Ron Haviv: «Αφού δεν μπορώ να αποτρέψω τα εγκλήματα πολέμου, θα κάνω τα πάντα για να τα καταγράφω»
Μία συνομιλία με τον πολυβραβευμένο φωτορεπόρτερ, που βρέθηκε πριν λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη για μία φωτογραφική έκθεση στην Stereosis
Προσοχή: στο άρθρο συμπεριλαμβάνονται σκληρές εικόνες
Κατεβαίνοντας τη σκάλα προς το υπόγειο του εργαστηρίου φωτογραφίας Stereosis, οι εικόνες που πρόκειται να αντικρίσουμε ξεπροβάλλουν ξαφνικά, τραβώντας το βλέμμα. Μια ματιά λίγο δευτερολέπτων πάνω τους αρκεί για να ασκήσουν την επιθυμητή επίδραση: περιέργεια, οίκτο, λύπη ή οργή. Εικόνες ανθρώπων λίγα λεπτά πριν την εκτέλεσή τους, μικρών παιδιών που με αγωνία στα μάτια αναζητούν τους γονείς τους, εκτοπισμένοι άνθρωποι πάνω σε σχεδίες, με απλανές βλέμμα προς το άπειρο.
«Ένας σύντομος οδηγός για τη διερεύνηση εγκλημάτων πολέμου» ονομάζεται η έκθεση που φιλοξενείται στο εργαστήριο μέχρι τις 20 Μαρτίου. Παρουσιάζεται από το IMEdD και διοργανώνεται υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Δικτύου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (GIJN) και του φωτογραφικού Ιδρύματος VII.
Ο Αμερικανός φωτορεπόρτερ Ron Haviv, συνδημιουργός του Ιδρύματος και curator της έκθεσης, μας περιμένει στο βάθος. Εδώ και 30 χρόνια, καταγράφει με το φακό του οριακές στιγμές της ανθρώπινης Ιστορίας, από εμπόλεμες ζώνες και πραξικοπήματα μέχρι φυσικές καταστροφές και την εισβολή στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ πριν τέσσερα χρόνια. Αν και έχει δει πάρα πολλά, παραμένει ψύχραιμος, πιστός στη συνείδησή του να καταγράψει όπως μπορεί και όσο μπορεί την αλήθεια.
Συνομιλήσαμε μαζί του για την έκθεση, τις εμπειρίες του και το ποια είναι η θέση των φωτορεπόρτερ στο σημερινό κυκεώνα από εικόνες, όπου το ψεύτικο με το αληθές ξεχωρίζουν όλο και δυσκολότερα.
Ήρθατε στη Θεσσαλονίκη απευθείας από την Ινδία, μετά από ένα πολύ μακρύ ταξίδι. Το ταξίδι σχετιζόταν με κάποιο φωτογραφικό πρότζεκτ;
Ήρθα πράγματι μετά από… 20 ώρες ταξίδι! Επισκέφτηκα την Ινδία προκειμένου να μαζέψω εικόνες για ένα workshop φωτογραφίας που υλοποιώ στη Νέα Υόρκη, διδάσκοντας σε μαθητές Λυκείου πώς να γίνουν καλοί φωτογράφοι.
Για να έρθουμε και στα δικά σας νεανικά χρόνια, εσείς πώς οδηγηθήκατε στο να γίνετε φωτορεπόρτερ;
Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας: Δεν μεγάλωσα με το όνειρο να γίνω φωτογράφος. Δημιουργική γραφή σπούδασα. Απλώς, προέκυψε όταν ένας θείος μου μου χάρισε μια φωτογραφική μηχανή και ένας φίλος μου ασχολήθηκε με τη φωτογραφία, επηρεάζοντάς με. Αργότερα, ξεκίνησα να ασχολούμαι επαγγελματικά με τη φωτογραφία, για να μπορώ να πληρώνω το πανεπιστήμιο. Συνεπώς, ήρθα σε επαφή με τη φωτογραφία από διάφορες αφετηρίες και κάποια στιγμή αποφάσισα ότι μάλλον θα πρέπει να γίνω φωτογράφος αντί για συγγραφέας.
Άρα, δεν υπήρχε κάποια οικογενειακή παράδοση στη φωτογραφία.
