Το προσφυγικό μέσα από τα μάτια του φωτορεπόρτερ Δημήτρη Τοσίδη
Δουλειά ή συναισθηματισμός; Ο Δημήτρης Τοσίδης απαντάει στο ερώτημα αυτό, περιγράφει την κατάσταση στους καταυλισμούς προσφύγων και θυμάται την πιο σοκαριστική στιγμή που βίωσε
Λέξεις: Κριεμπάρδη Γεωργία
«Πάλι καλά που υπάρχουν εικόνες για να έχουμε ντοκουμέντα ότι υπήρξε αυτό το μέρος στην Ευρώπη τον 21ο αιώνα: η Μόρια». Κάπως έτσι ξεκίνησε η συζήτηση με τον Δημήτρη Τοσίδη.
Ο Δημήτρης, επαγγελματίας φωτορεπόρτερ (ΑΠΕ-ΜΠΕ), ανήκει σε μια γενιά που βρέθηκε πολύ γρήγορα μπροστά σε σημαντικά γεγονότα. Οικονομική κρίση, προσφυγικό, Μακεδονικό… Αν και σπούδασε στο Τμήμα Καλών Τεχνών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ασχολήθηκε μετέπειτα με το ντοκιμαντέρ, σύντομα κατάλαβε πως αυτό που ήθελε ήταν να φωτογραφίζει την επικαιρότητα.
Ως φωτορεπόρτερ ,το πρώτο θέμα που κάλυψε ήταν η άφιξη προσφύγων μέσα σε μια βάρκα στην Κάλυμνο, πριν από εφτά χρόνια. Ακολούθησαν Ειδομένη, Διαβατά, Χίος, Λέσβος και καταυλισμοί σε διάφορα ακόμα σημεία. Στην εκπνοή του 2020, ενός πολύπαθους έτους, ο Δημήτρης Τοσίδης μου μίλησε για όσα έχει δει ο φωτογραφικός φακός του στους προσφυγικούς καταυλισμούς στην Ελλάδα.
Η πρώτη φορά
«Κάλυμνος. Η πρώτη φορά που φωτογράφισα για το προσφυγικό ήταν στην Κάλυμνο, πριν από εφτά χρόνια. Τυχαία βρέθηκα εκεί τη στιγμή που έφτανε σε παραλία βάρκα με πρόσφυγες. Τότε ήταν στην αρχή του το προσφυγικό και δεν υπήρχε από κανέναν εμπειρία να το διαχειριστεί. Θυμάμαι, είχαμε πάρει τους πρόσφυγες από την παραλία, τους μεταφέραμε σ’ ένα μοναστήρι εγκαταλελειμμένο για να κοιμηθούν κι οι ντόπιοι ήταν φιλικοί μαζί τους, τους έφερναν φαγητά. Μετά, έγιναν συνήθεια οι αφίξεις προσφύγων.
Τότε φωτογραφίζαμε πολύ λίγοι άνθρωποι. Κανείς δεν ενδιαφερόταν στα πρακτορεία γι’ αυτές τις εικόνες. Δεν ήταν ζήτημα επικαιρότητας. Υπάρχουν φωτογραφίες μου που δεν έχουν παίξει ποτέ. Το θέμα, αρχικά, πήρε μεγάλες διαστάσεις από τα ξένα ΜΜΕ. Αυτό το κρίνω βάσει των πελατών και των τότε δημοσιεύσεων. Στην Ελλάδα, μεγάλο ενδιαφέρον για το προσφυγικό υπήρξε μετά την έξαρση το 2015-16. Η Ειδομένη εκκενώνεται κι αρχίζει η ιστορία με τα camps…»
Δουλειά ή συναισθηματισμός
«Στην αρχή εμπλεκόμουν συναισθηματικά με όλο αυτό. Ήμουν νέος στη δουλειά και τα έπαιρνα πιο προσωπικά αυτά που έβλεπα. Όλο αυτό που ζούσα με διαμόρφωνε. Είχα συνδεθεί και με ανθρώπους. Είχα κάνει έναν πολύ καλό φίλο, τον Μουσταφά. Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη δουλειά σου και θέλουν να σε βοηθήσουν, να σου δείξουν πώς ζουν. Πλέον έχουν δει πολλά τα μάτια μου και πολλές φορές -μη νομίζεις- αφήνουμε τη δουλειά για να βοηθήσουμε ανθρώπους που κινδυνεύουν».
Οι συνθήκες στους καταυλισμούς
«Σε πρώτο στάδιο, το κράτος ήθελε να δημιουργήσει άμεσα καταυλισμούς και το έκανε σε διάφορα σημεία. Στη Δυτική Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, είχε 3-4 camps χαμένα μέσα στη Σίνδο. Καταυλισμοί δημιουργήθηκαν από το μηδέν σε στρατόπεδα, χωράφια, αποθήκες. Στα camps που οι συνθήκες ήταν ακόμα χειρότερες συγκριτικά με άλλα, δε μας επιτρεπόταν η είσοδος για να φωτογραφίσουμε. Το ίδιο ισχύει και τώρα. Αυτό είναι σοβαρό ζήτημα ελευθερίας των δημοσιογράφων.
