Πρώτη μέρα στο σχολείο: Ιστορίες που πέρασαν αλλά είναι πάντα εδώ
Νέοι άνθρωποι των τεχνών, θυμούνται τις δικές τους πρώτες μέρες και γράφουν εξαιρετικά κείμενα γι' αυτές
Πρώτες μέρες σχολείου. Γεμάτες αγωνία και όνειρα. Γεμάτες παιδικές φωνές και γονείς που επέστρεφαν σε μία καθημερινότητα που ξεκινούσε από το πρωινό ξύπνημα, μέχρι το ξεκλείδωμα της πόρτας και το πρώτο φιλί.
Ένα τρυφερό «καλή χρονιά, να προσέχεις» και δύο κλεφτές ματιές πριν κλείσει ξανά η πόρτα.
Πόσες αναμνήσεις έχουμε όλοι από αυτές τις μέρες. Πόσοι καημοί και πόσα χαμόγελα μπλέχτηκαν μεταξύ τους σε κάθε πρώτο κουδούνι.
Μια καινούρια σχολική χρονιά ξεκινάει για κάποια παιδιά. Με νέες τάξεις, ίσως νέους φίλους, νέους στόχους και νέα βιβλία.
Μια χρονιά που ευελπιστεί να γίνει σωστά και όπως της πρέπει, μετά από δύο δύσκολα χρόνια φόβου. Με ευθύνη, υποσχέσεις και σοβαρότητα από τους καθηγητές, με συνέπεια και διάθεση από τους μαθητές.
Αυτό το «πάρε δώσε» που και τι δε θα ‘δινα να είχα ξανά. Αυτό το «πάρε δώσε» που συχνά έρχεται στο μυαλό και το τσιγκλάει.
Αυτό το «πάρε δώσε» ζητήσαμε από νέους ανθρώπους των τεχνών να θυμηθούν και να μοιραστούν μαζί μας αναμνήσεις των σχολικών χρόνων. Εκείνης της πρώτης μέρας μιας τάξης…
Ακολουθούν τέσσερά συγκινητικά κείμενα που γράφτηκαν ειδικά για αυτή τη μέρα. Για μαθητές, γονείς και όσους αναπολούν μια τέτοια, πρώτη μέρα.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ / συγγραφέας – φιλόλογος
Όταν μετακομίσαμε με την οικογένειά μου από τη Νεάπολη στο νέο μας σπίτι στον Εύοσμο, ήμουν οχτώ χρόνων.
Πήγα στο καινούργιο σχολείο την πρώτη μέρα και δε μου μιλούσε κανένας. Ίσως επειδή ήμουν εσωστρεφής; Ίσως επειδή δυσκολευόμουν με τα ελληνικά (οι γονείς μου Πόντιοι της πρώην Σοβιετικής Ένωσης); Ίσως επειδή ήμουν καινούργιος;
Η δασκάλα προσπάθησε να με εντάξει στο τμήμα συμβουλεύοντας τα παιδιά να με παίζουν. Τα παιδιά έγνεψαν καταφατικά. Στο σχόλασμα άρχισαν να μου πετάνε πέτρες, λέγοντάς μου να φύγω. Αυτό συνεχίστηκε για έναν μήνα. Κάθε μέρα. Σε κάθε σχόλασμα. Εγώ πάντα προσπαθούσα να φύγω λίγο νωρίτερα για να μη με πετύχουν, όπως μια φορά που με πόνεσαν τόσο πολύ που περίμενα ένα τέταρτο για να σταματήσω το κλάμα. Δεν έπρεπε να με καταλάβουν στο σπίτι. Σίγουρα έφταιγα εγώ.
Δεν έλεγα τίποτα στους γονείς μου. Στο σχολείο δε σήκωνα το χέρι μου να πω μάθημα και σταμάτησα να διαβάζω, γιατί δεν ήθελα να δώσω αφορμές για περισσότερες πέτρες στο κεφάλι μου. Η μητέρα μου το κατάλαβε, γιατί μια μέρα της ζήτησα να γυρίσω στο παλιό μου σχολείο. Τότε με πήρε από το χέρι και μου ζήτησε να της μαρτυρήσω ποιοι ήταν αυτοί που με πετροβολούσαν κάθε μεσημέρι. Μπορεί να ακούγεται πολύ βαριά η λέξη, όπως διαβάζεται ή ακούγεται, αλλά ο πόνος ήταν σίγουρα βαρύτερος.
Και ξέρετε κάτι; Τους μαρτύρησα. Ναι, τους μαρτύρησα. Μίλησα, είπα την αλήθεια. Άργησα έναν μήνα αλλά το ‘κανα. Εκείνη με πήρε από το χέρι και το επόμενο πρωί σταμάτησε ένα ένα κάθε παιδί που με ενοχλούσε και με τα λίγα ελληνικά που ήξερε, έδειξε πως μια μάνα μπορεί να γίνει αγριότερη κι από μια λέαινα.
Στο διάλειμμα μου ζήτησαν να παίξουμε κόκαλο ξεκόκαλο. Σαν να μη συνέβη τίποτα.
Το δέχτηκα. Το κάνουν αυτό τα παιδιά. Ξεχνάνε. Μέσα από τα λόγια μου καταλαβαίνετε ότι εγώ δεν ξέχασα. Συγχώρεσα όμως.
Τώρα που ανοίγουν, λοιπόν, τα σχολεία, μην ξεχάσετε να θυμίσετε στα παιδιά να είναι πριν απ’ όλα Άνθρωποι και να συμπεριφέρονται ως τέτοιοι. Αν μη τι άλλο η προπαίδεια είναι πολύ χρήσιμη. Ας αφαιρέσουμε, όμως, για αρχή το πρώτο συνθετικό και ας κρατήσουμε την Παιδεία. Αυτήν πρέπει να αποκτήσουν.
Εμείς, οι καθηγητές και οι δάσκαλοι, ας χαμηλώσουμε το ανάστημά μας και ας φτάσουμε στο ύψος που βρίσκονται εκείνα. Πάνε οι καιροί που ο δάσκαλος ήταν αυθεντία και άρμοζε σε εκείνον να άρχει υπερυψωμένος σε μια έδρα. Τώρα οφείλει να γίνει βοηθός και καθοδηγητής σπάζοντας το τείχος που τον χωρίζει από τους μαθητές.
Ας δημιουργήσουμε πρώτα ανθρώπους που σέβονται το ολωσδιόλου διαφορετικό κι έπειτα ας τους κάνουμε αριστούχους. Από Άλφα ξεκινάει ο Άνθρωπος, από άλφα κι ο αριστούχος. Ας βρούμε την ειδοποιό διαφορά. Καλή σχολική χρονιά σ’ όλους.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΙΚΛΗΣ / ηθοποιός
Μέρες τώρα προσπαθώ να θυμηθώ την πρώτη μέρα στο σχολείο. Την πρώτη μέρα του δημοτικού. Την πρώτη του γυμνασίου. Του λυκείου. Μιαν οποιαδήποτε πρώτη μέρα. Μάταια. Μάλλον στην μνήμη χαράζεται πιο δυνατά το κάθε τέλος.
Τελειώνω την πρόβα, φεύγω από το θέατρο Μουσούρη και κατευθύνομαι με τα πόδια προς το σπίτι μου. Η πόλη φαίνεται να έχει γεμίσει και πάλι, επιστρέφει στους κανονικούς της ρυθμούς. Σκέψεις πολλές γυρίζουν στο κεφάλι μου, κυρίως για την παράσταση μας, το χελιδόνι. Και τότε κατάλαβα. Αυτό είναι. Το χελιδόνι. Αυτή είναι η πιο ξεχωριστή πρώτη μέρα στο σχολείο. Όταν σαν άλλο αποδημητικό πουλί, πήρα την απόφαση να φύγω από το ιδιωτικό και να πάω στο δημόσιο. Η πρώτη μου απόφαση. Μια τομή ενηλικίωσης στην πιο παιδική μου διάσταση. Μια δύσκολη απόφαση που όμως έμελε να αλλάξει την ζωή μου, το ποιος είμαι. Πάντα μου άρεσε να πορεύομαι μόνος μου, να εξερευνώ.
Με αυτή την διάθεση και με φόβο πολύ έκανα μια νέα αφετηρία. Με ανθρώπους που δεν είχα ξαναδεί. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που τους συνάντησα. Τότε που δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο κοντά τους μπορεί να έρθω. Κι έτσι ξεκίνησαν όλα. Έφτιαξα μια νέα, δεύτερη οικογένεια. Τους φίλους που δεν αποχωρίζομαι με τίποτα. Που χαράζουμε κοινή πορεία εδώ και χρόνια.
Κι έκτοτε ιδρύσαμε ένα έθιμο. Κάθε χρόνο, το βράδυ πριν την έναρξη των μαθημάτων, βγαίναμε και πίναμε. Μετά στο σπίτι, sleepover, με ταινίες και συζητήσεις μέχρι το πρωί. Κι ύστερα στο σχολείο κουρασμένοι, με μια τεράστια ενέργεια, να κάνουμε κοπάνες για να πάμε απλά να φάμε κρέπες ή παγωτό.
Και κάπως έτσι συνεχίζουμε την ενήλικη ζωή μας. Με κρέπες, παγωτά, ποτά και ξενύχτια μέχρι το πρωί. Με διαφορετικές ευθύνες πια αλλά με την ίδια ανάγκη. Να είμαστε μαζί. Κι έτσι ευχαριστείς τον δωδεκάχρονο εαυτό σου. Γιατί μια παιδική παρόρμηση, μια τάση φυγής της πρώιμης εφηβείας, αποδεικνύεται η πιο σοφή απόφαση της μέχρι τώρα ζωής σου.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ / στιχουργός – συγγραφέας
Στο σχολείο πήγαινα συχνά νυσταγμένος και ακόμα συχνότερα αφηρημένος. Πάντα ξεχνούσα κάποιο τετράδιο, κάποιο βιβλίο. Σχεδόν κάθε ώρα, γυρνούσα στο πίσω θρανίο να δανειστώ στυλό. Αλλά αυτά ήταν τα συνηθισμένα. Μια μέρα, ξέχασα ολόκληρη την τσάντα. Κάποια στιγμή ένιωσα το σώμα μου πιο ελαφρύ απ’ ό,τι θα ‘πρεπε και τότε το κατάλαβα. Ήταν η πρώτη μέρα εκείνης της σχολικής χρονιάς και, παρότι τις προηγούμενες χρονιές είχε καθυστερήσει η διανομή των βιβλίων, εκείνη τη φορά θα τα παίρναμε επιτόπου. Πήρα λοιπόν τα βιβλία στα χέρια μου. Και ξεκίνησα.
Ο γυμναστής, που με φώναζε πάντα με το επώνυμο, με είδε φορτωμένο και με φώναξε απ’ τον διάδρομο: “Βασιλόπουλε, πού τα πας τα βιβλία;” Τι να του απαντήσω κι εγώ. Γέλασα και προχώρησα. Στην είσοδο του σχολείου, κάποιος φίλος έφευγε με το αυτοκίνητο των δικών του και με είδε. Περίμενα να με ρωτήσει “Γιάννη, να σε πάμε εμείς;” Όμως δεν με ρώτησε. Είχα είκοσι λεπτά περπάτημα μπροστά μου. Και είκοσι βιβλία στα χέρια μου.
Στη διαδρομή σκεφτόμουν πολλά. Πιο πολύ σκεφτόμουν πόσο κόβουν οι άκρες των βιβλίων όταν στοιβάζονται στα χέρια σου για ώρα. Κάπου στη μέση της διαδρομής, μετά από μικρά διαλλείματα, ακούμπησα τα βιβλία για λίγο κάτω, έξω από ένα σπίτι. Πίσω απ’ την περίφραξη του κήπου ένας κύριος φρόντιζε τα δέντρα του. Πρέπει να έμεινα σε κείνο το σημείο 2-3 λεπτά, μετρώντας το θάρρος μου να ζητήσω βοήθεια – έστω να μου δώσει δυο σακούλες. Δεν τα κατάφερα.
Από τότε είχα την τύχη να μοιραστώ τα βήματά μου και το βάρος τους με πολύτιμους συνοδοιπόρους. Αλλά η πρώτη μέρα του σχολείου μου θυμίζει πάντα εκείνη τη δική μου μέρα. Θυμάμαι τον πόνο στα χέρια, τα δάχτυλά μου μουδιασμένα, τον χρόνο και τα μέτρα ως το σπίτι να περνάνε αργά και μια διαρκή διερώτηση: για ποιο λόγο δεν ζήτησα βοήθεια, ούτε απ’ τον γυμναστή, ούτε από τον φίλο, ούτε απ’ τον κύριο που έπαιζε στον κήπο του. Και τότε κάθε φορά κοιτάζω και πάλι τα χέρια μου, να δω αν ακόμα κουβαλώ τα βιβλία.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΣΤΟΓΙΩΡΓΗΣ / συνθέτης
Γιώργο, ξύπνα. Θα αργήσεις.
Πάλι δεν ετοίμασες την τσάντα σου; Μη ξεχάσεις το τετράδιο των μαθηματικών. Θα χάσεις το λεωφορείο. Ας μην κοιμόσουν στις πέντε το πρωί. Κάνε υπομονή μερικά χρόνια. Απόλαυσε τις ημέρες στο σχολείο, τα περασμένα φεύγουν, δε γυρνάνε πίσω.
Δεν αντέχεις; Βαρέθηκες; Δεν έχεις άλλη επιλογή, συγγνώμη που στο λέω.
Πάλι έχυσες το γάλα. Έχει ποτίσει αυτός ο πάγκος. Καμία σχέση με τον αδερφό σου, σε τίποτα δεν μοιάσατε. Αυτός με το που ξαπλώσει, τον πήρε ο ύπνος. Εσύ πολύ ξενύχτης βρε αγόρι μου. Τι σε προβληματίζει; Σου αρέσει ακόμα η Αλεξάνδρα; Της πηγαίνεις κρουασάν μετά την προσευχή;
Με πήρε προχθές ο λυκειάρχης. Έχεις γεμίσει το απουσιολόγιο με ωριαίες αποβολές. Κάνεις τόση πολλή φασαρία; Κάποιες φορές είσαι ανεξέλεγκτος, λένε, μα σου έχουν αδυναμία. Θέλεις να φύγεις από ‘δω; Το σπίτι στη Θεσσαλονίκη δεν πάει πουθενά, σε περιμένει. Ονειρεύεσαι να χάνεσαι στα ξενύχτια, στα γυναικεία στήθη, στις μεταμεσονύχτιες βόλτες; Μην τον ακούς τον πατέρα σου. Κι αυτός ξημερώματα κοιμόταν. Μην διανοηθείς να πάρεις σκύλο όταν περάσεις στο πανεπιστήμιο, δεν το συζητάω καν, δεν το διαπραγματεύομαι. Ξέρεις πολύ καλά πόσο φοβάμαι.
Έρχονται τα Χριστούγεννα, οι αγαπημένες σου μέρες. Μη γκρινιάζεις. Κάνε υπομονή, θα έρθει η στιγμή που θα ενηλικιωθείς. Και μετά; Όλη η ζωή μπροστά σου.
Γιώργο, δώσε χώρο και χρόνο στα πράγματα, στη ζωή.
Ωραία δεν περάσαμε το Πάσχα μας στη Θάσο; Η γιαγιά χάρηκε τόσο πολύ που είχε τα εγγόνια της μαζεμένα. Αύριο ξεκινάνε οι εξετάσεις, πότε υπογράφηκε το Βαλκανικό Σύμφωνο; Τριάντα φορές το έχουμε πει.
Γρήγορα έρχεται το καλοκαίρι και γρήγορα φεύγει. Ξεκινάς και προετοιμασία για την Τρίτη λυκείου. Είσαι έτοιμος; Πρέπει επιτέλους να στρωθείς.
Μου αρέσει ο Σεπτέμβριος, πως περάσανε τα χρόνια; Ούτε κατάλαβα πότε έφτασες στην τελευταία τάξη του λυκείου. Πως ήταν η πρώτη μέρα; Δεν άλλαξες. Κουράστηκα όλα αυτά τα χρόνια να προσπαθώ να σε ξυπνήσω. Ανάθεμα κι αν μια φορά σηκώθηκες με την πρώτη.
Φτάνουν και τα Χριστούγεννα. Αγχώνεσαι; Πλησιάζει ο καιρός. Τι ζητούσες τόσα χρόνια; Να φύγεις. Σου έστειλε λαμπάδα και χρήματα ο νονός σου. Τηλεφώνησε τον για να τον ευχαριστήσεις και δώσε χαιρετίσματα από όλη την οικογένεια. Είσαι έτοιμος; Η μαμά σου πάντα θα σε αγαπάει. Καλή επιτυχία μωρό μου, με καθαρό μυαλό.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Γιώργο ξύπνα! Τηλεφώνησε ο λυκειάρχης. Στην πρώτη σου επιλογή, Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Αριστοτέλειο, συγχαρητήρια παιδί μου, τα κατάφερες. Είμαι τόσο περήφανη. Αύριο φεύγουμε για Θεσσαλονίκη. Πως νιώθεις; Έι, γιατί είσαι στεναχωρημένος; Μάλωσες με τον Δημήτρη; Μα γιατί ρε αγόρι μου; Έξι χρόνια στο ίδιο θρανίο καθόσασταν.
Προσπάθησε να ηρεμήσεις, η ζωή είναι τόσο απρόβλεπτη, απόλαυσε την ατελείωτα γοητευτική παραξενιά της. Πως ήταν η πρώτη σου μέρα στη σχολή; Τέλος το πρώτο έτος, το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο, αγάπη μου πότε θα τελειώσεις; Γιατί κλαις; Μην κλαις. Όλοι μας θέλαμε να μεγαλώσουμε, να τελειώσουμε το σχολείο, να φύγουμε από το πατρικό μας, να δούμε τι υπάρχει εκεί έξω. Μα όλοι μας βιαστήκαμε, είναι βασανιστικό να σκέφτεσαι τις ημέρες της ξεγνοιασιάς και των λουλουδιών και να μην μπορείς να τις φέρεις πίσω.
Κανείς δεν μπόρεσε να ξεφύγει, όλοι μας πέσαμε θύματα της ενηλικίωσης, εξαπατηθήκαμε. Μάζεψε τα πράγματα σου και έλα στην Καβάλα. Φέρε και την μικρή, της αγόρασα λιχουδιές. Το περίμενες; Θεέ μου, τι σκυλί αυτή η Λουσίλ. Θα σου φτιάξω γεμιστά, θα σε ξυπνήσω ένα πρωινό στις 07:34, θα χύσεις το γάλα στον πάγκο της κουζίνας κι εγώ, γιε μου, θα σ’αγαπώ για πάντα.
Το παρελθόν φεύγει αλλά ποτέ δεν χάνεται. Μας οδηγεί.