Όχι, όχι. Για να είμαι ειλικρινής, στη φωτογραφία με έσπρωξε το ότι δεν ήθελα μία δουλειά γραφείου. Ήθελα κάτι που να μου επιτρέπει να ταξιδεύω, να βρίσκομαι έξω στο πεδίο. Δεν υπήρχε κάποιο «ευγενές» κίνητρο ούτε είχα ιδιαίτερες γνώσεις πάνω στο φωτορεπορτάζ.
Η πρώτη σας αποστολή πού ήταν;
Άρχισα να εργάζομαι κάπου στο 1988-’89, ως freelancer. Συνεργαζόμουν αρχικά με μικρές εφημερίδες στη Νέα Υόρκη, μέχρι που κατέληξα να δουλεύω για το AFP. Με στείλαν στον Παναμά για να καλύψω τις εκλογές που έκανε με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών ο δικτάτορας Manuel Noriega. Οι εκλογές ήταν πρακτικά ένα τέχνασμα για να δείξει στο λαό του ότι τον υπολόγιζε. Τελικά, τις ακύρωσε πριν καν ολοκληρωθεί η ψηφοφορία και οι υποστηρικτές του επιτέθηκαν στον αντίπαλο υποψήφιο για τη θέση του αντιπροέδρου, τον Guillermo Ford —Billy Ford ήταν το παρατσούκλι του—, και τη συνοδεία του. Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων, κατάφερα να φωτογραφίσω τον Ford λουσμένο στο αίμα ενός από τους σωματοφύλακές του.
Τις επόμενες μέρες, οι φωτογραφίες μου μπήκαν στα εξώφυλλα των μεγαλύτερων περιοδικών παγκοσμίως: Time, Newsweek, U.S. News, Paris Match, Stern… παντού. Και εγώ ήμουν μόλις 23, γεμάτος ενθουσιασμό, ήδη διάσημος στο χώρο του φωτορεπορτάζ από νωρίς και πολύ γρήγορα.
Λίγους μήνες αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλαν στον Παναμά για να ανατρέψουν το δικτάτορα. Ο πρόεδρος Bush ο Πρεσβύτερος χρησιμοποίησε τις φωτογραφίες μου σε μία ομιλία προς τον αμερικανικό λαό, ώστε να αιτιολογήσει την πρωτοβουλία του αυτή. Νομίζω ότι ίσως είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε το υλικό ενός φωτορεπορτάζ για να αιτιολογηθεί η απόφαση ενός προέδρου.
Και κάπου εκεί κατάλαβα ότι το νόημα σε όλο αυτό δεν είναι ούτε τα εξώφυλλα στα περιοδικά, ούτε τα deals με τα ΜΜΕ ούτε τα χρήματα —εξάλλου, αυτή η δουλειά δεν έχει σοβαρά λεφτά. Το νόημα είναι ότι μπορούσα να μοιραστώ με όλο τον κόσμο την αντίληψή μου για την επικαιρότητα και να προβληματίσω το κοινό για το αν θα αντιδράσει και πώς. Αυτό ήταν το ουσιαστικό κίνητρο για να μείνω στη δουλειά.
Θυμάστε κάποιο χτυπητό σας λάθος από αυτά τα πρώτα χρόνια;
Θα μας έπαιρνε ώρες να σας πω όλα μου τα λάθη! Μετά τον Παναμά, βρέθηκα στο Βερολίνο και, κατά τη γνώμη μου, δεν κάλυψα όπως έπρεπε τις ιστορικές στιγμές που εξελίσσονταν μπροστά μου. Ήμουν άπειρος.
Κάθε αποστολή ήταν ένα μάθημα για μένα, και έτσι συνεχίζει να είναι. Πάντα προσπαθώ να τραβάω περισσότερες, καλύτερες και πιο ενδιαφέρουσες φωτογραφίες, που να κρατούν την προσοχή των ανθρώπων, να λειτουργούν διδακτικά για αυτούς. Νιώθω ότι όσο γίνομαι καλύτερος τόσο βελτιώνεται και το κοινό των φωτογραφιών μου, και αυτό με κρατά σε εγρήγορση επαγγελματικά.