Οι πρόσφυγες περνάνε θάλασσες, έρχονται εδώ και ζουν μέσα στην λάσπες. Οι ντόπιοι προειδοποιούν το κράτος για την ακαταλληλότητα κάποιων σημείων να δημιουργηθούν καταυλισμοί. Κανείς δεν τους ακούει. Τότε, στην Ειδομένη, κουβαλούσαμε παιδιά, γυναίκες, ηλικιωμένους να περάσουν μέσα από ποτάμια για να σωθούν. Στο τέλος της μέρας σκέφτεσαι: “Τι είναι αυτό που ζούμε; Γιατί να το ζούμε;”
Οι καταστάσεις που βιώνουν αυτοί οι άνθρωποι εξακολουθούν να είναι άθλιες, αλλά έχω παρατηρήσει πως η ψυχολογία τους έχει αλλάξει. Στην αρχή, έρχονταν και με κάποιον τρόπο κατάφερναν να φύγουν προς την Ευρώπη και οι διακινητές –ας μην κρυβόμαστε- έκαναν χρυσές δουλειές στα Βαλκάνια. Πλέον, τα μέτρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν γίνει πιο αυστηρά και η ψυχολογία τους συνοψίζεται σε μια φράση: “Εντάξει, βαλτώσαμε” ».
Οι ντόπιοι
«Αυτό που έχω παρατηρήσει είναι ότι η αντιμετώπιση των ντόπιων απέναντι στους πρόσφυγες σχετίζεται με τις εμπειρίες τους. Η πρώτη επαφή μαζί τους ήταν πάντα περίεργη και γεμάτη καχυποψία. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στα Διαβατά –που ήταν το πρώτο camp στη Θεσσαλονίκη- πόσο είχαν ξεσηκωθεί οι κάτοικοι όταν σχεδιαζόταν η δημιουργία του καταυλισμού. Ο κόσμος αντιδρούσε. Σε πρώτη ανάγνωση, τους έλεγες ρατσιστές. Σε δεύτερη ανάγνωση, παρατηρούσες ότι ήταν άνθρωποι που ούτε οι ίδιοι ζουν σε καλές συνθήκες μέσα στα εργοστάσια και τους καπνούς. Δε το λέω για να τους δικαιολογήσω, όμως.
Κάποιοι, βέβαια, χαρακτηρίζονται γενικά από έναν ρατσισμό. Όσον αφορά στη Λέσβο, σίγουρα υπάρχει μεγάλη μερίδα ακροδεξιών στοιχείων, αλλά μην ξεχνάμε ότι το νησί έχει χαρακτηριστεί «κόκκινο». Παραδοσιακά, πολλοί δήμοι του νησιού εξέλεγαν ΚΚΕ. Μου έκανε εντύπωση που ανάμεσα σ’ αυτούς που διαμαρτύρονταν για την άφιξη προσφύγων ήταν και άνθρωποι που η ψήφος τους στις εκλογές έδειχνε αλληλέγγυες θέσεις. Οι οργανώσεις, βέβαια, επηρέασαν τους ντόπιους. Ανέλαβαν εκείνες τη βοήθεια προς τους πρόσφυγες, οι ντόπιοι αλληλέγγυοι σταμάτησαν να είναι ενεργοί και στο μυαλό των πολλών οι ΜΚΟ φάνταζαν κάτι εξωτικό και συνομωσιολογικό».
«Η στιγμή που με σόκαρε»
«Το προσφυγικό, δυστυχώς, μόνο σοκαριστικές στιγμές μας έχει δώσει. Πτώματα, χτυπημένοι άνθρωποι, δράμα. Το πρώτο που μου έρχεται τώρα στο μυαλό είναι μια ιστορία από την Ειδομένη, αφού είχαν κλείσει τα σύνορα μετά τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας και οι πρόσφυγες εγκλωβίστηκαν. Ένας άνθρωπος είχε ανέβει σ’ ένα τρένο την ώρα που περνούσε κι έπαθε ηλεκτροπληξία. Είχε απανθρακωθεί. Είχε γίνει ένα μεγάλο κομμάτι κάρβουνο. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο θέαμα στη ζωή μου. Οι πρόσφυγες που ήταν μαζεμένοι εκεί ξεσηκώθηκαν, πήραν το πτώμα στα χέρια τους και συγκρούστηκαν με την αστυνομία. Έκλαιγαν. Ούρλιαζαν. Φωτογράφιζα όλο αυτό και δεν το πίστευα. Προσπαθούσα να μην το βλέπω με γυμνό μάτι».
«Η στιγμή που θύμωσα»
«Το 2015 είχαμε ακολουθήσει μια οικογένεια προσφύγων από τη Συρία που είχε πάρει άσυλο για Γερμανία. Εμείς θα καλύπταμε την ιστορία τους σ’ ένα πλαίσιο «success story: Οικογένεια από τη Συρία πέρασε τις λάσπες στην Ειδομένη και θα κατάφερνε να φτάσει Γερμανία». Τους φωτογραφίζαμε, τα παιδάκια έπαιζαν, όλοι χαρούμενοι. Το θέμα δημοσιεύτηκε. Μετά από μέρες πήγα σ’ ένα άλλο camp, στα Λαγκαδίκια,, για ένα ρεπορτάζ και περπατώντας συνάντησα τον άντρα. Αργότερα έμαθα ότι ο συγκεκριμένος έδερνε τη γυναίκα του για πάρα πολύ καιρό και τον «κάρφωσε» μια άλλη οικογένεια που άκουγε τη γυναίκα να ουρλιάζει. Εκεί ένιωσα περίεργα για το δημοσιογραφικό λάθος που έκανα. Θύμωσα».
Η δύναμη της εικόνας είναι τεράστια. Είναι μια στιγμή που περνάει και φεύγει κι ο φωτορεπόρτερ είναι εκεί για να τη χωρέσει σ’ ένα κλικ. «Παρατηρώ πολύ τους ανθρώπους» μου ομολογεί ο Δημήτρης, συνεχίζοντας: «Με συγκινούν οι ηλικιωμένοι. Σέρνουν σίγουρα μια μεγάλη εμπειρία ζωής. Όλοι έχουν μια μεγάλη ιστορία, όμως».