο Όλυμπος, αστραφτ’ η Γκιώνα,
μουγκρίζουν τα’ Άγραφα, σειέται η Στερεά.
Στ’ άρματα! Στ’ άρματα! Εμπρός στον αγώνα,
για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά!
Από τις αναφορές του Τομανά δε λείπουν τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη.
Πολλά από αυτά, άλλωστε, γράφτηκαν για τη Θεσσαλονίκη, αλλά ο «καθωσπρεπισμός των αστών και η λογοκρισία της 4ης Αυγούστου» όπως λέει ο ερευνητής «τα κρατούσαν στο περιθώριο.
Οι πρόσφυγες, τέλος, έφεραν μαζί τους τα τραγούδια τους που τα τραγουδούσε στα κέντρα η Ρόζα Εσκενάζυ και στα ελληνικά και στα τουρκικά:
Αμάν ντοκτόρ τζάνεμ…
στην ελληνική απόδοση:
Aμάν γιατρέ μου σώσε με
Γιατρέ μου, δωσ’ μου κι άλλα γιατρικά
Για να γιατρευτεί, γιατρέ, ο πόνος,
Που ‘χω μέσα στην καρδιά…
https://www.youtube.com/watch?v=yFpscfoaLpQ