Το 1992, στον Πολεμο της Βοσνίας, βρεθήκατε στην πόλη Bijeljina, ακολουθώντας την παραστρατιωτική ομάδα «Τίγρεις» με επικεφαλής το Σέρβο πολέμαρχο Zeljko Raznatovic, γνωστό ως Arkan. Εκεί είχατε την ευκαιρία να τραβήξετε ίσως την πιο συγκλονιστική και αναγνωρίσιμη φωτογραφία σας, αυτήν που απεικονίζει έναν νεαρό στρατιώτη της ομάδας να σηκώνει την μπότα του για να κλωτσήσει μία ετοιμοθάνατη γυναίκα που κείτονταν στο έδαφος. Θα θέλατε να μας πείτε πώς καταλήξατε στην υπό κατάρρευση Γιουγκοσλαβία και πώς καταφέρατε να ακολουθήσετε τους άνδρες του Arkan;
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας συνέβη μέσα από μία σειρά πολέμων. Ο πρώτος πόλεμος ήταν αυτός της Σλοβενίας. Εγώ συνεργαζόμουν τότε με το πρακτορείο του Γάλλου Marcel Saba. Του ζήτησα να πάω στην περιοχή, προβλέποντας ότι θα γίνει πόλεμος, ο πρώτος σε ευρωπαϊκό έδαφος μετά τον ΄Β Παγκόσμιο. Πράγματι, μοιραστήκαμε τα έξοδα και πήγα στη Σλοβενία. Και αυτή ήταν η αρχή. Μέχρι το 2000, κατέγραψα όλες τις συγκρούσεις στη Σλοβενία, την Κροατία, τη Βοσνία, το Κοσσυφοπέδιο και τη Βόρεια Μακεδονία. Ήμουν μέχρι και έξω από το σπίτι του Milosevic όταν τον συνέλαβαν.
Τον Arkan τον γνώρισα ενώ βρισκόμουν με την Alexandra Boulat, μία εκπληκτική φωτογράφο, αφοσιωμένη στην κάλυψη του πολέμου. Πήγαμε στο αρχηγείο του Arkan θέλωντας να τον ακολουθήσουμε στη μάχη. Γοητευμένος από την Alexandra, δέχτηκε να στηθεί με όλη του την ομάδα για μια φωτογραφία. Μάζεψε όλους τους άντρες του, φόρεσαν τις μπαλακλάβες τους και ανέβηκαν σε ένα τανκ. Εκείνος κρατούσε και ένα μωρό τίγρη, σαν ευθεία αναφορά στο όνομα του τάγματος. Του άρεσε αυτή η φωτογραφία, τόσο που την κορνίζαρε σαν αφίσα!
Ο επόμενος πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, αυτός της Βοσνίας, ξεκίνησε πέντε-έξι μήνες μετά. Πράγματι, βρέθηκα στην Bijeljina, μια μικρή πόλη στα σύνορα με τη Σερβία, διαιρεμένη μεταξύ Μουσουλμάνων και Σέρβων. Πέρασα μερικές μέρες καταγράφοντας τις μάχες μεταξύ των δύο πλευρών. Κάπου την τρίτη ή τέταρτη μέρα, έφτασε ο Αρκάν για να «απελευθερώσει» την πόλη από τους «μουσουλμάνους φονταμενταλιστές». Τον πλησίασα, του θύμισα ότι είχα τραβήξει τη φωτογραφία που τόσο του άρεσε και τον ρώτησα αν μπορούσα να πάω με τους άνδρες του στη μάχη. Με έστειλε με μία ομάδα στρατιωτών όπου ο ένας ήταν Αυστραλός και μιλούσε αγγλικά.
Τους ακολούθησα και είδα με τα μάτια μου δεκάδες εκτελέσεις αμάχων, ανάμεσα στους οποίους και η γυναίκα που αναφέρατε, μαζί με ένα αντρόγυνο. Η γυναίκα ονομαζόταν Tifa Šabanović και το αντρόγυνο Abdirami και Hamijeta Pajaziti.
Έπρεπε κάπως να φτιάξω το καδράρισμα ώστε να φαίνονται μαζί οι στρατιώτες και τα θύματα, για να μην μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός. Οι στρατιώτες ούρλιαζαν: «Όχι φωτογραφίες!». Αν με έβλεπαν να φωτογραφίζω, μάλλον θα με πυροβολούσαν και μετά θα λέγαν ότι με σκότωσαν οι Βόσνιοι. Προφανώς φοβόμουν πολύ. Όμως, εγώ είχα δώσει μία υπόσχεση στον εαυτό μου, ήδη από τον πόλεμο της Κροατίας όπου αντίκρισα αντίστοιχες σκηνές: Αν τύχει και ξαναβρεθώ μπροστά σε εγκλήματα πολέμου, αφού δεν μπορώ να τα αποτρέψω, τουλάχιστον να τα καταγράψω.
Ο στρατιώτης που κλώτσησε την Šabanović ήταν κάπου στα 18, 19. Πλέον έχει ταυτοποιηθεί και ξέρουμε ότι ονομάζεται Srđan Golubović.
Όπως η φωτογραφία του Παναμά, έτσι και αυτή χρησιμοποιήθηκε ως πειστήριο, αυτήν τη φορά στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Πόσο σημαντικό ήταν για εσάς αυτή η δεύτερη «ζωή» της φωτογραφίας, ως ένα πειστήριο εγκλημάτων πολέμου;
Εκείνη την εποχή, συζητιόταν έντονα ότι, αν δεν υπάρξει κάποια έξωθεν πολιτική ή στρατιωτική παρέμβαση, ο πόλεμος στη Βοσνία θα είναι αναπόφευκτος, και μάλιστα θα είναι σκληρότερος από αυτούς στη Σλοβενία και την Κροατία. Πίστευα ότι αυτές οι φωτογραφίες θα λειτουργούσαν σαν απόδειξη προς όλο τον πλανήτη ότι κάτι πρέπει άμεσα να γίνει. Όμως, τίποτα δεν έγινε. Ακόμα και σήμερα, η Βοσνία παραμένει μία δυσλειτουργική χώρα.
Μέχρι την έναρξη της δίκης, οι φωτογραφίες μου δεν ήταν τίποτα παραπάνω από απλά σύμβολα. Αργότερα αυτό άλλαξε. Μάλιστα, θυμάμαι έναν εισαγγελέα να λέει ότι οι φωτογραφίες μου ήταν ένα από τα κίνητρα για να συσταθεί το συγκεκριμένο δικαστήριο. Ήταν πραγματικά συναρπαστικό το πώς οι φωτογραφίες μου άρχισαν να έχουν τη δική τους παράλληλη πορεία φεύγοντας από τα χέρια μου.

Αξίζει να πω ότι ολοκληρώνουμε με τη Lauren Walsh ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο “Biography of a Photo”, που εξετάζει ακριβώς την επίδραση των φωτογραφιών μου από τον Παναμά και τη Βοσνία όχι μόνο στις ζωές των άμεσα εμπλεκόμενων αλλά και ευρύτερα στην τέχνη, την εξωτερική πολιτική, την εκπαίδευση κτλ. 30 χρόνια έχουν περάσει και το υλικό μου συνεχίζει να κυκλοφορεί ακόμα στη δημόσια σφαίρα! Είναι πραγματικά εκπληκτική η δύναμη μιας φωτογραφίας.
Να πούμε ότι η αυθεντικότητα της φωτογραφίας με το στρατιώτη αμφισβητήθηκε, αρχικά από τον ίδιο τον Arkan και έπειτα το 2014, όταν ένας Ρώσος blogger ισχυρίστηκε ότι ο στρατιώτης ήταν Ουκρανός που συμμετείχε σε εθνοκάθαρση Ρωσόφωνων στην Κριμαία. Σήμερα, με την απίστευτη ταχύτητα με την οποία διαδίδονται οι ψευδείς ειδήσεις, πόση δύναμη απομένει σε έναν φωτορεπόρτερ για να αποδώσει την αλήθεια;
Ομολογουμένως, βρισκόμαστε σε πολύ επικίνδυνες και δύσκολες εποχές. Αυτός ο blogger άλλαξε απλώς τη λεζάντα της φωτογραφίας. Αυτό ήταν αρκετό για να πιστέψουν τα εκατομμύρια ακολούθων του την εκδοχή που αυτός ήθελε. Ακόμα και σήμερα, είμαι σίγουρος ότι πολλοί Ρώσοι θα πουν, αν τους δείξετε την εικόνα, «Α ναι, το έγκλημα πολέμου στην Κριμαία».
Να, λοιπόν, που δεν χρειάζεται απαραίτητα η χρήση λογισμικών και τεχνητής νοημοσύνης για να γίνει επικίνδυνη μία φωτογραφία. Αρκούν μερικές αλλαγές στη λεζάντα της.
Οι μεγάλες εταιρείες σαν την Adobe προσπαθούν να χτίσουν λογισμικά επαλήθευσης φωτογραφιών. Αλλά ακόμα και έτσι, η ευθύνη θα βαραίνει τους χρήστες στο να ελέγχουν τις πηγές τους και να μην μένουν απλώς σε αυτά που βλέπουν στο X, το Snapchat, το Facebook ή το Instagram.
Είναι πιο ζωτική από ποτέ η σημασία του εγγραμματισμού στη χρήση των ψηφιακών μέσων. Τα πράγματα, πιστεύω, δεν πάνε πολύ καλά. Οι περισσότεροι δεν αφιερώνουν χρόνο, δεν ενδιαφέρονται καν να επαληθεύσουν αυτό που βλέπουν στο διαδίκτυο. Αφού βγαίνει στις οθόνες τους, απλώς το καταπίνουν αμάσητο και το μοιράζονται με άλλους.

Φοβάμαι ότι στο τέλος οι ιστορίες που εγώ και οι συνάδελφοί μου αφηγούμαστε θα χαθούν μέσα στο «θόρυβο». Κανείς δεν θα πιστεύει αυτά που καταγράφουμε, είτε είναι τα βιώματα ανθρώπων στην εμπόλεμη Ουκρανία είτε η ιστορία μίας οικογένειας Ελλήνων στη Λέσβο που βοηθάει μετανάστες. Κινδυνεύουμε να χάσουμε ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας μας, της συλλογικής μας μνήμης. Ίσως φτάσουμε σε ένα σημείο όπου, ακόμα και αν αποδεχόμαστε κάτι ως αληθινό, δεν θα έχουμε πια τη συναισθηματική και νοητική ικανότητα να το κατανοήσουμε, εξαντλημένοι από αυτόν τον τεράστιο όγκο περιεχομένου.
Σίγουρα, ο κόσμος είναι συναισθηματικά εξουθενωμένος από όλη αυτή την ατέλειωτη πληροφορία για πολέμους, προσφυγικές κρίσεις κτλ. ΟΚ, δεν είναι ρεαλιστικό να ζητάμε από τον απλό κόσμο να έρχεται κάθε μέρα σε επαφή με αυτές τις εικόνες, όπως κάνουμε οι δημοσιογράφοι. Όμως, δεν παύουν και οι πολίτες να έχουν την ευθύνη μια στο τόσο να ασχολούνται, να μαθαίνουν τι γίνεται στον πλανήτη.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν ζούμε σε μία φούσκα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ρεπορτάζ μου για τα παράνομα ορυχεία χρυσού στον Αμαζόνιο. ΟΚ, δεν είναι έγκλημα πολέμου αλλά είναι άλλου είδους «έγκλημα». Και όλοι μας κουβαλάμε κάτι χρυσό πάνω μας, κάποιο κολιέ, κάποιο δαχτυλίδι. Άλλο παράδειγμα: οι ταραχές στο Κονγκό, που ξεκίνησαν το 1998. Στο όλο ζήτημα εμπλέκονται και τα πολύτιμα ορυκτά της χώρας, κάποια από τα οποία βρίσκονται στα κινητά μας, στους υπολογιστές μας.
Για αυτό η δουλειά μας είναι σημαντική. Όχι για να «μπουκώσουμε» τους ανθρώπους με εικόνες αλλά για να καλλιεργήσουμε μία κουλτούρα ευθύνης στο τι ψωνίζουν, τι ψηφίζουν —αν είναι τυχεροί και ζουν σε χώρα όπου επιτρέπεται ακόμα αυτό. Οι φωτορεπόρτερ βάζουμε και εμείς το λιθαράκι μας στο να εκπαιδεύσουμε, να προειδοποιήσουμε και να ενημερώσουμε τον κόσμο για το τι συμβαίνει γύρω μας.
Πόσο εύκολο σάς είναι να καταπιέζετε τα συναισθήματά σας και να παραμένετε συγκεντρωμένος στη δουλειά, όταν γράφεται μπροστά σας Ιστορία;
Ισορροπώ μόνιμα σε μία λεπτή γραμμή, όπου επηρεάζομαι μεν συναισθηματικά από αυτό που βλέπω, αλλά όχι σε σημείο που να με καταβάλει και να με μουδιάζει. Σαν φωτορεπόρτερ, πρέπει να βρίσκω τη χρυσή τομή. Αν προσεγγίσω το πεδίο ψυχρά και ρομποτικά, θα γίνω απαθής στα όσα βλέπω, και άρα η φωτογραφία μου θα είναι κενή συναισθήματος. Και μία φωτογραφία κενή από συναίσθημα δεν θα συγκινήσει ούτε εσάς. Απ’ την άλλη, αν στέκομαι σε κατάσταση σοκ και κλαίω σε μία γωνία, δεν θα τραβάω φωτογραφίες, άρα θα ακυρωθεί ο λόγος που βρίσκομαι στο πεδίο.
Έχω, λοιπόν, την ευθύνη να είμαι τα μάτια του κοινού, των ανθρώπων που θα δουν τη δουλειά μου. Θέλω να νιώσουν την ίδια συναισθηματική σύνδεση με τα γεγονότα που νιώθω κι εγώ, μέσα από τις εικόνες μου.
Υπήρξε ποτέ κάποια αξιομνημόνευτη στιγμή που δεν προλάβατε ή δεν αντέξατε να απαθανατίσετε;
Δεν θα το ‘λεγα. Αντίθετα, υπήρξαν πολλές φορές που μου ζητήθηκε από ανθρώπους στο πεδίο να μην τραβήξω φωτογραφίες. Και το σέβομαι, εκτός και αν μπροστά μου εκτυλίσσεται κάποιο έγκλημα πολέμου. Εκεί, ό,τι και να μου πουν, θα τραβήξω φωτογραφίες. Όμως, αν κάποιος μου ζητήσει να κλείσω την κάμερα επειδή πενθεί ή είναι σε ευάλωτη κατάσταση, σαφώς θα το σεβαστώ.
Για να επιστρέψω σε αυτό που λέγαμε πριν: Είμαι τα μάτια του κοινού και προσπαθώ να μην αυτολογοκρίνομαι. Ίσως απλώς «λειάνω» λίγο το καδράρισμα της φωτογραφίας, ώστε αυτή να μην είναι υπερβολικά σκληρή και δεν αντέχεται. Αλλά δεν θα αποσιωπήσω ποτέ κάτι που βλέπω, ειδικά αν είναι έγκλημα πολέμου.
Τι συμβουλές δίνετε στους επίδοξους φωτορεπόρτερ;
Αρχικά, τους προτρέπω να κάνουν αυτήν τη δουλειά μόνο αν παθιάζονται μαζί της. Είπα και πριν ότι τα χρήματα είναι λίγα, οπότε χρειάζεται να σε ενδιαφέρει για να την κάνεις.
Από κει και πέρα, οι συμβουλές μου ποικίλουν ανάλογα με το είδος του φωτορεπορτάζ. Έρχονται και μου λένε πολλοί νέοι φωτογράφοι «Θα μπω σε ένα αεροπλάνο και θα πάω στην Ουκρανία» ή «Θα πάω στην Αϊτή. Τι πιστεύετε ότι πρέπει να προσέξω;». Τους προτρέπω να παρακολουθήσουν κάποιο σεμινάριο από αυτά που διοργανώνουν απόστρατοι αξιωματικοί για την ασφάλεια των δημοσιογράφων και, φυσικά, να μάθουν πρώτες βοήθειες, για να βοηθούν τους ίδιους και τους συναδέλφους τους.
Το πρώτο που καλούνται να μάθουν, λοιπόν, είναι να μην κάνουν λάθος τα προφανή. Δυστυχώς πολλοί συνάδελφοί μου έκαναν τέτοια λάθη και είτε τραυματίστηκαν είτε και έφυγαν από τη ζωή. Όχι ότι και εγώ δεν τα ‘κανα… Τα ‘κανα, απλώς στάθηκα πολύ τυχερός και σας μιλώ τώρα.
Πόσο σας επηρέασε ψυχολογικά η βιαιότητα των σκηνών που φωτογραφίσατε; Και πώς το αντιμετωπίσατε;
«Είμαστε οι εμπειρίες μας». Λίγο κλισέ η φράση αλλά θα συμφωνήσω. Δεν μπορώ να ξέρω ποιος θα ήμουν αν δεν είχα βιώσει όσα βίωσα στις αποστολές
Σαν άνθρωπος, αυτό που κράτησα είναι το πόσο εύθραυστα είναι όλα στον κόσμο μας και πόσο μόνοι και αβοήθητοι μπορούν να μείνουν οι άνθρωποι. Εμείς έχουμε την πολυτέλεια να προσδοκούμε ότι θα έρθει ένα ασθενοφόρο να μας μαζέψει αν πάθουμε κάτι, θα υπάρχει ένα νοσοκομείο να μας περιθάλψει κτλ. Σε πάμπολλές περιπτώσεις αυτό δεν ισχύει. Από τον τυφώνα Κατρίνα στη Νέα Ορλεάνη μέχρι την Ουκρανία, είδα ανθρώπους που δεν είχαν καμία άλλη βοήθεια παρά μόνο τους εαυτούς τους.
Μετά από τόσα χρόνια δουλειάς στο πεδίο, υπάρχει μια πτυχή της ανθρώπινης φύσης που εξακολουθεί να σας εκπλήσσει κάθε φορά με καλό ή κακό τρόπο;
Συνεχίζει να με εκπλήσσει αρνητικά η ατέλειωτη βιαιότητα των ανθρώπων και τα όσα κάνουν είτε από μίσος είτε από φόβο. Από την άλλη, έχω δει και εκπληκτικές πράξεις ηρωισμού, καλοσύνης, αυτοθυσίας, συχνά από αγνώστους μεταξύ τους ανθρώπους. Ένας Ουκρανός που βοηθάει έναν Ρώσο ή το ανάποδο, για παράδειγμα, άνθρωποι που σώζουν ανθρώπους από φλεγόμενα σπίτια.
Ερχόμενοι σε άλλες φωτογραφίες που έχετε τραβήξει, τα τελευταία χρόνια ήσασταν παρών σε συνταρακτικά γεγονότα στις ΗΠΑ, όπως η επίθεση στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου του 2021 και πολύ πρόσφατα, τον περασμένο Νοέμβριο, η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ. Μπορείτε να μας μεταφέρετε την ατμόσφαιρα αυτών των περιστατικών και πώς τα εκλάβατε, ειδικά ως Αμερικανός;
Ο δρόμος προς την 6η Ιανουαρίου στρωνόταν πολύ καιρό. Νομίζω ότι το συμβάν θύμισε στους Αμερικανούς, που μια ζωή λένε σε άλλες χώρες τι πρέπει να κάνουν για να επιλύσουν τις κρίσεις τους, ότι είναι σαν όλους τους άλλους λαούς. Τέτοιες εισβολές σε κοινοβούλια και κυβερνητικά κτίρια έχω δει και στη Μόσχα και στον Παναμά και αλλού.
Τα όσα ζούμε τα τελευταία χρόνια δείχνουν ότι οι Αμερικανοί δεν είμαστε πιο ξεχωριστοί, πιο έξυπνοι από άλλους λαούς. Αυτό σημαίνει ότι είμαστε ικανοί για τα χειρότερα —όπως όλοι οι λαοί— αλλά και ότι υπάρχει περιθώριο να γίνουμε καλύτεροι πολίτες στο μέλλον, με περισσότερη αυτογνωσία.
Είναι πολύ στενάχωρη η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών αυτήν την περίοδο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, με όλη αυτήν τη ρητορική Τραμπ και τις ψευδείς ειδήσεις. Φοβάμαι ότι σε μία δυνητική έκθεση φωτογραφίας με εγκλήματα πολέμου το 2027 το 2028, θα έχουμε το διπλάσιο υλικό να δείξουμε με όλη αυτή την εγωιστική νοοτροπία που καλλιεργεί η Αμερική, «ή εγώ ή κανένας». Κοινώς, θα δούμε περισσότερο θάνατο, περισσότερη καταστροφή. Προφανώς, με απογοητεύει απίστευτα αυτό ως άνθρωπο και ακόμη περισσότερο ως Αμερικανό που η χώρα μου συμβάλλει με τόσο αρνητικό τρόπο στα τεκταινόμενα.
Ολοκληρώνοντας, θα θέλαμε να μας πείτε μερικά πράγματα και για το Ίδρυμα 7 (VII Foundation) που συνδημιουργήσατε, αλλά και για την έκθεση φωτογραφίας που μπορούμε να δούμε στη Θεσσαλονίκη μέχρι τις 20 Μαρτίου.
Το VII Foundation, που δημιουργήθηκε το 2001, έχει πολλούς στόχους. Αρχικά, περιλαμβάνει ένα ομώνυμο πρακτορείο φωτογραφιών, που συνεργάζεται με φορείς και πρωτοβουλίες όπως τα Ηνωμένα Έθνη, το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα, ο Ερυθρός Σταυρός κ.ο.κ. Υλοποιούμε projects μεγάλες έκτασης προκειμένου να ενημερώσουμε και να ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο σε παγκόσμια κλίμακα για το έργο που επιτελούν.
Δευτερευόντως, το ίδρυμα έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Πιστεύουμε ότι οι δημοκρατίες έχουν ανάγκη από ισχυρά, ανεξάρτητα ΜΜΕ. Το φωτορεπορτάζ, αν και μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά, συχνά δεν περιλαμβάνεται στα προγράμματα σπουδών δημοσιογραφίας. Για να γίνεις φωτορεπόρτερ, δεν αρκεί απλώς να τραβάς φωτογραφίες. Όλοι το κάνουν πλέον αυτό. Χρειάζεται εκπαίδευση.
Εμείς καλύπτουμε αυτό το κενό προσφέροντας δωρεάν εκπαίδευση σε περισσότερες από 12 γλώσσες, με ευρωπαϊκές έδρες σε Σεράγεβο και Αρλ. Στα προγράμματά μας έχουν συμμετάσχει πάνω από 1.000 φοιτητές εδώ και πέντε χρόνια, και ευελπιστούμε στο μέλλον να συμμετάσχουν και άλλοι. Τόσο εγώ όσο και ο Gary Knight, συνδημιουργός του ιδρύματος, πιστεύουμε ότι η γενιά μας πρέπει να προσφέρει τη γνώση της στους επόμενους φωτογράφους, όπως έκαναν άλλοι και σε μένα όταν ξεκινούσα.
Πολλές φορές, οι δημοσιογράφοι είναι οι πρώτοι αυτόπτες μάρτυρες των εγκλημάτων πολέμου, πολύ πριν καταφτάσουν οι αρμόδιες αρχές και οι εμπειρογνώμονες. Δεν έχουν κάποια νομική ή άλλη δικαιοδοσία, αλλά η μαρτυρία τους μπορεί να είναι πολύ σημαντική στην αποκάλυψη τέτοιων εγκλημάτων. Για αυτό και είναι σημαντικό να τους εκπαιδεύσουμε ώστε να καταλαβαίνουν τι βλέπουν και πώς να το καταγράφουν.
Σχετικά με την έκθεση, παρουσιάζεται από το IMEdD και υλοποιείται από το Ίδρυμα VII σε συνεργασία με το Παγκόσμιο Δίκτυο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας, το οποίο δημιούργησε έναν οδηγό καλής πρακτικής για την καταγραφή των εγκλημάτων πολέμου από τους δημοσιογράφους.
Σε μια εποχή ολοένα και αυξανόμενων συγκρούσεων παγκοσμίως, η δημοσιογραφία της εικόνας θα έχει σημαντικό ρόλο να παίξει. Και με τον όρο «δημοσιογραφία της εικόνας» δεν εννοώ απαραίτητα τους φωτορεπόρτερ αλλά και απλούς ανθρώπους που βρίσκονται στις χώρες τους και καταγράφουν αυτά που συμβαίνουν γύρω τους με το κινητό ή όποιο άλλο μέσο διαθέτουν.
Προσπαθώ να παραμείνω αισιόδοξος —αν και δεν το καταφέρνω ιδιαίτερα— για την πορεία των πραγμάτων από εδώ και στο εξής. Πάντως, όσο περισσότερο εκτίθενται οι δημοσιογράφοι και το κοινό σε εικόνες σαν αυτές της έκθεσης, όσο περισσότερο ενημερώνονται, τόσο πιο πιθανό θα είναι να αποτραπούν τα εγκλήματα πολέμου στο μέλλον.
Οι φωτογραφίες του κ. Haviv δημοσιεύονται με την άδειά του.
Η έκθεση «Ένας σύντομος οδηγός για τη διερεύνηση εγκλημάτων πολέμου» συνεχίζει να εκτίθεται στο εργαστήριο φωτογραφίας Stereosis (Ζεύξιδος 3, Θεσσαλονίκη) μέχρι και τις 20 Μαρτίου.