Πρόσωπα

Η Αρλέτα της μουσικής, της ζωγραφικής και των Εξαρχείων

Μερικές λέξεις για το κορίτσι που έκανε τις κιθάρες συλλογή και είχε για σπορ τα όνειρα.

Δήμητρα Φούνταλη
η-αρλέτα-της-μουσικής-της-ζωγραφικής-κ-1358469
Δήμητρα Φούνταλη

Κάθε φορά που ακούω την φωνή της Αρλέτας, έχω την αίσθηση πως χρειάζεται να παραδώσω στη στιγμή μια μικρή παύση.

Μέχρι να ολοκληρωθούν τα «Ήσυχα Βράδια» ή το «Φώναξε με» να μην επιτρέψω σε καμία παράλληλη κίνηση να σκεπάσει τον ήχο, σε καμία πρόσθετη σκέψη να γκρεμίσει το συναίσθημα. Ίσως γιατί αυτή η χροιά όσο αχνή κι αν μοιάζει, έχει τον τρόπο να μεταφέρεται από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ακόμα κι όταν παίζει στην χαμηλότερη ένταση να τραβά την προσοχή, να προσδίδει στις λέξεις βαρύτητα χωρίς καν να τις μακιγιάρει.

Το κορίτσι που συσσώρευε κιθάρες και αγαπούσε την θάλασσα, έφυγε μια μέρα σαν τη σημερινή. Στις 8 Αυγούστου του 2017. Όμως, όσο ακόμα υπήρχε ανάμεσά μας επιζητούσε ένα πράγμα: την αυθεντική σύνδεση. Ιδιαίτερα με το κοινό της. Δεν της άρεσε ο κόσμος που ερχόταν να την δει να μένει απαθής, να μην δίνει. Έβλεπε τις συναυλίες ως έναν ζωντανό οργανισμό που για να λειτουργήσει, χρειαζόταν στήριξη εντός και εκτός σκηνής. Δεν ασχολήθηκε με το τραγούδι για να γίνει γνωστή. Το κομμάτι της δημοσιότητας την ζόριζε πάντα. Στα πρώτα της βήματα, αυτή η επαφή με άγνωστους φαινομενικά ανθρώπους της προκαλούσε τρόμο. Για να βγει στην σκηνή έπρεπε σχεδόν να την κλωτσήσουν. Τα πόδια δεν πήγαιναν. Μέχρι που μετά από κάποια χρόνια, αυτό το τρακ άρχισε να γίνεται ανάγκη. Βασικός (ίσως και μόνος) λόγος να παραμείνει στον χώρο του τραγουδιού.

Η Αργυρώ-Νικολέτα όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου του 1945. Μεγάλωσε με το χαρακτηρισμό του μοναχικού παιδιού στο πλαίσιο μιας σχετικά εύπορης οικογένειας. «Από την μια μεριά είμαι από τζάκι κι από την άλλη από φουφού» συνήθιζε να λέει όταν αναφερόταν στους γονείς της. Στο Μεταξουργείο έζησε ως τα δώδεκα της χρόνια. Μετά βρέθηκε στα Εξάρχεια, τα κοίταξε μια φορά και τα ερωτεύτηκε για πάντα. Κι έμεινε σε εκείνη την τόσο ιδιαίτερη πλευρά της πόλης για πενήντα χρόνια. Ώσπου να μεταναστεύσει στην Κυψέλη.

Από τα τρία της έτη, είχε εφεύρει ένα μαγικό τρίπτυχο το οποίο λειτουργούσε ως ασπίδα κάθε αντιξοότητας. Διάβασμα, ζωγραφική και φυσικά τραγούδι. Αυτά τα τρία πράγματα πλάι στις αμέτρητες αφηγήσεις. Τα παραμύθια που «δεν διαβάζεις αλλά δημιουργείς μόνος σου». Άλλαζε διαρκώς γνώμη για το επάγγελμα που θα ακολουθούσε στο μέλλον. Στην αρχή, ήθελε να γίνει λούστρος μετά δημοσιογράφος, μετά σκιτσογράφος. Τελικά, το ενδιαφέρον της επικεντρώθηκε στην ζωγραφική. Πριν ακόμα αποφοιτήσει από το Αρσάκειο, έδωσε εξετάσεις στην Καλών Τεχνών. Ο Γιάννης Μόραλης και ο Παντελής Πρεβελάκης εκτός από καθηγητές της, λειτούργησαν και ως πηγές έμπνευσης, ως βασικά ερεθίσματα που «χωρίς αυτά δεν θα είχα κάνει τίποτα. Ίσως να ήμουν και πιο διάσημη αλλά στην πραγματικότητα δεν θα ήμουν τίποτα». 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μνήμη Αρλέτας

Η ενασχόληση με το τραγούδι ήρθε κάπως απρόσμενα. Σε μια εκδρομή στην Ύδρα, τον καιρό που ήταν ακόμα πρωτοετής φοιτήτρια, έτυχε να τραγουδήσει με την κιθάρα της και να την ακούσει ο Γιώργος Παπαστεφάνου. Αυτός ήταν που της πρότεινε να πάει στην δισκογραφική εταιρεία του Αλέκου Πατσιφά. H Lyra έχοντας ιδρυθεί το 1964 και αντιπροσωπεύοντας το περίφημο «Νέο Κύμα» έψαχνε τα φρέσκα πρόσωπα που θα την αντιπροσώπευαν. Βασικός στόχος ήταν η προώθηση μιας πιο ευαίσθητης και λυρικής προσέγγισης στη μουσική. Μελωδίες λιτές που θα μπορούσαν να σταθούν μονάχα με τη συνοδεία φωνής και κιθάρας.

Μόλις έναν χρόνο πριν από την κήρυξη της δικτατορίας των συνταγματαρχών, κυκλοφορεί τον πρώτο της δίσκο με τίτλο «Αρλέτα». Στο εσωτερικό περιλαμβάνονται τραγούδια σπουδαίων συνθετών της εποχής εκείνης όπως του Γιάννη Σπανού ή του Νότη Μαυρουδή. Πολλά από αυτά παραμένουν ανέγγιχτα ενώ άλλα αφαιρούνται από την λογοκρισία. Τραγούδια όπως το «Μια φορά θυμάμαι» ή «Οι άδειες νύχτες» αποτελούν γεννήματα εκείνου του πρώτου εγχειρήματος και από το στούντιο, μεταφέρονται στις περίφημες μπουάτ της Πλάκας. Το όνομα της Αρλέτας ταυτίζεται απόλυτα με αυτή τη μεταβατική φάση της ελληνικής δισκογραφίας αν και όλη της η παραμονή στα μικρά αυτά στέκια, διαρκεί μόλις ενάμιση χρόνο.

Η εύκολη τοποθέτηση της στο βάθρο του «Νέου Κύματος» που πέτυχε στα τελειώματα του και που περιείχε πολλά ακόμα πρόσωπα, την εκνεύριζε. Όχι πως απαρνιόταν κάτι. Απλώς απεχθανόταν τις ταμπέλες. Την κατηγοριοποίηση των καλλιτεχνών αλλά και την διάκριση των ίδιων τραγουδιών σε είδη. Είχε μεγαλώσει ακούγοντας δημοτικά και οπερέτες αλλά στην πορεία, αγάπησε τα κλασικά λαϊκά τραγούδια και τα ρεμπέτικα. Θεωρούσε πως τα καλύτερα τραγούδια έρχονταν τις στιγμές που ήταν αφηρημένη, τις στιγμές που οι μελωδίες δεν περνούσαν από την επεξεργασία του μυαλού αλλά από το ατόφιο συναίσθημα. Ίσως, κάπως έτσι, να ήρθε και το πρώτο τραγούδι που έγραψε μόνη της, «Τα Μικρά Παιδιά». 

Το 1969 τραγουδά Χατζιδάκι ενώ ένα χρόνο αργότερα, ανοίγει «Τα Ταβάνια» την δική της Μπουάτ που έμελλε να διατηρηθεί ελάχιστα αφού με ασήμαντες αφορμές έκλεισε η Χούντα. Την σιωπή των επόμενων χρόνων έρχεται να σπάσει ο τραγουδιστής και συνθέτης Ζορζ Μουστακί που την καλεί για συναυλίες στη Γαλλία. Εκείνη πηγαίνει και η δημιουργία μπαίνει και πάλι σε νέα τροχιά. Ακολουθεί ο δίσκος «Romancero gitano» (1978) του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Λόρκα αλλά και η συνεργασία της με τη Μαριανίνα Κριεζή και τον Λάκη Παπαδόπουλο. Μέσα από αυτή, προέκυψαν οι δίσκοι «Τσάι Γιασεμιού» και «Περίπου» που περιείχαν αγαπημένα τραγούδια όπως η Σερενάτα ή τα Ήσυχα Βράδια.

Η δημιουργική της φλέβα δεν σταματούσε στην ερμηνεία ή τους στίχους αλλά επεκτεινόταν και στην εικονογράφηση όλων της των δίσκων. Όλα φτιάχνονταν χειροποίητα όσο η ζωγραφική συνέχιζε να υπάρχει στην καθημερινότητά της με έναν τρόπο πιο υπόκωφο, πιο ήσυχο. Στη διάρκεια των χρόνων, εικονογράφησε βιβλία ενώ πίνακες και σκίτσα της παρουσιάστηκαν σε ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα.

Το 1997 κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Από που πάνε για την άνοιξη» (Εκδόσεις Καστανιώτη) με στίχους, πεζά και ζωγραφιές. Οι δυο τελευταίοι δίσκοι της ήταν ο διπλός «Και πάλι χαίρετε» (2009) και ο αγγλόφωνος «Demo» (2010) με δέκα τραγούδια που βρέθηκαν 35 χρόνια μετά την ηχογράφησή τους στο αρχείο της «Lyra».

Ως το τέλος της ζωής της, η Αρλέτα δεν επιδίωξε ποτέ καριέρα με όρους κοσμικότητας. Την πορεία της δεν την απέδιδε ούτε στο θάρρος ούτε στη τύχη. Παρά μόνο στα «καλά συναπαντήματα», στους ανθρώπους που ο καθένας κουβαλώντας τη δική του ποιότητα, την βοήθησαν να δει λίγο μακρύτερα, να δημιουργήσει γόνιμες συνθήκες για δημιουργία. Στο τέλος της ημέρας, η επιτυχία δεν της έλεγε τίποτα. Μοναδικό κατόρθωμα για το οποίο περηφανευόταν αποτελούσαν πάντα οι φίλοι της. Κί ίσως, τα τελευταία χρόνια και το κοινό που ολοένα γέμιζε με νεαρά παιδιά. 

Κάθε φορά που θα ακούω το όνομα της, θα τρυπώνει στο μυαλό η φιγούρα ενός κοριτσιού με κοντά μαύρα μαλλιά και μια κιθάρα καρφωμένη στο σώμα. Μια φιγούρα που ακόμα και στις ελάχιστες συνεντεύξεις, χειριζόταν τις λέξεις με τόλμη και κοιτούσε το απέναντι πρόσωπο χωρίς να αφήνει το βλέμμα να λοξοδρομήσει, να φοβηθεί. Μαζί με όλα αυτά θα θυμάμαι και μια δική της φράση: «Τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή ούτε πουλιούνται, ούτε αγοράζονται».

*Στη μνήμη της Αρλέτας που πέθανε στις 8 Αυγούστου του 2017.

Πηγές:

«Ένα αφιέρωμα στην ξεχωριστή, υπέροχη Αρλέτα που πέθανε σαν σήμερα, μέσα από τα λόγια της», Αντώνης Μποσκοΐτης | Lifo (2017)

«Όλη μου τη ζωή. Δεν το κυνήγησα ποτέ μου, δεν έκανα καριέρα. Δεν ξέρω τι σημαίνει καριέρα», M. Hulot | Lifo (2017)

«Αρλέτα: Σιχαίνομαι την παρθενία, τις μπάμιες και τα αδιέξοδα» | In.gr (2016)

«Στη μνήμη της Αρλέτας, 8 Αυγούστου 2017» |  ert.news (2017)

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα