Μαρίκα Νίνου: Η μεγάλη τραγουδίστρια που έφυγε γρήγορα
Η σπουδαία ερμηνεύτρια που σημάδεψε την ελληνική δισκογραφία και το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη, έφυγε σαν σήμερα από καρκίνο.
Η ακροβατική της εκκίνηση στον χώρο του θεάματος, ήταν αυτή μάλλον που την έδωσε την ικανότητα να ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στο ρεμπέτικο τραγούδι, στο λαϊκό και σε όσα εκείνη αντιλαμβανόταν πως θέλει να τραγουδήσει. Και μπορεί τελικά τα χρόνια που το έκανε να ήταν πολύ λιγότερα από αυτά που θα μπορούσαν, η Μαρίνα Νίνου κατάφερε να πάρει τη θέση που της αξίζει, μέσα από τις πιο σπαρακτικές ερμηνείες που ακούστηκαν ποτέ στο λαϊκό τραγούδι.
Η Μαρίκα Νίνου φεύγει από τη ζωή, Σάββατο 23 Φεβρουαρίου του 1957 και δεν είναι ακόμα ούτε 40 ετών. Ο καρκίνος της μήτρας που είχε προσπαθήσει να θεραπεύσει λίγο καιρό νωρίτερα με εγχείριση, επέστρεψε με ραγδαία μετάσταση. Παρόλα αυτά, η Νίνου συνέχισε για λίγο καιρό να τραγουδάει σε μαγαζιά παρά τους αφόρητους πόνους της.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ίσως ο πιο μεγάλος έρωτας της και ο πιο στενός της συνεργάτης, δεν θα πάει στην κηδεία της, επειδή λίγα χρόνια πριν, της έχει ζητήσει να χωρίσουν με τον πιο ανορθόδοξο, ίσως, τρόπο. Η μεγάλη ερμηνεύτρια του ζητάει να φύγουν μαζί για μία μεγάλη περιοδεία στην Αμερική. Ο Τσιτσάνης, αρνήθηκε τότε το υπερατλαντικό ταξίδι με αεροπλάνο και αποφάσισε εκείνη να πάει μόνη της, κάτι που έδειχνε πως ήδη η κατάσταση έχει πάρει τον δρόμο του χωρισμού τους. Όμως, αφού δεν το είχαν αποφασίσει από κοινού ακόμα, ο Τσιτσάνης γράφει ένα τραγούδι για την Μαρίκα Νίνου και της ζητάει, χωρίς να το έχει διαβάσει αυτή από πριν, να πάει στο στούντιο να το ηχογραφήσει λίγο πριν αναχωρήσει για την Αμερική. Όταν λοιπόν, η Νίνου παίρνει στα χέρια της τους στίχους του τραγουδιού «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα» καταλαβαίνει πως έχουν γραφτεί για τη δική τους σχέση και σηματοδοτούν το οριστικό τέλος της ερωτικής τους σχέσης. Η ιστορία λέει πως τότε η Νίνου βγήκε από το στούντιο με κλάματα και όταν επέστρεψε για να ηχογραφήσει, ήταν ακόμα στην ίδια κατάσταση, κάτι που διακρίνεται σε εκείνη την ηχογράφηση που είναι έντονο το παράπονο και οι λυγμοί της.
Η Μαρίκα Νίνου γεννήθηκε το 1922 ( Η άλλη εκδοχή σύμφωνα με τον Πάνο Γεραμάνη, δημοσιογράφο, στο σημείωμα της συλλογής «Μαρίκα Νίνου – τα μεγάλα πορτρέτα» λέει ότι η Μαρίκα Νίνου γεννήθηκε το 1918) και ήταν Αρμενικής καταγωγής, με το πραγματικό της όνομα να ήταν Ευαγγελία Αταμιάν. Γεννήθηκε πάνω σε βαπόρι που έφερνε τη μητέρα της, τις δύο αδερφές της και τον οκτάχρονο αδερφό της Μπαρκέβ Αταμιάν, από τη Σμύρνη στον Πειραιά. Το βαπόρι είχε το όνομα «Ευαγγελίστρια» και επειδή όταν γεννήθηκε πίστεψαν πως δε θα ζήσει για πολύ, ο καπετάνιος την βάφτισε αμέσως και την είπε Ευαγγελία.
Μείναν στη Κοκκινιά στην οδό Μεγάρων 50 και η οικογένεια της πέρασε πολύ δύσκολα χρόνια. Ο αδερφός της άρχισε να δουλεύει σε διάφορες δουλειές και αργότερα άνοιξε μαγαζί με κεμπάπ στον Άγιο Νικόλαο Κοκκινιάς. Στα επτά της χρόνια γράφτηκε στο Αρμένικο σχολείο και ο δάσκαλος της πρότεινε να μάθει μαντολίνο, οπότε μπήκε στην ορχήστρα του σχολείου. Παράλληλα κατάλαβαν τις φωνητικές της ικανότητες και την πήραν για να ψάλλει στην Αρμένικη εκκλησία του Αγ.Ιάκωβου. Στα 10 της πήγαινε στα κεντράκια της Κοκκινιάς και κοίταζε απ’ έξω το πρόγραμμα.
Το 1939 σε ηλικία 17 ετών παντρεύεται τον Αρμένη Χάϊκ Μεσροπιάν που ήταν κλειδαράς. Το 1940 (κατά τον Πετρόπουλο το ’43) γεννάει το γιο τους. Κατά τον Σαββόπουλο το ζευγάρι χωρίζει το 1943. Το 1947 ήρθε δυο φορές στην Ελλάδα ένα Σοβιετικό πλοίο για να πάρει όσους Αρμένιους επιθυμούσαν να εγκατασταθούν στην πατρίδα τους. Τότε έφυγαν από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη οι μισοί περίπου Αρμένιοι. Ανάμεσα τους και ο άντρας της Μαρίκας που άφησε την Μαρίκα σε ηλικία 25 ετών και το παιδί τους. Το 1944 γνωρίζει τον ακροβάτη Νίκο -Νίνο- Νικολαΐδη. (Κατά τον Πετρόπουλο το 1947). Στην αρχή δούλευε στο ταμείο και λίγο μετά γίνονται το καλλιτεχνικό ζευγάρι «Ντούο Νίνο» και αφού παντρεύονται, περιοδεύουν στην Πελοπόννησο και το 1948 βάζουν στο σχήμα τον μικρό γιο της Νίνου και γίνονται το “Δυόμιση Νίνο”.
Το όνομα Μαρίκα το έδωσε η μητέρα του Νίνο, θεατρίνα κι αυτή, για να θυμίζει, όπως αναφέρεται, την Κοτοπούλη που τότε μεσουρανούσε. Σε κάποια εμφάνισή τους το 1948 στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, ο Ναύαρχος ζήτησε να ακούσει ένα τούρκικο τραγούδι, κάτι που ήταν εύκολο για την Νίνου αφού τα ήξερε από τη μητέρα της. Εκεί την ακούει ο Πέτρος Κυριακός, ο οποίος εντυπωσιάστηκε με τη φωνή της και την γνώρισε στο Μανώλη Χιώτη, για να κάνει τελικά την πρώτη ηχογράφηση της, τον Ιούνη το 1948 με 2 τραγούδια του Χιώτη, το «Ωρες σε κρυφοκοιτάζω” και το “Θα σου πω το μυστικό μου” που αποτελούν τα δύο πρώτα ηχογραφημένα τραγούδια της σπουδαίας λαϊκής ερμηνεύτριας.
Στο πάλκο ανεβαίνει πρώτη φορά με προτροπή του Στελλάκη Περπινιάδη, ο οποίος την άκουσε στο στούντιο με τον Χιώτη, ενώ λίγο αργότερα την προτείνει στον Βασίλη Τσιτσάνη που εκείνον τον καιρό είχε στο πλευρό του την Ιωάννα Γεωργακοπούλου στου «Τζίμη του χοντρού» αλλά δεν είχε, σύμφωνα με πηγές, την τσαχπινιά που αυτός αποζητούσε. Ο Τσιτσάνης αρχίζει τότε να πηγαίνει στο μαγαζί και να την ακούει, μαγεμένος πλέον από τη φωνή της, κάτι που κάνει και η Νίνου που συχνά πυκνά διασκεδάζει στου «Τζίμη». Η σχέση τους αρχίζει να γίνεται πιο στενή και με παρέμβαση τελικά του «Τζίμη» η Νίνου πιάνει δουλειά στο μαγαζί, δίπλα στον Βασίλη Τσιτσάνη φτιάχνοντας ένα από τα σπουδαιότερα – μέχρι σήμερα – καλλιτεχνικά ζευγάρια της ελληνικής μουσικής.
Ο Τσιτσάνης ηχογραφεί τον “Τραυματία”, που είχε παίξει σε Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης πριν μερικούς και είχε κάνει μεγάλη επιτυχία με τον Τσαουσάκη πρώτη φωνή και τη Νίνου δεύτερη και την επόμενη μέρα, σύμφωνα με ιστορικά αφηγήματα, πείθει τον Τσιτσάνη να τραγουδήσει το ίδιο τραγούδι μόνη της, ως πρώτη φωνή, αφήνοντας βέβαια την περίφημη ερμηνεία της στις 78 στροφές.
Η μεγάλη της επιτυχία δίπλα στον Τσιτσάνη, γίνεται αφορμή να της δώσουν κι άλλοι συνθέτες σπουδαία τραγούδια, όπως ο Μητσάκης το “Στα μπουζούκια να με πας”, την “Βαλεντίνα”, τα “Παλαμάκια”, ο Χιώτης την “Παράξενη κοπέλα” και το “Εχασα τα μάτια τα ωραία”, ο Χατζηχρήστος το “Η μικρή του καμηλιέρη”, οι Ριτσιάρδης-Τραϊφόρος την θρυλική “ταμπακιέρα”, ο Σταυρος Τζουανάκος το “Φτάνει που θα μ΄αγαπάει”, ο Μιχάλης Σογιούλ το “Ο μήνας έχει εννιά” και άλλοι πολλοί.
https://www.youtube.com/watch?v=TT0Y21psov4
Ο Τσιτσάνης κρατάει βέβαια την μερίδα του λέοντος στην δισκογραφία της Νίνου, με πολλά και με τεράστιες επιτυχίες όπως η “Σεράχ”, το “Είμαι μια δυστυχισμένη”, τα “καβουράκια”, η “Ζαίρα”, το “Απόψε κάνεις μπαμ”, το “Παίξτε μπουζούκια”, “Στο Τούνεζι, το “Γειά σου καίκι μου Αϊ Νικόλα”, το “Γεννήθηκα για να πονώ”, το “Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα” και άλλα πολλά που σημαδεύουν την πορεία της μεγάλης τραγουδίστριας αλλά και την ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας.
Θυελλώδης η σχέση της με τον Τσιτσάνη, σε μία περίοδο που μάλιστα και οι δύο ήταν σταθερά παντρεμένοι. Επεισόδια με άλλες τραγουδίστριες που την είχαν στοχοποιήσει ακόμα από τον πρώτο καιρό που ο συνθέτης έδειξε την αδυναμία του σε αυτήν, αλλά και αργότερα όταν λέγεται πως απαιτούσε αποκλειστικότητα στις δημιουργίες του Τσιτσάνη και την απομάκρυνση του από άλλες τραγουδίστριες της εποχής. Κάπως έτσι έχει μείνει στην ιστορία και το «μαλλιοτράβηγμα» της με την μεγάλη σταρ της εποχής Σεβάς Χανούμ αλλά και με την Σωτηρία Μπέλλου που της τα «μάζευε» καιρό όπως λένε και ένα βράδυ που η Νίνου ήταν στο καφενείο του Μάριου, πήγε εκεί μετά από ανώνυμο τηλεφώνημα και την έδειρε με αποτέλεσμα η Νίνου να μεταφερθεί στο νοσοκομείο.
Το 1954 της γίνεται διάγνωση για καρκίνο στη μήτρα. Μετά την άρνηση του Τσιτσάνη να την ακολουθήσει στην Αμερική, πηγαίνει μόνη της και δουλεύει εκεί σε μαγαζιά ενώ ελπίζει σε θεραπεία στην Αμερική. Εκεί, ακούει μία μέρα το “Πες μου αν με βαρέθηκες”, του Μανώλη Χιώτη και νοιώθει ότι γράφτηκε γι’ αυτήν. Βρίσκει τον Καπλάνη και το ηχογραφεί στην Αμερική, ενώ η επιλογή της αυτή θεωρήθηκε ότι ήταν ένα άμεσο μήνυμα στον μέχρι πρόσφατα έρωτα της Βασίλη Τσιτσάνη.
Όταν επιστρέφει στην Ελλάδα, με την κατάσταση της όμως να χειροτερεύει, ηχογραφεί το σπουδαίο “Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι” από την ταινία “Στέλλα” του Κακογιάννη.
Μετά τον θάνατο της που συγκλόνισε όλη την Ελλάδα που αποθέωνε πλέον τα τραγούδια της, ο Βασίλης Τσιτσάνης της αφιέρωσε ένα τελευταίο τραγούδι, ως τον αποχαιρετισμό που δεν πήγε να την δώσει στην κηδεία της. Το τραγούδι «Θέλω να είναι Κυριακή» (που ερμήνευσε η Καίτη Γκρέυ) λέγεται πως γράφτηκε για την Μαρίκα Νίνου και αποτελεί την συγνώμη του μεγάλου λαϊκού συνθέτη στην γυναίκα που σημάδεψε μία από τις πιο δημιουργικές περιόδους του.
Δείτε επίσης: